Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

RAPSODIA 2006 Μέρος 2/6


Αν θέλεις κάτσε φρόνιμα, αν θες, ορίστε, πήδα! 1000
Δεν σου αφήσανε καμιά άλλη απ' αυτήν ελπίδα.
Δεν το πιστεύω πια εσύ να 'χεις αμφιβολία,
πως είναι μια χαρά, υγιής, αυτή η κοινωνία.
Κι αν σε χαλάει, ηρέμησε, άντεξε τη ναυτία,
αυτή ‘ναι η παρενέργεια που ‘χει η υποκρισία. 1005
Τα βάζεις με τους διπλανούς, με τους συνεπιβάτες,
- «κοιτάξτε ρε παιδιά», τους λες, «μας πνίγουν σαν τις γάτες!»
Όμως κανείς δεν σε ακούει, γιατί μαστουρωμένοι
γουστάρουν το «ταξίδι» τους κι είναι ευχαριστημένοι!
Έχει και κάτι επώνυμους που 'ναι στην πρώτη θέση. 1010
Τ' αεροπλάνο μελετούν και λένε πώς θα πέσει,
σπουδαίοι διανοούμενοι, με στυλ και ψυχραιμία,
τους στέλνουνε στο πλήρωμα να δώσουν ηρεμία.
Κάνουν συχνά επίδειξη των σωστικών τους μέσων,
σου δείχνουν το σωσίβιο, ενώ είναι εν τω μέσω 1015
νεφών κουλτούρας που θα πει εξαίσιας μαστούρας,
σε τέλειο παραλήρημα κι αντίστοιχης λιγούρας
για θεωρία, ανάλυση, διανόηση και τέτοια,
μιλάν αργά και σταθερά, αυτοί δεν έχουν ντέρτια.
Σου δείχνουν το σωσίβιο με λόγια κούφια κι άδεια, 1020
ενώ είναι από κάτω τους βουνά μα και λαγκάδια!
- «Κοίτα αυτήν την τέλεια που έχω βιβλιοθήκη,
διάλεξε στυλ και όραμα και βάλ' τα μες στην θήκη.
Μ' αυτά τα όπλα και εγώ νιώθω πως πολεμάω,
αυτά με κάναν διάσημο και δέρνω, δε μασάω. 1025
Δεν έχω κάνα πρόβλημα, γιατ' έφτιαξα «κεφάλι»,
που μ' έκανε σημαντικό και δεν κοιτώ το χάλι.
Έχω εξτρά ψευδαίσθηση γιατί είμαι μορφωμένος.
Κατάλαβα την πτώση μας, μα νιώθω εγώ σωσμένος!
Έχω τις θεωρίες μου, έχω μυαλό σπουδαίο 1030
και τα 'χω για αλεξίπτωτο σαν γίνει το μοιραίο.
Είμαι σπουδαίος άνθρωπος, μα έχω και καλοσύνη.
Πάρε κι εσύ «σωσίβιο» και άμα θες κι εκείνη
την όποια θεωρία μου, δεν την κρατώ για μένα,
πάρε την για αλεξίπτωτο είν’ ελαφρύ το ψέμα! 1035
Γιατί είναι μάλλον χρήσιμο την ώρα αυτή της πτήσης,
στην πτώση ίσως ξέρουμε πως δεν θα λειτουργήσει.
Τώρα, δεν ξέρω ακριβώς το αλεξίπτωτό σου,
αν θα σε σώσει τη στιγμή που θα 'σαι στο κενό σου,
μα μέχρι να 'ρθει αυτή η στιγμή, θα αισθάνεσαι σωσμένος, 1040
θα σ' εκτιμούνε άπαντες, γιατί καταρτισμένος
θα 'σαι με αλήθεια, με ψευτιά, δεν έχει σημασία
σαν πέφτει το αεροπλάνο μας, μία είν’ η ουσία:
Είμαστε όλοι θρύψαλα, συντρίμμια από τώρα
με λίγη όμως διανόηση περνάει ωραία η ώρα. 1045
Βάλε μες στο συρτάρι σου καμιά φιλοσοφία,
έτσι ξέχνα που πέφτουμε, η πτήση είναι μία!»
Και θα 'σαι συ αναίσθητος και θα το παίζεις μάγκας,
περνιέσαι για ευαίσθητος σου δίνουνε και φράγκα
και θα τσουλήσει η ζωή και μέχρι να τελειώσει, 1050
θα σου 'χουν φτιάξει άγαλμα αυτοί που έχεις «σώσει».
Πού να πηγαίνει η άθλια ετούτη κοινωνία
της τρέλας, των ναρκωτικών τέλεια βιομηχανία
κι αν είναι, εσύ μη νοιάζεσαι, αυτά είναι για αρρώστους
ή τέλος πάντων, άμα θες, μια ιδεολογία δώσ' τους, 1055
γιατί όλοι βρίσκουν αφορμή και κάνουνε παιχνίδι
με της απελπισίας μας το μαύρο αυτό το φίδι.
Δεν σου τα λέω όλα αυτά για να σε απελπίσω,
μα κάνω μια προσπάθεια μήπως και σου θυμίσω
να βάλεις στο κεφάλι σου καλά και μια για πάντα, 1060
πως ό,τι ονειρεύτηκες στο βάλανε στη μπάντα!
Στο είπαν ψέμα, ακρότητα, στο είπαν ουτοπία,
πες τους κι εσύ όμως, φίλε μου, πως τέτοια ελευθερία
ζητάει στ' αλήθεια η καρδιά και δεν κάνει εκπτώσεις.
Ενώ για τούτο φτιάχτηκε, την ρίξαμε στις πτώσεις. 1065
Μα αν σου 'κρυψαν τον ήλιο σου κι έψαξες τη μαστούρα,
θέλω να σε κεράσω εγώ μια τελευταία τζούρα
αλήθειας, κι όχι ψέματος, που διαρκεί για πάντα
κι ίσως να δεις πώς βγαίνουνε πια έξω απ’ την κατάντια.
Την έχω μέσα στην καρδιά, την φύλαξα για σένα, 1070
γιατί διψάω, αδερφέ, ζητάω σαν κι εσένα
να ζωντανέψω μέσα μου, να «ανεβώ» λιγάκι
και δεν το πίνω εύκολα το σάπιο τους φαρμάκι.
Είμαι καλά κι έχω όνομα μα έξω από τον κύκλο,
δεν ήθελα περίφραξη, αναζητούσα κήπο. 1075
Κόντεψα να λυγίσω εδώ, μέχρι και να πεθάνω·
τσακώθηκα με το Θεό, ρώτησα τι να κάνω,
για να μη ζήσω ψεύτικα όπως αυτοί το θέλουν.
Δε φταιν, η απελπισία τους τους κάνει να πιστεύουν,
πως δεν υπάρχουν στη ζωή άλλα πια περιθώρια, 1080
γι’ αυτό κι εσύ απελπίζεσαι και φεύγεις απ' τα όρια
και με πληγώνεις στην καρδιά, τόσο που δεν αντέχω
σαν χρήστης ή αυτόχειρας που ελπίδα λες δεν έχω.
Δεν είναι μόνο ο θάνατος που έτσι επιλέγεις·
μα είναι αλήθεια η Ζωή κι εσύ την αποφεύγεις. 1085
Γιατί δεν σε αφήσανε ούτε να την πιστεύεις
κι αυτό που λεν αυτοί ζωή, συ το πετάς και φεύγεις.
Και προτιμάς στο θάνατο φυγή να βρεις και τέλος,
μην τους πιστεύεις, η ζωή σου ετοιμάζει βέλος
να 'χεις στα χέρια να κρατάς, για να τους πολεμήσεις 1090
με της Αγάπης τ' άρματα τα τείχη να γκρεμίσεις!
Μην τους το κάνεις, φίλε μου, ετούτο το χατίρι,
μείνε, καρδιά μου, ζωντανός κι έλα στο πανηγύρι
που άρχισε κι ακούγονται οι καρδιακοί του χτύποι
και απειλείται σοβαρά της λογικής η γρίπη! 1095
Αυτό το παλιοσίδερο που όλους μας σιδερώνει
έπαθε βραχυκύκλωμα, και άρχισε να λιώνει!
Ό,τι γουστάρει η ψυχή, αλήθεια το θυμάται,
φαντάζει να 'ναι απίθανο, όμως απλώς κοιμάται.
Και το κοιμίζουν συνεχώς, μην τύχει και θεριέψει 1100
και καμακώσει το θεριό που εκείνοι έχουν θρέψει!
Είναι βαθιά στα στήθια σου, το νιώθεις, δεν το βλέπεις,
κι εμείς σε καταντήσαμε άλλο να μην αντέχεις,
γιατί σου επιβάλλουμε σαν και εμάς να γίνεις,
να ψάχνεις ηρεμιστικά το βράδυ πριν να γείρεις 1105
με παγωμένη την καρδιά και με αναισθησία,
να ονομάζεις την ποινή, ζωή και ευτυχία.
Δεν έχω άλλο να σου πω και τίποτα να δώσω,
λουλούδι της καρδιάς κρατώ κι είναι μικρούλι τόσο,
που μόνο εσύ πια το μπορείς, αν θες, να το ποτίσεις, 1110
κι όπως θα μεγαλώσει αυτό, κι εσύ μαζί ν' ανθίσεις.
Κράτα, ψυχούλα μου, αυτό τ' αμάραντο λουλούδι,
η Αγάπη είναι γιατρειά και σου 'φτιαξε τραγούδι:
- «Ξύπνησε, αρχοντόπουλο, ξύπνησε, πρίγκιπά μου,
φόρεσε τ' άσπρα ρούχα σου κι έλα στ' απέραντά μου 1115
λιβάδια που επιθύμησες ελεύθερος να τρέχεις
μες στην Αλήθεια και το Φως, παντοτινά θα έχεις
αυτό που επιθύμησες και το 'ψαχνες στις λάσπες
και σου το δίναν πλαστικό μέσα σε σάπιες γλάστρες.
Μην τον πουλάς τον πόθο σου, είναι το μόνο που έχεις. 1120
Νιώσε τον κι ας σε κάνανε στα σκοτεινά να τρέχεις,
γιατί είσαι ο πιο ευαίσθητος, είσαι ο πιο ωραίος
και από κει σε πιάσανε, μα είσαι ακόμα νέος.
Νέος θα πει να μη μασάς άλλο το παραμύθι,
που θέλουν να σου δώσουνε για να βρεθείς στη λήθη. 1125
Α-λήθεια μόνο να ζητάς, να 'ναι ο δικός σου τόπος,
που έχει πρόσωπο όμορφο κι είναι ο μόνος τρόπος!
Δεν σε αφήνω μοναχό, σε παίρνω στην καρδιά μου,
έλα, άμα θέλεις, ζήτησε και θα βρεις στον οντά μου
ζεστό ψωμί και ζεστασιά, γιατρειά κι ελευθερία, 1130
μην πιάνεσαι κορόιδο πια, έχω τη σωτηρία!»
- Να ξέρεις, πόνεσα κι εγώ κι είχα μεγάλη ανάγκη
και έσπασα και λύγισα κι έχω γεμίσει πάθη,
που νιώθω να 'ναι φυλακές και πολύ με ζορίζουν.
Φουμάρω τα τσιγάρα μου και κλαίω γιατί με ορίζουν. 1135
Κι αναρωτιέμαι, γιατί αυτό να το 'χω δεκανίκι
και μαύρα τα πνευμόνια μου να έχω, μα και νοίκι
να τους πληρώνω βερεσέ και αφού το αρπάζουν
να λεν πως η υγεία μου κι η προκοπή τους νοιάζουν.
Γιατί είναι αλήθεια πως κι αυτό είναι αυτοκτονία, 1140
μα μέχρι να 'ρθει η ζεστασιά μες στην καρδιά την κρύα
και να χορτάσει ολότελα, ανάβω τσιγαράκι
να μου θυμίζει να πονώ που ακόμα λείπει κάτι
και να ποθώ όλο πιο πολύ μέσα μου να χορτάσω,
μα και να μην τυχόν ποτέ ξεφύγω και ξεχάσω 1145
ότι Άλλος μας χορταίνει απλά, Άλλος μας καθαρίζει
κι ότι αν ανοίξω την καρδιά κι όλη την κατοικήσει,
τότε δεν θα 'ναι ανάγκη πια τα στήθια να γεμίζω
με άσχημο πικρό καπνό κι έτσι να τα βρωμίζω.
Ένα διαφημιστικό διάλειμμα κάνω τώρα, 1150
μια και σε ζάλισα πολύ όλη αυτήν την ώρα·
προσπάθησα μία φορά κάποτε να το κόψω,
μα μ' έπιασε χαρμάνιασμα κι ήθελα να το διώξω
κι έγραψα μες στο ζόρι μου ακόμα ένα «στιχάκι»…
Στο αφιερώνω κι άμα θες, κάνε το τραγουδάκι. 1155
Σαν καλαμπούρι θα στο πω και σαν ανεκδοτάκι.
Λιγούρα τόση ένιωθα, που το 'πα «Ζητιανάκι»:
«Μικρό παιδί αμούστακο, δώδεκα-δεκατρία:
Ζητιανάκι: - Ένα τσιγάρο δώσε μου να πιω, καλέ κυρία.
Κυρία: - Πάρε ψωμάκι που κρατώ την πείνα να χορτάσεις 1160
κι έλα στο σπίτι μου γωνιά σου 'χω να ξαποστάσεις.
Είσαι παιδί πολύ μικρό, τσιγάρο δεν σου δίνω,
κράτησε στο χεράκι σου, αυτό εδώ το κρίνο.
Ζητιανάκι: - Κι αν είμαι βρώμικο πολύ, πεινάω και κρυώνω,
ένα τσιγάρο δώσε μου μ' αυτό βαστώ τον πόνο, 1165
το άδικο κι η ερημιά χαρμάνι στον καπνό μου,
τ' ανάβω για να καίγονται να σβήνω τον καημό μου.
Ετούτο το κρινάκι σου, βάλε το στα μαλλιά μου,
δώρο αγάπης να βαστώ, να το 'χω φορεσιά μου
και στη ζεστή γωνίτσα σου, ζέστανε την καρδιά μου, 1170
μέχρι να λιώσουν οι καημοί να βρω τη γιατρειά μου.
Κυρία: - Δώσ' του Θεέ μου που πεινά, σκέπασ’ το που κρυώνει
κι άναψε το τσιγάρο του σαν περπατά στο χιόνι!
Κι οδήγησε τη στράτα του στου ήλιου τα λημέρια,
έτσι το τσιγαράκι του θα πέσει από τα χέρια. 1175
Μικρό αμούστακο παιδί, δώδεκα-δεκατρία,
στους ώμους βάρος η ζωή, στα μάτια ελευθερία».
Μα ας το ελαφρύνουμε, για να 'χει λίγο χάζι,
πάμε ξανά στο θέμα μας, που είναι πώς αράζει
καθένας μας και το γλεντά με ό,τι βρει εμπρός του 1180
κι έτσι περνάει άνοστα κι ανούσια ο καιρός του.
Τώρα τα λέω εκεινού που αδιάφορα σφυρίζει
και που όπως λέει η αγορά, την ζήση του ορίζει:
Τράβα και πάρε κινητό, άλλαξε και το φύλο,
στο fame story πήγαινε και κάνε, αν θες, το σκύλο, 1185
γίνε ρομπότ και διακοπές οργάνωσε από τώρα
κι ενημερώσου σχετικά με προσφορές και δώρα
και τέλος πάντων ό,τι θες, κάνε, μα μην ξεχάσεις
να βάζεις πάντα μουσική όποιας κι αν είσαι κλάσης.
Παλιά, το είχε ο βασιλιάς προνόμιο ν' ακούει 1190
όλη τη μέρα μουσική, άμα το είχε χούι,
γιατί έπληττε απ' την πολλή χλιδή και αφθονία,
μα τώρα αυτό το έπαθε όλη η κοινωνία.
Όταν σου λέμε όμως παντού και πάντα το εννοούμε.
Μην κάνεις ένα διάλειμμα, θα στενοχωρηθούμε. 1195
Είναι ωραία η μουσική γι’ αυτό με λαιμαργία
να φτάσεις ως και στα αυτιά να 'χεις παχυσαρκία,
για να γλυκαίνονται αυτά σ' όποιον ρυθμό και να ‘ναι.
Λιμοκτονούν τα αισθήματα και ό,τι βρουν θα φάνε.
Είναι τροφή η μουσική, ζεσταίνεται η καρδιά μας, 1200
μα η υπερκατανάλωση, είναι ασθένειά μας
βουλιμική για μουσική ή τέλος πάντων ό,τι
θυμίζει, μοιάζει, φαίνεται και τζαζ και Παβαρότι·
και τρανς και ροκ και έντεχνα κι ενίοτε μπουζούκι
και έθνικ μα και ambient – ας είν' και τουρλουμπούκι! – 1205
και ποπ μα και δημοτικά, hip hop, low bap και Yannis,
ρεμπέτικα και σάουντρακ, ντισκ τζόκεϊ να κάνεις
το έρμο το κεφάλι σου να μοιάζει δισκοθήκη,
μη βάλεις όμως πια ποτέ τ' ακουστικά στη θήκη!
Εκτός κι αν έχει μουσική ο χώρος που τραβιέσαι, 1210
παντού σου βάζουν μουσική, δεν θέλουν να βαριέσαι
στα σούπερ μάρκετ, στο γιατρό, ταβέρνες, καφενεία,
σπίτια και γυμναστήρια, τηλέφωνα και πλοία,
αεροπλάνα, πούλμαν και του Δήμου υπηρεσίες,
σε κομμωτήρια, ταξί μέχρι και στις πλατείες, 1215
μες σε μπουτίκ ντυσίματος μα ίσως και κρεάτων,
σκεπάσαν το νιαούρισμα ακόμα και των γάτων!
Αν αυτό ηχορρύπανση δεν είναι, πες μου τότε,
πού είν' οι ωτοασπίδες μου, αφού εσείς τα τρώτε
όλα και τα χωνεύετε, ακόμα κι αν το στυλ σας 1220
έχει ένα μόνο κόλλημα, δεν λέω η άποψή σας
μπορεί να είναι σταθερή και απ' αυτούς να είστε
που έχουν κάποια επιλογή, εντάξει, αλλά κλείστε
αυτό το κασετόφωνο που παίζει νύχτα μέρα,
ακόμα και τον ύπνο σας τον θέλετε βεγγέρα; 1225
Μα τέλος πάντων εμετό δεν κάνετε απ' τις νότες;
Κι ο Μπαχ θα σιχαινότανε και θα 'κλεινε τις πόρτες,
αν όλη μέρα παίζανε το αριστούργημά του,
και θα τα έπνιγε ευθύς τα ίδια τα παιδιά του!
Θορυβολάγνοι γίναμε και χάθηκε η αξία 1230
της μουσικής, όσο καλή κι αν είν' και με ουσία.
Μα η μουσική είναι συντροφιά και δεν αντέχεις μόνος,
ξέρω, έχεις δίκιο, φίλε μου, είναι μεγάλος πόνος
και τι να κάνεις ο έρημος, πώς να τη βγάλεις τώρα,
που όλες οι πόρτες σου 'κλεισαν και σου 'πανε: «Προχώρα!» 1235
Διψάς για λίγη ζεστασιά και το 'παμε δεν έχει,
εδώ είναι κατάψυξη και το νερό δεν τρέχει!
Μα δες την έλαφο αυτήν που πίνει και χορταίνει
«απ' των υδάτων τας πηγάς» , ποτέ της δεν ξεμένει,
γιατί ελάφι είν' αυτό που όταν ρουφούσε φίδια, 1240
είχε ανάγκη απ' την πηγή που είν’ η ζωή η ίδια.
Όταν το φίδι, το κακό, το φας και το σκοτώσεις,
πρέπει το δηλητήριο να εξουδετερώσεις,
γι’ αυτό να πιείς απ' την πηγή είναι και ευτυχία,
μα πρώτα απ' όλα είν' αυτό που φέρνει αθανασία. 1245
Κάτω απ' το μπαλκόνι σου, σου φαίνεται ουτοπία,
γι’ αυτό κι ο μέγας Γκάτσος μας μες στην απελπισία,
ένιωθε πως δεν του 'δινε καμία σημασία
η καθαρή αυτή πηγή που είν’ η Αθανασία.
Ούτε τη βρίσκεις στους ποιητές, στους Κροίσους ή στον δυόσμο· 1250
μα μόνο μάτια αλλιώτικα σαν βρεις να δεις τον κόσμο,
αυτά που βλέπουν την πηγή και ξέρουν και ζητάνε,
που μέσα απ' τα λασπόνερα δεν θέλουν να ρουφάνε,
όση κι αν είναι η δίψα τους, τρέχουν δε σταματάνε.
Είναι ζωή ή θάνατος λένε και προχωράνε! 1255
Τώρα, αν δεν κατάλαβες τουλάχιστον ακόμα,
πως δηλητήριο τραβάς σ' αυτό εδώ το χώμα
και ξεγελάς τη δίψα σου απ' τα λασπόνερά του,
θα συμφωνήσεις με αυτό το ποίημα του Γκάτσου,
πως η Αθανασία πια καμία σημασία 1260
δεν δίνει στον εξώστη σου, ούτε στα θεωρεία.
Και θα θυμώσεις με αυτήν που δεν την ανταμώνεις,
Αυτή σταυρώθηκε για μας κι εσύ δεν τη ζυγώνεις,
σου φαίνεται η Ανάσταση πως είναι μια γιορτούλα
για σένα, την λαμπάδα σου και την ωραία σούβλα. 1265
Ε, βέβαια, όλα μια γιορτή τα 'κανε η απελπισία,
για πανηγύρια νοιάζεται ακόμα κι η εκκλησία.
Γιατί δεν μας το είπανε πως ο Χριστός ο Ίδιος
δίνει συνέχεια απ' την πηγή, πρέπει όμως πρωτίστως
εσύ να το επιθυμείς, ελεύθερος αφού είσαι, 1270
μα εσύ δεν είσαι ελεύθερος, γιατί σου λένε σβήσε
τη δίψα στις γιορτούλες μας, πιες καμιά κόκα-κόλα
μήπως τυχόν αφυπνιστείς κι ύστερα για μπριζόλα
σε ποιόνε θα πουλήσουνε το δηλητήριό τους;
Οι σκλάβοι αν ξυπνήσουνε, θα χάσουν το προσόν τους 1275
να είναι αυτοί αφεντικά και να τα ελέγχουν όλα·
τους φαίνεται παντοτινά πως θα 'χουν τέτοια σόλα,
για να πατάν το ελάφι μας στο ωραίο του κεφάλι,
για να μην υποψιαστεί πως η αλήθεια είναι άλλη.
Και πως υπάρχει και η Πηγή, υπάρχει αθανασία 1280
και θα τελειώσει κάποτε αυτή η κοροϊδία,
που χίλια επιχειρήματα δίνει στη λογική σου,
για να πειστεί πως θάνατος θα 'ναι η κατάληξή σου.
Είναι ψευτιά ο θάνατος, τροφή για τα κοράκια
και φιγουράρει ψεύτικα μες στα δικά μας μάτια 1285
μαζί με την ανάγκη μας, που ψάχνει να χορτάσει
με βρώμικα λασπόνερα και τη ζωή να πιάσει,
για να την ζήσουμε οι φτωχοί μες στην απελπισία
σα να 'ν' θανατική ποινή με λίγη διορία.
Ε, δεν αντέχω άλλο πια, τα ισοπεδώσαν όλα! 1290
Γι’ αυτό σου λέω φίλε μου μην πιείς την «κόκα-κόλα»…
Πώς να το ψάξεις το νερό, αφού είσαι χορτασμένος
κι ούτε το βάζεις στο μυαλό πως δηλητηριασμένος
κι όχι χορτάτος, μα νεκρός, στ' αλήθεια ναρκωμένος,
κοιτάς τον ήλιο και αυτός σου φαίνεται αναμμένος. 1295
Κι ύστερα βλέπεις πορτατίφ και το περνάς για ήλιο,
άσ' τα να πάνε, κόλλησες, σα να 'σαι σε βινύλιο
παλιά βελόνα κι όλο λες το ίδιο και το ίδιο
κι έφτασες και το πίστεψες πως αυτό το βαρίδιο,
που σ' έκανε και κόλλησες, είναι προς όφελός σου· 1300
το έκανες σημαία σου πως θέλει το καλό σου
και πίστεψες πως είν' αυτό, το σάπιο κόλλημά σου
το τραγουδάκι ολόκληρο, βρε αδερφέ, φαντάσου
ν' ακούγαμε ολόκληρο το δίσκο πώς θα ήταν
και ν' άνοιγε μια πόρτα ευθύς και να μας λέγαν «κοίτα!» 1305
Και να μας δείχνανε πολλές, άπειρες δισκοθήκες…
Άντε, λοιπόν και να στο πουν, μα εσύ έχεις υποθήκες,
το σπίτι, το κεφάλι σου κι όλα τα υπάρχοντά σου,
δήλωσες για εγγύηση μέχρι και τη γιαγιά σου
και όλα αυτά τα έκανες στη βεβαιότητά σου, 1310
πως βλέπεις τάχα καθαρά, τα επιχειρήματά σου
ήτανε τόσο στέρεα που θα 'παιζες ακόμα
ξανά μια το κεφάλι σου όταν θα ήσουν πτώμα.
Εσύ ξέρεις απόλυτα πως όλο το τραγούδι
είναι αυτό που κόλλησες: «ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΕΙΝ' ΛΟΥΛΟΥΔΙ». 1315
Μα, να, που όμως ίσως και η δύστυχη βελόνα
που κόλλησε και έπαιζε τα ίδια έναν αιώνα
και κορδωνόταν πως αυτό η Μουσική όλη είναι
και ας της φώναζε η ζωή: «Τα δεδομένα σβήνε!»,
όταν θελήσει η Μουσική, η ίδια η αρμονία, 1320
να της ανοίξει όλα αυτά τα άπειρα αρχεία,
ίσως, λοιπόν, να είναι αργά να πάει στο μάστορή της
σαν δει πως είχε κόλλημα για επαναδιόρθωσή της.
Τότε θα κλαίει και θα θρηνεί για τον χαμένο χρόνο
και που αυτό το γρίτσι-γριτς έπαιζε πάντα μόνο… 1325
Αλίμονο! Κι η Μουσική την ήθελε μαζί της,
μα αυτή όμως δεν το έβλεπε κι έπαιζε το βιολί της.
Κι αν κάποιοι ξεκολλήσουνε, η αρχή είναι ζοριλίκι,
γιατί μοιάζουν με πρόβατα κι είναι τριγύρω οι λύκοι.
Δεν θα σ' αφήσουν εύκολα κι οι «φίλοι» σου ακόμα, 1330
θα τρίζουνε τα δόντια τους σαν φύγεις απ' το κόμμα.
Γιατί έτσι θα σε χάσουνε από καλό πελάτη
και θα σου βγάλουν όνομα, μα και αυτό το μάτι!
Πρώτα αυτοί θα γίνουνε λύκοι από «αγάπη»…
Σε θέλουν για τα δόντια τους κι όχι ν' αλλάξεις κάτι. 1335
Είτε γιατί τους τη χαλάς την όμορφη παρέα.
αν ήσουν και γελωτοποιός, τραγούδαγες κι ωραία,
αν έλυνες προβλήματα και πάντα ήσουν μαζί τους,
είτε τα αυτιά τους χάιδευες σε κάθε άποψή τους
κι ήσουνα το καλό παιδί και πάντα προσκυνούσες 1340
το τέλειο μεγαλείο τους και τους ικανοποιούσες,
έτσι για να 'σαστε καλά και να κυλάει η ζήση,
πες μου, αν εσύ τους ξέφυγες, ποιός θα παρηγορήσει
ετούτη την απώλεια; Αχ, δεν θα την αντέξουν,
σείονται τα θεμέλια κι απάνω σου θα τρέξουν 1345
μ' ανησυχία φιλική, με φόβο κι ενδιαφέρον,
αυτοί δεν είναι άρρωστοι, εσύ είσαι ο φέρων
ανίατη ασθένεια, κοινώς την λέμε τρέλα.
πώς γίνεται να λιάζεσαι πιο έξω απ' την ομπρέλα;
Πίσω απ' την αγωνία τους κρύβεται κι ένας φόβος 1350
να μη χαθούν οι ασφάλειες, να μην προκύψει λόγος,
έτσι ώστε αυτοί να ερωτηθούν από τον εαυτό τους,
ποιός έχει δίκιο, οι ίδιοι τους ή μήπως ο τρελός τους;
Γιατί αν βάλουν στο μυαλό μια τέτοια ανησυχία,
πρέπει στα δεδομένα τους μια ακτινογραφία 1355
να κάνουν, όμως είναι αυτό σκέτη ταλαιπωρία.
Στο κάτω-κάτω της γραφής βρίσκουν πως η υγεία
που έχουν είναι μια χαρά, το είπε κι ο γιατρός τους,
αν παίρνουνε το χάπι τους ή ό,τι βρουν εμπρός τους
κι αφού η γνώμη η κοινή έτσι το αποφασίζει, 1360
υγεία είναι να καίγεσαι, όμως να σε δροσίζει
εκείνη η ψευδαίσθηση πως, ό,τι λένε όλοι,
εκείνο είναι το σωστό και το φοράς «βραχιόλι»,
ώστε επιβεβαίωση να είναι η κοινή γνώμη,
οπότε δεν χρωστάς ποτέ και πουθενά συγγνώμη. 1365
Η συνταγή, το είπαμε, σε θέλει ευτυχισμένο
που πάει να πει συμβόλαιο να 'χεις καλογραμμένο,
που να ορίζει ποιά ακριβώς είναι η ευτυχία
που σου επιβάλλει να ποθείς αυτή η κοινωνία.
Ούτε πιο λίγο απ' αυτό ούτε βεβαίως πιο πίσω, 1370
είναι μοντέλο ακριβές πρέπει να το τηρήσω,
ό,τι προτείνουν ακριβώς να κάνω για να ζήσω,
είναι μανιέρα η ζωή, πρέπει να συνηθίσω…
Αυτό ακριβώς το τέλειο εικονικό μοντέλο
που δείχνει η τηλεόραση να βάλω για καπέλο. 1375
Να είμαστε όλοι όμορφοι, κεφάτοι, ευτυχισμένοι,
διάσημοι, ενδιαφέροντες και επιτυχημένοι.
Δεν θέλουμε προβλήματα σε τούτη την ταινία,
το «ζουμ-τριαλαριλαρό» είναι η ευτυχία!
Η ψεύτικη επίφαση κεφιού κι αισιοδοξίας, 1380
όνειρα πάνω απ' αυτό είν' ένδειξη βλακείας,
αλλ' όμως και λιγότερο δεν κάνει, είν' αρρώστια,
το μέτρο είναι να φοράς, όποια σου πουν εντόσθια
κι αν η ζωή στα φέρει αλλιώς για να σε συνετίσει
κι αν έρθει κάνα πρόβλημα να σε ταρακουνήσει, 1385
να σου 'ρχεται παράνοια και να σε πιάνει τρέλα,
θες όλα να 'ναι σε σειρά κι αρπάζεις την ομπρέλα,
ψεύτικα κουκουλώματα να φαίνονται όλα εντάξει,
να μην τυχόν και μαθευτεί ότι στην ίδια τάξη
έμεινες κι απ' το σύνολο εσύ ό,τι διαφέρεις. 1390
Πανίσχυρος και άτρωτος πρέπει να καταφέρεις
να δείχνεις, γιατί αλλιώτικα σε περιμένει ψόγος
ή της ζωής το μάθημα όπως ο ψυχολόγος
για σένα το ετοίμασε και για κάθε καημένο,
που μπλέχτηκε, ενώ δίνεται το σχέδιο ορισμένο. 1395
Δεν είναι τίποτα σου λεν και μην ανησυχήσεις,
ή νεύρωση ή ψύχωση είναι, αν το νομίσεις,
πως κάτι άλλο είν' η ζωή από αυτό το ψέμα,
πρέπει να βάλεις τα γυαλιά και να αλλάξεις βλέμμα.
Ζωή είναι προσομοίωση ζωντάνιας κι ευτυχίας, 1400
μα σκέτη επιβίωση είναι επί της ουσίας.
Είσαι απολύτως υγιής, αν είσαι στην αγέλη,
οπότε εσύ που αντιδράς θα χρεωθείς τα τέλη
της όποιας σου παράβασης, κυρίως αν διαφέρεις,
δεν σε αφήνουν ήσυχο μήπως και καταφέρεις 1405
να αποδράσεις και φωτιές στη βεβαιότητά τους,
ανάψεις χωρίς να το θες μια κι είσαι ανάμεσά τους.
Μεγάλος πονοκέφαλος να 'χεις άλλο «καλάθι»,
γιατί σ' αυτήν την εκδοχή σε κυνηγούν οι βλάχοι!
Και δεν ξεφεύγεις, γιατί αυτοί το 'χουν συμφωνημένο 1410
και μάλιστα το χαίρονται που 'ναι κατεστημένο.
Δικαιωμένοι, αγωνιστές, μέχρι κι επαναστάτες,
όλοι αμετακίνητοι μην έχεις αυταπάτες,
μοιράζονται τους ρόλους τους και βρίσκουν ησυχία,
αν λείψεις απ' το έργο τους, αυτό είναι προδοσία. 1415
Κι αλίμονο! Αν σε αγαπούν, δεν θα σε κυνηγήσουν,
δεν θα σε πάνε φυλακή, μα όμως θα σε κλείσουν
η πνιγηρή φροντίδα τους κι η βεβαιότητά τους
σε πιο μεγάλη φυλακή, που είναι η αγκαλιά τους,
κι αν δεν καθίσεις και εκεί, πολύ πια θα θυμώσουν 1420
και τότε θα σιγουρευτούν πως πρέπει να σε σώσουν,
γιατί είναι επικίνδυνο που είσαι μακριά τους
και δεν υπολογίζεις πια τα επιχειρήματά τους.
Δεν σου 'πανε να συμφωνείς με όλα μα με κάτι.
Τι θα πηδήξεις στο κενό; Ε, θα σε πουν σακάτη. 1425
Αυτό είπανε και στον σοφό που έλεγε «ουδέν οίδα».
Κουνήθηκαν οι ασφάλειες και το 'νιωσαν παγίδα.
Υπάρχει και περίπτωση σε κάποιους να αρέσει,
σε κάποιους νέους στην καρδιά, που ακόμα ψάχνουν θέση,
μα αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί είναι ένα στρώμα, 1430
που και την όποια απόδραση την σκέφτονται σε κόμμα.
Είναι ωραίοι, ανήσυχοι, θέλουν ελευθερία,
μα η τάση που 'χουν οι άνθρωποι σ' αυτήν την ηλικία
τους σπρώχνει στο φανατισμό, γιατί ζητάει να δέσει
με ιδέες και συνθήματα και κάποιονε στη μέση 1435
ένα καινούριο σύστημα, μια νέα θεωρία,
οπότε πάλι θα 'χουμε μια νέα ιδεολογία.
Κι ο Βιτγκενστάιν έφυγε, πήγε στη Νορβηγία,
μια κι ήξερε τον κίνδυνο που ‘χει η Φιλοσοφία.
Γιατί όσο κι αν το ήθελε να γίνει ο «κανένας», 1440
έναν σπουδαίο φιλόσοφο έβλεπε ο καθένας
κι ενώ αυτός τους έλεγε πως η Φιλοσοφία
είναι για να γκρεμίζουμε την κάθε θεωρία,
εκείνοι πάλι χτίζανε το οικοδόμημά τους
και απ' αυτόν ζητούσανε να γίνει μέντοράς τους. 1445
Δε λέμε πως δεν είν' καλό, αν ψάχνεις την Αλήθεια
να βοηθήσεις και αυτούς που ασφυκτιούν στα δίχτυα
και θέλουν ν' αποδράσουνε, μα πρέπει να προσέχεις
αυτήν την μπανανόφλουδα που βάζουνε οι σχέσεις.
Άλλωστε είσαι και εσύ ένας που ακόμα ψάχνει. 1450
Το είπαν και οι Σκεπτικοί δεν βλέπεις μες στην πάχνη
της όποιας βεβαιότητας, των όποιων δεδομένων,
γι’ αυτό διαλέγεις το μηδέν απ' ό,τι είναι δοσμένο
μήπως εκεί καθαριστείς και τότε η Αλήθεια
εκείνη έρθει και σε βρει, σαν διώξεις τη συνήθεια. 1455
Να θεωρείς αληθινό αυτό που βλέπει η τύφλα
αυτής της δήθεν λογικής, που σου κολλάει σαν τσίχλα
στη σφαίρα του εγκεφάλου σου και νέα δεδομένα
σου στρώνει πάλι απ’ την αρχή στέρεα βεβαιωμένα.
Άρα, δεν έχεις τίποτα να πεις κι αυτό ακόμα, 1460
το ότι δεν ξέρεις τίποτα, φύλαξ' το μες στο στόμα
κι αν έρθει εκείνη η στιγμή και το μηδέν φωτίσει,
και λίγο ανοίξουν οι οφθαλμοί κι η Αλήθεια σ' οδηγήσει,
μην γίνεις Υπεράνθρωπος όπως αυτός του Νίτσε
κι αρχίσεις λόγια να τους λες, καλύτερα αυτό δείξε: 1465
Ότι η Αλήθεια πρόσωπο είναι και όχι λόγια
και για να έρχεται, εσύ, κάθεσαι στα «υπόγεια»,
εκεί που σβήνει το μυαλό και η καρδιά χτυπάει,
γιατί στ’ αλήθεια αληθινός είν' όποιος αγαπάει.
Και αγαπάω δεν θα πει γίνομαι δάσκαλός σας, 1470
θα πει είμαι υπηρέτης σας και ο πιο ταπεινός σας,
για να εστιάσετε στο φως, που σβήνεις για να έρθει
και να ζητά ο καθένας μας κοιτάζοντας να στρέψει
εκείνο το ωραίο μηδέν που γίνεται καθρέφτης,
όχι σε όποιον κομπασμούς και λόγια λέει ο ψεύτης, 1475
μα στην Αλήθεια που ρευστή έρχεται σαν ποτάμι,
δεν πιάνεται, δεν κλείνεται, συμβόλαια δεν κάνει,
μόνο σε θέλει καθαρό, με πόθο στην καρδιά σου
και στα σκουπίδια τα πετά τα επιχειρήματά σου.
Εκείνα είναι το Πρόσωπο και συ είσαι κατ' εικόνα. 1480
Μην την πατήσεις, φίλε μου, και νιώσεις πως το χώμα
που ακόμα είσαι, έγινε το Φως που έχεις λαχτάρα,
εκείνο καίει δυνατά κι εσύ θα μπεις στη σχάρα,
αν το μπερδέψεις και το δεις για πρόσωπο δικό σου.
Εσύ ας μείνεις διάφανος κι αυτό είναι δανεικό σου, 1485
γιατί αλλιώς ίσως καείς από το Φως το ίδιο,
σαν Ίκαρος θα τσακιστείς, θα πέσεις σαν βαρίδιο,
αν το οικειοποιηθείς, και θα 'ρθουν τα κοράκια
και θα τσιμπάνε αχόρταγα τα ωραία σου λογάκια!
Έτσι την πάτησε κι αυτός ο τραγικός Ιούδας, 1490
που θα 'τανε καλύτερο να σώπαινε σαν Βούδας,
μα αυτός οικειοποιήθηκε την Χάρη του Δασκάλου
και ήθελε τον μάνατζερ να κάνει του Μεγάλου.
Γιατί ποθούσε να Τον δει στον θρόνο Επαναστάτη,
ήθελε τον Θεάνθρωπο καβάλα πάνω σε άτι 1495
και πήγε έτσι αυτόβουλα, αυτός να καθαρίσει,
λες κι ήτανε το σχέδιο δικό του να ορίσει,
λέγοντας: «Θα σας πω εγώ ποιός είναι ο Μεσσίας»,
γιατί ονειρευότανε μια πράξη ανταρσίας
σ' επίπεδο πολιτικό και ήθελε ν' αρχίσει 1500
εκείνη η επανάσταση που τόσο είχε ποθήσει.
Έβαλε την πολιτική, την ιδεολογία
και τα δικά του σχέδια πάνω από τον Μεσσία.
Δεν ήθελε ν' ακολουθεί το θέλημα Εκείνου,
που είχε την ταπείνωση του θεϊκού και φίνου 1505
Προσώπου που ενσαρκώθηκε, του Λόγου της Τριάδας.
Ο Ιούδας ανυπόμονος ήθελε Ιλιάδας
σενάριο να εκτυλιχθεί κι «έδωσε» τα Μυστήρια
απ' τη φιλοδοξία του κι όχι για τα αργύρια.
Δεν ήτανε φιλάργυρος, είχε φιλοδοξία 1510
να προχωρήσει μόνος του αυτή την ιστορία,
ενώ το είχε πει ο Χριστός στους Μαθητές να κρύβουν,
ποιός είν' Αυτός στα λόγια τους και έτσι να το δείχνουν
μόνο στην πράξη, αφήνοντας την Χάρη Του να δίνουν
σαν λύχνοι που όντως λάμπουνε πάνω στου κομοδίνου 1515
την επιφάνεια και γι’ αυτό τους βάζουμε εκεί πάνω
κι όχι για να φωνάζουνε: «Κοιτάξτε εγώ τι κάνω!»
Ο Ιούδας είπε στους Ιερείς: «Εγώ Τον εγνωρίζω,
Αυτόν που περιμένουμε κι αν θέλετε ορίζω
τον τρόπο αναγνώρισης και θα Τον παραδώσω 1520
Αυτόν που είναι ο Μεσσίας μας και καρτερούμε τόσο».
Το έκανε σκεπτόμενος πως θα 'χε άλλη πορεία
κι άλλη εν τέλει εξέλιξη αυτή η ιστορία:
Πως δεν θα παραδίνονταν, μα θα επαναστατούσε
κι έτσι το πολυπόθητο έργο θα ξεκινούσε. 1525
Γι’ αυτό, σου λέω, φαίνεται η Αλήθεια, δεν μιλιέται,
δεν είν' αόριστη έννοια, στην πράξη συναντιέται
και σβήσε ευθύς τα ίχνη σου, πρόσωπο εσύ δεν είσαι,
Εκείνη μόνο είν' Πρόσωπο, γι’ αυτό και Την στερείσαι,
όταν γυρεύεις να την βρεις σε λόγια και απόψεις 1530
και δεν μπορείς την κεφαλή του εγωισμού να κόψεις.
Γιατί κοιτάς την πάρτη σου με λόγια να δοξάσεις
κι άμα στα λόγια τον ζητάς τον Λόγο θα τον χάσεις,
γι’ αυτό πρέπει κι ο ίδιος σου να αυτοαναιρείσαι
κι αν την Αλήθεια συναντάς να μην μας λες ποιος είσαι. 1535
Άσε Εκείνη να φανεί και συ εξαφανίσου.
Αν Την φανέρωσες σε μας, αυτό είν' η αμοιβή σου.
Να μην γνωρίζει η «δεξιά» τι κάνει η «αριστερά» σου
που πάει να πει ο εγκέφαλος να ξέρει τα μαλλιά σου,
μα να μην ξέρει τι εσύ στ' αλήθεια επιλέγεις 1540
και κάνει καταχώρηση, εσύ ας τον κοροϊδεύεις,
γιατί είν' αυτός μηχάνημα που θέλει να οργανώνει
και ότι βρεις, στ' αρχεία του κοιτάζει να το σώνει.
Αυτή είναι η λειτουργία του, δεν φταίει η χημεία,
μα είναι για άλλα πράγματα κι όχι για ελευθερία. 1545
Γι’ αυτό τον σβήνεις, άμα θες να έρθει η Αλήθεια.
Γι’ αυτήν αρκεί ο ανιχνευτής που έχεις μες στα στήθια,
που δεν επεξεργάζεται στοιχεία, δεδομένα,
στρέφεται αυτόματα στο Φως και λέει: «θέλω Εσένα!»
Αυτό που λέγεται καρδιά μονάχα επιλέγει 1550
ή το ψυχρό ή το θερμό και έτσι δεν τα μπερδεύει.
Έτσι ο πρώτος σου εχθρός είναι η αυτοεικόνα,
που λέει πως εσύ είσαι αυτός που ψάχνεις τόσα χρόνια
και τότε σκοτεινιάζει αυτός ο καθαρός καθρέφτης
και γίνεσαι υπερφίαλος, εγωιστής και ψεύτης. 1555
Γιατί ενώ ήξερες καλά ότι ζητάει διαφάνεια
η Αλήθεια για να έρχεται, σαν έρθει η περηφάνια
και διαλαλείς την πάρτη σου και έτσι καμαρώνεις,
το πρόσωπό σου φαίνεται κι έτσι δεν φανερώνεις
αυτό που τόσο αγαπάς και που μας αγαπάει 1560
και ο ξερός εγωισμός, όπου ήσουν σε γυρνάει.
Αυτός που έχει αποστολή να λέει την Αλήθεια,
ζητάει και τρόπο να την πει, ίσως με παραμύθια,
όχι δικά του μα αυτά που Εκείνη υπαγορεύει.
Εκείνος μόνο τη γροικά κι απ' το μυαλό του φεύγει, 1565
έτσι ώστε να ακούσουνε μόνο όσοι αντέχουν,
γιατί οι άλλοι καίγονται και να ορμήξουν τρέχουν
κι ο τρόπος είν' ταπείνωση κι όχι υπερηφάνεια,
γι’ αυτό κι ο ίδιος ο Θεός κρύφτηκε «στα ουράνια»,
για να 'σαι συ ελεύθερος, αν θες, να Τον ζητήσεις 1570
κι αν πρώτα απ' όλα την καρδιά ζητάς να καθαρίσεις.
Γιατί ήρθε ο Θεάνθρωπος κι αυτοί βάγια Του στρώσαν,
μα «Εγώ ειμ' η Αλήθεια» άκουσαν κι οι ίδιοι Τον σταυρώσαν.
Αυτά που σου 'πα μυστικά ας μείνουν στο ντουλάπι
και ό,τι είπαμε ως εδώ, ας είν' ψωμί κι αλάτι. 1575
Σε τούτη τη διαδρομή, κράτα για φορεσιά σου
μία στολή παραλλαγής να μοιάζεις στη γενιά σου
και όλα καν' τα, μα αλλιώς θέατρο έξω είναι,
παίξε το ρόλο σου καλά, τα ίχνη όμως σβήνε.
Σ' αυτά τα χαρακώματα, φυλάξου απ' τις σφαίρες, 1580
καλύψου ήσυχα κι απλά και μη μετράς τις μέρες·
κι ο χρόνος είναι ένα τρικ που έχει η κοινωνία.
Εσύ μείνε στη θέση σου και κάνε την «κυρία»!
Μην φλυαρείς και σώπαινε και πες την προσευχή σου,
έτσι θα δεις να φεύγουνε αυτοί που είν’ οι εχθροί σου. 1585
Παράδειγμα, αν δεν φτιάχνεσαι με όσα σου προτείνουν,
σε λένε τότε γραφικό κι απ’ έξω σε αφήνουν,
άλλοτε με συμπάθεια ή και με καταφρόνια,
κάνε λιγάκι υπομονή δεν θα ‘ναι για αιώνια.
Σήμερα δε σταυρώνουνε μ’ ακάνθινο στεφάνι, 1590
σήμερα σε περιγελούν ή σε κοιτούν σαν χάνοι,
σαν αναγκαίο βάσανο, σαν ξωτικό, σαν ούφο.
- «Άδραξε τη ζωή, χαζέ, μην την κοιτάς, ρε μπούφο!»
- «Ποιά λέτε έτσι, ρε παιδιά, ζωή είναι αυτό που ζείτε;
Και θα μετριέται για ζωή, στο μνήμα σαν θα μπείτε; 1595
Το ότι τρώτε εσείς εδώ, πίνετε και γλεντάτε,
άντε και λίγο σκέφτεστε και ήσυχα κοιμάστε;»
- Κράτα το στόμα σου κλειστό, σου 'πα, μα αν δεν κρατιέσαι,
πεσ' τα μα κρύψου εσύ καλά, γιατί αλλιώς τραβιέσαι!
Κοίτα να μην τους τυραννάς και να μη βγάζεις μάτι 1600
σαν πίνουνε τις μπύρες τους, σαν είναι στο κρεβάτι
και τόσο όταν χαίρονται με τ' αποκτήματά τους
και οργανώνουν τη ζωή, μετρούν τα χρήματά τους
και προπαντός όταν αυτοί μιλούν στον πράκτορά τους
και κανονίζουν διακοπές για να βρουν την υγειά τους 1605
ή ό,τι άλλο αν κάνουνε δεν θέλουν να σ' ακούνε,
την υπεραπασχόληση χαλάς και θα «στην πούνε»!
Και μην τολμήσεις να τους πεις ότι δεν ξέρουν κάτι,
γιατί έχουνε τηλεκοντρόλ παντού απ' άκρη σ' άκρη
κι εφημερίδες, κινητό, τηλεπικοινωνία 1610
και ξέρουν ό,τι γίνεται μέσα στην κοινωνία.
Κι αν τύχει κάποια είδηση και τους στενοχωρήσει,
γνωρίζουν και πολιτική κι έχουνε μία λύση:
Πως φταίνε τάχα οι κακοί άρχοντες του πλανήτη,
της φύσης η καταστροφή ή κάποιοι άλλοι «τρίτοι». 1615
Πάντως δεν φταίνε οι ίδιοι τους για το κακό το χάλι,
γι’ αυτό ή κλείνουν την tv ή αλλάζουνε κανάλι.
Μην το ζορίζεις και πολύ, ζωή είναι θα περάσει,
μ' αλίμονο! Ο φίλος τους δεν είχε γερή κράση
και πέθανε ο φουκαράς και είχανε κηδεία, 1620
μα αυτοί «Δόξα τον Ύψιστο», σφύζουν από υγεία!
Όχι πως ειν’ αυτό ζωή, μα ο θάνατος ακόμα,
φαντάζει να ‘ναι απεχθής γιατί μονάχα χώμα
γίνονται οι απόψεις σου κι αυτό το μεγαλείο
εφήμερων επιλογών δεν μπαίνει στο ψυγείο. 1625
Σαν χώμα όποιος έζησε και χλεύαζε το Πνεύμα,
σαν έρθει η ώρα ο Μάστορας να μην του δίνει ρεύμα,
ας θυμηθεί το πείσμα του και την επιμονή του,
πως σαν του λέγαν για ουρανό είχε την άποψή του.
Και ουρανός δεν ειν’ αυτό που γλάροι ταξιδεύουν, 1630
είναι αυτό που είμαστε και που μας κοροϊδεύουν
να μείνουμ’ εδώ έγκλειστοι στου τετραγώνου το είδος
και να ξεχάσουμε εντελώς ότι υπάρχει κύβος!
Τώρα βεβαίως θα μου πεις, πού να βρω να κοιτάξω
ένα κομμάτι ουρανό, αφού όπου και αν ψάξω 1635
παντού είναι μια ψευδοροφή και σε τι να πιστέψω;
Σ' αυτό που λένε αυτοί Θεό και μ' έχουν πάντα απ' έξω;
Γιατί εκκλησιαστικά τα λεν τα οικοπεδάκια
κι έχουν την εκκλησία τους και κάνουνε κολπάκια,
για να 'ναι ιδιοκτησία τους αυτή του παραδείσου, 1640
αν είναι έτσι, άσε με, μην παίξω ζίου-ζίτσου!
Κι αρχίσω να τα λέω εδώ, το είδαμε το χάλι,
φοβάμαι την κατάκριση, μ' αφού το πορτοκάλι
το τρώνε πάντοτε αυτοί και μου πετάν τις φλούδες
κι αφού αυτά τα χάφτουνε μονάχα οι παππούδες, 1645
που είναι για «αναχώρηση» και επειδή φοβούνται,
γι’ αυτό κοιτάν ολημερίς πώς να σταυροκοπιούνται
και κάτι άλλοι επίτροποι κι αρχιερείς κι εβραίοι
που φιγουράρουν «δίκαιοι» κι αισθάνονται ωραίοι…
Στο τέλος δεν θα κρατηθώ κι ίσως και να υβρίσω, 1650
δεν θα τα πω προσωπικά μα ούτε και θα το κλείσω.
Άντε και να το χάψω αυτό και να το παραβλέψω,
δε λιγουρεύτηκα ποτέ τα πλούτη τους να κλέψω,
μα δε γουστάρω, φίλε μου, και δεν χτυπάει η καρδιά μου,
μακριά τους θ' αποτραβηχτώ κι ας βρω και τον μπελά μου. 1655
Πήγα κι εγώ κάποιες φορές και μπήκα σ' εκκλησία,
για να μου πουν για το Χριστό και για την Παναγία,
μα δυστυχώς ο άμοιρος δεν πάγωσα όλως διόλου
μέχρι που το φοβήθηκα πως μοιάζω του διαβόλου.
Και λέω δεν είν' απίθανο μπορεί εγώ να φταίω, 1660
που είμαι έτσι ακάθαρτος και δεν γνωρίζω, λέω,
ούτε τι είναι προσευχή, ούτε τι είν’ η Χάρη,
μα αυτοί όλα τα στεγνώσανε εκτός απ' το παγκάρι.
Τι μου προτείνουν για Θεό, αφού κι αυτοί κοιτάνε
να λήξει η Λειτουργία τους και ύστερα να πάνε, 1665
έτσι όπως είναι φουσκωτοί από κοιλιά και δόξα
να βγούνε στα παράθυρα με βέλη και με τόξα
του κάθε παλιοκάναλου και να μιλάν για δίκια
με αυτοδικαίωση πολύ και με τα δεκανίκια
που παίρνει η εξουσία τους απ' τ' άμφια και τις τιάρες. 1670
Αυτοί, βρε, όλα τα πούλησαν και παίζουν τις κουμπάρες!
Μα να στο εξομολογηθώ, άνθρωποι είναι λέω,
μπαίνουν κι αυτοί σε πειρασμό, μα να μη λεν «δε φταίω»!
Αν όντως είναι χάρισμα ο ίδιος τους ο ρόλος,
δεν θα μπορούσα και εγώ ο άθλιος, ο δόλιος, 1675
λιγάκι να το αισθανθώ να πάρω λίγη Χάρη
κι όχι μονάχα το σφιχτό εκείνο το ζωνάρι
που μου προτείνουν οι σεμνοί που μείνανε παπάδες…
Συγγνώμη μα θα σου το πω, δεν γίνεται ως ραγιάδες
πιστοί ν' ακολουθήσουμε τις εντολές μονάχα 1680
κι η Αγάπη που μας διαλαλούν πως την κατέχουν τάχα,
πού φαίνεται, πώς γίνεται να τηνε νιώσω ίσως
κι εγώ που είμαι αμαρτωλός και που μου βάζουν μίσος;
Το ξέρω και το δέχομαι ότι ο Χριστός Αγάπη
είναι ο Ίδιος, μα αυτοί Τον κλείσαν στο κιτάπι, 1685
μοιράσανε τα ρούχα Του, σχίσαν τα ιμάτιά Του,
γι’ αυτό είναι πάνω στο Σταυρό, μα άφησε τη μιλιά Του,
το Πνεύμα και το λόγο Του κι αυτοί δεν τα εκφράζουν
στις πράξεις και τα έργα τους και μοναχά κοιτάζουν
το λόγο να τον κάνουνε λόγια αδειανά ‘πό Χάρη 1690
κι αντί για Πνεύμα να μιλούν, κοιτάνε στο παγκάρι
και βγάζουν δίσκο στη στιγμή μετά τα Ευαγγέλια.
Πού να βρω εγώ κατάνυξη, με πιάνουνε τα γέλια,
για να μην πω τα κλάματα μέσα στην εκκλησία
που πια δεν είναι του Χριστού το Σώμα κι η θυσία 1695
κι απόμεινε το κτίριο μονάχα να εννοείται
και μόνο η αναστύλωση σ’ αυτό να ευλογείται
και να ευφραίνεται ο πιστός που ανοίγει πορτοφόλι,
πληρώνοντας με χρήματα την αμαρτία όλη.
Ετούτο θα το ζήλευε κι ο Πονηρός ακόμα, 1700
συγχωροχάρτι εύκολο να βρίσκει ως και το πτώμα,
άμα κηδεία ακριβή, μνημόσυνο χλιδάτο,
του κάνουνε οι συγγενείς και προπαντός χορτάτο
αφήσουν το επίτροπο και βέβαια τον παπά τους.
Ε, τότε οι πεθαμένοι μας θα βρούνε την υγειά τους! 1705
Αχ, να με κάνουν μια φορά λίγο ν' ανατριχιάσω,
γλυκά, γαλήνια, θεϊκά, την πείνα να χορτάσω!
Μα μου ζητάνε εντολές μόνο να εκτελέσω,
λες κι είμαι εγώ Μουτζαχεντίν κι εκρηκτικά να δέσω
γύρω από το σώμα μου για ποιόνε δεν γνωρίζω, 1710
αυτοί μου λεν να σφίγγομαι και μόνο να ζορίζω
την δόλια την καρδούλα μου με νόμους και νηστείες,
να βάλω και τσεμπέρι εγώ όπως και κάτι θείες
να μπαίνω μες στην εκκλησιά, να νιώθω πως αγιάζω
κι ύστερα όποιον βρω μπροστά, ευθύς να τονε σφάζω 1715
απ' την πολύ κατάκριση κι απ' την μεγάλη πείνα
να λέω «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ως και τα λόγια εκείνα
που λεν πως είπε ο Χριστός να στρέψεις και την άλλη,
όταν δεχτείς το ράπισμα, μα αυτοί έχουν τέτοιο χάλι,
που αν ο ίδιος ο Χριστός τους πει: «δεν είσαι εντάξει», 1720
αυτοί έχουνε το δίκιο τους, Τον βάζουνε σε τάξη.
Όπως και τότε που 'ρθε Αυτός κι άλλονε περιμέναν
με δόξα, να 'ναι βασιλιάς και δεν καταλαβαίναν,
πως ο Θεός ο πάνσοφος είναι και παιχνιδιάρης
και πως δεν θα γινότανε, γιατί είναι κι ερωτιάρης 1725
να 'ρχόταν όπως θέλανε κι όπως Τον περιμέναν,
γιατί ο Μέγας Εραστής ζητάει από σένα,
όπως ο Ερωτόκριτος τότε στην Αρετούσα,
όχι αυτά που ήξερε τα μάτια και τα μούσια
ν' αναγνωρίσει για να πει: «Νάτος ο έρωτάς μου!» 1730
Μα κλείνοντας τα μάτια της να πει: «Αχ, της καρδιάς μου
τα πέταλα αναρρίγησαν και φάνηκε το φως μου.
Δεν σε γνωρίζω στη μορφή μα είσαι ο καλός μου!»
Ποιός μίλησε για έρωτα μέσα στην εκκλησία;
Μας πήξαν στα κηρύγματα και ηθικολογία 1735
στρώσανε κι αδιαφόρησαν που ο άνθρωπος ζητάει
να πάψει η καρδούλα του ενοίκιο να χρωστάει
σε «ξένα σπίτια» κι «αγκαλιές», λίγο για να ζεστάνει
την παγωνιά κι αν τις πληγές του ξύνει, για να γειάνει
πότε από δω πότε από κει σαν πόρνη ξεχασμένη, 1740
που όλοι την κατακρίνουν και την έχουνε φτυσμένη!
Γι’ αυτήν ανέβηκε ο Χριστός επάνω στο σταυρό Του,
μα αυτοί μόνο μερίδιο απ’ το Βασίλειό Του ζητούν
και νιώθουν χριστιανοί, μα όμως δεν μας πείθουν.
Στα κούφια λόγια πέθανε πια η δύναμη του μύθου! 1745
Θέλω να νιώσω ελεύθερος, να βρω τον Έρωτά μου,
όχι γιατί φοβήθηκα κι έτρεξα στον παπά μου,
λόγια ξερά για να μου πει που δεν καταλαβαίνω.
Πεθαίνω πια απ' τη δίψα μου κι έτσι δεν προλαβαίνω
να κάνω ασκήσεις στα τυφλά δίχως να νιώθω μέσα, 1750
πως κάτι παίρνω ο άμοιρος, δεν φτάνει τέτοια πρέσα,
που τρώω μέσα στη ζωή, να βάλω τώρα κι άλλη;
Δεν κάνω εγώ για ασκητής στο μαύρο μου το χάλι,
ζητώ πνευματική τροφή να βρω για θεραπεία,
γίνεται ο ετοιμοθάνατος να κάνει και νηστεία; 1755
Δεν φτάνει ο πάγος στη καρδιά και στο μυαλό η ζάλη;
Δεν το αντέχω, αμάρτησα, μα σήκωσα κεφάλι.
Όχι για «να την πω» σε σας, δεν είμαι ο κριτής σας,
μα ψάχνω τ' οξυγόνο μου και μες στην άποψή σας
πνίγομαι κι όταν σας κοιτώ, σας βλέπω στεγνωμένους. 1760
Θα πάω να βρω έμπνευση σε κάποιους βαρεμένους,
που ξέρουνε και λειτουργούν με τους δικούς τους τρόπους.
Θα κοινωνήσω με κρασί σε αλλόκοτους πια τόπους,
τον πόνο τον αληθινό ίσως και την αγάπη
κι αφού εκκλησία είν' αυτό που λέει και το κιτάπι, 1765
πως είναι τ' Άγιο Σώμα Του μ' ενότητα και Χάρη,
θα πάω να βρω τ' αδέλφια μου μια νύχτα με φεγγάρι.
Ίσως να «έρθει» κι ο Χριστός που Αγάπη είναι και θέλει
να το τρυγάμε καρδιακά το Άγιο Του το μέλι.
Και αν το βρείτε εσείς αλλού, στείλτε μου τα χαμπέρια, 1770
δεν ντρέπομαι το χάλι μου, με λερωμένα χέρια
θα 'ρθω και στην αγάπη Του που την πιστεύω τόσο,
θα πω, τις αμαρτίες μου, Κύριε, να πληρώσω,
μα Εκείνος που μας αγαπά, ίσως με συγχωρήσει,
έτσι κι αλλιώς ξέρει καλά, πώς μ' έχουν καταντήσει, 1775
θα πάρει πόδια άπλυτα και θα τα καθαρίσει,
δεν θα ζητήσει τίποτα, θα δώσει και μπαχτσίσι.
Γιατί έτσι είν' ο Άρχοντας κι έχει καρδιά μεγάλη,
όλο το σύμπαν το χωρά, εμένα έξω θα βγάλει;
Που έχω για μετάνοια την ίδια την κατάντια, 1780
να ζω μέσα στο βόθρο αυτό χωρίς στολή και γάντια…
Μα κι αν με βγάλει, ξέρει Αυτός, που έχει Δικαιοσύνη.
Θα πω ok, Κύριε, μα δείξε ελεημοσύνη
σ' αυτούς που Σε λιβάνιζαν και ένιωθαν δικοί Σου,
γιατί διδάσκανε ξερά με λόγια τη Ζωή Σου. 1785
Δε λέω σαφώς τους Άγιους και φωτεινούς αστέρες,
που ευτυχώς αφήσανε Φως και για αυτές τις μέρες,
μα αυτούς τους άλλους που τους λεν καθηγητές, δασκάλους,
με τίτλους κι αξιώματα κι αρχιερείς μεγάλους,
ενώ θαρρώ πως το είχες πει, κανέναν να μην πούμε, 1790
δάσκαλο και καθηγητή και να αποκαλούμε
μόνο τον ίδιο τον Θεό με τ’ όνομα «Πατέρα»
και δεν κατέχω «Πάτερ» πώς φωνάζουμε εδώ πέρα,
όποιον κι αν γίνει κληρικός και έτσι τον τιμούμε,
αφού τώρα που τα ‘παμε για ν’ ακριβολογούμε, 1795
διάβασα που το είχες πει στους δώδεκα Αποστόλους
να είναι υπηρέτης μας ο πιο σπουδαίος απ’ όλους.
Κι όπως Εσύ το έκανες στον Δείπνο τον Μυστήριο
να διακονεί τους αδελφούς κι αυτό να ‘ναι πειστήριο
του μεγαλείου της πρωτιάς πνευματικά που έχει 1800
κι όχι με τίτλους και χρυσά να δείχνει πως κατέχει
την πρώτη θέση, αφού κι αυτούς τους δύο Αποστόλους,
του Ζεβεδαίου τα παιδιά, που ήθελαν πρώτοι απ’ όλους,
αυτοί να είναι δεξιά κι αριστερά Σου, όταν
στην άγια Βασιλεία Σου μας οδηγήσει η ρότα, 1805
τους είπες πως δεν ξέρουνε στ’ αλήθεια τι ζητάνε,
δεν είναι θρόνος μα Σταυρός αυτό που λαχταράνε.
Γιατί πρώτος δεν είναι αυτός που τον υπηρετούνε,
μα αυτός που θυσιάζεται για όλους όσους ζούνε.
Μου μοιάζει οι παπάδες μας ότι το παρακάναν 1810
κι ενώ θαρρούν πως τέλεια όλα αυτοί τα κάναν,
στα λόγια και τις πράξεις τους γίναν σαν Φαρισαίοι,
μακραίνουνε τα ράσα τους κι αισθάνονται ωραίοι.
Συγγνώμη, μα διαβάζοντας τον άγιό Σου λόγο
μέσα στα Ευαγγέλια, είδα αυτόν τον ψόγο 1815
που, ενώ Τον είπες για αυτούς πριν είκοσι αιώνες,
είδα πως γάντι έρχεται στους σύγχρονους χιτώνες.
Συγγνώμη, που στο στόμα μου έβαλα τα Ευαγγέλια,
μα λείπει η ταπείνωση κι αυτό μεγάλη αμέλεια
φαίνεται να ‘ναι στους γνωστούς σημερινούς ποιμένες. 1820
Ναυτία έχει το ποίμνιο και ψάχνει αλλού λιμένες!
Μα όμως δόξα τω Θεώ μείναν και λίγοι ίσιοι,
που δίνουν γάργαρο νερό από καθάρια βρύση,
αλλά είναι ολοφάνερο, πως τους φιμώνουν πάντα,
αυτοί που λιγουρεύονται της εξουσίας την μπάντα. 1825
Στην πιο καλή περίπτωση τους κάνουν να σωπάσουν
και ή να στεγνώσουν εντελώς ή να δεχτούν να χάσουν
και την ιεροσύνη τους ακόμα, αν επιμένουν
να λεν αλήθεια αμάσητη και δεν καταλαβαίνουν,
πως πρέπει να συμμορφωθούν με το κυρίαρχο ρεύμα. 1830
Στο τέλος θα ‘ναι υπόλογο ως και το Άγιο Πνεύμα!
Που μας το λέει ο Χριστός, πως χλιαρούς δεν κάνει
εκείνους που επισκέπτεται και στη φωτιά τους βάνει.
Εδώ η εκκλησία μας διάγει σε ειρήνη
κι έξω ο κόσμος καίγεται και φρίττει στην οδύνη. 1835
Μα κι αν οργώνει ο Διάβολος, το είπε κι ο Παΐσιος,
πως δεν πειράζει και μ’ αυτό ο αγρός θα γίνει ίσιος,
και πως θα τα βρει έτοιμα να σπείρει ο Χριστός μας.
Τον πόνο, το μαρτύριο θα μετατρέψει εντός μας
σε κοπριά και λίπασμα για το καλό Του αμπέλι 1840
και θα ‘ναι το σταφύλι Του γλυκύτερο απ’ το μέλι!
Όμως φοβάμαι για αυτούς κι αληθινά πονάω,
που τόση ώρα μ’ έκαναν με ασέβεια να μιλάω,
γιατί λυπάμαι, Κύριε, αν δεν Σ’ αναγνωρίσουν
και άλλη μια φορά Σταυρό στο Γολγοθά Σου στήσουν. 1845
Γιατί είν' αλήθεια, Κύριε, αυτό πίκρα μεγάλη,
εκείνοι να Σε αρνηθούν, ενώ έχουν στο κεφάλι
ολόχρυσο το στέμμα Σου, στον θρόνο Σου ανεβαίνουν
και Σ' αγαπάνε σίγουρα, μα δεν καταλαβαίνουν
κι ακόμα δεν κατάλαβαν στα δυο χιλιάδες χρόνια, 1850
πως τούτο το χρυσάφι τους, έφερε υποχθόνια
το μπέρδεμα της σιγουριάς, ζάλη και ραθυμία
και πάει η επαγρύπνηση μέσα στην εκκλησία.
Ύπνος και εφησυχασμός έγινε ως κι η απλότης,
που λίγοι διαφυλάξανε και το ‘δε η ανθρωπότης, 1855
πως όλοι αυτοί αισθάνονται έτσι δικαιωμένοι
και περιμένουμε να ‘ρθεις, μα αυτοί νιώθουν σωσμένοι
κι εμείς εδώ που τα ‘παμε, γιατί είμαστε σκασμένοι,
ήδη από τώρα νιώθουμε οι πιο τιμωρημένοι,
γιατί το περιμένουμε να μας διαφωτίσουν 1860
μ' αυτοί δεν χαμπαριάζουνε, κοιτάζουνε να στήσουν
την ίδια την παράσταση σαν χρέος χωρίς Χάρη.
Σου λέω και ο Ίδιος Σου να ‘ρθεις, το ίδιο το παζάρι
θα δεις να είναι στον ναό και να πουλούν στο χέρι,
σ' ωραία απομίμηση τ' Άγιο Σου Περιστέρι. 1865
Δεν κάνω εδώ τον έξυπνο, μα έτσι τα 'πα χύμα,
γιατί με πνίγει της καρδιάς το πιο ψηλό το κύμα.
Και έχω κι άλλα να σας πω, ίσως να σας κουράσω,
πού ξέρεις, απ' τα βάσανα μπορεί και να αγιάσω.
Μα, να, φοβάμαι ο Χριστός μην έρθει και Τον χάσω, 1870
γιατί Χριστό τον καρτερούν, μα ίσως τον λένε Τάσο.
Για ύβρις σου φαντάζει αυτό; Σκέψου και κάποιοι άλλοι,
ο περιούσιος λαός, που ένιωθε μεγάλη
έπαρση και περίμενε Μεσσία βασιλέα,
είδε το γιο του ξυλουργού από την Γαλιλαία 1875
και άντε τώρα να πειστεί πως ήτανε εκείνος,
Αυτός που περιμένανε και πως ήταν ο κρίνος,
η Άγιά Του η σπορά, που είπε ο αρχάγγελός μας,
πως, να, θα γεννηθεί στη γη ο Ίδιος ο Θεός μας,
στην Παναγία μας που αυτή Τον γέννησε τον Λόγο, 1880
όμως ποτέ δεν μίλησε κι ας δέχτηκε τον ψόγο,
ακόμα κι απ’ τον Ιωσήφ μέχρι να μάθει εκείνος,
πως ήταν θέλημα Θεού να Της δοθεί ο κρίνος.
Έτσι, αρχικά Την μάλωσε για την εγκυμοσύνη
κι η άγια παρθενία Της, φάνηκε για αισχύνη 1885
σ' αυτούς που δεν κατάλαβαν του Μυστηρίου το θαύμα
και Κείνη το αποδέχτηκε της υποψίας το τραύμα
και δέχτηκε κατάκριση και σώπασε με πόνο.
Ό,τι αποκαλύφθηκε δεν είπε, παρά μόνο,
όπου τη φώτισε ο Θεός, για ετούτα τα μυστήρια 1890
κι έτσι οι παπάδες του καιρού δεν βρίσκανε πειστήρια,
πως ο Μεσσίας είναι αυτός που τόσο περιμέναν,
αυτοί ζητούσαν βασιλιά και δεν καταλαβαίναν,
παρά μονάχα με τιμές, με βούλες κι αποδείξεις
να έρθει ο Ερχόμενος και άντε να τους πείσεις 1895
ότι παιχνίδι ο Θεός κάνει, ώστε να δούνε
το αληθινό Του πρόσωπο μόνο όσοι αγαπούνε.
Και έτσι με παραβολές συστήθηκε η Αλήθεια,
για να φανερωθεί σ’ αυτούς που έξω απ’ τη συνήθεια
είχαν αυτιά ν’ ακούσουνε και μάτια για να δούνε 1900
κι όχι σ’ αυτούς που θέλανε στους νόμους να κρατούνε
την πίστη, την ευλάβεια, γεμάτοι υποκρισία
και να μην μπαίνουνε ποτέ σ’ αυτολογοκρισία.
Και από τότε είν' έτσι αυτό, δοσμένο στους αιώνες,
μετά την θεία Ανάσταση με χίλιους δυο αγώνες, 1905
οι άνθρωποι που αληθινά Τον συναντούσαν μπρος τους,
που στην καρδιά είχαν Χριστό και έλαμπε το Φως τους,
μαρτύρια περάσανε, γιατί ήταν κατ' εικόνα
Εκείνου που σταυρώθηκε πριν δυο χιλιάδες χρόνια.
Το κατ' εικόνα για αυτούς ήταν γεμάτο Χάρη, 1910
γι’ αυτό είχαν πανηγύρι τους, στο στήθος το κοντάρι
και δεν πονούσανε γι’ αυτό, για το μαρτύριό τους,
– αυτό, άλλωστε, ήτανε το φωτοστέφανό τους –
μα για του συνανθρώπου τους την τύφλα, το σκοτάδι,
γι’ αυτό που μας κατέβασε τόσο βαθιά στον Άδη, 1915
να ανεβαίνει ο Θεός πάνω σε γαϊδουράκι
και μεις να μην Τον θέλουμε, γιατί δεν είχε άτι,
ως όφειλε ο Μεσσίας μας κι είμαστε κολλημένοι
και σίγουροι και βέβαιοι, γι’ αυτό όποιον κατεβαίνει
κι είν’ Άγιος κατά Χριστόν, μα έχει ταπεινοσύνη, 1920
τον στέλνουμε στα γρήγορα μπρος στη Δικαιοσύνη,
αφού πρώτα τον φτύνουμε, χλευάζουμε, γελάμε,
αφού τον κοροϊδεύουμε και κόκκαλα του σπάμε,
ύστερα στον Καϊάφα μας και σε αυτόν τον Άννα
τον στέλνουμε, γιατί αυτοί έχουν σχέδια και πλάνα. 1925
Κι αφού τονε δικάσουνε, τον δίνουν στον Πιλάτο,
για να 'ναι αυτό το έγκλημα πολιτικά στυλάτο.
Και νίπτουμε τας χείρας μας κι εμείς, όπως κι εκείνος,
είμαστε εμείς οι δίκαιοι, μα αυτός φαινόταν κτήνος.
Αυτή 'ναι φίλοι μου η γνωστή κι ωραία ιστορία, 1930
που λένε τα Ευαγγέλια, βγήκε και σε ταινία
κι όλο επαναλαμβάνεται συνέχεια στους αιώνες,
γι’ αυτό τρέχει το αίμα Του κι αγιάζει τις κολώνες,
για να ‘χει η Εκκλησία Του, όσους θυσιαστήκαν
στολίδια στ’ άγιο Σώμα Του, μα αυτοί στο Φως βρεθήκαν 1935
κι εμείς που να τα δούμε αυτά, όπως και οι Εβραίοι,
ακόμα περιμένουμε να 'ρθει και να το λέει
πως, να 'μαι, ήρθα βασιλιάς και να το δείχνει κιόλας,
αυτά είναι παρενέργειες πίτσας και κόκα-κόλας!
Γιατί έρχεται ο Ερχόμενος συνέχεια στους αιώνες, 1940
μα γίνανε οι καρδούλες μας σκέτες παγοκολώνες,
κοιτάμε τον συνάνθρωπο που ‘χει Χριστό εντός του
και δεν αναγνωρίζουμε το άγιο το φως Του,
ίσως σαν έρθει τελικά, την τελευταία την ώρα,
να πει: «δεν μ’ αναγνώρισες, τι έβλεπες ως τώρα; 1945
Τουλάχιστον την τύφλα σου την ήξερες, στραβάδι,
ή μήπως το καυχιόσουνα πως δεν είχες σκοτάδι
και πως το φως το κάτεχες στα στέρεα δεδομένα
της λογικής και του μυαλού, κι ήθελες από Μένα
να έρθω, όπως θες εσύ κι όπως το θέλει ο νους σου, 1950
που τυφλωμένος λάτρευε τα είδωλα του καιρού σου;
Δεν σε γνωρίζω ούτε κι Εγώ και στους μικρούς εκείνους
θα δώσω τους πιο λαμπερούς κι αληθινούς μου κρίνους.
Σ’ αυτούς που με πιστέψανε κι εσύ περιγελούσες
κι όλο με περιφρόνηση τους κοίταζες σαν ζούσες. 1955
Εδώ είναι μόνο για αυτούς που σαν παιδάκια ζήσαν,
που ‘χαν αγάπη στη καρδιά και το εγώ τους σβήσαν».
Ούτε ένα από όλα αυτά μόνη μου δεν κατέχω.
Διαβάζω το Ευαγγέλιο, γιατί μόλις το αντέχω
να μην τυχόν κι απελπιστώ στους δύσκολους καιρούς μας 1960
κι είναι μεγάλη έκπληξη ο λόγος του Χριστού μας,
πως είναι σαν να ειπώθηκε για τις δικές μας μέρες.
Μα αν σας ζόρισα μ’ αυτά, μη ρίχνετε τις σφαίρες
σε μένα που τα έγραψα, δεν ήτανε δικά μου
και έτσι το πολύ-πολύ να φταίνε τα μυαλά μου, 1965
αν κάτι δεν κατάλαβα, δεν το ‘πιασα στα ίσια,
ζητώ συγνώμη, αν σ’ αυτά είπα παραπανίσια
ή αν κάτι εγώ παρέλειψα, δεν ήταν από δόλο,
ίσως δεν κάτεχα καλά, το Ευαγγέλιο όλο!
Τα λίγα που ήξερα, εδώ είπα, γιατί μου μοιάσαν 1970
να 'ναι τα μόνα αληθινά και κλάματα με πιάσαν,
ευθύς μόλις τα διάβασα κι ευφράνθηκε η ψυχή μου,
που βρήκε γλώσσα να μιλά στη σάπια εποχή μου,
απόλυτα διαχρονική, μα απόρησα ωστόσο
και πόνεσα και έκλαψα, γιατί αγνοούσα τόσο 1975
την καθαρή Αλήθεια τους κι έτσι απελπιζόμουν
κι όλο σε λάθος διαδρομές πήγαινα και μπλεκόμουν.
Μα το παράξενο εδώ, ήτανε που η ζάλη,
που κατοικούσε εξαρχής στο σκάρτο μου κεφάλι,
εξαφανίστηκε μεμιάς, θαρρείς ως δια μαγείας 1980
χωρίς ν' αντικατασταθεί με πλέγμα ιδεολογίας.
Έτσι απλά και φωτεινά το αβάσταχτο κενό μου,
ευθύς μεταμορφώθηκε σε αγάπη εκτός νόμου.
Βέβαια, είναι δύσκολο αυτό να το κρατήσω
κι έχω μεγάλη διαδρομή μέχρι να καθαρίσω. 1985
Μα εγώ δεν κάνω τίποτα, Άλλος μας καθαρίζει,
μόνο που όταν πέσει Φως ο βούρκος μας μυρίζει
κι αμέσως η μετάνοια αρχίζει τη δουλειά μας,
ανοίγει πόρτες στα βαθιά και φαίνονται μπροστά μας
όλες οι ακαθαρσίες μας κι αρχίζει η αυτομεμψία, 1990
φάρμακο να 'ναι γιατρικό που κάνει αντισηψία.
Ο πρώτος ο καρκίνος μας είναι η περηφάνια,
που 'χε ο λαμπρός ο άγγελος που 'πεσε απ' τα ουράνια,
γιατί περηφανεύτηκε το Φως πως είν' δικό του
και έφυγε απ' την Πηγή και διάλεξε του σκότους 1995
να έχει το βασίλειο και να μας θέλει μέσα
με κάθε τρόπο πονηρό, χωρίς καθόλου μπέσα.
Το πρώτο του το δόλωμα είναι να 'χουμε λήθη,
για να φαντάζει αληθινό αυτό το παραμύθι, 1999
που έστησε η πτώση μας μες στον εγκέφαλό μας 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου