| ΕΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ | |
| | |
Ο γύρος | Γιατί αν το καλοσκεφτείς, ποιός φταίει για την κατάντια, | |
του θανάτου | ποιός φταίει που τα χέρια μας φοράνε μαύρα γάντια | |
| και στραγγαλίζουνε αυτήν την ίδια την Αλήθεια | |
| ή αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στη συνήθεια, | |
| ίσως χωρέσει το μυαλό πως φταίει ο εγωισμός μας, | 5 |
| που τον γεννάει ο θάνατος κι αρχίζει ο πανικός μας. | |
| «Άντε και να προλάβουμε μήπως μας διώξει ο μώλος. | |
| Δεν πάει στ’ αλήθεια να χαθεί ολόκληρος ο στόλος; | |
| Εγώ κοιτάζω πρώτιστα να ‘μαι καλά ο ίδιος | |
| πριν να με βρει ο θάνατος ο αργός ή ο αιφνίδιος. | 10 |
| Εμείς καλά να είμαστε και να γλεντάμε ακόμα». | |
| Πες μου το θες να ‘σαι καλά κι όταν θα μπεις στο χώμα; | |
| Και ζεις σαν μελλοθάνατος και τρέχουνε τα σάλια | |
| για πρόσκαιρη ευτυχία εδώ, γι’ αυτό λες παρακάλια, | |
| και δε σου φτάνει ο καιρός να ‘χεις και στενοχώρια | 15 |
| κι αποφασίζεις να χαρείς δεν έχεις περιθώρια! | |
| Πες μου ποιος σου το έκανε ετούτο το συμβόλαιο | |
| και τρέχεις σαν να σου ‘βαλαν τη λήξη σου εμβόλιο; | |
| Θέλεις να διαδηλώσουμε ενάντια στις κηδείες; | |
| Ή λες ότι τρελάθηκα κι ότι σου λέω βλακείες; | 20 |
| Ε, τότε άσ’ τα όλα αυτά, εσύ ‘σαι επαναστάτης | |
| για άλλα πράγματα, μα πες γιατί σ’ αυτό είσαι χάφτης; | |
| Κι ό,τι κι αν κάνεις τη χρωστάς την ίδια τη ζωή σου, | |
| όχι σ’ αυτά τ’ αφεντικά, μα στον Διαιτητή σου, | |
| που όταν σφυρίξει λήγουνε για πάντα οι αγώνες, | 25 |
| γιατί δεν επαναστατείς που δεν σ’ αφήνει αιώνες; | |
| Αφού αν δεν μας σημάδευε ο Χάρος σαν ιδέα | |
| από την πρώτη τη στιγμή ως και την τελευταία | |
| και δεν το λογαριάζαμε αυτό για ανυπαρξία, | |
| δεν θα πουλούσαμε φτηνά την κάθε μας αξία, | 30 |
| για να επιβιώσουμε και ο εγωισμός μας | |
| ίσως δεν θα ‘χε νόημα, γιατί ο θάνατός μας | |
| δεν θα μας πανικόβαλε να κυνηγάμε εκείνα, | |
| που τώρα είν’ εφήμερα και λάμπουν σαν ακτίνα | |
| χρυσή και πολυπόθητη, που όλοι τη λαχταρούμε | 35 |
| και τρέχουμε στη λάμψη της νομίζοντας πως ζούμε, | |
| όπως νομίζουν και αυτά τα δύστυχα μυγάκια, | |
| όταν κολλάνε πάνω σε ηλεκτρικά λαμπάκια. | |
| Αν ήμασταν αιώνιοι δεν θα ‘χαν καμιά αξία, | |
| γιατί δεν θα μας κόστιζε τίποτα η απουσία | 40 |
| όλων αυτών που εξάρτηση έχουμε τώρα τόση | |
| και μοιάζει αν κάτι λείψει πως μπορεί να μας σκοτώσει. | |
| Έτσι, η αστοχία μας είναι που αυτήν την ύλη | |
| εμείς Θεό την κάνουμε και τρέχουμε σαν σκύλοι, | |
| για να ικανοποιήσουμε μονάχα τη χημεία | 45 |
| και τρέφουμε τον θάνατο με τη φιληδονία. | |
| Αφού στο χώμα θα βρεθούν όλα όσα είναι σάρκα, | |
| δεν λέω πως το περιφρονώ, χώμα έχουν και τα πάρκα, | |
| μα μόνο αυτό δεν είμαστε, είναι και κάτι άλλο, | |
| που λέμε πνεύμα και αυτό το δώρο είναι μεγάλο, | 50 |
| μα είναι και ευθύνη μας γιατί είν’ επιλογή μας, | |
| εφόσον μας δωρίζεται από τον Ποιητή μας, | |
| να είμαστε ελεύθεροι κι αν θέλουμε να ζούμε | |
| με πνεύμα ή με χώμα αν μονάχα αυτό ποθούμε. | |
| Γιατί είν’ το πνεύμα μετοχή σ’ αιώνια ουσία | 55 |
| κι αν αυξηθείς ως προς αυτό, θα ‘χεις ελευθερία | |
| και γεύση αιωνιότητας ακόμα κι από τώρα | |
| που στου θανάτου φαίνεσαι υπόδουλος τη χώρα. | |
| Και βέβαια, το ‘χω ξαναπεί, δεν εννοώ για πνεύμα | |
| εκείνο του εγκεφάλου μας που φτιάχνει κάθε ρεύμα | 60 |
| απόψεων και ιδεών, μορφώσεως ή γνώσης | |
| και δήθεν ευαισθησιών με άπειρες εκπτώσεις. | |
| Πνεύμα είναι να ‘σαι ζωντανός, με φως ερωτευμένος, | |
| και ως προς τις απόψεις σου να είσαι πεθαμένος. | |
| Γι’ αυτό και λέω συνεχώς και δες, αν έχω δίκιο, | 65 |
| ότι αυτός ο εγωισμός δεν δίνει το ενοίκιο | |
| μόνο στα αποκτήματα αυτού εδώ του κόσμου | |
| και στη φιλαργυρία μου, μα έχει σπίτι εντός μου. | |
| Στη σπουδαιότητα του νου, στις υψηλές ιδέες, | |
| στο ποιος είναι σημαντικός με θέσεις πιο σπουδαίες. | 70 |
| Λέω για τον τρίτο δαίμονα που είν’ η φιλοδοξία, | |
| που ως και μετά τον θάνατο ζητάει υστεροφημία. | |
| Τόσο πολύ ο ταλαίπωρος ο άνθρωπος ζητάει | |
| να βρει έναν τρόπο αιώνια να ζει, γι’ αυτό κοιτάει | |
| σ’ αυτό που λέει έργο του να νιώσει μια συνέχεια, | 75 |
| γιατί η ανυπαρξία του, του προκαλεί απέχθεια. | |
| Κι έτσι αφήνει τα ίχνη του ή και τη μυρωδιά του | |
| στη δήθεν σπουδαιότητα που είχαν τα μυαλά του. | |
| Κι ενώ όλα τα κατάλαβε και μας τα είπε ωραία, | |
| δεν είπε πώς γλυτώνουμε απ’ την φρικτή παρέα | 80 |
| που επιμένει ο θάνατος να κάνει στη ζωή μας | |
| κι έτσι τον φόβο έχουμε πάντα συμβουλευτή μας. | |
| Κανείς δεν είν’ ελεύθερος, γι’ αυτό κι η προδοσία | |
| γεννιέται απ’ του εγωισμού τα άγρια θηρία, | |
| που ελεύθερα κυκλοφορούν και είναι λυσσασμένα | 85 |
| κι ο φόβος βρίσκει θύματα που καταδικασμένα | |
| ενδίδουν σ’ όποια πρόταση μας δίνει υποσχέσεις | |
| προσωρινής παράτασης ζωής με προϋποθέσεις. | |
| Κι ένα υψηλό επιτόκιο σε πονηριά και ψέμα | |
| και βέβαια την πληρωμή με του αλλουνού το αίμα, | 90 |
| που γίνεται συνήθεια, ώστε να επιβιώσεις, | |
| «Είν’ “ευγενές” το ένστικτο, γι’ αυτό ενοχές μη νιώσεις!». | |
| Φτιάξε, λοιπόν, στα γρήγορα ασπίδα αναισθησίας, | |
| ζωή είν’ η επιβίωση κι αυτό έχει σημασία! | |
| Πώς να τη βγάλουμε εδώ, γιατί αλλού δεν έχει. | 95 |
| Έτσι, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω!» λέει και τρέχει! | |
| Πατάει και τον διπλανό, περνάει απ’ το πτώμα, | |
| όμως ο θάνατος γοργά τον κυνηγάει ακόμα. | |
| Κι ούτε περνάει απ’ το μυαλό που ‘χει ο κυνηγημένος | |
| ότι δεν είν’ αυτό ζωή κι είναι ήδη πεθαμένος. | 100 |
| Είμαστε ζόμπι μηδενός αθλίου εξαιρουμένου | |
| και ας μην του κακοφανεί του κάθε αθωωμένου, | |
| που νιώθει άνθρωπος καλός και δεν έχει μετάνοια, | |
| γιατί κανένανε αυτός δεν βλάπτει απ’ τα ντιβάνια, | |
| που στρώνεται αμέριμνος, μα ούτε και του άλλου | 105 |
| μην του κακοφανεί κι αυτού του ψεύτη του μεγάλου, | |
| που διαφημίζει την καλή κι άγια του ευαισθησία, | |
| γιατί βγήκε και έκανε κάποια διαμαρτυρία. | |
| Όποιος αισθάνεται σωστός κατηγορώντας άλλους | |
| και φτιάχνει ιδεολογισμούς σπουδαίους και μεγάλους | 110 |
| και το ξεχνάει πως όλοι μας είμαστε μόνο ζόμπι | |
| και δεν μετανοεί γι’ αυτό, μα οργανώνει λόμπι, | |
| ας πει μες στον καθρέφτη του κοιτάζοντας τον ψεύτη: | |
| «Γιατί έκρυψες το Αληθινό το Πρόσωπο, βρε κλέφτη;». | |
| | |
Ζόμπι | Και λέω «ζόμπι» και συχνά θα δεις να τ’ αναφέρω | 115 |
| μήπως τυχόν κι εξηγηθώ κι έτσι το καταφέρω | |
| χωρίς ποτέ να εξαιρώ βεβαίως τον εαυτό μου | |
| να πω σε κάθε έναν σας που λέω συνάνθρωπό μου | |
| πως ό,τι εννοούμε εμείς οι άνθρωποι γι’ αγάπη | |
| αν δεν περνάει απ’ τον ουρανό είναι απλώς μια απάτη. | 120 |
| Δεν έχει αυταπάρνηση και πάντοτε προσμένει | |
| κάτι να επιστρέψουνε πίσω οι «αγαπημένοι». | |
| Ακόμα κι η γονεϊκή η άδολη αγάπη | |
| κι αυτή στην καταξίωση στραμμένο έχει το μάτι. | |
| Στο τέλος δεν νοιαζόμαστε παρά μονάχα για ένα | 125 |
| να σώσουμε την πάρτη μας, ίσως και τον καθένα | |
| απ’ όσους εννοούμε εμείς ως πρόσωπα δικά μας | |
| και πάντα βρίσκονται σ’ αυτό κάποια συμφέροντά μας, | |
| που εμείς τα λέμε αισθήματα και τόση ευαισθησία | |
| μας πιάνει, ώστε νομίζουμε πως έχουνε αξία | 130 |
| μέγιστη και αληθινή, μα κοίτα από πίσω | |
| ποτέ σου για έναν άσχετο δεν είπες θα αφήσω | |
| εγώ την καλοπέραση ή τα προβλήματά μου | |
| να τρέξω, για να του σταθώ ή αυτά τα δάκρυά μου | |
| θ’ αφήσω να κυλήσουνε για κάποιον που δεν ξέρω, | 135 |
| γιατί έμαθα ότι πονά και νιώθω να υποφέρω. | |
| Γι’ αυτό αγάπη δεν χωράς άμα κενός δεν είσαι | |
| από τον εαυτούλη σου κι αν κάτι δεν στερείσαι | |
| απ’ όσα σε γεμίζουνε και τόσο σε χορταίνουν | |
| κι απ’ όσα την καρδούλα σου συνέχεια την χοντραίνουν. | 140 |
| Η Αγάπη είν’ έτσι τρελή και δεν κοιτάει συγγένεια | |
| ούτε φιλίες προσκυνά ούτε ευλογεί τα γένια | |
| του καθενός που υπόσχεται να μας ανταποδώσει | |
| ούτε κοιτάει κανένανε ποτέ να τον χρεώσει | |
| με κάποιον τρόπο απ’ τους πολλούς που όλοι κατ’ ουσία, | 145 |
| αν το σκεφτείς, γυρεύουμε να βρούμε στη φιλία, | |
| στον έρωτα και τελικά σε όλες μας τις σχέσεις, | |
| γι’ αυτό κι είμαστε υπόλογοι και δίνουμε υποσχέσεις. | |
| Γιατί σε κάθε σχέση μας δούναι – λαβείν ζητάμε | |
| και επενδύσεις κάνουμε, χρωστάμε ή μας χρωστάνε. | 150 |
| Κι αυτό το ονομάζουμε αγάπη και θυσία, | |
| ενώ είναι σκέτο εμπόριο κι αιμοδοσοληψία. | |
| Κι αφού η κουβέντα το ‘φερε και για διαλειμματάκι, | |
| θα σου χαρίσω τώρα εδώ ένα παλιό στιχάκι | |
| από αυτά που έγραφα μέσα στην νάρκωσή μου, | 155 |
| όταν αχνά ερχότανε και μίλαγε η ψυχή μου, | |
| που ένιωθα πως μου ‘γνεφε από μακριά σαν ξένη. | |
| Κοίταζα στον καθρέφτη μου και του ‘λεγα θλιμμένη: | |
| «- Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου, ποιά είμαι αλήθεια; | |
| Αυτή που μέσα σου κοιτώ ή εκείνη μες στα στήθια; | 160 |
| Ποιά μάτια θα αντέξουνε το βάρος του ονείρου; | |
| Και ποιά θα ρίξουν βλέμματα στις άκριες του απείρου; | |
| Ποια χείλη θα κρατήσουνε χορό με τη σιωπή μου; | |
| Ποιά θα σιγομιλήσουνε σαν καίγεται η ψυχή μου; | |
| - Το μέσα έξω γίνεται, το είδωλο σαλεύει, | 165 |
| όταν τα φύλλα της καρδιάς η Αγάπη κυριεύει!» | |
| Έψαξα το λοιπόν κι εγώ να μάθω, να εννοήσω, | |
| τι να σημαίνει Αγάπη και να την αναζητήσω | |
| και κάποτε κατάλαβα η Αγάπη πως πηγαίνει | |
| σ’ όποιον μες στους καθρέφτες του άλλο δεν την προσμένει | 170 |
| και σβήνει πια τα είδωλα που ‘λεγε πρόσωπό του, | |
| γιατί είν’ εκείνη πρόσωπο και όχι το δικό του. | |
| Και τα χαρακτηριστικά που εκείνη τη διακρίνουν | |
| είναι στο νου ασύλληπτα και το εγώ μας σβήνουν. | |
| Γι’ αυτό απ’ το στιχάκι μου εκείνο το παλιό μου, | 175 |
| λέω να περάσω τώρα στο βασανιστήριό μου! | |
| Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, και ας τ’ ομολογούμε | |
| έχουμε το μικρόβιο που λέει να παραβγούμε, | |
| στο ποιός είν’ ο καλύτερος, στο ποιός είναι ο πρώτος, | |
| κι ενώ το θέλουμε πολύ να βγούμε από το σκότος, | 180 |
| δεν μας πονάει αληθινά για την ολότητά μας, | |
| μας νοιάζει για την πάρτη μας και την κοινότητά μας. | |
| Γι’ αυτό σου λέω πού πάνε αυτά, πού πάνε τα πρωτεία, | |
| πού ‘ναι να κλαις και να γελάς, αν στα νεκροταφεία | |
| δεις και εκεί την τάση μας κι εκείνη τη μανία | 185 |
| να λέμε πως διαφέρουμε, γιατί άλλη κηδεία | |
| μπορεί και κάνει ο πλούσιος και άλλη ο φευγάτος | |
| που ‘χει ωραίο μάρμαρο κι είν’ ο σταυρός στυλάτος! | |
| | |
Το μαγαζί μας | Εν τέλει, αν το ξαναδείς, δεν φταίει ο θάνατός μας | |
και το χαράτσι | που είμαστε εντελώς φθαρτοί, μα φταίει που εντός μας | 190 |
| ζει ένας εαυτο-κράτορας, κρατάει τον εαυτό μας, | |
| που λέγεται εγωισμός και θρέφει το θεριό μας, | |
| που όσο το ταΐζει αυτός, τόσο αυτό θεριεύει, | |
| κι ό,τι είναι αληθινή ζωή μέσα μας το φονεύει. | |
| Αυτό γουστάρει πλαστικά, αυτό μας θέλει ψεύτες, | 195 |
| αυτό μας φέρνει πανικό, αυτό μας κάνει κλέφτες, | |
| τον κάθε έναν από μας και όχι κάποιον άλλο, | |
| εμάς που υποφέρουμε και δημιουργούμε σάλο | |
| και φτιάχνουμε πολιτικές και στήνουμε σημαίες | |
| και δεδομένα απ’ την αρχή κι υψώνουμε κεραίες, | 200 |
| μα στην υπηρεσία του την ζούμε την ζωή μας | |
| κι έχει τα ίδια υλικά αυτό το μαγαζί μας, | |
| μ’ εκείνο του συστήματος που τόσο μας τη δίνει | |
| κι όλη σ’ αυτό τη ρίχνουμε την μαύρη την ευθύνη. | |
| Μα αν το κλείσουμε εμείς αυτό το μαγαζάκι | 205 |
| και δούνε οι πελάτες μας κι ο εισπράκτορας χαρτάκι | |
| να λέει: «Δεν πουλάμε πια, ούτε και σας χρωστάμε», | |
| τότε στ’ αλήθεια, φίλοι μου, την κάναμε και πάμε! | |
| Ας ζούμε στην Ομόνοια, ας ζούμε στο Γαλάτσι, | |
| εμείς δεν θα πληρώνουμε ετούτο το χαράτσι. | 210 |
| Αν το «κεφάλι» μόνος σου το «κόψεις» με λεπίδα, | |
| δεν βρίσκουν άλλο εκτός και αν Λερναία είσαι Ύδρα! | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου