Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

7. ΕΥΑΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

ΕΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο γύροςΓιατί αν το καλοσκεφτείς, ποιός φταίει για την κατάντια,
του θανάτουποιός φταίει που τα χέρια μας φοράνε μαύρα γάντια
και στραγγαλίζουνε αυτήν την ίδια την Αλήθεια
ή αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στη συνήθεια,
ίσως χωρέσει το μυαλό πως φταίει ο εγωισμός μας,5
που τον γεννάει ο θάνατος κι αρχίζει ο πανικός μας.
«Άντε και να προλάβουμε μήπως μας διώξει ο μώλος.
Δεν πάει στ’ αλήθεια να χαθεί ολόκληρος ο στόλος;
Εγώ κοιτάζω πρώτιστα να ‘μαι καλά ο ίδιος
πριν να με βρει ο θάνατος ο αργός ή ο αιφνίδιος.10
Εμείς καλά να είμαστε και να γλεντάμε ακόμα».
Πες μου το θες να ‘σαι καλά κι όταν θα μπεις στο χώμα;
Και ζεις σαν μελλοθάνατος και τρέχουνε τα σάλια
για πρόσκαιρη ευτυχία εδώ, γι’ αυτό λες παρακάλια,
και δε σου φτάνει ο καιρός να ‘χεις και στενοχώρια15
κι αποφασίζεις να χαρείς δεν έχεις περιθώρια!
Πες μου ποιος σου το έκανε ετούτο το συμβόλαιο
και τρέχεις σαν να σου ‘βαλαν τη λήξη σου εμβόλιο;
Θέλεις να διαδηλώσουμε ενάντια στις κηδείες;
Ή λες ότι τρελάθηκα κι ότι σου λέω βλακείες;20
Ε, τότε άσ’ τα όλα αυτά, εσύ ‘σαι επαναστάτης
για άλλα πράγματα, μα πες γιατί σ’ αυτό είσαι χάφτης;
Κι ό,τι κι αν κάνεις τη χρωστάς την ίδια τη ζωή σου,
όχι σ’ αυτά τ’ αφεντικά, μα στον Διαιτητή σου,
που όταν σφυρίξει λήγουνε για πάντα οι αγώνες,25
γιατί δεν επαναστατείς που δεν σ’ αφήνει αιώνες;
Αφού αν δεν μας σημάδευε ο Χάρος σαν ιδέα
από την πρώτη τη στιγμή ως και την τελευταία
και δεν το λογαριάζαμε αυτό για ανυπαρξία,
δεν θα πουλούσαμε φτηνά την κάθε μας αξία,30
για να επιβιώσουμε και ο εγωισμός μας
ίσως δεν θα ‘χε νόημα, γιατί ο θάνατός μας
δεν θα μας πανικόβαλε να κυνηγάμε εκείνα,
που τώρα είν’ εφήμερα και λάμπουν σαν ακτίνα
χρυσή και πολυπόθητη, που όλοι τη λαχταρούμε35
και τρέχουμε στη λάμψη της νομίζοντας πως ζούμε,
όπως νομίζουν και αυτά τα δύστυχα μυγάκια,
όταν κολλάνε πάνω σε ηλεκτρικά λαμπάκια.
Αν ήμασταν αιώνιοι δεν θα ‘χαν καμιά αξία,
γιατί δεν θα μας κόστιζε τίποτα η απουσία40
όλων αυτών που εξάρτηση έχουμε τώρα τόση
και μοιάζει αν κάτι λείψει πως μπορεί να μας σκοτώσει.
Έτσι, η αστοχία μας είναι που αυτήν την ύλη
εμείς Θεό την κάνουμε και τρέχουμε σαν σκύλοι,
για να ικανοποιήσουμε μονάχα τη χημεία45
και τρέφουμε τον θάνατο με τη φιληδονία.
Αφού στο χώμα θα βρεθούν όλα όσα είναι σάρκα,
δεν λέω πως το περιφρονώ, χώμα έχουν και τα πάρκα,
μα μόνο αυτό δεν είμαστε, είναι και κάτι άλλο,
που λέμε πνεύμα και αυτό το δώρο είναι μεγάλο,50
μα είναι και ευθύνη μας γιατί είν’ επιλογή μας,
εφόσον μας δωρίζεται από τον Ποιητή μας,
να είμαστε ελεύθεροι κι αν θέλουμε να ζούμε
με πνεύμα ή με χώμα αν μονάχα αυτό ποθούμε.
Γιατί είν’ το πνεύμα μετοχή σ’ αιώνια ουσία55
κι αν αυξηθείς ως προς αυτό, θα ‘χεις ελευθερία
και γεύση αιωνιότητας ακόμα κι από τώρα
που στου θανάτου φαίνεσαι υπόδουλος τη χώρα.
Και βέβαια, το ‘χω ξαναπεί, δεν εννοώ για πνεύμα
εκείνο του εγκεφάλου μας που φτιάχνει κάθε ρεύμα60
απόψεων και ιδεών, μορφώσεως ή γνώσης
και δήθεν ευαισθησιών με άπειρες εκπτώσεις.
Πνεύμα είναι να ‘σαι ζωντανός, με φως ερωτευμένος,
και ως προς τις απόψεις σου να είσαι πεθαμένος.
Γι’ αυτό και λέω συνεχώς και δες, αν έχω δίκιο,65
ότι αυτός ο εγωισμός δεν δίνει το ενοίκιο
μόνο στα αποκτήματα αυτού εδώ του κόσμου
και στη φιλαργυρία μου, μα έχει σπίτι εντός μου.
Στη σπουδαιότητα του νου, στις υψηλές ιδέες,
στο ποιος είναι σημαντικός με θέσεις πιο σπουδαίες.70
Λέω για τον τρίτο δαίμονα που είν’ η φιλοδοξία,
που ως και μετά τον θάνατο ζητάει υστεροφημία.
Τόσο πολύ ο ταλαίπωρος ο άνθρωπος ζητάει
να βρει έναν τρόπο αιώνια να ζει, γι’ αυτό κοιτάει
σ’ αυτό που λέει έργο του να νιώσει μια συνέχεια,75
γιατί η ανυπαρξία του, του προκαλεί απέχθεια.
Κι έτσι αφήνει τα ίχνη του ή και τη μυρωδιά του
στη δήθεν σπουδαιότητα που είχαν τα μυαλά του.
Κι ενώ όλα τα κατάλαβε και μας τα είπε ωραία,
δεν είπε πώς γλυτώνουμε απ’ την φρικτή παρέα80
που επιμένει ο θάνατος να κάνει στη ζωή μας
κι έτσι τον φόβο έχουμε πάντα συμβουλευτή μας.
Κανείς δεν είν’ ελεύθερος, γι’ αυτό κι η προδοσία
γεννιέται απ’ του εγωισμού τα άγρια θηρία,
που ελεύθερα κυκλοφορούν και είναι λυσσασμένα85
κι ο φόβος βρίσκει θύματα που καταδικασμένα
ενδίδουν σ’ όποια πρόταση μας δίνει υποσχέσεις
προσωρινής παράτασης ζωής με προϋποθέσεις.
Κι ένα υψηλό επιτόκιο σε πονηριά και ψέμα
και βέβαια την πληρωμή με του αλλουνού το αίμα,90
που γίνεται συνήθεια, ώστε να επιβιώσεις,
«Είν’ “ευγενές” το ένστικτο, γι’ αυτό ενοχές μη νιώσεις!».
Φτιάξε, λοιπόν, στα γρήγορα ασπίδα αναισθησίας,
ζωή είν’ η επιβίωση κι αυτό έχει σημασία!
Πώς να τη βγάλουμε εδώ, γιατί αλλού δεν έχει.95
Έτσι, «ο σώζων εαυτόν σωθήτω!» λέει και τρέχει!
Πατάει και τον διπλανό, περνάει απ’ το πτώμα,
όμως ο θάνατος γοργά τον κυνηγάει ακόμα.
Κι ούτε περνάει απ’ το μυαλό που ‘χει ο κυνηγημένος
ότι δεν είν’ αυτό ζωή κι είναι ήδη πεθαμένος.100
Είμαστε ζόμπι μηδενός αθλίου εξαιρουμένου
και ας μην του κακοφανεί του κάθε αθωωμένου,
που νιώθει άνθρωπος καλός και δεν έχει μετάνοια,
γιατί κανένανε αυτός δεν βλάπτει απ’ τα ντιβάνια,
που στρώνεται αμέριμνος, μα ούτε και του άλλου105
μην του κακοφανεί κι αυτού του ψεύτη του μεγάλου,
που διαφημίζει την καλή κι άγια του ευαισθησία,
γιατί βγήκε και έκανε κάποια διαμαρτυρία.
Όποιος αισθάνεται σωστός κατηγορώντας άλλους
και φτιάχνει ιδεολογισμούς σπουδαίους και μεγάλους110
και το ξεχνάει πως όλοι μας είμαστε μόνο ζόμπι
και δεν μετανοεί γι’ αυτό, μα οργανώνει λόμπι,
ας πει μες στον καθρέφτη του κοιτάζοντας τον ψεύτη:
«Γιατί έκρυψες το Αληθινό το Πρόσωπο, βρε κλέφτη;».
ΖόμπιΚαι λέω «ζόμπι» και συχνά θα δεις να τ’ αναφέρω115
μήπως τυχόν κι εξηγηθώ κι έτσι το καταφέρω
χωρίς ποτέ να εξαιρώ βεβαίως τον εαυτό μου
να πω σε κάθε έναν σας που λέω συνάνθρωπό μου
πως ό,τι εννοούμε εμείς οι άνθρωποι γι’ αγάπη
αν δεν περνάει απ’ τον ουρανό είναι απλώς μια απάτη.120
Δεν έχει αυταπάρνηση και πάντοτε προσμένει
κάτι να επιστρέψουνε πίσω οι «αγαπημένοι».
Ακόμα κι η γονεϊκή η άδολη αγάπη
κι αυτή στην καταξίωση στραμμένο έχει το μάτι.
Στο τέλος δεν νοιαζόμαστε παρά μονάχα για ένα125
να σώσουμε την πάρτη μας, ίσως και τον καθένα
απ’ όσους εννοούμε εμείς ως πρόσωπα δικά μας
και πάντα βρίσκονται σ’ αυτό κάποια συμφέροντά μας,
που εμείς τα λέμε αισθήματα και τόση ευαισθησία
μας πιάνει, ώστε νομίζουμε πως έχουνε αξία130
μέγιστη και αληθινή, μα κοίτα από πίσω
ποτέ σου για έναν άσχετο δεν είπες θα αφήσω
εγώ την καλοπέραση ή τα προβλήματά μου
να τρέξω, για να του σταθώ ή αυτά τα δάκρυά μου
θ’ αφήσω να κυλήσουνε για κάποιον που δεν ξέρω,135
γιατί έμαθα ότι πονά και νιώθω να υποφέρω.
Γι’ αυτό αγάπη δεν χωράς άμα κενός δεν είσαι
από τον εαυτούλη σου κι αν κάτι δεν στερείσαι
απ’ όσα σε γεμίζουνε και τόσο σε χορταίνουν
κι απ’ όσα την καρδούλα σου συνέχεια την χοντραίνουν.140
Η Αγάπη είν’ έτσι τρελή και δεν κοιτάει συγγένεια
ούτε φιλίες προσκυνά ούτε ευλογεί τα γένια
του καθενός που υπόσχεται να μας ανταποδώσει
ούτε κοιτάει κανένανε ποτέ να τον χρεώσει
με κάποιον τρόπο απ’ τους πολλούς που όλοι κατ’ ουσία,145
αν το σκεφτείς, γυρεύουμε να βρούμε στη φιλία,
στον έρωτα και τελικά σε όλες μας τις σχέσεις,
γι’ αυτό κι είμαστε υπόλογοι και δίνουμε υποσχέσεις.
Γιατί σε κάθε σχέση μας δούναι – λαβείν ζητάμε
και επενδύσεις κάνουμε, χρωστάμε ή μας χρωστάνε.150
Κι αυτό το ονομάζουμε αγάπη και θυσία,
ενώ είναι σκέτο εμπόριο κι αιμοδοσοληψία.
Κι αφού η κουβέντα το ‘φερε και για διαλειμματάκι,
θα σου χαρίσω τώρα εδώ ένα παλιό στιχάκι
από αυτά που έγραφα μέσα στην νάρκωσή μου,155
όταν αχνά ερχότανε και μίλαγε η ψυχή μου,
που ένιωθα πως μου ‘γνεφε από μακριά σαν ξένη.
Κοίταζα στον καθρέφτη μου και του ‘λεγα θλιμμένη:
«- Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου, ποιά είμαι αλήθεια;
Αυτή που μέσα σου κοιτώ ή εκείνη μες στα στήθια;160
Ποιά μάτια θα αντέξουνε το βάρος του ονείρου;
Και ποιά θα ρίξουν βλέμματα στις άκριες του απείρου;
Ποια χείλη θα κρατήσουνε χορό με τη σιωπή μου;
Ποιά θα σιγομιλήσουνε σαν καίγεται η ψυχή μου;
- Το μέσα έξω γίνεται, το είδωλο σαλεύει,165
όταν τα φύλλα της καρδιάς η Αγάπη κυριεύει!»
Έψαξα το λοιπόν κι εγώ να μάθω, να εννοήσω,
τι να σημαίνει Αγάπη και να την αναζητήσω
και κάποτε κατάλαβα η Αγάπη πως πηγαίνει
σ’ όποιον μες στους καθρέφτες του άλλο δεν την προσμένει170
και σβήνει πια τα είδωλα που ‘λεγε πρόσωπό του,
γιατί είν’ εκείνη πρόσωπο και όχι το δικό του.
Και τα χαρακτηριστικά που εκείνη τη διακρίνουν
είναι στο νου ασύλληπτα και το εγώ μας σβήνουν.
Γι’ αυτό απ’ το στιχάκι μου εκείνο το παλιό μου,175
λέω να περάσω τώρα στο βασανιστήριό μου!
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, και ας τ’ ομολογούμε
έχουμε το μικρόβιο που λέει να παραβγούμε,
στο ποιός είν’ ο καλύτερος, στο ποιός είναι ο πρώτος,
κι ενώ το θέλουμε πολύ να βγούμε από το σκότος,180
δεν μας πονάει αληθινά για την ολότητά μας,
μας νοιάζει για την πάρτη μας και την κοινότητά μας.
Γι’ αυτό σου λέω πού πάνε αυτά, πού πάνε τα πρωτεία,
πού ‘ναι να κλαις και να γελάς, αν στα νεκροταφεία
δεις και εκεί την τάση μας κι εκείνη τη μανία185
να λέμε πως διαφέρουμε, γιατί άλλη κηδεία
μπορεί και κάνει ο πλούσιος και άλλη ο φευγάτος
που ‘χει ωραίο μάρμαρο κι είν’ ο σταυρός στυλάτος!
Το μαγαζί μαςΕν τέλει, αν το ξαναδείς, δεν φταίει ο θάνατός μας
και το χαράτσιπου είμαστε εντελώς φθαρτοί, μα φταίει που εντός μας190
ζει ένας εαυτο-κράτορας, κρατάει τον εαυτό μας,
που λέγεται εγωισμός και θρέφει το θεριό μας,
που όσο το ταΐζει αυτός, τόσο αυτό θεριεύει,
κι ό,τι είναι αληθινή ζωή μέσα μας το φονεύει.
Αυτό γουστάρει πλαστικά, αυτό μας θέλει ψεύτες,195
αυτό μας φέρνει πανικό, αυτό μας κάνει κλέφτες,
τον κάθε έναν από μας και όχι κάποιον άλλο,
εμάς που υποφέρουμε και δημιουργούμε σάλο
και φτιάχνουμε πολιτικές και στήνουμε σημαίες
και δεδομένα απ’ την αρχή κι υψώνουμε κεραίες,200
μα στην υπηρεσία του την ζούμε την ζωή μας
κι έχει τα ίδια υλικά αυτό το μαγαζί μας,
μ’ εκείνο του συστήματος που τόσο μας τη δίνει
κι όλη σ’ αυτό τη ρίχνουμε την μαύρη την ευθύνη.
Μα αν το κλείσουμε εμείς αυτό το μαγαζάκι205
και δούνε οι πελάτες μας κι ο εισπράκτορας χαρτάκι
να λέει: «Δεν πουλάμε πια, ούτε και σας χρωστάμε»,
τότε στ’ αλήθεια, φίλοι μου, την κάναμε και πάμε!
Ας ζούμε στην Ομόνοια, ας ζούμε στο Γαλάτσι,
εμείς δεν θα πληρώνουμε ετούτο το χαράτσι.210
Αν το «κεφάλι» μόνος σου το «κόψεις» με λεπίδα,
δεν βρίσκουν άλλο εκτός και αν Λερναία είσαι Ύδρα!

~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~

«ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ! ΗΓΓΙΚΕ ΓΑΡ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ…»
Σαν παραμύθιΈτσι είναι, φίλε μου καλέ, γι’ αυτό και σου το λέω,
φαίνεταιδεν ζήτησα εσύ να πεις σε μένα το «εγώ φταίω»
ούτε με κόλπων τεχνικές ζητώ να σε στριμώξω
μήπως τυχόν στο μέρος μου το σκορ το μεγαλώσω.
Δεν είναι πως τα λέω αυτά γιατί είναι άποψή μου,5
συγγνώμη αν σε πόνεσα, μα το 'χα στην ψυχή μου
έγνοια μεγάλη και καημό μήπως και καταλάβεις
ότι η ευθύνη είναι μια κι ίσως να το προλάβεις,
αυτό που έλεγε κάποτε ο Άγιος Ιωάννης,
κι όλοι βουτούσαν στο νερό που είχε ο Ιορδάνης.10
Γι’ αυτό φώναζε ο Πρόδρομος: «Παιδιά, μετανοείτε!
Γιατί πια έφτασε ο καιρός στην Βασιλεία να μπείτε.
Σας λέω έρχεται Αυτός που τα κλειδιά κρατάει,
γιατί είναι αληθινά ο Χριστός αυτός που κυβερνάει!».
Βουλής Μεγάλης Άγγελος πετά κι είναι κοντά μας15
κι ίσως το μόνο που ζητά είν’ η μετάνοιά μας
που πάει να πει στροφή του νου και αλλαγή μεγάλη,
γιατί ό,τι ως τώρα είμαστε είν’ ένα σκέτο χάλι…
Όχι να μετανιώσουμε, γι’ αυτά μόνο που φταίμε,
μα να μας πιάσει ο πόνος μας κι ας φτάσουμε να κλαίμε,20
που ακόμα δεν γινήκαμε με την Αγάπη ένα,
ενώ έχει εκείνη πρόσωπο να δώσει στον καθένα.
Σαν παραμύθι φαίνεται το «Δυο χιλιάδες έξι»
να λέμε για Βασίλεια, ο κόσμος έχει τρέξει.
«Ποιός Βασιλέας, ποιός Υιός, αυτά είν’ ξεπερασμένα,25
τόσοι αιώνες πέρασαν και φαίνονται σαν ψέμα.
Πού είναι η Βασιλεία αυτή που ‘λεγε ο Ιωάννης,
κι αφού από τότε ερχότανε, πού ‘ν’ τη; Γιατί δεν φτάνει;
Είδες κανέναν Βασιλιά; Και Κείνον τον σταυρώσαν
κι αυτόν που τα ‘λεγε αυτά την κεφαλή του κόψαν.30
Και από τότε πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια
κι ακόμα περιμένουμε να ‘ρθουνε τα αιώνια!».
Άκουσε, φιλαράκι μου, κοίταξε, κολλητέ μου,
αυτά που λέω κι εγώ εδώ δεν τα ‘χα δει ποτέ μου,
ίσως γιατί δεν τα ‘ψαξα και ήμουν βολεμένος,35
ίσως γιατί ήμουν έξυπνος και ενημερωμένος
με όσα ο φτωχός μου νους μπορούσε να συλλάβει
και μ’ όσα τον βολεύανε τότε να καταλάβει
ή και γιατί τα λέγανε αυτοί μ’ άχαρο τρόπο
παπάδες, κατηχητικά κι όσοι ήτανε στο κόλπο,40
«πατρίς, θρησκεία, βασιλιάς» και συντηρητικούρα.
Πού να βρω ο αντιδραστικός εγώ σ’ αυτά καψούρα;
Εγώ ήθελα τα αίματα κάποιος να μου ανάψει
κι έφτασα ως την κόλαση, μα ευτυχώς εντάξει!
Τώρα συνήλθα και θαρρώ στο βούρκο πως δεν είμαι.45
Με τράβηξε απ’ τα μαλλιά η Αγάπη Του σαν είδε,
πως τρέχανε τα δάκρυα και ζήταγα συγγνώμη,
είδα ποιός είναι ο Χριστός και δεν αλλάζω γνώμη.
Παρότι ήταν εμπόδιο κι ίσως να είν’ ακόμα
που έφτασε η εκκλησία μας να μοιάζει μ’ ένα κόμμα50
σαν τα πολιτικά αυτά που μόνο ανατριχίλα
σου φέρνει η εικόνα τους κι η τόση κατρακύλα,
όπως στα είπα στην αρχή, μα πια σ’ αυτά δε μένω,
ας κάνουν ό,τι θέλουνε εγώ θα επιμένω
μες στα ερείπια, σε καπνούς, χαλάσματα, σοβάδες55
να μην κοιτώ τι κάνουνε οι πιο πολλοί παπάδες
και θα κοιτώ το θησαυρό να βρω κι έτσι θα σκάβω
μέσα μου, μα κι απ’ έξω μου και τρέχω να προλάβω.
Κι ενώ παλιά ανατρίχιαζα ν’ ανοίξω τα βιβλία,
στο τέλος την ξεπέρασα αυτήν την αλλεργία,60
που ‘χα στην συντηρητική επίσημη εκκλησία,
και να διακρίνω άρχισα το ψέμα απ’ την ουσία.
Βέβαια, είχα και εγώ μες στον εγκέφαλό μου
τυρόπιτα που σφήνωνε απ’ τον εγωισμό μου
κι ήθελα μόνο ό,τι έβλεπα εγώ σωστό να κρίνω65
κι αυτό το άγριο πάθος μου δεν ήθελα να σβήνω.
Μα άρχισε σιγά-σιγά η Αλήθεια να φωτίζει
γιατί εκείνον που διψά αμέσως τον ποτίζει.
Γι’ αυτό σου λέω άνοιξε τα ιερά βιβλία
κι ας μην αντέχεις τον θεσμό που λέγεται εκκλησία.70
Μιλάω για την Αγία Γραφή και των Αγίων τους βίους
και για Πατέρων φωτεινών τους λόγους τους αγίους.
Μα θέλει διάκριση κι εδώ, έχει πολλά το ράφι.
Πρόσεξε να μην μπερδευτείς με κανενός σινάφι,
από αυτά που βρίσκουνε και λένε ό,τι να ‘ναι,75
σε πρήζουν στην κατήχηση και λάθος σ’ οδηγάνε.
Διάβασε άγιο Μάξιμο, τον άγιο Σιλουανό μας,
αν θέλεις τον Χρυσόστομο, τον άγιο Συμεών μας,
Παΐσιο, Πορφύριο, άγιο Ισαάκ τον Σύρο,
μα αν δεν μπορείς άσ' τα κι αυτά και κράτα το βιβλίο,80
που είναι ο Λόγος του Χριστού και μίλα Του ευθέως,
σαν να ‘ναι φίλος σου στενός, με αγάπη και με δέος.
Ζήτησε απ’ την αγάπη Του να έρθει και σε σένα,
να γίνεις όμοιος μ’ αυτήν, να φύγεις απ’ το ψέμα.
Κι αν δεν λάβεις απάντηση ή εμένα να με φτύσεις85
ή να ζητάς μετάνοια λίγο να καθαρίσεις…
Στην άκρη άσε το λοιπόν αυτήν την αλλεργία.
Πάνε αυτά, περάσανε, άλλα έχουν σημασία.
Να μην τα ξαναπώ εδώ, σε κάποια δίκιο έχεις,
μα έλα που δεν κατάλαβες κι ακόμα δεν κατέχεις,90
πως άλλο η πολιτική που έχει η εκκλησία
κι άλλο ο Λόγος του Χριστού που είναι κι η ουσία.
Η ουράνιαΑυτό λοιπόν που ονόμασε Ουράνια Βασιλεία
χώραέρχεται πρώτα στην καρδιά και μοιάζει συν-ουσία,
που νιώθει η ανθρώπινη ψυχή μ’ Αυτό που έρχεται εντός μας,95
το Πνεύμα του Δημιουργού που στέλνει ο Χριστός μας,
αφότου Αναλήφθηκε και είπε: «Θα ζητήσω
να στείλει ο Πατέρας μου και θα εγκαταστήσω
μέσα σας τον Παράκλητο που είναι το άγιο Πνεύμα».
Και το ‘κανε αληθινά και πήραν τότε ρεύμα100
οι Απόστολοι σαν φώτισε ο νους και τα ‘δαν όλα,
γιατί είχανε πια μέσα τους τη Χάρη πάνω απ’ όλα.
Στέμματα αυτοί δεν φόρεσαν, πρίγκηπες δεν γινήκαν,
μα από τότε πάραυτα στην Βασιλεία μπήκαν.
Κι άλλοι πολλοί σαν και αυτούς γινήκανε δοχεία105
λαμπρά του αγίου Πνεύματος κι είδαν τη Βασιλεία.
Μη σε μπερδεύει η λέξη αυτή, εσύ πες πανηγύρι,
αν σε πειράζει τόσο πια που ξύνεσαι απ’ τη γύρη.
Αυτή χρησιμοποιήθηκε, γιατί τα χρόνια εκείνα
υπήρχανε Βασίλεια και το ‘χανε ρουτίνα.110
Αν κι έχει βάση σοβαρή και δεν είναι τυχαία,
γιατί είτε το θέλουμε είτε όχι Βασιλέα
Τον ένιωσαν όσοι είδανε και το ‘χαν καταλάβει
ότι Αυτός είν’ Βασιλιάς κι εμείς απλώς οι σκλάβοι,
που πήρε το πειρατικό, το μαύρο το καράβι115
του δύσμοιρου αντίπαλου Του που έπαθε τη βλάβη,
εκείνη του εγωισμού και της υπερηφάνιας
και είναι συνυπεύθυνος στη μοίρα της ορφάνιας,
που ‘χουν τα πριγκηπόπουλα μακρυά απ’ το Βασίλειο,
αφού πιστέψανε αυτόν που πλάτη έχει στον Ήλιο.120
Έτσι κι αλλιώς οι όροι αυτοί που εμείς χρησιμοποιούμε,
είναι επειδή είμαστε τυφλοί, και έτσι τους αντλούμε
μες απ’ τους κώδικες αυτούς της συνεννόησής μας.
Να περιγράψεις τον Θεό δεν είν’ της διάστασής μας
δοσμένη δυνατότητα, γι’ αυτό μόνο με μύθους125
λέμε τ’ ακατανόητο στη γλώσσα αυτή του πλήθους.
Λοιπόν, παρόλο που αυτοί πρωτύτερα που σου ‘πα,
οι Άγιοι κι οι Απόστολοι «πέσανε μες στη σούπα»
– είχανε δηλαδή απ’ το Φως που ‘ν’ του Θεού το Πνεύμα
πολύ μεγάλη παροχή και συνεχές το ρεύμα –130
ακόμα περιμένουμε να έρθει εκείνη η ώρα,
μπορεί να ‘ναι και σύντομα, γι’ αυτό σου λέω προχώρα,
που θα ‘ρθει ο Ερχόμενος, μα όχι ως μέχρι τώρα,
που μόνο μέσα στην καρδιά έφεγγε η ουράνια Χώρα,
μα φανερά απ’ Ανατολή θα φαίνεται ως Δύση135
κι η Βασιλεία τις πύλες της τότε θα τις ανοίξει.
Που αυτό σημαίνει τότε πως όλη η ανθρωπότης
ή όσοι το επιλέξουνε, θα λάμψουν απ’ το Φως της.
Κι αυτό θα είναι φανερό και θα αγιάσει η πλάση,
ως και τα λεωφορεία μας σε κάθε μία στάση,140
έλεγε κι ο Παΐσιος, Αγίους θα μας δείχνουν
αντί γι’ αυτά τα εκτρώματα που τώρα λάσπη ρίχνουν
αχόρταγα στο βλέμμα μας, τότε θα έρθει η μέρα,
που δεν θα καρτερούμε πια να λήξει την εσπέρα.
Το πότε δεν το ξέρουνε ούτε οι άγγελοί Του,145
μα είπε όταν τον ρώτησαν οι άγιοι Απόστολοί Του,
πως αν καταλαβαίνουμε ότι έρχεται το θέρος
παρατηρώντας της συκιάς το ώριμο το μέρος,
που είν’ ο ωραίος της καρπός σαν έχει μαλακώσει,
τότε θα καταλάβουμε με ευκολία τόση,150
πως τα σημάδια του καιρού τον ερχομό αναγγέλλουν
κι ότι η πρώτη σάλπιγγα θα ηχήσει του αγγέλου!
Δεν πάειΤώρα πολλά τα είπα εδώ και «ο νοών νοείτω»,
στα μεγαλείαμα αν θέλεις περισσότερα πες πρώτα «γεννηθήτω
το άγιό Του θέλημα» κι η «Βασιλεία ελθέτω»,155
δες και την Αποκάλυψη κι ό,τι φωτίσει βρες το.
Κι έχε το νου σου άγρυπνο μήπως και δεις σημάδια
να λεν πως ήρθε ο καιρός να βγούμε απ’ τα σκοτάδια.
Και ψάξε τα Ευαγγέλια που λεν πως Βασιλεία
είναι σποράκι στην αρχή, δεν δίνεις σημασία,160
μα αν η καρδιά σου μοιάζει με τσιμέντο δεν φυτρώνει,
αν όμως είναι δεκτική, δένει και μεγαλώνει.
Συνέχεια ο σπόρος ο καλός που είν’ ο άγιος Λόγος
πέφτει σε κάθε μια καρδιά, μα δεν αφήνει ο φόβος,
που ‘χουν οι βεβαιότητες και ο εγωισμός μας165
να βγάλει ρίζες και κλαδιά και ν' απλωθεί εντός μας.
Πολλές φορές τον βλέπουμε με κάποια υπεροψία,
γιατί ‘ναι απλός και ταπεινός δεν πάει στα μεγαλεία,
που ψάχνει ο εγκέφαλος στις υψηλές ιδέες,
ζητάει να βρει ευαίσθητες κι αληθινές κεραίες170
που έχουν μόνο τα παιδιά και οι απλοί ανθρώποι,
που ‘χουν απέραντη καρδιά σαν να ‘ναι βοσκοτόπι.
Δεν ψάχνονται και δεν ρωτάν, λένε το ναι αμέσως.
Χριστέ μου λεν και Παναγιά και δεν ζητούν εμμέσως
λόγια κι επιχειρήματα σαν και αυτά που γράφω,175
μα εγώ τα γράφω για εσάς που τώρα συνυπάρχω.
Κανένας απλός άνθρωπος με ειρήνη στην καρδιά του,
δεν θα χρειάζονταν αυτήν την ζάλη στα αυτιά του.
Έλα όμως που φτάσαμε σ’ αυτό τ’ άγριο σημείο,
που και ο Λόγος του Θεού χρειάζεται πτυχίο!180

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου