| ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ | ||
| Αν τυχόν | Γι’ αυτό και τα ‘πα μια φορά σε κάποιον θεολόγο, | |
| θέλετε | που τώρα τον ευγνωμονώ, γιατί μου ‘πε τον Λόγο | |
| να μου τα | με τρόπο πολύ έντονο κι επίμονο και… sorry! | |
| πείτε … | Δεν άντεξα κάποιες φορές την πίεση και το ζόρι, | |
| που θέλει η μετακίνηση σαν είσαι κολλημένος, | 5 | |
| όσο κι αν θες να κουνηθείς και είσαι απελπισμένος. | ||
| Έχει τεράστια δύναμη η ανθρώπινη η «σάρκα» | ||
| και μόνο με την Χάρη Του γλυτώνεις απ’ την τράκα | ||
| με την ουρά που έχει το παμπόνηρο μυαλό σου. | ||
| Γι’ αυτό απαιτεί μετάνοια να έχεις πάντα εντός σου. | 10 | |
| Και επειδή τα λέω εδώ μια κι έξω όλα χύμα, | ||
| θα παραθέσω και σε σας όση του είπα ρίμα | ||
| μήπως τυχόν και θέλετε σε μένα να την πείτε, | ||
| άμα κι εγώ σας έκανα πολύ να ζοριστείτε. | ||
| Πάντως, το λέω εξ αρχής πως του ‘χω εμπιστοσύνη | 15 | |
| κι απέραντη, αδελφική, για πάντα ευγνωμοσύνη, | ||
| γιατί άμα δεν επέμενε με του Θεού τη Χάρη, | ||
| ακόμα θα ‘ψαχνα να βρω που γίνεται παζάρι! | ||
| Συνοπτικά | Το θέμα είν’ η μετάνοια και η κατάκρισή μας | |
| και κάνω μια σύνδεση στον ανταποκριτή μας: | 20 | |
| Να νιώσουμε μετάνοια πάει να πει το νου μας | ||
| πια να τον ξεκαρφώσουμε απ’ τη θέση του μυαλού μας. | ||
| Άλλο μυαλό και άλλο νους, μυαλό είν’ η χημεία | ||
| και νους σημαίνει άνθρωπος, μα έχει σημασία | ||
| να τον τοποθετήσουμε βαθιά μες στην καρδιά μας, | 25 | |
| μην ψάχνεις για να βρεις το πώς, αυτό δεν είν’ δουλειά μας. | ||
| Άλλος θα το φροντίσει αυτό, αρκεί να το δεχτούμε, | ||
| να το αποφασίσουμε και να Του το ζητούμε. | ||
| Γι’ αυτό και λέω τόσα πολλά για τον καθένα φίλο, | ||
| δεν τα ‘χω με τα πρόσωπα, μα μόνο με τον σκύλο | 30 | |
| που μας δαγκώνει το μυαλό και σκλάβο του το έχει, | ||
| για να νομίζουμε εμείς πως τίποτα δεν τρέχει. | ||
| Και ψάχνουμε ανθρώπινους τρόπους και διαφωνούμε | ||
| κι έτσι ξεφεύγει ο εχθρός και άλλον κυνηγούμε. | ||
| Γι’ αυτό άσ’ την κατάκριση κι αυτό που λες αγώνα | 35 | |
| και πες καμία προσευχή να λιώσουνε τα χιόνια! | ||
| Μετανοώ | Δεν θα τελειώσει πια ποτέ ετούτο μεταξύ μας | |
| για τα | και μάλλον θέλουμε εδώ μαζί τον Διαιτητή μας, | |
| δικά μου, | για να σφυρίξει δυνατά τη λήξη στο παιχνίδι, | |
| συγχωρώ | γιατί γλυστράει πια πολύ ετούτο το γρασίδι. | 40 |
| του | Δεν είν’ το θέμα μας εδώ τρικλοποδιά να βάλεις, | |
| αλλουνού | για να μου πεις τα λάθη μου και να μου επιβάλεις | |
| το θέμα της μετάνοιας σε στυλ δικαστηρίου. | ||
| Νικάει η Αγάπη έναντι του σωφρονιστηρίου! | ||
| Και η μετάνοια καθενός είναι δικό του θέμα, | 45 | |
| πρέπει να είν’ απ’ την καρδιά και την χρωστάμε σ’ Έναν! | ||
| Σ’ Αυτόν που ενώ μονάχος του τα πάντα έχει σηκώσει | ||
| στον άγιό Του το Σταυρό, για να μας τη γλυτώσει, | ||
| εμείς κοιτάμε του αλλουνού το αγκάθι μες στο μάτι | ||
| κι απλώνουμε το δάχτυλο κι όλο του λέμε κάτι, | 50 | |
| θαρρείς κι εμείς δεν έχουμε στο μάτι μας δοκάρι | ||
| κι αρχίζουμε τις κόντρες μας και κάνουμε παζάρι, | ||
| ποιός το διαχειρίζεται καλύτερα το θέμα. | ||
| Καν’ τα εσύ όλα σωστά κι ύστερα πες σε μένα. | ||
| Γιατί κι αν ειν’ δουλειά σου αυτή, εμένα να διορθώσεις, | 55 | |
| βρες πρώτα πώς να συγχωρείς κι ίσως το μετανιώσεις. | ||
| Άλλος πιο λίγο, άλλος πολύ όλ’ είμαστε τα ίδια | ||
| κι αν δεν μας συγχωρέσει Αυτός, θα πάμε στα τσακίδια! | ||
| Μέχρι όμως να ‘ρθει ο Κριτής τα λάθη να μετρήσει, | ||
| ας ψάξει ο καθένας μας και ας αναζητήσει, | 60 | |
| πού βρίσκεται η Αγάπη Του που όλους μας χωράει | ||
| και την χορταίνει την φτωχή την πόρνη που πεινάει. | ||
| Κοίτα εσύ να βρεις «τροφή» για κάθε «πεινασμένο», | ||
| αντί να τον χτυπάς γιατί τον είδες «λερωμένο». | ||
| Σ’ αυτά τα χαρακώματα σηκώνουμε κεφάλι | 65 | |
| κι ύστερα δεν αντέχουμε το μαύρο μας το χάλι. | ||
| Δεν σου τα λέω όλα αυτά για να σου πω δεν φταίω, | ||
| μα είναι μέσα μου βαθιά και στην καρδιά μου κλαίω | ||
| για σένα που τον κώνωπα διυλίζεις κάθε τόσο. | ||
| Η Αγάπη Του σε κυνηγάει και κάνεις τον καμπόσο! | 70 | |
| Για κόψε το «κεφάλι» σου, κύριε Θεολόγε! | ||
| Τις υποσημειώσεις σου μη μου φωνάζεις «τρώγε»! | ||
| Όποιος Χριστό αγάπησε καίγεται η καρδιά του | ||
| κι ανοίγει πια διάπλατα όλη την αγκαλιά του. | ||
| Εκείνος ξέρει σίγουρα πόσο πολύ εμείς φταίμε, | 75 | |
| όμως μετράει τα δάκρυα, όταν μας δει να κλαίμε | ||
| κι αρχίζει τότε η γιατρειά και φεύγει η απελπισία. | ||
| Αυτό, λοιπόν, κάνε κι εσύ, σ’ όποιον δοκιμασία | ||
| περνάει μέσα στην καρδιά κι αντί να τον προγκήξεις, | ||
| βούτηξε το μαντήλι σου, τα δάκρυα να σφουγγίξεις. | 80 | |
| Τι να πετύχεις άλλωστε, άντε και βρήκες λάθος, | ||
| πες προσευχή στην Παναγιά: «Αχ! Πάρε του το πάθος!». | ||
| Έτσι και για εσένανε θα πω στην προσευχή μου, | ||
| γιατί έκανα κι υπομονή και την υπακοή μου | ||
| και ωφελήθηκα πολύ, μα έχασα σε ένα: | 85 | |
| Δεν είδα να γιατρεύεται το πάθος και σε σένα. | ||
| Γιατί συνέχεια μου χτυπάς την κάθε αμαρτία | ||
| κι αν μπαίνω σε μετάνοια και θέλω ησυχία, | ||
| εσύ ταράζεις τα νερά, ήσυχη δεν μ’ αφήνεις. | ||
| Αφού πια τόσο σε χαλάει, τι θέλεις και το πίνεις; | 90 | |
| Αν δεν αντέχεις τα σκατά, μην πας και τα ζυγώνεις, | ||
| γιατί μ’ αυτήν την τακτική να ξες τα μεγαλώνεις. | ||
| Όλοι είμαστε άρρωστοι, μα αυτός δεν είναι λόγος | ||
| να βγαίνει από τα χείλη μας κατάκριση και ψόγος | ||
| και να κοιτάμε ύποπτα να δούμε «ποίος φταίει», | 95 | |
| γιατί ποτέ δεν είμαστε αθώοι και ωραίοι. | ||
| Και κοίτα τα ‘βαλε μαζί ο Χριστός μας χέρι-χέρι, | ||
| την φρονιμάδα του φιδιού με τ’ άσπρο περιστέρι, | ||
| όμως εσύ θες του φιδιού την τέλεια φρονιμάδα | ||
| και θες η αθωότητα να γίνει με μπουγάδα! | 100 | |
| Τον βάζεις στο πλυντήριο τον άλλον για ν’ ασπρίσει, | ||
| γιατί είσαι συ ο έξυπνος και διατυπώνεις κρίση. | ||
| Κοίτα να μην μπερδεύεσαι σε αλλουνού ευαγγέλια | ||
| και κάνεις τον κατήγορο και γίνεσαι για γέλια. | ||
| Κι ύστερ’ αναρωτιέσαι τι σε έβαλε στον Άδη | 105 | |
| και δεν το πιάνεις ούτε αυτό το τρανταχτό σημάδι. | ||
| Μα λες πως φταίει αυτηνής η τάση για πορνεία, | ||
| της αλληνής η εξάρτηση απ’ τη φιληδονία. | ||
| Παρέα δεν κάνει η Αγάπη μας με λογισμούς, μπουμπούνα, | ||
| γι’ αυτό τρέχουν τα σάλια σου κι έρχεται η «γουρούνα». | 110 | |
| Κοίτα εσύ από αυτήν πρώτα να τη γλυτώσεις | ||
| κι ύστερα δες μήπως μπορείς κι εκείνες να τις σώσεις. | ||
| Γιατί αυτές σου δίνουνε ψωμί, για να χορτάσεις, | ||
| κι εσύ το τρως και ύστερα κοιτάς να τις δικάσεις, | ||
| γιατί ήταν λες σκάρτο ψωμί, με χώμα πατημένο, | 115 | |
| όμως τώρα που χόρτασες το λες και λερωμένο. | ||
| Το δείχνεις με το δάχτυλο, μα πάλι αν πεινάσεις, | ||
| κοίταξε τότε να το δεις και να το αηδιάσεις. | ||
| Και τότε μην τυχόν το φας, μα ούτε να το φτύσεις, | ||
| αν αγαπάς, κοίτα απαλά να τους το καθαρίσεις. | 120 | |
| Γιατί αν κάποιος αδερφός μπερδεύεται και φταίει | ||
| και τον πονάει ο κάλος του και βλέπεις ότι κλαίει, | ||
| παρότι η μετάνοια είναι το γιατρικό του, | ||
| εσύ ‘σαι νοσοκόμος του και στειλ’ τον στον γιατρό του. | ||
| Η κρίση | Όμως μην κάνεις, φίλε μου, πως είσαι ο χειρούργος | 125 |
| είναι του Κριτή | και δίχως αναισθητικό τον σφάζεις ο πανούργος, | |
| γιατί κι ο οδοντίατρος στο δόντι που πονάει, | ||
| πρώτα δίνει παυσίπονο και ύστερα αρχινάει | ||
| και πιάνει το νυστέρι του και λέει στον πονεμένο: | ||
| «Μη μου φοβάσαι, ασθενή, στο ‘χω κιόλας βγαλμένο!». | 130 | |
| Έτσι το κάνει κι ο Χριστός και πρώτα δίνει «τζούρα» | ||
| να πάρει λίγη πάνω του ο άνθρωπος ζαλούρα, | ||
| για να αντέξει η καρδιά να μπει στο χειρουργείο. | ||
| Και δεν το κάνει να φανεί μάχη εν πόλεμω αγρίω, | ||
| παρόλο που είναι ο εχθρός έν’ άγριο θηρίο! | 135 | |
| Πρώτα ζεσταίνει την καρδιά, την βγάζει απ’ το ψυγείο, | ||
| και δυναμώνει μέσα μας πολύ την αντοχή μας | ||
| και από θείο Έρωτα αυξάνει η υπακοή μας. | ||
| Τώρα άμα κάποιοι άνθρωποι γενναίοι ασκηταράδες | ||
| έχουν καρδιά ατρόμητη μπροστά στις Συμπληγάδες | 140 | |
| και βάζουν πρώτοι το κορμί και πρώτοι την ψυχή τους, | ||
| για να περάσουμε εμείς που είμαστε ακόλουθοί τους, | ||
| δεν είπαν σε κανένανε απ’ τους απλούς ανθρώπους: | ||
| «δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα πεις, εγώ είμαι απ’ τους πρώτους | ||
| κι αφού εγώ το μπόρεσα κι εμπόδια ξεπερνάω | 145 | |
| κι εσύ απαιτώ να το μπορείς και δεν στο συγχωράω!». | ||
| Αυτό μπορεί να ειπωθεί στην τελική την Κρίση | ||
| από το στόμα του Χριστού, αφού όλα τα ζυγίσει, | ||
| ο Δίκαιος Αυτός Κριτής ο Αναμάρτητός μας, | ||
| που ξέρει και τι κάνουμε και τι υπάρχει εντός μας. | 150 | |
| Ξέρει και τις προθέσεις μας, ξέρει τις αντοχές μας, | ||
| γνωρίζει τα εμπόδια και τις επιλογές μας, | ||
| τα ψέματα που είπαμε, αλήθεια αν αγαπάμε, | ||
| τα τάλαντα αν ξοδέψαμε και πόσα Του χρωστάμε. | ||
| Γι’ αυτό έγινε άνθρωπος ο σπλαχνικός Θεός μας, | 155 | |
| για να ‘ναι Δίκαιος Κριτής και τέλειος αδερφός μας, | ||
| Φίλος μα και Πατέρας μας, ταπείνωση, θυσία, | ||
| μα και υπέρλαμπρος Θεός με άναρχη Ουσία! | ||
| Όσοι λοιπόν κατάφεραν να καταλάβουν κάτι, | ||
| μίλησαν για μετάνοια με έμπνευση κι αγάπη | 160 | |
| και ρίξαν μαύρα δάκρυα για κάθε αδερφό τους | ||
| κι ολημερίς προσεύχονταν για τον συνάνθρωπό τους. | ||
| Για όλους όσους πνίγονται και ζούνε στα σκοτάδια | ||
| κι από την αμαρτία τους είν’ η καρδιά τους άδεια. | ||
| Και κάποτε ένας μοναχός – μας λέει ο Σωφρόνιος | 165 | |
| που ο λόγος του είναι βαθύς και θησαυρός αιώνιος – | ||
| ένιωσε μέσα του βαθιά την τόση αμαρτία, | ||
| που έχει ο κάθε άνθρωπος μέσα στην κοινωνία | ||
| και όπως προσευχότανε του ήρθε απελπισία | ||
| και είπε: «Δεν γλυτώνουμε από την τιμωρία!» | 170 | |
| Τότε ήρθε ο ίδιος ο Χριστός και του είπε: «Μη σε νοιάζει | ||
| με ένα “Κύριε ελέησον” ο άνθρωπος “τη βγάζει”». | ||
| Και κείνος τότε άρχισε ανάποδα να κλαίει. | ||
| «Και τότε εγώ τι κάνω εδώ που βρίσκομαι» Του λέει | ||
| και του απάντησε ο Χριστός: «Πολλά είναι τα παιδιά μου, | 175 | |
| μα κάποια απ’ αυτά θα δεις να είναι πιο κοντά μου!». | ||
| Το ρετιρέ | Μα λέει κι ο Παΐσιος να ‘ναι η προσοχή μας | |
| του Παΐσιου | στραμμένη στην μετάνοια κι όχι στη διάκρισή μας: | |
| Γιατί αν βρεθούμε κάποτε στου Ουρανού την Πύλη, | ||
| ίσως μας πει ο Ύψιστος ήρθανε μύριοι χίλιοι | 180 | |
| και γέμισε ο Παράδεισος, δεν σε χωράει μέσα, | ||
| τότε έχεις δυο επιλογές ή να Του πεις με μπέσα: | ||
| «Δόξα Σοι Κύριε γι’ αυτό, πονάω αλλά γιορτάζω | ||
| όλη την ανθρωπότητα σωσμένη να κοιτάζω». | ||
| Ή να σκεφτείς πως άδικα τα έχεις κάνει όλα | 185 | |
| και να τραβήξεις σπίτι σου να πιεις μια κόκα-κόλα. | ||
| Σε τούτη την περίπτωση έχασες ευκαιρία | ||
| και μόνος σου επέλεξες αυτήν την τιμωρία, | ||
| να ‘σαι μακρυά απ’ του Χριστού την άγια Παρουσία, | ||
| γιατί Παράδεισος Αυτός είναι και σημασία | 190 | |
| έχει μονάχα να θωρείς το Φως στο Πρόσωπό Του, | ||
| γι’ αυτό και στην περίπτωση του σεναρίου του πρώτου, | ||
| αν δει πως στην Αγάπη Του έχεις εμπιστοσύνη, | ||
| το χέρι Του θ’ απλώσει και απ’ έξω δεν σ’ αφήνει. | ||
| Κι ίσως να πει σε σένανε: «Για την περίπτωσή σου | 195 | |
| έχω ετοιμάσει ρετιρέ εξτρά στην διάθεσή σου!». | ||
| Αυτά είπε ο Παΐσιος και δάκρυα μου φέρνουν, | ||
| Χριστό γεμίζουν την καρδιά και το μυαλό μου παίρνουν! | ||
| Γι’ αυτό δε λέει ν’ αράξουμε βαθιά στην πολυθρόνα | ||
| με κοκα-κόλα κι αραχτά να ζούμε εις τον αιώνα. | 200 | |
| Και να το βάλουμε καλά, να είναι στο μυαλό μας | ||
| ότι η θέση του κριτή είναι για τον Χριστό μας, | ||
| εμείς την δυνατότητα έχουμε μόνο εκείνη: | ||
| Να μην γυρεύουμε απ’ αλλού συνέχεια την ευθύνη. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Ο ΝΟΜΟΣ ΚΙ Η ΑΓΑΠΗ (ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ) | ||
| Ο νόμος | Αυτό είν’ από μόνο του εκείνο το «εγώ φταίω», | |
| είναι για τους | να κλείνουμε το στόμα μας ακόμα και σ’ εβραίο | |
| πεινασμένους | που ξέρει μόνο εντολές που ‘ναι στ’ αλήθεια Δέκα | |
| κι έχει μονάχα αυτές ιερό, δεν έχει εκείνος Μέκκα | ||
| ούτε γνωρίζει ο δύστυχος ότι ήρθε η Αγάπη, | 5 | |
| έχει μόνο τον Νόμο Του γραμμένο στο κιτάπι. | ||
| Ξέρει ως τη μέση του Θεού την άγια Πορεία, | ||
| δεν ξέρει ότι ο Χριστός στην Σταυρική θυσία | ||
| φορτώθηκε και σήκωσε την αμαρτία όλη | ||
| κι έτσι τη δυνατότητα φορέσαμε βραχιόλι, | 10 | |
| με βάπτισμα να παίρνουμε του Πνεύματος τη Χάρη | ||
| και πως δεν έβαλε ο Χριστός τον Νόμο για παζάρι | ||
| και για μεζούρα να μετράει μ’ αυτόν την αμαρτία, | ||
| γι’ αυτό με τη θυσία Του έφερε Σωτηρία. | ||
| Ισχύει βέβαια ο Νόμος Του, όμως κι ο Παύλος είπε | 15 | |
| πως αν ισχύει μόνο αυτός τότε αδίκως ήρθε | ||
| κι αδίκως θυσιάστηκε, αν όλα μείναν ίδια. | ||
| Μα Αυτός με τη θυσία Του σήκωσε τα βαρίδια | ||
| του Νόμου κι είπε: «Είμαι Εγώ το Φως και η Αγάπη, | ||
| κι όποιος Εμένα ακολουθεί, ανάπαυση θε να βρει». | 20 | |
| Δεν είπε, «έλα πίσω μου και ακολούθησέ με, | ||
| μα αν τυχόν τον Νόμο μου δεν ξέρεις, ξέχασέ με». | ||
| Η Αγάπη είναι Αυτός, γι’ αυτό μία στιγμούλα μόνο | ||
| χρειάστηκε να γιατρευτεί η πόρνη που τον Νόμο | ||
| δεν τον ετήρησε ποτέ, μα ένιωσε ευγνωμοσύνη, | 25 | |
| γιατί είδε Εκείνον που απλά την αμαρτία σβήνει, | ||
| όχι σαν την παράβαση που σβήνει ο τροχονόμος, | ||
| μα με Αγάπη όποιον πεινά χορταίνει, ώστε ο Νόμος | ||
| δεν του χρειάζεται αυτού που είναι χορτασμένος, | ||
| την αμαρτία γύρευε γιατί ήταν πεινασμένος. | 30 | |
| Από αυτό το νόημα φαίνεται να προκύπτει | ||
| η ανάγκη του χριστιανού με την νηστεία να νίπτει | ||
| συμβολικά και ουσιαστικά το νου μα και το σώμα | ||
| από της αμαρτίας του το μαζεμένο χώμα, | ||
| που συσσωρεύει ο θνητός, γιατί είναι πεινασμένος | 35 | |
| κι από αληθινή τροφή πολύ πια στερημένος | ||
| κι αποφασίζει όσο μπορεί το «χώμα» να εξαιρέσει, | ||
| για να αφήσει στην καρδιά καμία άδεια θέση | ||
| μήπως κι η πείνα η δυνατή απ’ το Χριστό ζητήσει | ||
| να δώσει Αληθινή τροφή κι έτσι να την γεμίσει, | 40 | |
| ώστε να μη γυρεύει πια εκείνη τα σκουπίδια, | ||
| αφού τώρα την χόρτασε η Αγάπη Αυτή η Ίδια! | ||
| Και με αυτήν την έννοια να σβήσει η αμαρτία, | ||
| αφού η καρδιά πια γέμισε με αληθινή Ουσία | ||
| κι όχι σαν επιβράβευση για την καλή νηστεία, | 45 | |
| όπως το λέγαν κάποτε στα παρθεναγωγεία. | ||
| Εδώ είν’ ένα ευαίσθητο πολύ λεπτό σημείο, | ||
| γιατί ο Παντοδύναμος δεν δίνει το… «πτυχίο» | ||
| μόνο στους πρώτους μαθητές, το έζησε κι ο Παύλος | ||
| και το ‘δε πως διακόπηκε ο κύκλος μας ο φαύλος: | 50 | |
| Στο εξής με την μετάνοια συγχώρεση ανατέλλει, | ||
| το «ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΙ ΕΓΚΛΗΜΑ» ήταν ως τότε εντέλει. | ||
| Μα ο Χριστός το σύστημα το άλλαξε εκείνο | ||
| και είπε «μία συμβουλή σας λέω και σας δίνω, | ||
| αν σας χτυπήσουν απ’ τη μια, στρέψετε και την άλλη» | 55 | |
| κι όταν ο Πέτρος δίστασε να βαπτιστούν οι άλλοι, | ||
| οι αμαρτωλοί, οι εθνικοί που Νόμο δεν γνωρίζαν, | ||
| όραμα είδε εκ Θεού πως δεν περιορίζαν | ||
| του νόμου οι παλιές γραφές να βαπτιστεί ο καθένας | ||
| πια στου Χριστού το όνομα, αφού ο Θεός είν’ Ένας | 60 | |
| κι η ενσάρκωσή του έκανε καινούρια πια την κτήση, | ||
| γιατί ο Ίδιος θέλησε να τηνε καθαρίσει. | ||
| Κι έτσι του το ‘πε στ’ όραμα «να φάει από όλα» | ||
| μες στο σεντόνι τ’ ουρανού κι όχι από κατσαρόλα, | ||
| τα ζώα που του έστειλε, για να τον ειδοποιήσει | 65 | |
| ν’ αποδεχτεί τους Εθνικούς κι ευθύς να τους βαπτίσει. | ||
| Κι ο Πέτρος πήγε ν’ αρνηθεί, γιατί τα θεωρούσε | ||
| ακάθαρτα, μα ο Χριστός με τούτο εννοούσε | ||
| πως όλα καθαρίζονται με τ’ άγιο θέλημά Του | ||
| και ότι ως κι οι Εθνικοί ήταν κι αυτοί παιδιά Του. | 70 | |
| Αυτό ήταν μια παρένθεση κι έφυγε το μυαλό μου | ||
| με αφορμή το σχόλιο σ’ όποιον συνάνθρωπό μου | ||
| έμεινε μόνο στην Παλαιά αγία μας Διαθήκη | ||
| και δεν κερδίζει ο φτωχός απ’ του Χριστού τη Νίκη. | ||
| Γι’ αυτό ο Εβραίος στέγνωσε και ψάχνει αλλού για ρεύμα, | 75 | |
| στην εξουσία του χρήματος και δεν γνωρίζει Πνεύμα. | ||
| Μα προσευχήσου και γι’ αυτόν τον περιούσιό Του | ||
| λαό που δεν κατάλαβε κι έχασε τον Θεό του. | ||
| Ποτέ δεν ξέρεις και αυτού η ψυχούλα αν Τον γυρέψει, | ||
| μα ξέρει σίγουρα ο Χριστός κι ίσως του την γιατρέψει. | 80 | |
| Αγάπη | Άλλωστε το ‘πε έμμεσα, μην ψάχνεις με κεφάλι, | |
| στον πλησίον | γιατί είναι όλα ανάποδα κι αυτός που βλέπεις χάλι | |
| είναι ο πρώτος στη σκηνή κι ας μοιάζει ο τελευταίος, | ||
| ξεκόλλα, αδερφέ, γιατί είν’ ο καιρός πια νέος! | ||
| Μην ψάχνεις λάθος και σωστό και τα μετράς με πάθος. | 85 | |
| Ξέρει η καρδιά πώς το σωστό να βρίσκει μες στο λάθος. | ||
| Μην εστιάζεις στο σωστό, γιατί είπε, θα δείτε, | ||
| όσοι να σώστε την ψυχή κοιτάτε, θα χαθείτε | ||
| κι όσοι ρισκάρετε γι’ αυτό που λέει η καρδιά σας, | ||
| αυτό το ρίσκο της ψυχής θα ειν’ η γιατρειά σας. | 90 | |
| Δεν είναι πως μας πρότεινε στα κουτουρού να ζούμε, | ||
| μα είναι πως μας ζήτησε μονάχα ν’ αγαπούμε, | ||
| ό,τι τυχόν κι αν κάνουμε, μα όχι με το μυαλό μας, | ||
| μ’ αυτό που λέγεται καρδιά και λέει στον διπλανό μας, | ||
| εγώ σε δέχομαι, αδερφέ, έτσι όπως και να ‘σαι | 95 | |
| και σου σηκώνω το σταυρό, μην κλαις και μη φοβάσαι. | ||
| Πονάω για την καρδούλα σου κι εγώ πεινάω γι’ αγάπη | ||
| κι αν έχεις «ξεροκόμματο», δώσε κι εμένα κάτι. | ||
| Αυτό μου μοιάζει ανθρωπιά, αυτός ειν’ ο πλησίον, | ||
| που σαν βαθιά του αιμορραγεί και όλος στάζει πύον, | 100 | |
| δεν του φωνάζεις «άσωτε, για σκούπισε τα πόδια, | ||
| για να μπεις στο παλάτι μας πλήρωσε τα διόδια!». | ||
| Γιατί ο Πατέρας χαίρεται, θα τον καλωσορίσει, | ||
| θα καθαρίσει τη βρωμιά και στ’ άσπρα θα τον ντύσει. | ||
| Και σ’ όποιον κακοφαίνεται, γιατί ζητούσε εντάξει | 105 | |
| πρώτα να είν’ ο αδελφός, για να ‘ναι όλα σε τάξη, | ||
| ας πάει να πει παράπονα, γιατί την πρώτη θέση | ||
| την πήρε τώρα ο άσωτος και θα φορέσει φέσι. | ||
| Στα είπα κι άλλη μια φορά και πάλι επιμένεις, | ||
| δεν με πειράζει, έμπνευση έτσι κι αλλιώς μου φέρνεις, | 110 | |
| μα θα γιορτάσω πιο πολύ όταν συγχωρεθούμε | ||
| και ας μην έχουμε ούτε μια λέξη μετά να πούμε. | ||
| Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται ποτέ ο Λόγος λόγια. | ||
| Ευχαριστίες | Αυτά είν’ κατά προσέγγιση κι όχι για στενοχώρια. | |
| Μα ευχαριστώ που έδωσες αυτήν την αφορμή μου | 115 | |
| και πέρασα ευχάριστα, μα είναι και τιμή μου | ||
| σε σένα που είσαι αθλητής πιο πρώτος από μένα | ||
| και που τόσα μου έμαθες σαν τα ‘χα εγώ χαμένα | ||
| να λέω τόσα πράγματα στα ίσια και σταράτα, | ||
| ενώ στ’ αλήθεια θα ‘πρεπε να πλύνω λίγα πιάτα. | 120 | |
| Ευχαριστώ κι Εκείνονε που συνεχώς μου δίνει | ||
| στιχάκια για παρηγοριά μέσα σ’ αυτή τη δίνη. | ||
| Μα του ζητώ συγχώρεση, γιατί η Ευχούλα μόνο | ||
| φτάνει να ‘ναι στα χείλη μας και να χαράζει δρόμο. | ||
| Ας είναι όμως και αυτά δική Του οικονομία | 125 | |
| κι ας είν’ σε Κείνον προσευχή, σε σένα ευλογία. | ||
| Και σε εμένα την φτωχή και τον εγωισμό μου, | ||
| ας είν’ να δώσει η Παναγιά, να γίνει το καλό μου, | ||
| σαν Μάνα που είναι Σπλαχνική κι Ελευθερώτριά μας, | ||
| κι ας βγάλει απ’ τη φυλακή του πάθους την καρδιά μας! | 130 |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ ΧΟΡΟ | ||
| Ξημερώνει | Και μη με συναγωνιστείς σ’ αυτό το παιχνιδάκι, | |
| δεν σκέφτομαι για να τα πω ούτε γνωρίζω κάτι, | ||
| μα έναν παράξενο ρυθμό ακούω απ’ την καρδιά μου, | ||
| που ψιθυρίζει όλα αυτά σαν να μην είν’ δικά μου. | ||
| Ούτε και ξέρω τι θα πω, όταν το ξεκινήσω, | 5 | |
| μπαίνω στο παραλήρημα κι όλο ζητάω να κλείσω | ||
| και δεν γνωρίζω εξαρχής αυτό που τελειώνει, | ||
| κουράζεται το χέρι μου και το μολύβι λιώνει. | ||
| Μα να που το ‘θελα παλιά σ’ ένα παλιό στιχάκι, | ||
| που το ‘γραψα για προσευχή, γιατί είχα ένα σαράκι: | 10 | |
| «Άιντε, οι σιωπές να μίλαγαν κι οι πόθοι μας να λέγαν, | ||
| τα μάτια να ζωγράφιζαν κι οι δισταγμοί να φεύγαν! | ||
| Άιντε, ποτάμια να ‘φτιαχναν, ρυάκια και σταγόνες | ||
| και να χορεύαν το σκοπό, στιγμούλες και αιώνες! | ||
| Κι ο χρόνος να καθότανε μαζί κρασί να πιούμε, | 15 | |
| να μην ζητάει στο αύριο ούτε στο χθες να ζούμε!». | ||
| Ίσως και να ‘ναι οι σιωπές, αυτές που μας μιλάνε | ||
| και γράφουν τα στιχάκια μας, για να τις τραγουδάμε. | ||
| Έτσι κι αλλιώς τα στόματα, τα ‘χουμε βουλωμένα, | ||
| μα όμως τα χορεύουμε όσα είναι μαζεμένα. | 20 | |
| «Σ' αυτό είν’ ο κόσμος, μάτια μου, μην ψάχνεις παραπέρα | ||
| γη και νερό, μα και φωτιά, μαζί με τον αέρα | ||
| χαρμάνι ανακατέψανε και με το Φως αντάμα | ||
| στήσαν χορό γιατί άρχισε του σκοταδιού το κλάμα!». | ||
| Γιατί πια το κατάλαβε, το ξέρει το σκοτάδι, | 25 | |
| πως ξεκινήσαμε χορό, γιατί ήρθε Φως στον Άδη. | ||
| Και πως «θα ‘ρθει ξημέρωμα που το γαλάζιο νήμα | ||
| θα απλωθεί ως της καρδιάς το πιο βαθύ το κύμα! | ||
| Κι εγώ ηλιοβασίλεμα ξανά δεν θα κοιτάξω | ||
| σ’ όλης της γης τα πέρατα θα βγω να το φωνάξω | 30 | |
| ότι έρχεται Ανατολή κι ότι κρατάει το νήμα | ||
| και όσα ήρθαν και θα ‘ρθουν, θα πω δεν είναι κρίμα». | ||
| Ας κάνουμε | Φτάνουν λοιπόν τα εσύ φταις σ’ αυτό κι εγώ σ’ εκείνο | |
| Ειρήνη! | σε τούτους τους λογαριασμούς, τ’ αυτιά μου πια τα κλείνω | |
| και θα ακούω Εκείνονε που θέλω για οδηγό μου | 35 | |
| και λέγε μου εσύ ότι λες πως είν’ το γιατρικό μου. | ||
| Εκτός κι αν έχεις έμπνευση να μου τα λες για Κείνον, | ||
| οπότε πάω πάσο εγώ και πες τα μου, δεν κλείνω | ||
| τ’ αυτιά μου, τα κρατώ ανοιχτά, μα θέλω από σένα | ||
| να με εμπνέεις, να σε δω στην πράξη να ‘στε Ένα! | 40 | |
| Συγχώρεσέ με άλλη μια, συγχώρα με για πάντα | ||
| κι άνοιξε την καρδούλα σου, μην πας στην άλλη μπάντα. | ||
| Εγώ σου λέω σ’ αγαπώ, γι αυτό σε συν-χωράω, | ||
| μα δεν θα κάτσω και πολύ εδώ για να τις φάω. | ||
| Άμα γουστάρεις μποξ εσύ, βρες άλλονε να θέλει. | 45 | |
| Εγώ θα σβήσω τα παλιά και θα ριχτώ στ’ αμπέλι! | ||
| Στη μέθη της συγχώρεσης, στη μέθη της μετάνοιας, | ||
| στη μέθη της Αγάπης Του εκείνης της νηφάλιας! | ||
| Κι αν κάνω λάθος θα φανεί, μη βιάζεσαι να τρέξεις, | ||
| κοίτα εσύ τα λάθη σου κι αγάπα για ν’ αντέξεις. | 50 | |
| Γιατί μπορεί να χάσουμε μ’ αυτά το πανηγύρι, | ||
| οι άλλοι ήδη «χορεύουνε» κι εμείς στο μίρι-μίρι. | ||
| Ελπίζω να κατάλαβες, γιατί εγώ δεν ξέρω, | ||
| τι έχω γράψει ως εδώ και μέσα μου υποφέρω, | ||
| γιατί αν δεν κατάλαβες, εγώ πάω να σκάσω | 55 | |
| να ξέρεις από δω και μπρος, στα είπα, θα σωπάσω. | ||
| Όχι γιατί δεν σ’ αγαπώ, μα δε με παίρνει άλλο | ||
| η ελευθερία επιλογής, δώρο είναι μεγάλο! | ||
| Και δεν θα σκάσω και μεμιάς την πόρτα εγώ θα κλείσω, | ||
| γι’ αυτό στα λέω εδώ πολλά, για να μην μαρτυρήσω | 60 | |
| απ’ τ’ άγριο σου κόλλημα και την χοντρή σου πλάκα, | ||
| σαν μου φωνάζεις «εσύ φταις» ενώ μου κάνεις τράκα! | ||
| Θέλω να γίνουμε όμορφοι, να χαίρομαι να βλέπω | ||
| τον ξύλινο Πινόκιο να λέει στον Τζεπέτο: | ||
| «Αχ! Τι καλά που έγινα άνθρωπος σαν κι εσένα, | 65 | |
| χτυπάει η καρδούλα μου κι όλους μας νιώθω Ένα!». | ||
| Και μη μου λες συνέχεια και μου υπενθυμίζεις | ||
| – Δεν το γνωρίζω λες αυτό; Έτσι εσύ νομίζεις; – | ||
| πως ο Χριστός μας έσκυψε το άγιο Του κεφάλι | ||
| και είπε ότι φταίει Αυτός για το δικό μας χάλι. | 70 | |
| Το ξέρω, αδερφάκι μου, γι’ αυτό και ‘γω το λέω, | ||
| για να το κάνω σαν κι Αυτόν στην πράξη κι όλο κλαίω. | ||
| Και κατηγόριες απ’ αυτούς που αγάπησα σηκώνω | ||
| και λέω «συγχωρέστε με», σφαδάζω από τον πόνο, | ||
| κι αν έχω εγώ μετάνοια, Εκείνος θα το κρίνει. | 75 | |
| Δωσ’ μου λοιπόν το χέρι σου κι ας κάνουμε ΕΙΡΗΝΗ! |















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου