Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΟΛΓΟΘΑ | ||
Κάτσε μυαλό | Και για να επιστρέψουμε στην ίδια ιστορία, | |
στην τύφλα σου | που ‘λεγα πριν οι επιστολές μου δώσουν ευκαιρία | |
να σου αραδιάσω όλα αυτά στον φίλο που ‘χα γράψει, | ||
ελπίζοντας ότι κι εσύ ίσως τα βρεις εντάξει, | ||
ας συνδεθούμε εδώ ξανά μ’ εκείνο εκεί το χάλι | 5 | |
που έχει όποιος στηρίζεται στο σάπιο του κεφάλι. | ||
Θυμήσου που σου έλεγα: «μονάχος αν το “κόψεις” | ||
Τι θα ‘ρθουν να σου πάρουνε; Δεν έχει δύο όψεις!» | ||
Γι’ αυτό σου λέω στο κενό, χωρίς ιδεολογία, | ||
χωρίς επιχειρήματα δεν δίνεις ευκαιρία. | 10 | |
Μπορεί να φαίνεσαι νεκρός στα μάτια όσων έχουν | ||
στέρεα τα δεδομένα τους και βρίζουν μα κι αντέχουν, | ||
όμως απόκτησες εσύ την πιο ωραία εστία, | ||
εκείνη την εργάτρια, την μέσα σου αντλία | ||
που είναι μικρούλα, μια σταλιά, μα όλους τους χωράει. | 15 | |
Την ποθητή ενότητα αυτή την αρχινάει, | ||
όχι μ’ ανακατέματα, όχι μ’ επιχειρήσεις, | ||
όχι με πολυεθνικές, όχι με συζητήσεις, | ||
έτσι απλά αγαπητικά και φωτεινά μ’ ελπίδα, | ||
γιατί είναι εξέδρα εκτόξευσης και όπου θέλεις πήδα! | 20 | |
Εκεί χωρούν τα σύμπαντα κι ας είν’ τόσο μικρούλα | ||
κι αυτό το σύμπαν τι θαρρείς μοιάζει με μια καρδούλα, | ||
που συνεχώς απλώνεται, για να χωρέσουμε όλοι | ||
κι εμείς ακόμα ψάχνουμε να βρούμε, αν οι στόλοι | ||
που είχε ο Θεμιστοκλής είχανε μέσα ναύτες, | 25 | |
που ήτανε παππούδες μας ή αν είμαστε αργοναύτες! | ||
Ποιοί ‘μαστε μεις και ποιοί εσείς κι οι άλλοι, ποιοί ‘ναι οι ξένοι, | ||
μπερδεύτηκαν οι τρίχες μας και σκάλωσαν στο χτένι. | ||
Γι’ αυτό μην το παιδεύετε και η καρδιά γνωρίζει, | ||
το μπλε από το κόκκινο ξέρει να ξεχωρίζει, | 30 | |
γιατί γνωρίζει το ψυχρό και το θερμό τι είναι, | ||
κάτσε μυαλό στην τύφλα σου κι ησύχασε και σβήνε! | ||
Γιατί εδώ που φτάσαμε κι όσο κι αν βασιλεύεις, | ||
τα ‘κανες σαν τα μούτρα σου και μόνο μας μπερδεύεις! | ||
Ο τελευταίος | Καθώς σου τα ‘λεγα όλα αυτά τα βλέφαρα μου γείραν | 35 |
πειρασμός | και όταν ξύπνησα ευθύς τα κλάματα με πήραν! | |
Δεν το θυμάμαι ακριβώς, θαρρώ όνειρο πως ήταν, | ||
ξύπνησα κι είχα στο μυαλό για το «μηδέν» πως είπα. | ||
Δεν είπα, μόνο το ‘βλεπα πως ήταν σκαλοπάτι, | ||
το ‘νιωθα εγώ με της ψυχής το καθαρό το μάτι! | 40 | |
Σου ‘λεγα, είναι θάνατος, όμως δεν είναι τέλος. | ||
Μοιάζει ανατριχιαστικό σαν λερωμένο έλος, | ||
γιατί όταν είσαι στην αρχή μόνος, χωρίς παρέα, | ||
τα ψεύτικα τα φώτα σου και τ’ άλλα τα «ωραία», | ||
τα όποια δεδομένα σου και τις ασφάλειές σου | 45 | |
στην καθαρή σου ερημιά, τότε όλες οι βρωμιές σου | ||
σου φέρνουν πόνο στην καρδιά, σου φέρνουν αηδία, | ||
γιατί βρυχώνται δυνατά σαν άγρια θηρία. | ||
Όσα πιο πριν σε κάνανε να νιώθεις τάχα κάποιος, | ||
τώρα μένουν ατάϊστα και βρίσκουν μέγα λάθος | 50 | |
που νηστικά τα άφησες, γιατί είχανε τροφή τους | ||
το ισχυρό σου θέλημα για την επιλογή τους | ||
είτε καλή είτε κακή με όποια είχες κριτήρια, | ||
μα τώρα που ‘ψαξες αλλού να βρεις τα «εισιτήρια» | ||
για την Αλήθεια και το φως με συγκατάνευσή σου | 55 | |
ότι ως τώρα ενός τυφλού ήταν η οπτική σου, | ||
αυτά που είχες για μάτια σου, θρηνούνε το σκοτάδι | ||
κι εκεί που γύρευαν τροφή, ρίχνουνε παραγάδι | ||
και δεν ψαρεύουν τίποτα κι η πείνα τους θεριεύει! | ||
Το ένστικτο λυσσομανά μέσα σου κι αγριεύει! | 60 | |
Με χίλιους τρόπους σου χυμά ο εαυτός σου εκείνος, | ||
που είχε τις ασφάλειες, γίνεται τώρα κτήνος, | ||
και αν νικήσει η επιλογή για την ελευθερία, | ||
το κτήνος σου επιτίθεται με κάθε πονηρία. | ||
Φοράει μάσκα ευαίσθητη, γοητευτική κι ωραία | 65 | |
και λέει: «κοίτα, φίλε μου, ας κάνουμε παρέα! | ||
Είμαι στ’ αλήθεια φίλος σου εδώ στην ερημιά σου, | ||
δώσε μου λίγη προσοχή και θα ‘χει η αφεντιά σου | ||
τιμή και αναγνώριση, τι όμορφος που είσαι! | ||
Βρε μπράβο! Τα κατάφερες, την πόρτα τώρα κλείσε! | 70 | |
Δεν θα ‘ρθει τίποτα από κει, ποιόν άλλον περιμένεις; | ||
Έφτασες στον προορισμό! Δεν το καταλαβαίνεις;». | ||
Αυτή ‘ναι η περηφάνια σου κι η αυτοθέωσή σου! | ||
Αυτή είν’ η παγίδα σου που θέλει θέασή σου | ||
να ‘ναι πάλι το είδωλο του ψεύτη εγωισμού σου | 75 | |
και σκιάχτηκε τον ερχομό του αληθινού κενού σου, | ||
που ετοιμάζει το έδαφος να ‘ρθει η σωτηρία, | ||
εφόσον δε σε νίκησε εν τέλει η απελπισία. | ||
Και λέει: «Αυτός ο έρημος τώρα θα την πατήσει, | ||
σαν δει μες στον καθρέφτη μου πως έχει καταντήσει | 80 | |
ή θα τρομάξει και τροφή ευθύς θα μου ζητήσει | ||
ή θα νομίσει τελικά πως ήδη έχει αρχίσει | ||
να μοιάζει στην Αλήθεια αυτή που τόσο λαχταράει!». | ||
Εκεί γλυστράει ο άνθρωπος και έτσι παρατάει | ||
την μέχρι τώρα διαδρομή, γιατί νομίζει τέρμα | 85 | |
ετούτο το καθρέφτισμα και λησμονεί το έρμα | ||
που είχε της ταπείνωσης να μην βουλιάξει η βάρκα, | ||
γιατί πολύ έχει κουραστεί κι εύκολα κάνει τράκα | ||
για λίγη ψεύτικη χαρά, για λίγη ηρεμία. | ||
Στην πείνα του, του φαίνονται γι’ άπειρα δύο-τρία | 90 | |
δολώματα παρηγοριάς και νιώθει για δικά του | ||
τα λίγα που του δόθηκαν και είναι δανεικά του. | ||
Της καρδιάς | Τώρα απομένει στην καρδιά να κάνει τη δουλειά σου | |
το φίλτρο | – εκεί που καθαρίζεται το αίμα απ’ τη βρωμιά σου | |
και στέλνεται πάλι ζεστό και καθαρό στο σώμα – | 95 | |
εκείνη το χρυσάφι σου χωρίζει από το χώμα. | ||
Γιατί έχει αυτή την διάκριση, αν της το επιτρέψεις | ||
κι αν όλη σου την προσοχή σ’ εκείνηνε την στρέψεις, | ||
ξέρει και είναι ταπεινή δουλεύει νύχτα-μέρα. | ||
Μόνο γυρεύει ζεστασιά και καθαρό αέρα, | 100 | |
για να ‘ρθει ο Αγαπημένος της και να την κατοικήσει | ||
κι όταν ωραία, βασιλικά και γιορτινά την ντύσει | ||
η ίδια η Αγάπη Του και την λαμπρύνει τόσο, | ||
πια δεν θα λες, απ’ το μυαλό πώς, Θεέ μου, να γλυτώσω! | ||
Γιατί αυτή θα προσπερνά ψεύτικους λαβυρίνθους, | 105 | |
θα ξεχωρίζει ανάμεσα στον πανικό του πλήθους, | ||
ποιός είν’ ο Αγαπημένος της και δεν θα το ξεχνάει | ||
πως την λαμπρή της φορεσιά σ’ Εκείνον την χρωστάει! |
Τρίτη 1 Ιουνίου 2010
10. ΤΟ ΜΠΛΑΚ-ΑΟΥΤ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου