| ΕΡΩΤΑΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ | |
| | |
Εγώ το πήρα | Αυτά, λοιπόν, μου βγήκανε και σας διαβεβαιώνω | |
απόφαση | πως δεν τα είχα στο μυαλό, μα στην καρδιά μου μόνο. | |
| Ούτε ήξερα πώς άρχισα ούτε πώς να τελειώσω, | |
| άκουγα μόνο τι ένιωθα χωρίς να τα μπαλώσω. | |
| Ακολουθούσα τη ροή κι ο κάθε ένας στίχος | 5 |
| γεννούσε τον επόμενο σαν να ‘ταν σκέτος ήχος | |
| από παράξενο τικ-τακ χωρίς μεγάλη τέχνη, | |
| μην ψάξετε μέσα σ’ αυτό να βρείτε καλλιτέχνη… | |
| Δεν είναι κομψοτέχνημα, δεν είναι θεωρία, | |
| στον δεκαπεντασύλλαβο βρήκα την ευκαιρία, | 10 |
| γιατί ζητούσα έτσι απλά να επικοινωνήσω | |
| και θα χαρώ αληθινά έστω έναν αν βοηθήσω | |
| να βγει απ’ τον λαβύρινθο κι απ’ τη σιωπή που πνίγει | |
| όσα ποθούμε αληθινά κι όποιον ζητάει να φύγει | |
| από την ματαιότητα και Έρωτα γυρεύει | 15 |
| και δεν αντέχει άλλο πια τον δρόμο να μπερδεύει. | |
| Στ’ αλήθεια εγώ θα το ποθώ να ‘ναι συνταξιδιώτης | |
| και να μη γίνει της καρδιάς δήμιος και προδότης. | |
| Εγώ πολύ επιθύμησα ετούτο το ταξίδι. | |
| Δεν ξέρω αν φτάσω όπου ποθώ κι αν θα ‘χει πιστολίδι | 20 |
| σε τούτη τη διαδρομή, σ’ αυτήν την εκστρατεία, | |
| μα ήδη φούσκωσαν πανιά επάνω στα ιστία, | |
| γιατί το πήρα απόφαση άλλο να μην πεινάω | |
| για τούτα τα σκουπίδια εδώ, που μου ‘δωσαν να φάω. | |
| | |
Άρτος ο | Ψωμάκι μύρισε ζεστό και της καρδιάς η πείνα | 25 |
επιούσιος | έμεινε μια ανάμνηση από τα χρόνια εκείνα, | |
| που έψαχνα να βρω ψωμί μέσα σε κάποιο χάδι, | |
| κι ύστερα γκρεμιζόμουνα και έμπαινα στον Άδη. | |
| Γιατί τα χάδια δανεικά είναι σ’ αυτή τη ζήση | |
| και δεν μπορεί μ’ αυτά η καρδιά για πάντα να γεμίσει. | 30 |
| Κι αν στην αρχή της φαίνεται την παγωνιά πως διώχνουν, | |
| γρήγορα μες στη φυλακή της μοναξιάς τη σπρώχνουν. | |
| Αφού ζητά να ενωθεί μέσα σ’ ελευθερία, | |
| όμως τα χάδια της ζητάν να τους χρωστάει θυσία | |
| τα ίδια τα φτερά που αυτή θέλει ν’ αναζητήσει | 35 |
| κι ενώ αρχικά τον νόμισε τον έρωτα για λύση | |
| και ένιωθε πως πέταγε με το γλυκό της ταίρι, | |
| ξάφνου ένα Φως της μήνυσε πως κάπου σ’ ένα αστέρι | |
| δεν τελειώνει ο Έρωτας και η Ελευθερία | |
| κι εκείνη πόνεσε πολύ που έκανε θυσία | 40 |
| το ανοιχτό το πέλαγος της καθαρής Αγάπης | |
| και στο λιμάνι την κρατά ένας δεσμός σακάτης | |
| και δεν φυσάνε άνεμοι να υψώσει τα πανιά της. | |
| Δεν είν’ ο Έρωτας για δυο μέσα στα όνειρά της | |
| ούτε και φυλακίζεται σε τέσσερα ντουβάρια, | 45 |
| στα μαλακά τους στρώματα εκείνος παίζει ζάρια, | |
| γιατί είν’ Αλήτης, Λεύτερος, φλερτάρει με το σύμπαν. | |
| Είναι Σποριάς Απρόβλεπτος και σπέρνει όπου του είπαν | |
| η Αγάπη, η Ελευθερία μας κι η δίψα να ενωθούμε, | |
| πώς σε κλειστά κυκλώματα να παρηγορηθούμε; | 50 |
| Να σου χρωστώ, να μου χρωστάς, ό,τι δεν μας ανήκει, | |
| να νιώθουμε κατακτητές και να ζητάμε νοίκι | |
| απ’ την καρδιά του αλλουνού, θαρρείς κι είναι δική μας… | |
| Πες μου, τι θα το κάνουμε στην ύστατη στιγμή μας | |
| αυτό που διεκδικήσαμε με πείσμα και με μένος; | 55 |
| Διαθήκη και κληρονομιά για να ‘χει ο πικραμένος, | |
| όταν εμείς πεθάνουμε, ό,τι έχει απομείνει | |
| απ’ τα κομμάτια μιας καρδιάς που έπρεπε να δίνει | |
| για είσπραξη στο ταίρι της τον φόρο αυτόν της πίστης | |
| σαν δήθεν εξασφάλιση της ολοκλήρωσής της; | 60 |
| Αφού μόνο για ελεύθερη την έπλαστε ο Χτίστης | |
| όμορφη και αγγελική, ποιότητας αρίστης! | |
| Κι αν έδωσε μαζί μ’ αυτό και πόθο και λαχτάρα, | |
| ήταν γιατί την ήθελε να είναι κι ερωτιάρα, | |
| αχόρταγη, για να χωρά το ατέλειωτο ποτάμι | 65 |
| του θεϊκού Του Έρωτα και όχι για χαράμι | |
| στην ψεύτικη απομίμηση που λέμε σμίξιμό μας. | |
| Αυτό είναι παρηγοριά και εφαλτήριό μας, | |
| μα όχι να το κάνουμε να είναι αυτοσκοπός μας, | |
| αυτό είναι προσάναμμα, για να ανάψει εντός μας | 70 |
| η φλόγα και η πυρκαγιά που λέει να ενωθούμε | |
| με την αστείρευτη Πηγή του ήλιου που ποθούμε. | |
| Μα ‘μεις κοιτάμε το φθαρτό να γίνει αιώνιό μας | |
| κι ο χρόνος στο τεφτέρι του μετράει τον καιρό μας | |
| κι αντί να λέμε: «Πώς θα βρω αυτό που νιώθω τώρα | 75 |
| τρόπο να το ‘χω μέσα μου κάθε στιγμή και ώρα, | |
| ερωτευμένος να πετώ, θάνατο να μην έχω…». | |
| Κοιτάζω τον συνάνθρωπο και λέω πως τον κατέχω | |
| με νόμους, με συμβόλαια, ζήλιες και υστερίες | |
| κι ύστερα λέω πως πνίγομαι από τις εξουσίες | 80 |
| της σκοτεινιάς, του άγχους μου και δεν ικανοποιούμαι. | |
| Κάντε μια στάση, ρε παιδιά, λίγο να κατεβούμε! | |
| Από ετούτο το κουτί που ‘ναι κονσέρβα ίδια. | |
| Να βγάλουμε από πάνω μας ετούτα τα βαρίδια! | |
| Ασφυκτιά πια η ψυχή, πού να βρει λίγο αέρα; | 85 |
| Εδώ είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης τη μέρα | |
| κι άντε τη νύχτα για να βρεις λιγάκι ηρεμία, | |
| ρουφάς από μια αγκαλιά προσωρινή ευτυχία, | |
| μια δόση για να ξεχαστεί το άγριο βαμπιράκι, | |
| που κρύβουμε όλοι μέσα μας και ψάχνει για αιματάκι… | 90 |
| …Και «σ’ αγαπώ» και «μ’ αγαπάς», μα προτιμώ να σκάσεις, | |
| άμα τυχόν την πείνα σου δεν φτάνει να χορτάσεις | |
| τ’ ωραίο μας συμβόλαιο, που λέει ότι δικός μου | |
| είσαι, αφού μ’ αγκάλιασες κι έγινες άνθρωπός μου. | |
| Κι αυτό το «Μου» συνέχεια θα σου το λέω αράδα, | 95 |
| ώσπου στο τέλος απ’ το «Μουου» θα γίνω αγελάδα! | |
| Θα με υπομείνεις, θες δε θες, μέχρι σημείου εσχάτου. | |
| Εσύ είσαι το θύμα μου κι εγώ ο Νοσφεράτου! | |
| Ωραία το λογαριάσαμε, μα μην τυχόν χαθούμε, | |
| μνήμα κοινό να φτιάξουμε, να ενταφιαστούμε | 100 |
| μαζί όπως και ζήσαμε σαν ενταφιασμένοι, | |
| γιατί έτσι το θέλουνε όλοι οι ερωτευμένοι, | |
| σε μαυσωλείο να μπαίνουνε και πού το ξέρεις, ίσως | |
| στον τάφο να μην νιώθουμε αυτό εδώ το μίσος, | |
| που το αποκαλούσαμε σαν ζούσαμε «έρωτά μας» | 105 |
| και γέμιζαν τα μάτια μας ολημερίς με κλάμα. | |
| Ίσως εκεί ν’ αφήσουμε τη ζήλια και τα πάθη, | |
| γιατί ο θάνατος μπορεί μια κι έξω να μας μάθει, | |
| πως Άλλος είν’ ο Εραστής που έχει ιδιοκτησία | |
| και εξουσία πάνω μας κι Αυτός ελευθερία | 110 |
| μας έδωσε από την αρχή κι ως προς τον Ίδιο ακόμα, | |
| μα εμείς αντί για Κείνονε λατρέψαμε το χώμα. | |
| Άντε, καρδιά μου, άνοιξε πια τα λευκά πανιά σου, | |
| ο άνεμός Του φύσηξε κι έρχεται η λευτεριά σου! | |
| Γι’ αυτό όλα μυρίζουνε σαν το ζεστό ψωμάκι, | 115 |
| που θα χορτάσει την καρδιά κι όχι μόνο το μάτι. | |
| Σ’ αυτήν εδώ τη σκοτεινιά, σ’ αυτήν την εξορία, | |
| που όλο παγάκια στην καρδιά ρίχνουν για να ‘ναι κρύα, | |
| ακόμα κι ο προοδευτισμός μύρισε πια φορμόλη. | |
| Κοιτάξτε ν’ αποδράσουμε, να πάμε σ’ άλλη πόλη! | 120 |
| Που να ‘χει Αλήθεια, Έρωτα, Αγάπη, Ελευθερία! | |
| Και όσοι προοδευτικοί και σοβαροί γι’ αστεία | |
| βλέπουν εκείνα που ποθεί αληθινά η ψυχή τους, | |
| ας ψάξουν να τα φτάσουνε με την πολιτική τους. | |
| Εμείς θα τους ψηφίσουμε έτσι για να μην κλαίνε, | 125 |
| μα δεν θα μπούμε στο μαντρί κι έτσι δεν θα μας λένε | |
| οι σοβαρές απόψεις τους πώς στο εξής να ζούμε. | |
| Εμείς πήραμε απόφαση έτσι να τρελαθούμε | |
| από έρωτα και σαν παιδιά να φτάσουμε εκεί πέρα, | |
| που δεν υπάρχει θάνατος και δεν τελειώνει η μέρα! | 130 |
| Και θα ‘ναι η Αγάπη μας ζεστό ψωμί και βιος μας | |
| και θα φουρνίζει αδιάκοπα ο άρτιος Αρτοποιός μας. | |
| | |
Θέλουμε | Κοντεύω Ερωτόκριτο να γράψω, αν και δεν έχω | |
να ‘μαστε | στο νου μου κάποιο ειδύλλιο και μ’ άλλα γκάζια τρέχω. | |
παιδιά | Αυτός ο «Ερωτόκριτος» δεν θέλει αυτό μονάχα; | 135 |
| Να είναι δύο οι εραστές και να νομίζουν τάχα, | |
| πως χώρεσε ο κόσμος μας στο ωραίο αίσθημά τους | |
| και να παντρεύονται αυτοί, να κάνουν τα παιδιά τους | |
| και να ‘ναι έτσι άδοξο του έρωτα το τέλος… | |
| Εμείς θέλουμε ασταμάτητα το ερωτικό το βέλος | 140 |
| να ταξιδεύει απ’ της καρδιάς την ανοιχτή την πόρτα | |
| στου κόσμου όλα τα πέρατα και να αλλάξει η ρότα! | |
| Και σ’ όποιον φαίνονται αυτά να είναι ουτοπία, | |
| ας ψάξει για το ταίρι του κι ας φτιάξει μια σχεδία | |
| να πάνε κάπου ερημικά κι εκεί να ζήσουν μόνοι. | 145 |
| Εμείς δεν θέλουμε διπλό να είναι το σεντόνι. | |
| Θέλουμε να ‘μαστε παιδιά και πάντα ερωτευμένοι | |
| και στης αγάπης μας το φως να ζει η οικουμένη. | |
| Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν αυτά σου φαίνονται βλακεία, | |
| εσύ να πάρεις αγκαλιά εκείνη την χημεία | 150 |
| που είναι του εγκέφαλου σου και τόσο την λατρεύεις | |
| και που ίδιο έχει κι η μαϊμού και μη μας κοροϊδεύεις, | |
| που είμαστε έτσι ανοιχτοί, που είμαστε αλάνια. | |
| Εμείς ακούμε την καρδιά κι ας μοιάζουμε τσογλάνια. | |
| Γι’ αυτό χρησιμοποίησα τη γλώσσα της γιαγιάς μας | 155 |
| – κι όχι αυτήν που λάτρεψε ο κάθε λέκτοράς μας – | |
| για να το πω συμβολικά όπως στα παραμύθια, | |
| που βρήκανε τον τρόπο αυτό να λένε την αλήθεια, | |
| πως μέχρι να ‘ρθει η αυγή που ο κόκκορας θ’ αρχίσει | |
| μία και δυο και τρεις φορές να την καλωσορίσει, | 160 |
| αν αρνηθείς και πεις ευθύς ότι δεν την γνωρίζεις | |
| και δεν σου βγούνε δάκρυα και δεν μετανοήσεις, | |
| δεν θα μπορέσεις τότε πια στη βάρκα της ν’ ανέβεις, | |
| όχι πως δε σε θέλαμε, μα εσύ ήθελες να ιππεύεις | |
| παρέα με τα φαντάσματα και με τους δροσουλίτες! | 165 |
| Σου φάνηκε ελαφρόμυαλοι πως είμαστε κι αλήτες. | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου