| Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΚΗ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ | ||
| Το ελληνικό | Ο νόμος είναι εφικτός γι’ αυτούς που ‘χουν πλουτίσει, | |
| κόμπλεξ | αχ πια! Αυτή η χώρα μας ποτέ δεν θα θυμίσει | |
| έναντι των | σύγχρονη χώρα σαν αυτές που ο πολιτισμός τους | |
| Ευρωπαίων | είναι στ’ αλήθεια ζηλευτός, μα ο πρωθυπουργός τους | |
| μαζί με άλλους, που ‘ναι οχτώ θαρρώ στο σύνολό τους, | 5 | |
| ορίζουνε τις τύχες μας και έχουν στο μυαλό τους | ||
| ένα πανούργο σχέδιο για την οικονομία | ||
| και όταν κατεβαίνουμε και πάμε στην πορεία, | ||
| τους βρίζουμε και έχουμε μεγάλη οργή εντός μας, | ||
| γιατί ο κάθε δουλικός κι άθλιος πρωθυπουργός μας | 10 | |
| μ’ εκείνους προσπαθεί καλά να τα ‘χει για να γίνει | ||
| κάποτε και η χώρα μας σύγχρονη σαν κι εκείνη, | ||
| που άλλοτε τη βρίζουμε κι άλλοτε λαχταράμε | ||
| να γίνουμε όμοιοι μ’ αυτήν, γι’ αυτό συνέχεια πάμε | ||
| διακοπές στο Άμστερνταμ, στο Βέλγιο, στο Λονδίνο, | 15 | |
| γιατί λιγουρευόμαστε τον δυτικό εκείνο | ||
| εξαίσιο πολιτισμό που έχουν οι Ευρωπαίοι | ||
| κι εμείς πολύ το θέλουμε να γίνουμε έτσι ωραίοι. | ||
| Πώς τάχα αυτοί κατάφεραν να δώσουν τέτοια λύση; | ||
| Πώς κάναν τον πολίτη τους αξιοπρεπώς να ζήσει | 20 | |
| σε κράτος πρόνοιας σωστό, με εισόδημα μεγάλο, | ||
| με ωραίο κυκλοφοριακό και ό,τι θέλεις άλλο, | ||
| παιδεία υπερσύγχρονη, υγεία φροντισμένη, | ||
| δεν ζούνε οι πολίτες τους έτσι παρατημένοι, | ||
| όπως εμείς οι άχρηστοι, όπως εμείς οι βλάκες, | 25 | |
| στην ανεργία που ‘μαστε πρώτοι, μα και στις τράκες! | ||
| Βέβαια, δεν ισχύει αυτό για όλες τους τις τάξεις, | ||
| αλίμονο αν είσαι εκεί φτωχός ή μετανάστης. | ||
| Όμως για να τελειώνουμε μία είν’ η αλήθεια, | ||
| πως έχουνε πολιτισμό και το ‘χουν πια συνήθεια | 30 | |
| όλα να κοντρολάρονται ανθρώπινα κι ωραία, | ||
| μα εδώ βλέπω ένα πρόβλημα και σκέφτομαι μοιραία: | ||
| Καλώς τονε | Πού πάει αυτή η ανθρώπινη η παντοδυναμία | |
| τον «άρχοντα»! | μήπως κακά εγκυμονούν ετούτα τα πρωτεία; | |
| Μήπως αυτό το τέλειο, πανίσχυρο μοντέλο | 35 | |
| αλλιώς μας παρουσιαστεί και βάλει άλλο καπέλο, | ||
| αφού τόσο επενδύουμε στην δυνατότητά του | ||
| κι αφού του στρώνουμε έδαφος σαν έρθει παρακάτω | ||
| εμφανιστεί σωτήριο κι όλους μας γοητεύσει | ||
| και εξουσίας άλογο του δώσουμε κι ιππεύσει; | 40 | |
| Τι «μήπως» αφού ήδη πια αυτό έχει αλήθεια γίνει | ||
| και είν’ ανησυχητική η προοπτική που δίνει. | ||
| Μα θα ‘χει και συνέχεια τώρα η αρχή του μόνο | ||
| φάνηκε και επίτηδες σε απελπισίας δρόμο | ||
| μας έβαλε, για να μπορεί να ισχυριστεί πιο κάτω, | 45 | |
| πως τάχα αυτό θα εμπνευστεί πώς βγαίνουν απ’ τον πάτο. | ||
| Τόσο που μαρτυρήσαμε κι εμείς κι αυτοί κι οι άλλοι | ||
| καθένας για τους λόγους του, θα σκύψουμε κεφάλι | ||
| σε όποιον έρθει να μας πει και να μας δώσει λύσεις, | ||
| τέτοιες που η ανθρωπότητα όλη να προτιμήσει. | 50 | |
| Ίσως η γοητεία του όλους να μας μεθάει | ||
| κι ως ζαλισμένα πετεινά να δούμε να «πετάει» | ||
| και να μας πιάσει έρωτας και προσωπολατρεία | ||
| κι αυτός να εκμεταλλευτεί την τέλεια ευκαιρία. | ||
| Αφού έτσι το θέλουμε και έτσι το ποθούμε | 55 | |
| – τόσο που αγανακτήσαμε χαοτικά να ζούμε | ||
| κι έτσι όπως σφίγγει ο κλοιός και φέρνει απελπισία – | ||
| να λύσουμε το πρόβλημα, να βρούμε την ουσία | ||
| ανθρώπινα και όμορφα, απλά, πολιτισμένα, | ||
| με τα έξυπνά μας τα μυαλά που νέα δεδομένα | 60 | |
| είν’ έτοιμα πια να δεχτούν και να εμπιστευτούνε | ||
| αυτόν που στο αδιέξοδο βρει λύση και να πούνε: | ||
| «Καλώς τονε τον άρχοντα, τον μέγα, τον σπουδαίο, | ||
| χρόνια τον περιμέναμε έτσι σωστό κι ωραίο!». | ||
| Εκείνο το | Καλομελέτα κι έρχεται ο «τέλειος σωτήρας»! | 65 |
| άτιμο «αντί»… | Θα τον καλοδεχτούμε ευθύς, γιατί θα ‘χει «στας χείρας» | |
| σκήπτρο εξουσίας δυνατό γι’ αυτό ήδη κουρδίζει | ||
| το βέβαιό μας το μυαλό να λέει και να νομίζει | ||
| πως βλέπει αυτό ξεκάθαρα ποιά είναι η αλήθεια | ||
| και να ‘χει σ’ όλα άποψη και ν’ αποκτάει συνήθεια | 70 | |
| να νιώθει παντοδύναμο, πως δεν θα κινδυνέψει | ||
| ποτέ κι αν κάποιος πονηρά πάει να το πλανέψει, | ||
| να νιώθει πάντα βέβαιο ότι θα ξεχωρίσει | ||
| τον αγαθό απ’ τον πονηρό για να ακολουθήσει. | ||
| Έτσι ποντάρει ισχυρά στην τέλεια λογική σου | 75 | |
| αυτήν που εμπιστεύεσαι κι έχεις για οπτική σου, | ||
| στην βεβαιότητά σου πως οι σύγχρονες απόψεις | ||
| προετοιμάζουνε σωστά το δρόμο και τις όψεις | ||
| εκείνες του ανθρώπινου σπουδαίου μεγαλείου, | ||
| που έχει την καρδούλα μας κλειστή εντός ψυγείου, | 80 | |
| για να μην μείνει ανοιχτή, πονέσει και ματώσει | ||
| κι αυτό το άθλιο σχέδιο έτσι το ματαιώσει, | ||
| μέσα από ταπεινότητα, μετάνοια, συγγνώμη, | ||
| που ‘ναι οι μόνοι της καρδιάς οι αληθινοί οι δρόμοι. | ||
| Αυτός θα ‘ρθει μονάχος του να πείσει πως θα σώσει, | 85 | |
| τέλειο σαν να ‘ναι θεϊκό το σχέδιο θ’ απλώσει. | ||
| Κι εμείς ετοιμαζόμαστε ο σούπερμαν να έρθει, | ||
| να βάλει και την μπέρτα του κι όλα να τα παρέχει. | ||
| Ό,τι επιθυμήσαμε αυτός θα μας το δώσει, | ||
| αναρωτιέμαι απ’ αυτόν, ρε, ποιός θα μας γλυτώσει, | 90 | |
| όταν τον προσκυνήσουμε μες στην απελπισία, | ||
| που στρώνει τώρα επίτηδες για να ‘ναι σωτηρία | ||
| στο μαύρο αυτό το χάλι μας ό,τι προτείνει εκείνος; | ||
| Θα λέει πως είναι ο Χριστός, μα αυτός θα ‘ναι το κτήνος. | ||
| Καθ’ όλα αξιαγάπητος, με αγάπης δήθεν ρήσεις, | 95 | |
| τι νόμισες, με κέρατα θα ‘ρθει να τον γνωρίσεις; | ||
| Αφού γυρεύουμε Χριστό να βρούμε σ’ έναν μάγκα | ||
| ή ακριβώς ψευτόμαγκα με δύναμη και φράγκα, | ||
| που να ‘ναι ερωτεύσιμος κι έτσι να κατακτάει | ||
| τις εντυπώσεις της καρδιάς κι εκείνη να χτυπάει, | 100 | |
| που αιώνες τόσους ήτανε συνέχεια ναρκωμένη | ||
| και να θαρρεί πως ξύπνησε η δόλια, η καημένη! | ||
| Τόσο πολύ θα ελκύεται ο κάθε πικραμένος, | ||
| που θα ενθουσιάζεται σαν να ‘ναι ερωτευμένος, | ||
| γιατί αυτή η χημεία του που πάντα την νομίζει | 105 | |
| για αληθινά αισθήματα, τότε θα τον ζαλίζει, | ||
| αφού την ξέρει ο πονηρός και αυτήν εξουσιάζει | ||
| κι έτσι απ’ αυτήν θα τρέφεται και πρόσωπα θ’ αλλάζει, | ||
| για να ‘ναι σ’ όλους αρεστός και πολυαγαπημένος, | ||
| θα φαίνεται να ‘ναι ο Χριστός, πολύ χαριτωμένος! | 110 | |
| Και θα αισθάνεται καθείς αλήθεια ότι πετάει, | ||
| αφού τα δει σ’ εκείνονε όλα όσα λαχταράει. | ||
| Θα νιώσει ότι είν’ ελεύθερος και καταξιωμένος, | ||
| δεν θα καθίσει να σκεφτεί πως είν’ παγιδευμένος. | ||
| Ποιός θ’ αρνηθεί το πέταγμα για την ταπεινοσύνη, | 115 | |
| που είναι πέρασμα στενό, μετάνοια που ‘χει οδύνη. | ||
| Θα τρέξει αμέσως στη στρωτή μεγάλη λεωφόρο | ||
| που απ’ άκρη σ’ άκρη θ’ απλωθεί και θα ‘χει όλο τον χώρο. | ||
| Μ' αλίμονο! Καταστροφή θα ‘ναι το πέταγμά μας | ||
| και θα ‘ναι η παγίδα μας τα ίδια τα φτερά μας, | 120 | |
| γιατί έτσι θα κολλήσουνε επάνω στο σιρόπι | ||
| που θα ‘χουν του Αντίχριστου οι άψογοι οι τρόποι | ||
| και θα του την χαρίσουνε τη μέγιστη εξουσία, | ||
| μα μόλις κατακτήσει αυτός όλη την κοινωνία, | ||
| θα δούμε στη συνέχεια το άλλο πρόσωπό του | 125 | |
| να τυρρανάει το δύστυχο κι υποτελή λαό του. | ||
| Ό,τι γυρεύουμε αυτός θα βάλει φορεσιά του, | ||
| θα μοιάζει να ‘ναι ευγένεια κι αυτή η ξιπασιά του. | ||
| Αυτός θα οικοιοπηθεί το κάθε τι, τα πάντα! | ||
| Δεν θα αφήσει τίποτα από την άλλη μπάντα, | 130 | |
| θα πει το λόγο του Χριστού με το δικό του στόμα, | ||
| μα θα ‘ναι για τη δόξα του αυτή του η εικόνα. | ||
| Γιατί Χριστός είν’ ο Σταυρός και η ταπεινοσύνη. | ||
| Να το χωνέψεις, φίλε μου, γιατί μέσα στη δίνη | ||
| και το μεγάλο μπέρδεμα που θα ‘χει το μυαλό μας, | 135 | |
| όταν ισχυριστεί αυτός πως είναι ο Χριστός μας, | ||
| εκείνο το άτιμο «Αντί» δεν θα το καταλάβεις, | ||
| τα λέει το Ευαγγέλιο, θα τρέχεις να προλάβεις, | ||
| και θα σε εμποδίζει πια η φαιά σου η ουσία. | ||
| Μόνο τα μάτια της καρδιάς θα ‘ναι η περιουσία! | 140 | |
| Όμως τα μάτια της καρδιάς δεν είναι οι χημείες | ||
| που λέμε συναισθήματα κι οι τάχα ευαισθησίες. | ||
| Δεν βλέπεις πώς χειρίζονται πια την ευαισθησία, | ||
| για να σε κάνουνε σ’ αυτήν να δίνεις σημασία, | ||
| κι έτσι να επαναπαύεσαι ότι θα βρεις το δρόμο | 145 | |
| γι’ αυτό και περισσότερο αυτή μου φέρνει τρόμο. | ||
| Γιατί το ξέρω, το ‘χω δει, πόσο μας ξεμυαλίζει | ||
| της περηφάνιας τα σκυλιά, πόσο μας τα ταΐζει. | ||
| Ποιός άραγε ευαίσθητος δεν νιώθει αδικημένος; | ||
| Μα απ’ το συναίσθημα αυτό βγαίνει δικαιωμένος! | 150 | |
| Και είναι η δικαίωση τεράστια παγίδα | ||
| γιατί δεν λήγεις πια ποτέ ετούτη τη παρτίδα | ||
| που σ’ έμαθε να αισθάνεσαι πως είσαι ο χαμένος, | ||
| μα να κομπάζεις απ’ αυτό ως καταξιωμένος, | ||
| αφού είσαι συ ευαίσθητος και όλοι σ’ αγαπούνε | 155 | |
| και δεν θα το τολμήσουνε ποτέ τους να σου πούνε | ||
| πως λάθη έκανες κι εσύ κι ότι είσαι καραγκιόζης, | ||
| γιατί έχεις χίλια άλλοθι, ώστε μ’ αυτά να σώζεις | ||
| μέσα από συναισθήματα κι από ευαισθησία | ||
| των άλλων την εκτίμηση και την φιλοδοξία | 160 | |
| που έχεις ως καλό παιδί, που σ’ όλα δίκιο έχει | ||
| και που το αδικήσανε, μα κοίτα το αντέχει! | ||
| Η τύφλα του | Γι’ αυτό και πρόσεξέ με εδώ, μια και με έχει πιάσει | |
| αυτονόητου | η τρέλα, τώρα να σου πω ό,τι με είχε σκάσει | |
| χρόνια και χρόνια ευτυχώς και έκαψα τις φλάντζες | 165 | |
| κι έτσι καμμένη ως ήμουνα, βρήκα καλές «καβάντζες», | ||
| όχι γιατί ήμουν έξυπνη, τ’ αντίθετο συνέβη, | ||
| μάλλον κουτή ήμουνα, γι’ αυτό η τύχη παρενέβη. | ||
| Και το κατάλαβα καλά, γιατί έψαξα να μάθω | ||
| τι ήταν αυτό που έπαθα να μην το ξαναπάθω! | 170 | |
| Και βρήκα, δόξα τω Θεώ, τι λένε οι φωτισμένοι | ||
| πως είναι αληθινά η καρδιά και τι αυτή προσμένει. | ||
| «Καρδιά είναι μία σκοτεινή, μία μικρούλα φάτνη, | ||
| που μέσα της ποθεί να ‘ρθει η αληθινή Αγάπη. | ||
| Θα ‘ρθει όμως για να γεννηθεί μόνο αν πρώτα σβήσεις | 175 | |
| το φως του ψεύτη εγωισμού και μόνο αν το ζητήσεις | ||
| αυτό το αληθινό το φως που είναι η Αλήθεια | ||
| και που εξαρχής σου έδωσε Πνοή μέσα στα στήθια. | ||
| Παρ’ το χαμπάρι απ’ Αυτό, Φως άλλο δεν υπάρχει, | ||
| κι ό,τι τα μάτια βλέπουνε είναι απλώς μια απάτη, | 180 | |
| όταν ο νους δεν το ζητάει απ’ την πηγή να πάρει, | ||
| γιατί για φώτα ψεύτικα έχει αυτός καμάρι | ||
| είτε γιατί είναι έξυπνος είτε γιατί αξία | ||
| παίρνει απ’ ό,τι ανθρώπινο φαίνεται να ‘χει ουσία». | ||
| Μάτια δεν έχεις, το λοιπόν, όσο έξυπνος και να ‘σαι, | 185 | |
| γιατί το Φως είναι Αυτός που τώρα δεν θυμάσαι. | ||
| Αυτός που έκανε τυφλούς να βγουν απ’ το σκοτάδι, | ||
| Αυτός που Φως πλημμύρισε ακόμα και τον Άδη, | ||
| κι εσένα σε προόρισε να γίνεις όμοιός Του | ||
| μα σ’ άφησε ελεύθερο να το ζητάς το Φως Του | 190 | |
| μήπως τυχόν και προτιμάς το ψεύτικο του άλλου, | ||
| αυτού του πλάνου γητευτή, του ψεύτη παπαγάλου. | ||
| Σε θέλει ελεύθερο ο Χριστός, μα ο αντίπαλός Του | ||
| ψωνίζει τους πελάτες του με ό,τι βρει εμπρός του, | ||
| ποζάρει απροκάλυπτα σ’ ωραίες διαφημίσεις: | 195 | |
| «Έχουμε ωραίο μαγαζί» λέει «να μας προτιμήσεις»! | ||
| Και συ τσιμπάς σ’ αυτόν που λέει: «πελάτης μου εσύ γίνε» | ||
| κι έτσι αυτός το έδαφος μας στρώνει, για να είναι | ||
| σε θέση να μας πει μετά πως είναι ο σωτήρας, | ||
| ενώ του ηφαιστείου του βράζει πια ο κρατήρας. | 200 | |
| Γι’ αυτό μην το καυχιέσαι εδώ πως τάχα εσύ ξέρεις. | ||
| Κάθησε στη γωνίτσα σου και ίσως καταφέρεις, | ||
| αν καταλάβεις πως εδώ στην τύφλα είμαστε όλοι, | ||
| και πρόσωπα δεν είμαστε παρά μονάχα ρόλοι, | ||
| τότε ίσως να το αισθανθείς κι ίσως κατανοήσεις | 205 | |
| πως δεν μπορείς ζωή να βρεις και να σκηνοθετήσεις, | ||
| γιατί είσαι ελεύθερος μονάχα να διαλέξεις, | ||
| ποιόν σκηνοθέτη τελικά θ’ ακούσεις για να παίξεις: | ||
| Εκείνον που είναι αληθινός του έργου Δημιουργός μας | ||
| ή του άλλου που το πέρασε δικό του κι είναι εχθρός μας; | 210 | |
| Μην περιμένεις στο παρόν να τονε δεις εμπρός σου, | ||
| μα πρόσεξε το σχέδιο που καταστρώνει εντός σου, | ||
| θα έρθει και η ώρα αυτή που θα φορέσει σάρκα, | ||
| μα ως τότε μέσα στο μυαλό που ‘χουμε κάνει τσάρκα. | ||
| Βουλιάζει | Γι’ αυτό και περισσότερο πονάω για την παγίδα, | 215 |
| το καράβι | ενώ ο Σωκράτης το ‘χε πει «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», | |
| εμείς όλα τα ξέρουμε και νιώθουμε σπουδαίοι | ||
| και παγιδεύονται σ’ αυτό οι ανήσυχοι κι οι νέοι, | ||
| καθώς τα δεδομένα μας τα κάνουμε κολώνες, | ||
| ενώ ο Σωκράτης το ‘πε εδώ και είκοσ’πέντε αιώνες! | 220 | |
| «Το πιο πολύ που δύνασαι ίσως να καταφέρεις, | ||
| είναι να δεις ξεκάθαρα πως τίποτα δεν ξέρεις». | ||
| Μα εμείς είμαστε σίγουροι πως ξέρουμε πού πάμε, | ||
| γιατί την καταξίωση να βρίσκουμε κοιτάμε | ||
| στην ψεύτικη την αίσθηση πως δήθεν εννοούμε, | 225 | |
| ποια είναι η λύση στο στραβό και πώς πρέπει να ζούμε. | ||
| Μα στην πραγματικότητα το μόνο που μας νοιάζει, | ||
| είναι να έχουμε άποψη, ώστε να μας θαυμάζει | ||
| ο κάθε ένας που τσιμπάει στις βεβαιότητές μας | ||
| και να υψώνεται ψηλά ο μάταιος αμανές μας. | 230 | |
| Έτσι ο καθένας στην ορμή των υποστηρικτών του | ||
| αισθάνεται τη συντριβή των μισητών εχθρών του | ||
| κι έτσι χορταίνει ο οργανισμός από αδρεναλίνη | ||
| και φεύγει η μαύρη πλήξη μας που τόσο μας τη δίνει | ||
| μέσα σε πνεύμα ενότητας και δίκαιων αγώνων, | 235 | |
| μα το ίδιο έργο παίζεται στα βάθη των αιώνων. | ||
| Υπήρξαν βέβαια αγωνιστές που δώσαν τη ζωή τους, | ||
| μα δες πως κι αν αλλάξανε κάτι στην εποχή τους, | ||
| που στάθηκε σωτήριο την δεδομένη ώρα, | ||
| γινήκανε χειρότερα τα πράγματα στο τώρα, | 240 | |
| γιατί αυτοί αγωνίστηκαν να φτιάξουνε μια βλάβη, | ||
| μα φτάσαμε στο έλεος, βουλιάζει το καράβι | ||
| ολόκληρο απ’ αόρατους εχθρούς σ’ ομίχλη μαύρη | ||
| και δεν γνωρίζει πια κανείς πού μια σχεδία να βρει. | ||
| Και μεις το συνεχίζουμε το ίδιο αυτό το ποίημα | 245 | |
| και μοιάζει η όποια αντίδραση σα βαρετή κομπίνα. | ||
| Φτιάχνουμε οικοδομήματα με ιδεολογίες, | ||
| συστήματα, πολιτικές, κόμματα και πορείες. | ||
| «Επ» χωρίς | Μα οι φίλοι που τους χάσαμε, μου μήνυσαν το βράδυ | |
| ανάσταση! | να βγούμε απ’ της ύπνωσης το μαύρο μας σκοτάδι. | 250 |
| Εκείνοι αγωνιστήκανε για να ελευθερωθούμε | ||
| και μεις σαν λέμε λευτεριά, τη βόλεψη εννοούμε. | ||
| Και τρέχουμε σαν τους λαγούς να ζήσουμε ματαίως | ||
| κι είν’ η αναισθησία μας πασιφανής ευρέως. | ||
| Γι’ αυτό ο λαγός κοιμήθηκε κι έφτασε η χελώνα, | 255 | |
| γιατί στα πόδια πόνταρε, ξέχασε τον αγώνα. | ||
| Αγώνας είν’ ο πόθος μας για την Ελευθερία | ||
| κι όχι ο καφές που πίνουμε μετά απ’ την πορεία. | ||
| Αγώνας είναι να κυλάει μες στην καρδιά το αίμα | ||
| και να ξερνάει αυτόματα τη λήθη και το ψέμα. | 260 | |
| Είναι να μη βολεύεσαι σε στείρες οργανώσεις | ||
| και τους «νεκρούς» να νοιάζεσαι πώς να τους ξεσηκώσεις! | ||
| Γιατί νεκροί γινήκαμε όλοι απ’ άκρη σ’ άκρη, | ||
| στο χώμα πια ξοδεύεται το κάθε μας το δάκρυ. | ||
| Και ουρανό δεν βλέπουμε σκυφτοί παραπατάμε | 265 | |
| σε μάταιο λαβύρινθο τα χρόνια μας σκορπάμε. | ||
| «Ελευθερία ή θάνατος» απόμεινε να πούμε | ||
| κι αν προτιμάμε λευτεριά να ψάξουμε να βρούμε, | ||
| γιατί κοιμήθηκε η καρδιά, ποιός σκλάβα του την έχει, | ||
| ποιός πάγος τηνε πάγωσε κι άλλο η Πηγή δεν τρέχει; | 270 | |
| Εγώ άλλο πια δεν το μπορώ να ζω στην παγομάρα, | ||
| απ’ την πολύ λαχτάρα μου μοιάζω στον Τσε Γκεβάρα! | ||
| Και δεν γουστάρω άλλο πια αυτό το δήθεν γλέντι | ||
| ούτε ψευτοπαρηγοριά μες σε παρέες trendy! | ||
| Ούτε καφέδες και ποτά, σάλτσες και συζητήσεις, | 275 | |
| θέλω επειγόντως ζεστασιά κι όχι αναζητήσεις. | ||
| Τα μπούχτισα τα ψέματα και τις δικαιολογίες, | ||
| στου θάνατου την αγορά τις πλάνες ευκαιρίες. | ||
| Την δήθεν σπουδαιότητα όλων των προσωπείων | ||
| κι εκείνη την ωμότητα ενστίκτων ηλιθίων. | 280 | |
| Το χώμα θα σκαλίσω εγώ, θα βγω από τη γλάστρα, | ||
| κι αν θέλουνε τις ρίζες μου, ας τις ποτίσουν τ’ άστρα! | ||
| Σε ολοκάθαρο ουρανό και ας με λένε ufo | ||
| γιατί αηδίασα πια το σπαγγέτι με tartufo! | ||
| Τις ψεύτικες παρηγοριές και τη σαχλή καψούρα, | 285 | |
| τις πόζες, τ’ άθλια άσματα και τη φθηνή ζαλούρα. | ||
| Τις νύχτες, τα ενδιαφέροντα για ψευτοπροσδοκίες… | ||
| Όλα μου μοιάζουν θλιβερές και απεχθείς κηδείες! | ||
| Η άθλια δικαίωση πως τάχα άλλοι φταίνε | ||
| για την ηλίθια ζωή που ολημερίς την κλαίμε | 290 | |
| ή που την καμαρώνουμε, όταν μας ξεγελάνε, | ||
| τα ίδια και τα ίδια πως στ’ αλήθεια το γλεντάμε. | ||
| Αυτή η βλακώδης άποψη που λέει πως ανθρωπάκια | ||
| είμαστε και γι’ αυτό είν’ καλό, κλωσσώντας αυγουλάκια, | ||
| πάνω τους να καθήσουμε σαν όρνιθες στο χώμα, | 295 | |
| ενώ είναι απαράδεκτο που δεν πετάμε ακόμα! | ||
| Κι έχουμε πόζα αριστερού κι επαναστάτη μέγα, | ||
| ζώντας σε σούπα χλιαρή μ’ ευαισθησίας μαρέγκα. | ||
| Αδιάφορο μας είναι το αν η δράση μας ισχύει | ||
| κι αν φέρνει αποτέλεσμα ή μόνο αν εσθίει | 300 | |
| ψεύτικες πόζες λαίμαργα, για να τις καμαρώνει | ||
| σε θέατρο παράλογου που δήθεν διαδηλώνει. | ||
| Σήμερα είν’ Παρασκευή, 17 Νοέμβρη, | ||
| επέτειος εξέγερσης, μα πού κανείς να εύρει | ||
| εξεγερμένους, έγινε κι αυτό μία συνήθεια, | 305 | |
| έτσι να εορτάζουμε χωρίς καμιάν αλήθεια, | ||
| την κάθε μία αφορμή που μας θυμίζει κάτι | ||
| με κόκα κόλες και ποπ κορν, μπρούμυτα στο κρεβάτι. | ||
| Όχι πως έφερε κι αυτή την τέλεια σωτηρία, | ||
| απλώς λίγο ανέβαλε την τελική κηδεία | 310 | |
| του πνεύματος και της καρδιάς που τώρα αργοπεθαίνει, | ||
| ενώ πια τότε ήτανε σ’ αγχόνη κρεμασμένη. | ||
| Δεν ξέρω όμως ποιός θάνατος στ' αλήθεια είν’ πιο ωραίος, | ||
| ο γρήγορος ή τάχα αυτός που ζήσαμε βραδέως; | ||
| Άντε καλή Ανάσταση στους πρώτους τους νεκρούς μας | 315 | |
| κι εμείς στο ΕΠ! ας θάβουμε τους μελλοθάνατούς μας… | ||
| Γιατί ζωή δεν είν’ αυτό που ζούμε εδώ πέρα, | ||
| μα είναι η στέρεη πνοή σαν κράζουμε «ΑΕΡΑ»! | ||
| Και ο στερνός ο ήρωας σ’ αυτήν την τραγωδία | ||
| απόμεινε ο πόθος μας για την ελευθερία, | 320 | |
| αν καταφέρνει κι επιζεί στα φύλλα της καρδιάς μας | ||
| κι αρνείται τα δολώματα της πλαστικής χαράς μας | ||
| κι αν προτιμάει να πενθεί στης λήθης την αιθάλη, | ||
| γιατί είναι εδώ αληθινά Παρασκευή Μεγάλη! | ||
| Μα εστιάζουμε αλλού, να λύσουμε ανθρωπίνως | 325 | |
| όλα μας τα προβλήματα, ενώ είναι καρκίνος | ||
| σε τελευταίο στάδιο πια η κατάστασή μας, | ||
| και δεν γνωρίζει φάρμακο η «τέλεια» λογική μας. | ||
| Ούτε η συντηρητική που όραμά της έχει | ||
| μία Κυβέρνηση ισχυρή που όλα να τα ελέγχει, | 330 | |
| ούτε η προοδευτική που θέλει να πατάξει | ||
| την μέχρι τώρα ισχύουσα πολιτική μας τάξη | ||
| με νέους ιδεολογισμούς και δήθεν συνασπίσεις, | ||
| που ‘ναι τουρλού απόπειρες για εσπευσμένες λύσεις, | ||
| ούτε η πρώην Αριστερά, ούτε κι η Αναρχία | 335 | |
| που αναζητάει αφορμές για να εκτονώνει βία. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΟΙ ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΙ – ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ | ||
| Ακόμα ένα ράφι | Aκόμα και γι’ ανένταχτους έχει η εποχή μας ράφι, | |
| στο μαγαζί | γιατί έχουνε κι αυτοί ζουμί, αυξάνουν το χρυσάφι! | |
| Αυτή η έξυπνη αγορά δεν τους αφήνει στράφι, | ||
| όπως κι ο Βασιλόπουλος, πουλάει απ’ το χωράφι | ||
| τα δήθεν βιολογικά για όσους προτιμάνε | 5 | |
| με ήσυχη συνείδηση πουλερικά να φάνε. | ||
| «Κοστίζουν ακριβότερα, μα κάτι παραπάνω | ||
| ας δώσω του συστήματος, δεν θέλω να πεθάνω». | ||
| Έτσι μου μοιάζουνε κι αυτοί οι ανένταχτοι κι ωραίοι, | ||
| οι πρώην οι αριστεροί που η καρδιά τους κλαίει, | 10 | |
| γιατί μείνανε άστεγοι και χάσανε το ζάρι | ||
| κι έγινε ο πλανήτης μας ένα αχανές παζάρι. | ||
| Έτσι του καπιταλισμού το ξύπνιο μαγαζάκι, | ||
| όλα τα προϊόντα του τα κάνει πακετάκι | ||
| και τα εμπορεύεται κι αυτά τα επαναστατημένα, | 15 | |
| μην την πατήσεις, φίλε μου, όλα είναι στημένα! | ||
| Δε λέω εγώ να βάλουμε τη μαύρη τη κουκούλα, | ||
| μα όχι και να νιώθουμε πως έξω απ’ τη σακούλα | ||
| βρεθήκαμε έτσι εύκολα γιατί είμαστε πιο μάγκες | ||
| και γιατί στήσαμε εκτός του μαγαζιού παράγκες. | 20 | |
| Να ξέρουμε τι είμαστε, να ξέρουμε πώς ζούμε, | ||
| να το παραδεχόμαστε και να τ’ ομολογούμε, | ||
| αντί να παριστάνουμε με την περιβολή μας, | ||
| πως τάχα εμείς την κάνουμε την επανάστάση μας. | ||
| Το μαγαζί είναι μέσα μας, φοράει και ταμπέλα, | 25 | |
| που γράφει «εναλλακτικός», πουλάει και καπέλα, | ||
| μπλουζάκια με συνθήματα, σουβλάκια, συναυλίες, | ||
| όλα είναι «προς πώλησιν», για φράγκα ευκαιρίες! | ||
| Και τρέχουμε οι «ανήσυχοι» κι επαναστατημένοι, | ||
| ενώ είναι ολοφάνερο, η πρόζα είναι στημένη… | 30 | |
| Αρκεί να έχουμε όνομα, ταυτότητα, αριθμούλη. | ||
| Ένα ΑΦΜ και είσαι ok, μην παίξεις και κρυφτούλι! | ||
| Κι ύστερα κάνε ό,τι θες κι ανάποδα περπάτα, | ||
| διαδήλωνε και φώναζε, πες τα άμα θες σταράτα… | ||
| Αυτοί κανάλια έχουνε, θα τρέξουν να καλύψουν | 35 | |
| όλη την επανάσταση και θα ‘χουν να μας πρήξουν | ||
| θέματα στις ειδήσεις τους και έκτακτα δελτία | ||
| κι αν κάνεις και καταστροφές, είν’ τέλεια ευκαιρία, | ||
| γιατί τα διαφημιστικά ωραία τους σποτάκια | ||
| πουλάν πολύ μετά απ’ αυτά τα επεισοδειάκια. | 40 | |
| Ωραίο το | Στα ίσια σου το δείχνουνε και δεν καταλαβαίνεις: | |
| στυλάκι σου! | «Σου φτιάξαμε λαβύρινθο, όπου κι αν πας δε βγαίνεις! | |
| Όσο κι αν επαναστατείς κι αν μας τα λες σταράτα, | ||
| τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει πια, ούτε ζημιά ούτε γάτα! | ||
| Ωραίο το στυλάκι σου, μ’ αρέσει, πόσο κάνει; | 45 | |
| Κι εγώ είμ’ επαναστατικός, το γράφει στο Αρμάνι! | ||
| Θα πιω κι εγώ όπως κι εσύ ένα τσιγάρο μαύρο | ||
| και μέσα στην μαστούρα μου αντίδραση θε να βρω… | ||
| Και δεν μασάω, όλα είναι στυλ κι όλα εδώ πουλιούνται, | ||
| μ’ αρέσει που εκτονώνεσαι κι όλα σου συγχωριούνται | 50 | |
| κι έτσι κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ ή πίνεις μπύρες. | ||
| Μ’ αρέσει η επανάσταση, αχ, από που την πήρες; | ||
| Έχει και φάση και παλμό, έχει κι ωραία τραγούδια, | ||
| ας είναι κουλτουριάρικα, ας έχουν και πρελούδια. | ||
| Έχει νεανικότητα και σφριγηλά κορμάκια, | 55 | |
| που είναι μούρλια, θα ‘θελα δύο χωρίς παγάκια! | ||
| Στο κάτω-κάτω της γραφής, μπορεί να σας πειράζει | ||
| το σύστημα, ο πόλεμος, μα κάνετε και χάζι. | ||
| Όμως το σπουδαιότερο που πιο πολύ γουστάρω, | ||
| είναι ο εφησυχασμός και απ’ αυτό θα πάρω! | 60 | |
| Γιατί έχετε άποψη κι αισθάνεστε ωραίοι, | ||
| με πόζα αντιδραστική δείχνετε πιο μοιραίοι, | ||
| μα ζείτε εδώ μαζί με μας και από τον ίδιο πάγκο | ||
| ψωνίζετε κινέζικα, πολλές φορές και μάνγκο! | ||
| Δεν έχω αλήθεια ξαναδεί πιο ωραίο μοντελάκι, | 65 | |
| τα έχει όλα, τι καλά να βγει σε καπελάκι! | ||
| Όταν μακρυά σας βρίσκομαι, σαν είμαι με τους άλλους, | ||
| πολύχρωμο να το φορώ και σαν τους παπαγάλους | ||
| να λέω όσα έμαθα από αυτό το τμήμα | ||
| της αγοράς που κι απ’ αυτά τα κόλπα βγάζει χρήμα. | 70 | |
| Αυτή η τάση είν’ ανοιχτή, δεν κάνει διακρίσεις, | ||
| εκφράζεται ελεύθερα και διατυπώνει κρίσεις | ||
| επί παντός επιστητού με όραμα και πλάνα, | ||
| που είναι υπερσύγχρονες, ούτε αεροπλάνα | ||
| δεν τρέχουν με ταχύτητα τόσο πολύ μεγάλη | 75 | |
| που τρέχουν οι ιδέες τους η μια πίσω απ’ την άλλη. | ||
| Γι’ αυτό σου λέω, σαν τους κοιτάς, τα μάτια λίγο κλείσε | ||
| κι αυτοί αλλάζουνε μεμιάς τον κόσμο στο άψε σβήσε! | ||
| Κι άμα τυχόν θυμώσουνε και πάλι αυτό έχει κέφι. | ||
| Αχ! Μου ‘ρχεται κι εγώ να βρω ένα ωραίο ντέφι | 80 | |
| και να ξαμοληθώ ευθύς μες στη συγκέντρωσή τους | ||
| κι έτσι να εκστασιαστώ χορεύοντας μαζί τους | ||
| και τραγουδώντας αγκαλιά νιώθοντας ενωμένος, | ||
| στιχάκια βαθυστόχαστα να λέω ξαναμμένος! | ||
| Αυτό είναι της ενότητας ο αληθινός ο δρόμος, | 85 | |
| α, ρε κορόϊδα, ελάτε εδώ και μη σας πιάνει τρόμος. | ||
| Τον κόσμο θα αλλάξουμε περνώντας έτσι ωραία, | ||
| μα κι αν δεν τον αλλάξουμε, ας κάνουμε παρέα, | ||
| να ξεχαστεί τουλάχιστον ο κάθε πικραμένος | ||
| γλεντώντας και ποζάροντας επαναστατημένος. | 90 | |
| Κλείστε τις τηλεοράσεις σας και τρέξτε εδώ μαζί μας, | ||
| γιατί είν’ για όλους ανοιχτή η επανάστασή μας!». | ||
| Κάνα «τσιγάρο» | Μα εδώ αναρωτήθηκα για όλους είν’ αλήθεια; | |
| δωσ’ τους | Γιατί μια ομοιογένεια μου φάνηκε συνήθεια, | |
| πως έχουν να αισθάνονται σαν γκέτο οργανωμένο. | 95 | |
| Έχουν χαρακτηριστικά, είναι διαπιστωμένο! | ||
| Ακούν την ίδια μουσική, έχουνε στυλ στα ρούχα | ||
| κι αν έρθεις κι είσαι από αλλού τους φαίνεσαι «μπουρούχα», | ||
| που πάει να πει ξενέρωτος στη γλώσσα τη δική τους, | ||
| γι’ αυτό το καπελάκι μου φόρα σαν πας μαζί τους. | 100 | |
| Εκείνο ντε, που αγόρασα και το ίδιο το μπλουζάκι, | ||
| που δείχνει φύλλο κάνναβης κι Ινδιάνο απ’ το Κεντάκυ! | ||
| Μ’ αυτό εντάξει φαίνεσαι και μοιάζεις για δικός τους, | ||
| μα αν θέλεις περισσότερα κάνα τσιγάρο δώσ’ τους, | ||
| μα όχι να ‘ναι αλβανικό, να λέει κάτι ο μπάφος, | 105 | |
| να ανεβάζει διάθεση, μην είναι κάνας τάφος! | ||
| «Άιντε και ανεβάσαμε μαζί με τα ντουμάνια | ||
| ψηλά την επανάσταση, δε μείναμε χαρμάνια | ||
| γιατί βαπόρι σφύριξε και φτάνει απ’ την Περσία | ||
| και χρόνια ο χασικλής μ’ αυτό κάνει την ανταρσία!». | 110 | |
| Μα μέσα στην μαστούρα του ελεύθερος είν’ άλλος, | ||
| που κάνει ό,τι θέλει αυτός και λέει ο «μεγάλος»: | ||
| Ωραία η αδιαφορία σου, μου κάνει για εργαλείο, | ||
| για να σου κλείσω την καρδιά καλά μες στο ψυγείο! | ||
| Έτσι όλοι οι χασικλήδες μας τον διάβολο αν βρούνε, | 115 | |
| θα στρίψουν το «τσιγάρο» τους κι έλα να πιείς θα πούνε! | ||
| Μα μην τα μάθουν όλα αυτά γιατί θα τσαντιστούνε | ||
| και δεν θα ξαναφήσουνε ξενέρωτους να μπούνε | ||
| μες στον ωραίο κόσμο τους που φτιάξαν να ξεχνάνε, | ||
| πως μες στην ίδια αγορά ψωνίζουν και πουλάνε. | 120 | |
| Άσ’ τους στο παραμύθι τους, που νιώθουν βερεσέ τους | ||
| και με γλυκό νανούρισμα, μια καληνύχτα πες τους. | ||
| «Μη μου θυμώνεις, μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα», | ||
| είναι που το βαρέθηκα κι αυτό εδώ το ψέμα! | ||
| Όλα τα έχουν | «Καλέ, γιατί να τους τα πω, εγώ τα βρίσκω ωραία, | 125 |
| στο μπαχτσέ | πήγαινε εσύ, όπου κι αν θες, θα έχω αυτούς παρέα. | |
| Όλα τα έχουν στο μπαχτσέ, τίποτα δεν τους λείπει | ||
| και λένε πως το σύστημα το φτύνουν δίχως λύπη». | ||
| Μόνο δεν ξέρω, φίλε μου, και να, αναρωτιέμαι, | ||
| αυτοί πού αφοδεύουνε ή πώς αλλιώς το λέμε; | 130 | |
| Πού κάνουν την ανάγκη τους και πού μετά τα πάνε; | ||
| Έχουνε βόθρους ειδικούς που όλα τα χωράνε; | ||
| Γιατί είναι του συστήματος όλοι οι υπονόμοι, | ||
| αυτοί όμως είναι αντίθετοι με την δική του γνώμη. | ||
| Μα γιατί να σκοτίζομαι, ούτε κι αυτούς τους νοιάζει, | 135 | |
| εύκολα ξεμπερδεύουνε μ’ αυτά και κάνουν χάζι. | ||
| Χαλάν τον κόσμο γύρω τους με τις διαδηλώσεις | ||
| κι αισθάνονται ομαδικά σ’ αυτές τις οργανώσεις. | ||
| Και dealing γίνεται καλό μες στις «επαναστάσεις» | ||
| και θα γουστάρεις άμα πας, τι κάθεσαι να σκάσεις; | 140 | |
| Γιατί εκεί έχουν πρόσωπο και νιώθουν πως γλυτώνουν, | ||
| δεν πάνε στον ψυχίατρο, αφού όλα τα μπαλώνουν, | ||
| και την συντροφικότητα και την εκτόνωσή τους | ||
| και το ωραίο στυλάκι τους και την αντίδρασή τους. | ||
| Κι ωραία ζευγαρώματα τις νύχτες με φεγγάρι, | 145 | |
| όπου ξεχνάν και τ’ όραμα και φεύγουνε στον Άρη! | ||
| Και να! Μ’ αυτά ξεφεύγουνε κι απ’ την απελπισία, | ||
| πάνε συχνά στην Αφρική μέχρι και στην Ασία | ||
| και κάνουν έτσι τουρισμό, κοινωνικό τον λένε, | ||
| αντί να κάθονται εδώ κι αντί να μυξοκλαίνε. | 150 | |
| Πηγαίνουν εκεί τάχατες τους άλλους να βοηθήσουν, | ||
| μα στην πραγματικότητα θέλουν μ’ αυτό να ζήσουν | ||
| λιγάκι περιπέτεια, τα αίματα ν’ ανάψουν | ||
| και έτσι τη ρουτίνα τους όσο μπορούν να κάψουν. | ||
| Είναι σου λέω οι καλύτεροι, νιώθουν δικαιωμένοι, | 155 | |
| γιατί δεν συμβιβάζονται, λεν πως αδικημένοι | ||
| είναι, γιατί συντάσσονται με αυτούς που υποφέρουν | ||
| κι όπως στα δάση ο Ρομπέν, λεν θα τα καταφέρουν. | ||
| Έτσι ποτέ μες στο μυαλό δε βάζουν στενοχώρια, | ||
| γιατί έχουν ενότητα κι εμάς μας βάζουν χώρια. | 160 | |
| Μας κοροϊδεύουν, μας κοιτούν αφ’ υψηλού και βάλε, | ||
| γιατί βρίζουν το σύστημα και αντιδρούν, μεγάλε! | ||
| Δεν τους κοστίζει τίποτα, γεμίζουν ενδιαφέρον, | ||
| περνάνε και την ώρα τους, ούτε κι αυτός ο Νέρων, | ||
| που ήταν αυτοκράτορας και έκαψε τη χώρα, | 165 | |
| δεν αισθανότανε Θεός, όσο εκείνοι τώρα… | ||
| Το θέμα είν’ όπως φαίνεται, να την περνάς ωραία | ||
| με «ανήσυχη» συνείδηση και με καλή παρέα. | ||
| Να είσαι κι εναλλακτικός, να ‘σαι και multi-culti, | ||
| να μην περνάει η ζωή μπροστά στο χαζοκούτι. | 170 | |
| Αυτό είναι σαν τηλεόραση με στυλ και περιπέτεια, | ||
| θέλω κι εγώ σενάρια απ’ αυτά, πέντε πακέτα! | ||
| Εδώ είναι όλα πλαστικά, αυθεντικά όμως μοιάζουν, | ||
| ναρκώθηκε η ζωούλα μας και έτσι μας φαντάζουν | ||
| για αληθινά τα ψεύτικα αρκεί να φύγει η θλίψη, | 175 | |
| να μη τυχόν δεν είσαι up και αποκτήσεις τύψη | ||
| και μοιάζεις να ‘σαι μίζερος κι άλλοι σε πουν καρμίρη, | ||
| μάλλον γι’ αυτό το στήσανε κι αυτοί το πανηγύρι. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ | ||
| Το αγορασμένο | Δεν είναι πως το χαίρομαι αντίθετα πονάω, | |
| «περιθώριο» | ντρέπομαι, μα τα λέω αυτά κι ίσως να σας τη σπάω, | |
| γιατί κι εγώ προχώρησα σε τέτοια μονοπάτια | ||
| και σ’ όλα έδωσα ψυχή, καβάλησα και άτια, | ||
| μα ευτυχώς δε μ’ άρεσε αυτή η κοινωνικότις | 5 | |
| και πάθαινα κατάθλιψη, γιατί ένιωθα προδότης, | ||
| αφού ποτέ δεν χώραγα ή ήμουνα πιο λίγη, | ||
| ενώ το θέλησα αρχικά κι ο εγωισμός μου επλήγη | ||
| που δεν το μπόρεσα κι εγώ να μπω μες στο παιχνίδι, | ||
| αφού ήμουν στις παρέες τους, το ‘χα δηλώσει ήδη. | 10 | |
| Μα έβλεπα τους φίλους μου και να ‘ναι επαναστάτες | ||
| και να τη βγάζουν μια χαρά κι οι τσέπες τους γεμάτες | ||
| και δεν το καταλάβαινα πώς γίνεται αυτό τάχα | ||
| και πρώτοι στις πωλήσεις τους και όχι αυτό μονάχα, | ||
| μα να τα λένε μια χαρά με το σπαθί στο χέρι | 15 | |
| κι ύστερα να το βάζουνε στη θήκη, δε συμφέρει | ||
| να το τραβάνε εκεί μπροστά σαν είναι στον καθρέφτη, | ||
| μην τους φωνάξει το είδωλο: «Εσύ δεν φταις, ρε ψεύτη;». | ||
| Που υψώνεις έτσι τη φωνή κι αισθάνεσαι ωραίος, | ||
| που έχεις φτιάξει κι οπαδούς που λένε: «είν’ σπουδαίος!». | 20 | |
| Και μοιάζεις με την τρύπα αυτή, εκείνη την βαλβίδα, | ||
| που έχει το κεφάλι μας να μη λασκάρει η βίδα | ||
| και εκτονώνει υδρατμούς για να γλυτώσει η χύτρα; | ||
| Μήπως το εισιτήριο που βάζεις είναι λύτρα, | ||
| που τα πληρώνεις σε αυτούς που βρίζεις μέρα-νύχτα | 25 | |
| κι αυτοί που σε λατρεύουνε φωνάζουν: «μάγκα, ρίχ’ τα!», | ||
| για ν’ αγοράζεις έντιμα το περιθώριό σου, | ||
| το στυλ σου και την άποψη και σπίτι στο χωριό σου | ||
| και να νομίζεις πως θα ‘ρθει η μέρα να γλυτώσεις | ||
| και ν’ αποδράσεις μόνο εσύ απ’ το κακό της πτώσης, | 30 | |
| γιατί έχεις καταφύγιο με άποψη και θέα, | ||
| με οξυγόνο και μπαχτσέ που βγάζει αγγούρια ωραία; | ||
| Ωραίος ο επίγειος αυτός παράδεισός σου, | ||
| μα τι θα κάνεις με αυτόν τον έρμο θίασο σου; | ||
| Έτσι που τους καψούρεψες και νιώθουνε δικοί σου, | 35 | |
| πες το μου, είναι και αυτοί μες στην απόδρασή σου; | ||
| Αυτούς που σε λατρεύουνε και που σε συντηρούνε | ||
| και που δεν ήταν τυχεροί ψηλά για ν’ ανεβούνε, | ||
| πες τους, πού να την βάλουνε την επανάστασή σου | ||
| και τι να κάνουν, όταν πια περάσει η εποχή σου; | 40 | |
| Να βρούνε μάγκα άλλονε για να χρυσοπληρώσουν | ||
| κι έτσι την επανάσταση να την ανακυκλώσουν; | ||
| Για να υπάρχει πάντοτε, μα μόνο σαν ιδέα, | ||
| αυτοί να ξεσηκώνονται και κάποιοι άλλοι ωραία | ||
| να ζουν και να εμπορεύονται το πάθος τους με τέχνη; | 45 | |
| Αυτή είναι η πολιτική που έχεις, καλλιτέχνη; | ||
| Οι «σκληροί», | Εντάξει, εσύ το έκανες το χρέος ν’ αφυπνίσεις, | |
| οι καψούρηδες | μα αφού έτσι τους ξεκούνησες, πώς τώρα θα αφήσεις | |
| και οι | το πλοίο ακυβέρνητο σαν βγήκε απ’ το λιμάνι | |
| εισπράξεις | και τον καημένο αυτόν τον fan που μοιάζει με χαρμάνι | 50 |
| κι όταν σε βλέπει αυξάνονται στα χίλια οι παλμοί του, | ||
| γιατί βλέπουν τα μάτια του τον πρωταγωνιστή του; | ||
| Θα τον αφήσεις έρημο, για να ‘ρθει ένας άλλος | ||
| να του τα πει απ’ την αρχή, ωραία σαν παπαγάλος, | ||
| φτάνει να είν’ ο ακροατής συνέχεια διεγερμένος, | 55 | |
| για να ζητάει ινδάλματα κι ήρωες ο καημένος; | ||
| Πώς τον αφήνεις σύξυλος να ‘ναι κι ερεθισμένος, | ||
| του άναψες τα αίματα και είν’ ερωτευμένος. | ||
| Μου μοιάζει με τον σκύλο μου σε οίστρο όταν είναι… | ||
| «Άκου μαέστρο μου» σου λέει «για πάντα έτσι μείνε!». | 60 | |
| Και στο φωνάζει σύνθημα κι εσύ το καμαρώνεις, | ||
| μ’ αυτή του την παράνοια ζωή ωραία στρώνεις. | ||
| Μα έρχονται κάποιες στιγμές που σου τη δίνουν όλα, | ||
| σε πνίγει η τόση εμμονή κι η ισχυρή της κόλλα. | ||
| Θες να κρυφτείς απ’ τα βαμπίρ που ‘χεις δημιουργήσει, | 65 | |
| γιατί το αίμα σου ζητάν, το πράγμα έχει ζορίσει. | ||
| Αυτόν όμως τον ρώτησες, που είναι ξαναμμένος, | ||
| στο κάτω κάτω πλήρωσε κι ας είναι χρεωμένος, | ||
| όχι για να σε δει απλώς και μόνο να σ’ ακούσει, | ||
| γι’ αυτόνε είσαι ζωντανή… τροφή κάτι σαν σούσι! | 70 | |
| Άλλωστε σου ‘χει τη ζωή ολόκληρη αυτός φτιάξει, | ||
| τα σπίτια, την υπόληψη, την μούρη, το αμάξι, | ||
| όλα αυτός τ’ αγόρασε, για να σε έχει πάντα | ||
| να τον εκφράζεις, να τα λες και να σε κάνει μάγκα. | ||
| Πού να το φανταστεί αυτός στα ωραία σου τα λόγια | 75 | |
| – ίσως να σε φαντάζεται να ζεις και σε υπόγεια, | ||
| αφού είναι επαναστατική η κάθε σου κουβέντα – | ||
| ότι καρπούζι τρως εσύ κάτω από την τέντα | ||
| και σχεδιάζεις τι σκεπή θα ‘χει το εξοχικό σου; | ||
| Κι όταν ακούει το λόγο σου τον αντιδραστικό σου | 80 | |
| ή εκείνον τον ερωτικό και τον πολύ φευγάτο, | ||
| ξέρει το πορτοφόλι σου πως είν’ καλά γεμάτο | ||
| και ετοιμάζεσαι μ’ αυτό να τον εγκαταλείψεις; | ||
| Δεν εννοώ στην τέχνη σου, εκεί θα τον ρουφήξεις | ||
| μέχρι τα τελευταία σου με χίλιους δύο τρόπους. | 85 | |
| Ούτε βεβαίως στη δόξα σου που πάντα θέλει ανθρώπους | ||
| που να την τρέφουνε, μα, να, σ’ εκείνη τη ζωή σου, | ||
| αφού έλεγες «ταυτίζομαι και προχωρώ μαζί σου», | ||
| γι’ αυτό έμοιαζε η τέχνη σου ειλικρινής με μπέσα | ||
| κι έτσι μ’ αυτό τους ζάλισε και κέρδισε η μπαμπέσα | 90 | |
| τα χρήματα, τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη, | ||
| μ’ αυτοί μείναν μονάχοι τους μες στης ζωής τη δίνη, | ||
| παρέα με τα τραγούδια σου κι εσύ περνάς ωραία | ||
| σαν συνταξιούχος παραλής με σπίτια που ‘χουν θέα… | ||
| Εντάξει, να τα χαίρεσαι, μα μη πουλάς και μούρη, | 95 | |
| πως είσαι διαφορετικός και μ’ έκανες καψούρη | ||
| να θέλω έτσι και εγώ να γίνω σαν και σένα, | ||
| όλα να τα περιφρονώ, μα να ‘ναι κερδισμένα! | ||
| Κι εσένα λέω που είσαι ροκ ή έτσι μας το παίζεις | ||
| που θέλεις με ηλεκτρικές κιθάρες να εμπαίζεις | 100 | |
| τον αφελή τον κόσμο μας, αυτόν τον «λαουτζίκο» | ||
| και ετοιμάζεις με ορμή και με στολή από τσίγκο | ||
| τη νέα σέχτα των σκληρών με αρχηγό εσένα | ||
| και βρίζεις και βαράς τη ντραμς, μη μου τα λες εμένα, | ||
| ότι το ψέμα αρνήθηκες κι αντέδρασες σε όλα | 105 | |
| με τα πετάλια που πατάει η ακριβή σου σόλα | ||
| κι ότι σου φαίνονται μελό οι συμπεριφορές μας | ||
| γιατί έβαλες ανάποδα για φορεσιά το χτες μας | ||
| κι ένιωσες πρωτοποριακός και σκλήρυνες στη φάτσα | ||
| για να δηλώσεις ροκ θαρρείς κι αυτό είναι μια ράτσα! | 110 | |
| Λοιπόν, θα σε ειρωνευτώ γιατί έτσι αξίζει | ||
| σε όποιον κάνει τον σκληρό και μόνο μαϊμουδίζει. | ||
| Ο Χέντριξ, ο Τζιμ Μόρισον, οι Ρόλινγκ Στόουνς κι οι άλλοι | ||
| εμπνεύστηκαν το κουρδιστό εκείνο πορτοκάλι | ||
| κι εκφράσαν μ’ ειλικρίνεια αυτό που ήταν παρόν τους, | 115 | |
| δεν λάτρεψαν όπως εσύ κανένα παρελθόν τους. | ||
| Βέβαια, γίναν θύματα της νεανικής ορμής τους, | ||
| μα φυσικά τους γέννησε το φιλμ της εποχής τους | ||
| και γίναν πρωταγωνιστές σε πυρκαγιά μεγάλη | ||
| και αυτοπυρπολήθηκαν, για να βρουν κάποιοι άλλοι | 120 | |
| έκφραση και διέξοδο σ’ εκείνη την κραυγή τους, | ||
| που ήτανε αυθεντική και βγήκε απ’ την ψυχή τους, | ||
| την ώρα που άρχισε παντού πια το μπετόν να πήζει | ||
| κι η παγωνιά της λογικής έτσι να εμποδίζει | ||
| τη ζεστασιά μες στην καρδιά και η υποκρισία | 125 | |
| μετά από τον πόλεμο να φέρνει αναισθησία | ||
| σε όλα τα επίπεδα με πρόσχημα τα νέα | ||
| μοντέλα σύγχρονης ζωής που στρώνονται χυδαία. | ||
| Αντέδρασαν αυτόματα, δε βάλανε «κεφάλι» | ||
| και έμοιαζε το ουρλιαχτό μ’ αυτό που το τσακάλι | 130 | |
| κάνει σαν αφουγράζεται κίνδυνο να ζυγώνει, | ||
| όταν εχθρός καραδοκεί και το αίμα του παγώνει. | ||
| Γι’ αυτό οι νέοι βρήκανε στο ροκ της εποχής τους | ||
| φωνή να διατηρήσουνε τη φλόγα στην ψυχή τους, | ||
| που τρεμοέσβηνε γοργά κι ερχότανε η ώρα | 135 | |
| τα πτώματα να κυβερνούν στου θάνατου τη χώρα. | ||
| Μα αυτό ήταν αναπόφευκτο κι έγινε έτσι εν τέλει | ||
| κι απόμεινε απ’ το κίνημα ο φόρος και τα τέλη, | ||
| που πλήρωσαν με την πικρή αυτοκαταστροφή τους | ||
| αυτοί οι τόσο ευαίσθητοι νέοι στην εποχή τους | 140 | |
| κι ατόφια μας την άφησαν σε μουσική και στίχους | ||
| που μοιάζουνε με της καρδιάς τους τελευταίους χτύπους. | ||
| Γιατί ύστερα ήρθε ο θάνατος γι’ αυτούς, μα και για όλους! | ||
| Το ’80 ξεπουλήθηκαν τα πάντα στους «διαβόλους», | ||
| τα τελευταία ροκ άσματα, τα κύκνεια τραγούδια | 145 | |
| τα κρέμασε ο κόσμος μας σαν πλαστικά αγγελούδια | ||
| στο ψεύτικο το δέντρο του, στης αγοράς το ράφι | ||
| κι ας βαυκαλίζεσαι εσύ κι όλο σου το σινάφι | ||
| ότι είστε ροκ κι αντίδραση φοράτε μα σαν μάσκα | ||
| μ’ εξοπλισμό αντίστοιχο και στο κεφάλι κάσκα. | 150 | |
| Ενώ τρέχουν τα σάλια σας για χρήμα κι εξουσία | ||
| και παγιδεύετε σαχλά τη νεαρή ηλικία | ||
| πουλώντας της για πόζα ροκ τ’ αναμασήματά σας | ||
| και όσα συμφωνήσατε μες στα συμβόλαιά σας | ||
| που τόσα χρόνια είχατε συνάψει με εμπόρους | 155 | |
| και τώρα που πλουτίσατε φτιάχνετε νέους χώρους | ||
| να δείξετε αυτόνομοι πως είστε και ωραίοι | ||
| και πως τώρα το σύστημα άλλο δε σας εμπνέει, | ||
| γιατί είστε αντιδραστικοί, όμως με τα λεφτά σας | ||
| κι αφού η φιλοδοξία σας χόρτασε την καρδιά σας. | 160 | |
| Τώρα πια διατείνεστε πως ήχους δήθεν νέους | ||
| φτιάχνετε και «πειράζετε» με ελιγμούς σπουδαίους, | ||
| με μηχανήματα ακριβά, παραγωγές χλιδάτες, | ||
| για να μας πείσετε μ’ αυτό πως έχετε φευγάτες | ||
| ιδέες καλλιτεχνικές κι ότι μπανάλ δεν είστε, | 165 | |
| αφήστε άλλοι να κρίνουνε και νέα στούντιο χτίστε | ||
| και δείξτε μας το θράσος σας, τον λυρισμό που βρίζει, | ||
| θαρρείς και είν’ η έκφραση δικό σας μετερίζι. | ||
| Αν κάνετε μνημόσυνο στο ροκ του παρελθόντος | ||
| θα ‘ρθω μαζί σας, γιατί αυτό έχει μια αλήθεια όντως, | 170 | |
| μα όχι να το παίζετε και παρθενογενέσεις | ||
| και να μας κοροϊδεύετε με υποκρισίας ενέσεις, | ||
| για να πιστέψουμε εντελώς πως έχετε στο νου σας | ||
| στ’ αλήθεια νέα πρόταση ή έστω του κενού σας | ||
| ειλικρινή κατάθεση κι ακέρια ομολογία, | 175 | |
| ενώ είστε με το σύστημα ομόρρυθμη εταιρεία. | ||
| Κι αφού ανακατώσατε και λίγη καραγκούνα | ||
| με λούπες και ηλεκτρικό ήχο από κουδούνα | ||
| που έχουνε τα πρόβατα με λίγη ροκ μουρμούρα, | ||
| αναμειγνύοντας καλά διανόηση με μαστούρα, | 180 | |
| άιντε και λίγο της γιαγιάς κανένα παραμύθι, | ||
| νομίσατε πως άποψη με στυλ και νέα ήθη | ||
| εγκαινιάσατε, γι’ αυτό οι νέοι που διψάνε | ||
| σας λογαριάζουν για θεούς και σας χειροκροτάνε | ||
| και σας περνούν για ειλικρινώς επαναστατημένους… | 185 | |
| Τι να τους πω απελπίζομαι που έτσι τους καημένους | ||
| τους βλέπω να επενδύουνε στο κάλπικο όραμά σας | ||
| και στα επιχειρηματικά πανέξυπνα μυαλά σας, | ||
| που πιάσανε τον πόνο μας και την απελπισία | ||
| και οργανώσαν σχέδιο και φτιάξαν περιουσία | 190 | |
| χορεύοντας «ηρωικά» πάνω σ’ αποκαΐδια | ||
| και ξεζουμίζοντας ξανά τα αισθήματα τα ίδια, | ||
| μα σε τουρλού πια έκδοση, που του θυμού η μαυρίλα | ||
| σε στυλ ψευτοαντίδρασης φέρνει ανατριχίλα. | ||
| Σιγά μη ρίξετε εσείς την υψηλή σας μούρη | 195 | |
| στο λυρισμό και το μελό, που είναι για τον λιγούρη. | ||
| Εσείς είστε περήφανοι, άρχοντες ροκ, στυλάτοι | ||
| κι έχετε πόζα ακριβή, πάντοτε ντελικάτη. | ||
| Του κάθε ενός ευαίσθητου κι απλού πια καλλιτέχνη | ||
| σας αηδιάζει η άμεση και η πηγαία του τέχνη. | 200 | |
| Σας φαίνεται για χλιαρή, μπανάλ, μελό, κιτσάτη | ||
| και τον κοιτάτε αφ’ υψηλού, τον λέτε και χωριάτη, | ||
| γιατί δεν έχει αυτός μυαλό τόσο πολύ ψαγμένο, | ||
| όσο έχει το κεφάλι σας το υπερφορτωμένο | ||
| με μόρφωση, διανόηση, κουλτούρα και ιδέες, | 205 | |
| που είν’ ωραίος αχταρμάς και μοιάζουνε σπουδαίες, | ||
| όταν μας τις πλασάρετε με στυλ πολύ φευγάτο | ||
| και παριστάνετε μ’ αυτές πως ξέρετε από πάτο, | ||
| γιατί underground άποψη κοτσάρατε στον ήχο | ||
| κι είναι σαν να κρεμάσατε στον πιο λουσάτο τοίχο, | 210 | |
| έτσι απλά για το ντεκόρ σκεπάρνια και μαγκούρες, | ||
| για να περνιέστε έτσι σκληροί και να ‘στε πρώτες μούρες. | ||
| Μα ο πόνος ο αυθεντικός μάγειρες δε γυρεύει, | ||
| σε φόρμες και σε τεχνικές σούπες ν’ ανακατεύει. | ||
| Τη νεωτερικότητα δεν ψάχνει η αλήθεια, | 215 | |
| γι’ αυτό γνωρίζει και σε απλά χωράει παραμύθια. | ||
| Το νέο πρωτότυπο ντεκόρ απασχολεί μονάχα, | ||
| όσους κοιτάν τη δόξα τους, ίσως και τη… «στομάχα» | ||
| να ωφελήσουνε απλώς και γι’ αυτό κάνουν τέχνη | ||
| και παριστάνουνε τον ροκ και γνήσιο καλλιτέχνη. | 220 | |
| Το ροκ είναι η αμάσητη αλήθεια κι είναι βράχος, | ||
| γιατί όποιος τηνε μαρτυρά πορεύεται μονάχος. | ||
| Δεν είναι στυλ περιβολής και ύφος που ‘χει πόζα, | ||
| ροκ κι ο Ζαμπέτας ήτανε ή ακόμα και η Ρόζα, | ||
| γιατί κι αν δεν προτίμησαν ηλεκτρικό τον ήχο, | 225 | |
| ζήσανε σύμφωνα μ’ αυτά που είπαν στον κάθε στίχο. | ||
| Έτσι | Έτσι λοιπόν το προσπαθώ κι εγώ μ’ αυτόν τον στίχο, | |
| γκρεμίζεται | να βρω πώς να γκρεμίσουμε του ψέμματος τον τοίχο, | |
| το τείχος | ακόμα όχι απ’ έξω μας μα σίγουρα εντός μας | 365 |
| με πίστη που μετακινεί βουνά, που ο εγκέφαλός μας | ||
| τα υψώνει με εγωισμό για να ‘χει οικόπεδά του | ||
| τους φόβους που ταΐζουνε την ψευτοασφάλειά του. | ||
| Δεν πέφτει ο τοίχος σίγουρα με ψευτοεπαναστάτες, | ||
| μα ίσως χτυπήθηκε απ’ αυτούς που σήκωσαν στις πλάτες | 370 | |
| το βάρος της Α-λήθειας, που πάει να πει της μνήμης | ||
| πως η πατρίδα της ψυχής δεν είναι κτήμα εκείνης | ||
| που λέμε αμεσότητα και έτσι εννοούμε | ||
| ότι αυτό που βλέπουμε και που κατανοούμε | ||
| είναι το μόνο αληθινό και άλλο δεν υπάρχει | 375 | |
| κι ότι κανένας Δημιουργός δεν φαίνεται να Άρχει. | ||
| Κι η Αλήθεια αυτή υποταγή μοιάζει να μας ζητάει, | ||
| άμα τυχόν θελήσουμε να πάμε όπου πάει. | ||
| Εκεί που είναι αληθινά η Αγάπη, η Ελευθερία | ||
| κι όσα θυμάται η ψυχή σαν ψάχνει ευτυχία. | 380 | |
| Αυτοί που την σηκώσανε στις πλάτες μαρτυρήσαν | ||
| όχι με λόγια και πανό, μα με αίμα που το χύσαν, | ||
| γιατί τους τιμωρήσανε που είπαν την Αλήθεια, | ||
| οι κερδισμένοι απ’ της ψευτιάς τη βολική συνήθεια. | ||
| Κι αλίμονο! Τους φάγανε μεμιάς στο πιτς φιτίλι, | 385 | |
| γι’ αυτούς αν θέλεις, φίλε μου, άναψε το καντήλι! | ||
| Εμείς δεν είμαστε άξιοι, αυτοί είχανε τη Χάρη | ||
| κι ό,τι σου λέω απ’ τα λόγια τους πήρα κι εγώ χαμπάρι. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΤΑ ΕΙΠΑ | ||
| Κικιρίκου! | Γι’ αυτό να το προσέχουμε κι εύκολα να μην λέμε, | |
| πως είμαστε αληθινοί και πως τάχα δε φταίμε | ||
| κι ότι έτσι εύκολα το Φως γνωρίζουμε ποιό είναι. | ||
| Φώτα σου δίνει κι ο εχθρός, να σε κρατάει στις δίνες | ||
| της ψεύτικής του της γητειάς και εξουσία να έχει | 5 | |
| πάνω σου, μην τυχόν και βρεις το Φως δεν το αντέχει. | ||
| Εγώ ίσως τρελάθηκα που σου τα λέω έτσι, | ||
| μα δεν θα στενοχωρηθώ κι ας έχουνε κοτέτσι, | ||
| που κλείνουν μέσα τα τρελά και ξύπνια κοκοράκια, | ||
| γιατί η φύση πρόσταξε να ‘ναι ξυπνητηράκια. | 10 | |
| Δε λέω ίσως και αυτά να ‘χουν λιγάκι φταίξει, | ||
| γιατί αρχίσαν να λαλούν πριν η αυγή να φέξει. | ||
| Κι έτσι τα τιμωρήσανε, τους κλείσανε το στόμα, | ||
| μα αυτά πάλι γλυτώσανε κι έτσι λαλούν ακόμα. | ||
| Να τα φυλάει ο Θεός, γιατί οι κοιμισμένοι, | 15 | |
| άμα τυχόν ξυπνήσουνε είναι πιο θυμωμένοι | ||
| απ’ όσο όταν κοιμόντουσαν και τρίζανε τα δόντια, | ||
| δεν θέλουν να ξυπνήσουνε, ζητούνε νύχτα αιώνια. | ||
| Μα δεν χαλιέται ο κόκορας, θέλει να τους ξυπνήσει | ||
| και ας θυμώσουν, θα ‘ρθει η αυγή να τους παρηγορήσει, | 20 | |
| θα ‘ναι το φως της απαλό κι αυτούς που δεν κοιμούνται, | ||
| θα τους χαϊδέψει την καρδιά κι ας πάλι χασμουριούνται | ||
| και κικιρίκου, κικιρί, πολλά είπα εδώ πέρα, | ||
| κι όσοι τα καταλάβανε και καρτερούν τη μέρα, | ||
| ας κάνουνε υπομονή και στόματα ας κλείσουν | 25 | |
| κι εμένα που έχω ακράτεια, ας μου την συγχωρήσουν. | ||
| Μα αφού εγώ δεν σταματώ και το διακινδυνεύω, | ||
| τουλάχιστον, ακούστε με και δεν σας κοροϊδεύω, | ||
| δεν έχω τίποτα απ’ αυτό εγώ για να κερδίσω | ||
| παρά μονάχα ό,τι έχω βρει θέλω να το χαρίσω. | 30 | |
| Κύριε | Γιατί δεν είν’ απόκτημα να το κρατώ δικό μου | |
| «Διευθυντά», | ούτε κι αντέχω να σιωπώ σαν να ‘ναι μυστικό μου, | |
| συγγνώμη! | παρόλο που πολλές φορές τρόμος σχεδόν με πιάνει | |
| μήπως κι αφήνω τα σκυλιά να μπαίνουν μες στο χάνι, | ||
| που έχει άλλον Διευθυντή και τότε εγώ θα φταίω, | 35 | |
| άμα μου πει: «απολύεσαι» θα κλαίω κι ίσως λέω: | ||
| «Μα κι εγώ ήμουνα σκυλί και βρήκα Άρχοντά μου, | ||
| ψίχουλα απ' το τραπέζι Σου κι είπα στη φαμελιά μου: | ||
| “Ελάτε, πεινασμένα μου, ο Άρχοντας αφήνει, | ||
| γιατί είδα την απέραντη Αγάπη Σου εκείνη”. | 40 | |
| Συγχώρεσέ με, Κύριε, χωρίς την άδειά Σου | ||
| πήρα και έδωσα, γιατί όλα είμαστε παιδιά Σου». | ||
| Κι έβλεπα πως δεν έρχονταν στην τράπεζα που γέμει, | ||
| αυτοί που Εσύ τους φώναξες κι ήτανε καλεσμένοι. | ||
| Σίγουρα λάθος έκανα κι Εσύ ‘σαι Αυτός που κρίνει, | 45 | |
| μα είδα τις παραβολές κι ακούμπησα σ’ εκείνη | ||
| που ‘πες πως ήρθαν τελικά στο γιορτινό Σου γεύμα, | ||
| οι πιο φτωχοί κι ασήμαντοι μ’ ένα Σου μόνο νεύμα, | ||
| αφού οι άλλοι αρνήθηκαν ως απασχολημένοι | ||
| και μπήκα εδώ με άνεση έτσι κακοντυμένη | 50 | |
| και άνοιξα το στόμα μου για να ‘ρθουνε κι οι άλλοι. | ||
| Συγχώρεσέ με, Κύριε, αν ήτανε μεγάλη | ||
| η αμαρτία μου αυτή πάρ’ την για άγνοιά μου. | ||
| Καθάρισέ μου την καρδιά και φτιάξ’ τη φορεσιά μου, | ||
| για να μπορέσω και να ‘ρθω σ’ εκείνη τη λαμπρή Σου, | 55 | |
| την Άγια και παντοτινή βασιλική γιορτή Σου! | ||
| Και να ‘ρθουνε κι οι φίλοι μου και οι εχθροί μου ακόμα, | ||
| γιατί το άπειρο χωρά μες στο δικό Σου Δώμα, | ||
| που κατοικεί η Αγάπη Σου και η Συγχώρεσή Σου | ||
| κι εκεί να σε δοξάζουμε, όπως κι οι άγγελοί Σου. | 60 | |
| Αμήν! Κι αυτή η προσευχή ας γίνει και ευχή σας, | ||
| για να ‘ναι Θεού θέλημα αυτή η ανάγνωσή σας | ||
| και να ‘ρθει και σε μένανε αυτή η ευλογία, | ||
| γιατί έχω κι άλλα βρει εγώ στα ιερά βιβλία, | ||
| που έτσι πολύ ταιριάζουνε με την κατάστασή μας | 65 | |
| κι έρχονται γάντι στην θολή και σκοτεινή εποχή μας. | ||
| Και θέλω να τα πω εδώ, αν έχω ευλογία | ||
| και αν δεν είν’ εγωισμός ή και φιλοδοξία. | ||
| Μα αν τυχόν το ό,τι μιλώ δεν είν’ ευλογημένο, | ||
| τότε ας μου δώσει τη σιωπή και θα το υπομένω | 70 | |
| να τα βαστάω μέσα μου μέχρι και να τα σβήσω, | ||
| αρκεί αληθινή ζωή να δώσει ν’ αποκτήσω. | ||
| Γι’ αυτό δεν ξέρω ούτε καν αν φτάσουνε σε σένα | ||
| ή μείνουν στο συρτάρι μου όσα έχω ειπωμένα. | ||
| Με έμπνευση θα κινηθώ κι έτσι θα το ζητήσω, | 75 | |
| να έρθει η ώρα η καλή και να σε συναντήσω | ||
| είτε με άλλα ή μ’ αυτά ή μ’ όποιον θέλει τρόπο, | ||
| θα περιμένω να μας δω στον όμορφο τον τόπο, | ||
| που έχει η καρδιά μας ραντεβού και να μην το ξεχάσει | ||
| και κινδυνέψει να χαθεί και στην Χαρά δε φτάσει. | 80 | |
| Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να πω ότι η σιωπή μας, | ||
| ίσως να είν’ η αληθινή η επανάστασή μας. | ||
| Ο ωραίος | Δε λέω να το βουλώσουμε, μα αν τύχει και μιλάμε | |
| πράττει | να φαίνεται στις πράξεις μας, μπρίκια να μην κολλάμε | |
| και δε μιλάει | και να μην αισθανόμαστε έτσι εύκολα ωραίοι. | 85 |
| Ωραίος είναι μόνο αυτός που ξέρει και να κλαίει | ||
| και που ανοίγει την καρδιά κι είναι μεγάλος πόνος, | ||
| γι’ αυτό διαλέγει τη σιωπή και προχωράει μόνος. | ||
| Όχι ο καταθλιπτικός, όχι ο απελπισμένος, | ||
| μα εκείνος που είναι με το Φως στ’ αλήθεια ερωτευμένος, | 90 | |
| γιατί βαθιά του λαχταρά αλήθεια, ελευθερία, | ||
| ειρήνη, αγάπη, ομορφιά, χαρά και αρμονία. | ||
| Και δεν κάνει ξεπούλημα ούτε φθηνές εκπτώσεις | ||
| για ψεύτικες παρηγοριές και μάλιστα σε δόσεις. | ||
| Ούτε τσιμπάει στο χαζό καθήκον ευτυχίας | 95 | |
| και δεν αισθάνεται ντροπή κι ας φαίνεται παρίας. | ||
| Δεν γίνεται κατήγορος, ποιόν να κατηγορήσει, | ||
| έχει δικά του σφάλματα για ν’ αντιμετωπίσει, | ||
| κοιτάζει το δοκάρι του που έχει μες στο μάτι | ||
| και απ’ την ακίδα του αλλουνού δεν αποκτά γινάτι. | 100 | |
| Συγγνώμη | Γιατί το είπε ο Χριστός πως, αν δεν συγχωρήσεις | |
| που ήτανε… | αυτόν που νιώθεις για εχθρό, μην πας για να ζητήσεις | |
| σφιχτά! | εσύ απ’ Αυτόν συγχώρεση για τα οφειλήματά σου, | |
| εαν δεν δώσεις άφεση πρώτα στον γείτονά σου. | ||
| Αυτός που θέλει ν’ αγαπά, πονάει για τη συγγνώμη | 105 | |
| που ο κόσμος μας δε λέει, για να μην αλλάξει γνώμη. | ||
| Δεν θέλει να πει ψέματα πως πάντα οι άλλοι φταίνε, | ||
| είν’ απ’ αυτούς που προτιμούν να ζοριστούν και κλαίνε, | ||
| όχι μόνο για πάρτη τους και για τον κολλητό τους, | ||
| μα ίσως και για κείνονε που έγινε εχθρός τους. | 110 | |
| Κι αν έτσι τα ‘πα εγώ πιο πριν χύμα και τσουβαλάτα, | ||
| συγγνώμη που μου βγήκανε σφιχτά κι όχι μελάτα. | ||
| Δεν τα κρατάω στην καρδιά κι άλλο δεν με ορίζουν | ||
| και δεν αφήνω στο μυαλό πια να στριφογυρίζουν. | ||
| Λέω γι’ αυτά που χρέωσα σ’ αυτούς που με λυπήσαν | 115 | |
| και που ελπίζω πια εδώ να τα κατανοήσαν. | ||
| Δεν τα ‘πα για να βγω εγώ δικαιωμένη τάχα, | ||
| ξέρω πως στις συγκρούσεις μας δεν φταίει ένας μονάχα. | ||
| Κι ο θύτης την ευθύνη του έχει κι ας την μετρήσει, | ||
| μα και το θύμα θέλησε να το παραχωρήσει | 120 | |
| σ’ εκείνον το δικαίωμα να παίξει αυτόν τον ρόλο. | ||
| Αυτό που μάλλον ήθελα να κάνω όλο κι όλο, | ||
| ήταν στα νέα θύματα ή και στους νέους θύτες | ||
| να δείξω δηλητήριο πως έχουν οι σαΐτες | ||
| που ρίχνουμε έτσι εύκολα, λάγνα, χαριτωμένα | 125 | |
| κι ότι τα τόξα μας κρατούν συνέχεια τεντωμένα | ||
| η εξουσία της τέχνης μας, ο δόλος των ερώτων, | ||
| η πλάνη της γοητείας μας, ο πειρασμός των «πρώτων» | ||
| σε βάθρο που ανεβαίνουνε και καβαλάν καλάμι | ||
| και πώς μέσα σ’ αυτά μπορεί να παν όλα χαράμι. | 130 | |
| Οι πιο καλές προθέσεις μας κι οι πιο προχωρημένες | ||
| ιδέες και εμπνεύσεις μας να φτάσουν προδωμένες | ||
| να θυσιαστούνε τελικά στον άθλιο βωμό μας, | ||
| που έχει τα θεμέλια στον όποιο εγωισμό μας, | ||
| και θέλει εμάς για δυνατούς και καταξιωμένους | 135 | |
| μες απ’ την φαντασίωση πως δήθεν τους καημένους | ||
| που μας λατρεύουν θα τους βρει η πόζα η δικιά μας | ||
| τρόπο για να γευτούν κι αυτοί τα κατορθώματά μας, | ||
| ν’ ανέβουν στα καλάμια μας, να πουν τα ψέματά μας | ||
| και έτσι πια να δοξαστεί πλήρως η αφεντιά μας, | 140 | |
| αφού αυτά που δείξαμε δημιουργήσαν ύφη | ||
| που όποιος τα φοράει σ’ αυτήν τη θέση του χαλίφη | ||
| να αισθάνεται πως βρέθηκε ο μασκαράς ο δόλιος, | ||
| ενώ είναι μόνο έρμαιο και δεν το πιάνει ουδόλως! | ||
| Δεν τα ‘χω με τα πρόσωπα κι αυτά θύματα είναι, | 145 | |
| μα ήθελα ένα μήνυμα να στείλω, σ’ αυτό μείνε: | ||
| Μόνος μπορείς ν’ ακολουθείς τον δρόμο που σ’ αρέσει, | ||
| μ’ αφού μες απ’ την τέχνη σου και άλλους έχεις δέσει, | ||
| πρόσεξε, γιατί αν ψάρεψες «δώρα» απ’ τα σκοτάδια | ||
| κι αν βρήκες μες στον βούρκο σου ταμπέλες και σημάδια, | 150 | |
| αυτό δεν είναι διαδρομή για να τους την προτείνεις, | ||
| εσύ τράβα μονάχος σου και συμβουλές μη δίνεις. | ||
| Μόνοι ας επιλέξουνε, ελεύθεροι ας δούνε, | ||
| αυτόν τον δρόμο που τραβάς αν όντως προτιμούνε. | ||
| Μα ως τότε στους ταλαίπωρους μην αμολάς αγκίστρι | 155 | |
| να σε λατρεύουν σαν Θεό και να φοράν καπίστρι | ||
| τα πειστικά τα λόγια σου, το μπέρδεμα του νου σου | ||
| κι όποια σκουπίδια βρίσκονται στο χάος του κενού σου. | ||
| Αν θες πες τα δημόσια, δεν είν’ εκεί το θέμα, | ||
| η τέχνη είναι ανοιχτή σ’ αλήθεια και σε ψέμα, | 160 | |
| μα όταν την χρησιμοποιείς, για να ‘χεις εξουσία | ||
| και διαχειρίζεσαι μ’ αυτήν την τάση για λατρεία | ||
| που έχουνε οι άνθρωποι, έχεις μεγάλη ευθύνη | ||
| και κοίτα μην μπλεχτούν κι αυτή μες στη δική σου δίνη. | ||
| Γι’ αυτό λοιπόν τα είπα εγώ, για να επισημάνω | 165 | |
| λιγάκι αυτόν τον κίνδυνο και όχι για να κάνω | ||
| δημόσια τον κατήγορο, κι αν έπεσα στο λάθος, | ||
| συγγνώμη που κι εγώ απ’ αυτό δεν γλύτωσα το πάθος. | ||
| Πάντως πιστεύω ακράδαντα πως ο άνθρωπος αλλάζει, | ||
| αν θέλει κι έτσι τίποτα απ’ αυτά δε με ταράζει, | 170 | |
| μια κι είδα χαρισματικούς ανθρώπους μπερδεμένους | ||
| κι απ’ το ίδιο τους το χάρισμα πολύ παγιδευμένους | ||
| να ‘ρχεται η ώρα η καλή που, ελευθερωμένοι | ||
| απ’ την φιλοδοξία τους, να ‘ναι πια φωτισμένοι. | ||
| Και τότε πια να λάμπουνε τα όμορφά τους δώρα, | 175 | |
| αυτό εύχομαι και γι’ αυτούς που τα ‘συρα ως τώρα | ||
| και θα χαρώ να ‘ρθει η στιγμή μια ταπεινή συγγνώμη | ||
| να ‘ρθουν και ν’ ανταλλάξουμε κι εγώ θ’ αλλάξω γνώμη. |















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου