Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

10. ΤΟ ΜΠΛΑΚ-ΑΟΥΤ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΟΛΓΟΘΑ
Κάτσε μυαλό Και για να επιστρέψουμε στην ίδια ιστορία,
στην τύφλα σουπου ‘λεγα πριν οι επιστολές μου δώσουν ευκαιρία
να σου αραδιάσω όλα αυτά στον φίλο που ‘χα γράψει,
ελπίζοντας ότι κι εσύ ίσως τα βρεις εντάξει,
ας συνδεθούμε εδώ ξανά μ’ εκείνο εκεί το χάλι5
που έχει όποιος στηρίζεται στο σάπιο του κεφάλι.
Θυμήσου που σου έλεγα: «μονάχος αν το “κόψεις”
Τι θα ‘ρθουν να σου πάρουνε; Δεν έχει δύο όψεις!»
Γι’ αυτό σου λέω στο κενό, χωρίς ιδεολογία,
χωρίς επιχειρήματα δεν δίνεις ευκαιρία.10
Μπορεί να φαίνεσαι νεκρός στα μάτια όσων έχουν
στέρεα τα δεδομένα τους και βρίζουν μα κι αντέχουν,
όμως απόκτησες εσύ την πιο ωραία εστία,
εκείνη την εργάτρια, την μέσα σου αντλία
που είναι μικρούλα, μια σταλιά, μα όλους τους χωράει.15
Την ποθητή ενότητα αυτή την αρχινάει,
όχι μ’ ανακατέματα, όχι μ’ επιχειρήσεις,
όχι με πολυεθνικές, όχι με συζητήσεις,
έτσι απλά αγαπητικά και φωτεινά μ’ ελπίδα,
γιατί είναι εξέδρα εκτόξευσης και όπου θέλεις πήδα!20
Εκεί χωρούν τα σύμπαντα κι ας είν’ τόσο μικρούλα
κι αυτό το σύμπαν τι θαρρείς μοιάζει με μια καρδούλα,
που συνεχώς απλώνεται, για να χωρέσουμε όλοι
κι εμείς ακόμα ψάχνουμε να βρούμε, αν οι στόλοι
που είχε ο Θεμιστοκλής είχανε μέσα ναύτες,25
που ήτανε παππούδες μας ή αν είμαστε αργοναύτες!
Ποιοί ‘μαστε μεις και ποιοί εσείς κι οι άλλοι, ποιοί ‘ναι οι ξένοι,
μπερδεύτηκαν οι τρίχες μας και σκάλωσαν στο χτένι.
Γι’ αυτό μην το παιδεύετε και η καρδιά γνωρίζει,
το μπλε από το κόκκινο ξέρει να ξεχωρίζει,30
γιατί γνωρίζει το ψυχρό και το θερμό τι είναι,
κάτσε μυαλό στην τύφλα σου κι ησύχασε και σβήνε!
Γιατί εδώ που φτάσαμε κι όσο κι αν βασιλεύεις,
τα ‘κανες σαν τα μούτρα σου και μόνο μας μπερδεύεις!
Ο τελευταίοςΚαθώς σου τα ‘λεγα όλα αυτά τα βλέφαρα μου γείραν35
πειρασμόςκαι όταν ξύπνησα ευθύς τα κλάματα με πήραν!
Δεν το θυμάμαι ακριβώς, θαρρώ όνειρο πως ήταν,
ξύπνησα κι είχα στο μυαλό για το «μηδέν» πως είπα.
Δεν είπα, μόνο το ‘βλεπα πως ήταν σκαλοπάτι,
το ‘νιωθα εγώ με της ψυχής το καθαρό το μάτι!40
Σου ‘λεγα, είναι θάνατος, όμως δεν είναι τέλος.
Μοιάζει ανατριχιαστικό σαν λερωμένο έλος,
γιατί όταν είσαι στην αρχή μόνος, χωρίς παρέα,
τα ψεύτικα τα φώτα σου και τ’ άλλα τα «ωραία»,
τα όποια δεδομένα σου και τις ασφάλειές σου45
στην καθαρή σου ερημιά, τότε όλες οι βρωμιές σου
σου φέρνουν πόνο στην καρδιά, σου φέρνουν αηδία,
γιατί βρυχώνται δυνατά σαν άγρια θηρία.
Όσα πιο πριν σε κάνανε να νιώθεις τάχα κάποιος,
τώρα μένουν ατάϊστα και βρίσκουν μέγα λάθος50
που νηστικά τα άφησες, γιατί είχανε τροφή τους
το ισχυρό σου θέλημα για την επιλογή τους
είτε καλή είτε κακή με όποια είχες κριτήρια,
μα τώρα που ‘ψαξες αλλού να βρεις τα «εισιτήρια»
για την Αλήθεια και το φως με συγκατάνευσή σου55
ότι ως τώρα ενός τυφλού ήταν η οπτική σου,
αυτά που είχες για μάτια σου, θρηνούνε το σκοτάδι
κι εκεί που γύρευαν τροφή, ρίχνουνε παραγάδι
και δεν ψαρεύουν τίποτα κι η πείνα τους θεριεύει!
Το ένστικτο λυσσομανά μέσα σου κι αγριεύει!60
Με χίλιους τρόπους σου χυμά ο εαυτός σου εκείνος,
που είχε τις ασφάλειες, γίνεται τώρα κτήνος,
και αν νικήσει η επιλογή για την ελευθερία,
το κτήνος σου επιτίθεται με κάθε πονηρία.
Φοράει μάσκα ευαίσθητη, γοητευτική κι ωραία65
και λέει: «κοίτα, φίλε μου, ας κάνουμε παρέα!
Είμαι στ’ αλήθεια φίλος σου εδώ στην ερημιά σου,
δώσε μου λίγη προσοχή και θα ‘χει η αφεντιά σου
τιμή και αναγνώριση, τι όμορφος που είσαι!
Βρε μπράβο! Τα κατάφερες, την πόρτα τώρα κλείσε!70
Δεν θα ‘ρθει τίποτα από κει, ποιόν άλλον περιμένεις;
Έφτασες στον προορισμό! Δεν το καταλαβαίνεις;».
Αυτή ‘ναι η περηφάνια σου κι η αυτοθέωσή σου!
Αυτή είν’ η παγίδα σου που θέλει θέασή σου
να ‘ναι πάλι το είδωλο του ψεύτη εγωισμού σου75
και σκιάχτηκε τον ερχομό του αληθινού κενού σου,
που ετοιμάζει το έδαφος να ‘ρθει η σωτηρία,
εφόσον δε σε νίκησε εν τέλει η απελπισία.
Και λέει: «Αυτός ο έρημος τώρα θα την πατήσει,
σαν δει μες στον καθρέφτη μου πως έχει καταντήσει80
ή θα τρομάξει και τροφή ευθύς θα μου ζητήσει
ή θα νομίσει τελικά πως ήδη έχει αρχίσει
να μοιάζει στην Αλήθεια αυτή που τόσο λαχταράει!».
Εκεί γλυστράει ο άνθρωπος και έτσι παρατάει
την μέχρι τώρα διαδρομή, γιατί νομίζει τέρμα85
ετούτο το καθρέφτισμα και λησμονεί το έρμα
που είχε της ταπείνωσης να μην βουλιάξει η βάρκα,
γιατί πολύ έχει κουραστεί κι εύκολα κάνει τράκα
για λίγη ψεύτικη χαρά, για λίγη ηρεμία.
Στην πείνα του, του φαίνονται γι’ άπειρα δύο-τρία90
δολώματα παρηγοριάς και νιώθει για δικά του
τα λίγα που του δόθηκαν και είναι δανεικά του.
Της καρδιάςΤώρα απομένει στην καρδιά να κάνει τη δουλειά σου
το φίλτρο– εκεί που καθαρίζεται το αίμα απ’ τη βρωμιά σου
και στέλνεται πάλι ζεστό και καθαρό στο σώμα –95
εκείνη το χρυσάφι σου χωρίζει από το χώμα.
Γιατί έχει αυτή την διάκριση, αν της το επιτρέψεις
κι αν όλη σου την προσοχή σ’ εκείνηνε την στρέψεις,
ξέρει και είναι ταπεινή δουλεύει νύχτα-μέρα.
Μόνο γυρεύει ζεστασιά και καθαρό αέρα,100
για να ‘ρθει ο Αγαπημένος της και να την κατοικήσει
κι όταν ωραία, βασιλικά και γιορτινά την ντύσει
η ίδια η Αγάπη Του και την λαμπρύνει τόσο,
πια δεν θα λες, απ’ το μυαλό πώς, Θεέ μου, να γλυτώσω!
Γιατί αυτή θα προσπερνά ψεύτικους λαβυρίνθους,105
θα ξεχωρίζει ανάμεσα στον πανικό του πλήθους,
ποιός είν’ ο Αγαπημένος της και δεν θα το ξεχνάει
πως την λαμπρή της φορεσιά σ’ Εκείνον την χρωστάει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου