Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

13. ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ

ΕΡΩΤΑΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ
Εγώ το πήραΑυτά, λοιπόν, μου βγήκανε και σας διαβεβαιώνω
απόφασηπως δεν τα είχα στο μυαλό, μα στην καρδιά μου μόνο.
Ούτε ήξερα πώς άρχισα ούτε πώς να τελειώσω,
άκουγα μόνο τι ένιωθα χωρίς να τα μπαλώσω.
Ακολουθούσα τη ροή κι ο κάθε ένας στίχος5
γεννούσε τον επόμενο σαν να ‘ταν σκέτος ήχος
από παράξενο τικ-τακ χωρίς μεγάλη τέχνη,
μην ψάξετε μέσα σ’ αυτό να βρείτε καλλιτέχνη…
Δεν είναι κομψοτέχνημα, δεν είναι θεωρία,
στον δεκαπεντασύλλαβο βρήκα την ευκαιρία,10
γιατί ζητούσα έτσι απλά να επικοινωνήσω
και θα χαρώ αληθινά έστω έναν αν βοηθήσω
να βγει απ’ τον λαβύρινθο κι απ’ τη σιωπή που πνίγει
όσα ποθούμε αληθινά κι όποιον ζητάει να φύγει
από την ματαιότητα και Έρωτα γυρεύει15
και δεν αντέχει άλλο πια τον δρόμο να μπερδεύει.
Στ’ αλήθεια εγώ θα το ποθώ να ‘ναι συνταξιδιώτης
και να μη γίνει της καρδιάς δήμιος και προδότης.
Εγώ πολύ επιθύμησα ετούτο το ταξίδι.
Δεν ξέρω αν φτάσω όπου ποθώ κι αν θα ‘χει πιστολίδι20
σε τούτη τη διαδρομή, σ’ αυτήν την εκστρατεία,
μα ήδη φούσκωσαν πανιά επάνω στα ιστία,
γιατί το πήρα απόφαση άλλο να μην πεινάω
για τούτα τα σκουπίδια εδώ, που μου ‘δωσαν να φάω.
Άρτος οΨωμάκι μύρισε ζεστό και της καρδιάς η πείνα25
επιούσιοςέμεινε μια ανάμνηση από τα χρόνια εκείνα,
που έψαχνα να βρω ψωμί μέσα σε κάποιο χάδι,
κι ύστερα γκρεμιζόμουνα και έμπαινα στον Άδη.
Γιατί τα χάδια δανεικά είναι σ’ αυτή τη ζήση
και δεν μπορεί μ’ αυτά η καρδιά για πάντα να γεμίσει.30
Κι αν στην αρχή της φαίνεται την παγωνιά πως διώχνουν,
γρήγορα μες στη φυλακή της μοναξιάς τη σπρώχνουν.
Αφού ζητά να ενωθεί μέσα σ’ ελευθερία,
όμως τα χάδια της ζητάν να τους χρωστάει θυσία
τα ίδια τα φτερά που αυτή θέλει ν’ αναζητήσει35
κι ενώ αρχικά τον νόμισε τον έρωτα για λύση
και ένιωθε πως πέταγε με το γλυκό της ταίρι,
ξάφνου ένα Φως της μήνυσε πως κάπου σ’ ένα αστέρι
δεν τελειώνει ο Έρωτας και η Ελευθερία
κι εκείνη πόνεσε πολύ που έκανε θυσία40
το ανοιχτό το πέλαγος της καθαρής Αγάπης
και στο λιμάνι την κρατά ένας δεσμός σακάτης
και δεν φυσάνε άνεμοι να υψώσει τα πανιά της.
Δεν είν’ ο Έρωτας για δυο μέσα στα όνειρά της
ούτε και φυλακίζεται σε τέσσερα ντουβάρια,45
στα μαλακά τους στρώματα εκείνος παίζει ζάρια,
γιατί είν’ Αλήτης, Λεύτερος, φλερτάρει με το σύμπαν.
Είναι Σποριάς Απρόβλεπτος και σπέρνει όπου του είπαν
η Αγάπη, η Ελευθερία μας κι η δίψα να ενωθούμε,
πώς σε κλειστά κυκλώματα να παρηγορηθούμε;50
Να σου χρωστώ, να μου χρωστάς, ό,τι δεν μας ανήκει,
να νιώθουμε κατακτητές και να ζητάμε νοίκι
απ’ την καρδιά του αλλουνού, θαρρείς κι είναι δική μας…
Πες μου, τι θα το κάνουμε στην ύστατη στιγμή μας
αυτό που διεκδικήσαμε με πείσμα και με μένος;55
Διαθήκη και κληρονομιά για να ‘χει ο πικραμένος,
όταν εμείς πεθάνουμε, ό,τι έχει απομείνει
απ’ τα κομμάτια μιας καρδιάς που έπρεπε να δίνει
για είσπραξη στο ταίρι της τον φόρο αυτόν της πίστης
σαν δήθεν εξασφάλιση της ολοκλήρωσής της;60
Αφού μόνο για ελεύθερη την έπλαστε ο Χτίστης
όμορφη και αγγελική, ποιότητας αρίστης!
Κι αν έδωσε μαζί μ’ αυτό και πόθο και λαχτάρα,
ήταν γιατί την ήθελε να είναι κι ερωτιάρα,
αχόρταγη, για να χωρά το ατέλειωτο ποτάμι65
του θεϊκού Του Έρωτα και όχι για χαράμι
στην ψεύτικη απομίμηση που λέμε σμίξιμό μας.
Αυτό είναι παρηγοριά και εφαλτήριό μας,
μα όχι να το κάνουμε να είναι αυτοσκοπός μας,
αυτό είναι προσάναμμα, για να ανάψει εντός μας70
η φλόγα και η πυρκαγιά που λέει να ενωθούμε
με την αστείρευτη Πηγή του ήλιου που ποθούμε.
Μα ‘μεις κοιτάμε το φθαρτό να γίνει αιώνιό μας
κι ο χρόνος στο τεφτέρι του μετράει τον καιρό μας
κι αντί να λέμε: «Πώς θα βρω αυτό που νιώθω τώρα75
τρόπο να το ‘χω μέσα μου κάθε στιγμή και ώρα,
ερωτευμένος να πετώ, θάνατο να μην έχω…».
Κοιτάζω τον συνάνθρωπο και λέω πως τον κατέχω
με νόμους, με συμβόλαια, ζήλιες και υστερίες
κι ύστερα λέω πως πνίγομαι από τις εξουσίες80
της σκοτεινιάς, του άγχους μου και δεν ικανοποιούμαι.
Κάντε μια στάση, ρε παιδιά, λίγο να κατεβούμε!
Από ετούτο το κουτί που ‘ναι κονσέρβα ίδια.
Να βγάλουμε από πάνω μας ετούτα τα βαρίδια!
Ασφυκτιά πια η ψυχή, πού να βρει λίγο αέρα;85
Εδώ είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης τη μέρα
κι άντε τη νύχτα για να βρεις λιγάκι ηρεμία,
ρουφάς από μια αγκαλιά προσωρινή ευτυχία,
μια δόση για να ξεχαστεί το άγριο βαμπιράκι,
που κρύβουμε όλοι μέσα μας και ψάχνει για αιματάκι…90
…Και «σ’ αγαπώ» και «μ’ αγαπάς», μα προτιμώ να σκάσεις,
άμα τυχόν την πείνα σου δεν φτάνει να χορτάσεις
τ’ ωραίο μας συμβόλαιο, που λέει ότι δικός μου
είσαι, αφού μ’ αγκάλιασες κι έγινες άνθρωπός μου.
Κι αυτό το «Μου» συνέχεια θα σου το λέω αράδα,95
ώσπου στο τέλος απ’ το «Μουου» θα γίνω αγελάδα!
Θα με υπομείνεις, θες δε θες, μέχρι σημείου εσχάτου.
Εσύ είσαι το θύμα μου κι εγώ ο Νοσφεράτου!
Ωραία το λογαριάσαμε, μα μην τυχόν χαθούμε,
μνήμα κοινό να φτιάξουμε, να ενταφιαστούμε100
μαζί όπως και ζήσαμε σαν ενταφιασμένοι,
γιατί έτσι το θέλουνε όλοι οι ερωτευμένοι,
σε μαυσωλείο να μπαίνουνε και πού το ξέρεις, ίσως
στον τάφο να μην νιώθουμε αυτό εδώ το μίσος,
που το αποκαλούσαμε σαν ζούσαμε «έρωτά μας»105
και γέμιζαν τα μάτια μας ολημερίς με κλάμα.
Ίσως εκεί ν’ αφήσουμε τη ζήλια και τα πάθη,
γιατί ο θάνατος μπορεί μια κι έξω να μας μάθει,
πως Άλλος είν’ ο Εραστής που έχει ιδιοκτησία
και εξουσία πάνω μας κι Αυτός ελευθερία110
μας έδωσε από την αρχή κι ως προς τον Ίδιο ακόμα,
μα εμείς αντί για Κείνονε λατρέψαμε το χώμα.
Άντε, καρδιά μου, άνοιξε πια τα λευκά πανιά σου,
ο άνεμός Του φύσηξε κι έρχεται η λευτεριά σου!
Γι’ αυτό όλα μυρίζουνε σαν το ζεστό ψωμάκι,115
που θα χορτάσει την καρδιά κι όχι μόνο το μάτι.
Σ’ αυτήν εδώ τη σκοτεινιά, σ’ αυτήν την εξορία,
που όλο παγάκια στην καρδιά ρίχνουν για να ‘ναι κρύα,
ακόμα κι ο προοδευτισμός μύρισε πια φορμόλη.
Κοιτάξτε ν’ αποδράσουμε, να πάμε σ’ άλλη πόλη!120
Που να ‘χει Αλήθεια, Έρωτα, Αγάπη, Ελευθερία!
Και όσοι προοδευτικοί και σοβαροί γι’ αστεία
βλέπουν εκείνα που ποθεί αληθινά η ψυχή τους,
ας ψάξουν να τα φτάσουνε με την πολιτική τους.
Εμείς θα τους ψηφίσουμε έτσι για να μην κλαίνε,125
μα δεν θα μπούμε στο μαντρί κι έτσι δεν θα μας λένε
οι σοβαρές απόψεις τους πώς στο εξής να ζούμε.
Εμείς πήραμε απόφαση έτσι να τρελαθούμε
από έρωτα και σαν παιδιά να φτάσουμε εκεί πέρα,
που δεν υπάρχει θάνατος και δεν τελειώνει η μέρα!130
Και θα ‘ναι η Αγάπη μας ζεστό ψωμί και βιος μας
και θα φουρνίζει αδιάκοπα ο άρτιος Αρτοποιός μας.
ΘέλουμεΚοντεύω Ερωτόκριτο να γράψω, αν και δεν έχω
να ‘μαστε στο νου μου κάποιο ειδύλλιο και μ’ άλλα γκάζια τρέχω.
παιδιάΑυτός ο «Ερωτόκριτος» δεν θέλει αυτό μονάχα;135
Να είναι δύο οι εραστές και να νομίζουν τάχα,
πως χώρεσε ο κόσμος μας στο ωραίο αίσθημά τους
και να παντρεύονται αυτοί, να κάνουν τα παιδιά τους
και να ‘ναι έτσι άδοξο του έρωτα το τέλος…
Εμείς θέλουμε ασταμάτητα το ερωτικό το βέλος140
να ταξιδεύει απ’ της καρδιάς την ανοιχτή την πόρτα
στου κόσμου όλα τα πέρατα και να αλλάξει η ρότα!
Και σ’ όποιον φαίνονται αυτά να είναι ουτοπία,
ας ψάξει για το ταίρι του κι ας φτιάξει μια σχεδία
να πάνε κάπου ερημικά κι εκεί να ζήσουν μόνοι.145
Εμείς δεν θέλουμε διπλό να είναι το σεντόνι.
Θέλουμε να ‘μαστε παιδιά και πάντα ερωτευμένοι
και στης αγάπης μας το φως να ζει η οικουμένη.
Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν αυτά σου φαίνονται βλακεία,
εσύ να πάρεις αγκαλιά εκείνη την χημεία150
που είναι του εγκέφαλου σου και τόσο την λατρεύεις
και που ίδιο έχει κι η μαϊμού και μη μας κοροϊδεύεις,
που είμαστε έτσι ανοιχτοί, που είμαστε αλάνια.
Εμείς ακούμε την καρδιά κι ας μοιάζουμε τσογλάνια.
Γι’ αυτό χρησιμοποίησα τη γλώσσα της γιαγιάς μας155
– κι όχι αυτήν που λάτρεψε ο κάθε λέκτοράς μας –
για να το πω συμβολικά όπως στα παραμύθια,
που βρήκανε τον τρόπο αυτό να λένε την αλήθεια,
πως μέχρι να ‘ρθει η αυγή που ο κόκκορας θ’ αρχίσει
μία και δυο και τρεις φορές να την καλωσορίσει,160
αν αρνηθείς και πεις ευθύς ότι δεν την γνωρίζεις
και δεν σου βγούνε δάκρυα και δεν μετανοήσεις,
δεν θα μπορέσεις τότε πια στη βάρκα της ν’ ανέβεις,
όχι πως δε σε θέλαμε, μα εσύ ήθελες να ιππεύεις
παρέα με τα φαντάσματα και με τους δροσουλίτες!165
Σου φάνηκε ελαφρόμυαλοι πως είμαστε κι αλήτες.

~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~

Η «ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ»
Το φίδιΚαι άμα θες θα πω εδώ και μία «προφητεία»
θα χτυπήσειή πάρ’ τηνε στα σοβαρά ή πάρ’ τηνε στ’ αστεία.
με την ουρά τουΞέρεις εκείνο το γνωστό κι ωραίο παιχνιδάκι,
που παίζουμε ηλεκτρονικό μ’ ένα μικρό φιδάκι,
που όσο τρώει τη διαδρομή το φίδι μεγαλώνει5
κι έτσι τον παίκτη με βαθμούς πολύ τον δυναμώνει,
μα το κεφάλι την ουρά δεν πρέπει ν’ ανταμώνει
γιατί τότε σκοτώνεται και σβήνει η οθόνη;
Ε, κοίτα, το φιδάκι μας μεγάλωσε πια τόσο,
που μοιάζει επικίνδυνο και πώς να το γλυτώσω;10
Μου φαίνεται πως σύντομα θα πέσει στην ουρά του
και δεν θα καμαρώνουμε τα κατορθώματά του.
Κι έτσι όποιος χαίρεται, γιατί τους πόντους συγκεντρώνει,
θα δει να έρχεται καιρός που αυτό θα το πληρώνει.
Αυτό στο λέω, για να χαρείς και για να πάρεις θέση15
με τη μεριά της οπτικής που πιο πολύ σ’ αρέσει.
Και γι’ ανακεφαλαίωση σου λέω πως έχεις δύο
ζευγάρια μάτια στη ζωή και διάλεξε πεδίο.
Αυτά που έχει η όραση κι η σάπια λογική μας
ή τ’ άλλα που τα κλείσαμε στην άχαρη ζωή μας.20
Εκείνα λέω της καρδιάς που ‘χουμε στο ψυγείο,
γιατί δε μας βολεύουνε σ’ αυτό το ιχθυοτροφείο.
Μοιάζει να είν’ επώδυνο, μοιάζει να έχει ρίσκο,
μα εγώ σου λέω καλύτερη προοπτική δε βρίσκω.
Ίσως να μοιάζει εύκολο να λες πως το κατέχω,25
μα ψάξε περισσότερο, γιατί εγώ ακόμα τρέχω…
Μήπως τυχόν και θυμηθώ πού έβαλα την καρδιά μου,
δεν είναι μέσα σ’ όλα αυτά που λέω υπάρχοντά μου.
Κρύφτηκε μες στον πόνο μου και ζεστασιά γυρεύει,
μα ήρθε η ώρα κι ο καιρός πια δεν μας κοροϊδεύει,30
θα ‘ρθει το βασιλόπουλο μ’ έρωτα και με φόρα,
ξέρει πως είν’ αυτή ξερή και ναρκωμένη τώρα,
θα σκύψει από πάνω της, γλυκά θα την φιλήσει
κι εκείνη θα ξυπνήσει ευθύς και θα ξαναχτυπήσει
κι αν κάποιοι ζήσανε καλά, τώρα αυτή θα ζήσει…35
Και έτσι στην Ιθάκη του ο νους πια θα γυρίσει!
Το πλοίοΆκου! Σφυράει ξεκίνημα το πλοίο στο λιμάνι!
θα σαλπάρειΜην κάθεσαι στην σκοτεινιά και μοιάζεις σαν χαρμάνι.
Πάρε την τζούρα που εδώ απλόχερα σου δίνω,
μέθη νηφάλια απόκτησε, για να το δεις εκείνο40
το «όνειρο» που σε καλεί τον πόθο σου ν’ ακούσεις,
ας είσαι της δημοτικής ή της καθαρευούσης,
ό,τι κι αν είσαι κάθομαι εδώ πέρα και σε πρήζω,
παρότι την απόφαση που παίρνεις δεν ορίζω
μήπως και ανταμώσουμε εκεί στην ευτυχία,45
που την θυμούνται της ψυχής τα μεθυσμένα πλοία,
που θέλουν απ’ την κόλαση αυτή να αποδράσουν
και κείνη την απόλαυση ποτέ να μην την χάσουν.
Κι αν πάλι εσύ μου θύμωσες, εγώ στο συγχωράω,
γιατί διαλέγω της καρδιάς το δρόμο να τραβάω50
και ξέρω πως ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτή τη ζήση
είναι και ζώο κι άγγελος κι ελεύθερος να ορίσει,
ποιά απ’ τις δύο φύσεις του θα αυξηθεί, αν θέλει,
φτερά έχουν και τα όρνεα, φτερά έχουν κι οι αγγέλοι…
Κι ο άνθρωπος ξεχωριστή τιμή σ’ αυτή την πλάση55
έχει και σώμα και ψυχή αν θέλει ν’ αναπλάσει.
Είν’ όμως άλλα τα φτερά του νου και της καρδιάς μας
κι άλλα αυτά που στόλιζαν το πέτο της γιαγιάς μας.
Και τα αληθινά φτερά θα σου το πω άλλη μία
μέσα στην ανθρωπότητα, μόνο η Παναγία60
κι ο Αη-Γιάννης μας ο Πρόδρομος σαν άνθρωποι τα είχαν
κι ανοίξανε τον ουρανό κι αγγέλοι κατεβήκαν.
Έτσι το μπόρεσαν, λοιπόν, οι Άγιοι να υψωθούνε,
με τον Θεάνθρωπο αφού μπορέσαν να ενωθούνε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου