| ΟΛΑ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ | ||
| Η ευτυχία | Εδώ στης λήθης τα νερά, το 2006, | |
| σε χάπι | γι’ αγάπη δεν μιλάει κανείς και όλοι γίναν σέξι! | |
| Και να μιλήσεις – τι να πεις; – η αγάπη δεν πουλιέται. | ||
| Μόνο το χρήμα κι η ηδονή κι η δύναμη αγαπιέται. | ||
| Δεν έχει ράφια η αγορά γι’ αυτό που λέμε αλήθεια | 5 | |
| και για ευτυχία φαίνεται μονάχα η συνήθεια. | ||
| Κανείς δε θέλει να το πει κι όλοι χαμογελάνε | ||
| με ψεύτικα χαμόγελα και δεν τ’ ομολογάνε, | ||
| πως πρέπει καθημερινά καθένας που ρωτιέται, | ||
| παίρνοντας τα χαπάκια του να λέει πως φχαριστιέται, | 10 | |
| ενώ κοντεύει να εκραγεί απ’ την υποκρισία, | ||
| απ’ την ψευτιά κι απ’ την τρελή ασυνεννοησία | ||
| και ψάχνει λίγη συντροφιά μες σε διασκεδαστήρια, | ||
| που στήνουν γλέντια πλαστικά μα είναι κοιμητήρια, | ||
| Ή ζεστασιά αναζητά τη μοναξιά να κρύψει | 15 | |
| σε σχέσεις που η εξάρτηση κοντεύει να τον πνίξει | ||
| και άλλα λέει σ’ αυτές μπροστά, ενώ άλλα μέσα του έχει, | ||
| μα τα κρατάει, γιατί αλλιώς μόνος του δεν αντέχει. | ||
| Δεν είν’ ότι καλύτερο, μα όμως τι να κάνει, | ||
| κοιτάει απ’ αυτές να κρατηθεί, ώστε να μην πεθάνει. | 20 | |
| Τι; Ψυχική ενότητα; Θα βάλουμε τα γέλια, | ||
| αν κάποιος που ‘ναι αφελής πει τέτοια «ευαγγέλια», | ||
| μα για όσους ενδιαφέρονται, για να περνάν την ώρα | ||
| υπάρχει προσομοίωση ενότητας στη χώρα, | ||
| στο «πνεύμα» οργανώσεων κάθε μορφής και τύπου, | 25 | |
| για κάθε ένα που ζητά την αύξηση του χτύπου | ||
| της δόλιας της καρδούλας του για να πειστεί πως κάτι, | ||
| κάποτε τον ταρακουνά να βγει απ’ το κρεβάτι | ||
| της μαύρης του κατάθλιψης και της μονοτονίας | ||
| με αίσθημα συμμετοχής σ’ ομάδες «σωτηρίας». | 30 | |
| Βέβαια, δεν έχει πια καμιά μεγάλη σημασία, | ||
| οργάνωση πολιτική αν είναι ή θρησκεία, | ||
| σύλλογος ορειβατικός, γκρουπ ψυχοθεραπείας, | ||
| κοινωνικού ενδιαφέροντος ή και φιλοσοφίας, | ||
| ομάδα για ποδόσφαιρο, παρέα για γαρδούμπα, | 35 | |
| μπαρ, καφενείο για χαρτιά ή όποια άλλη αρλούμπα! | ||
| Απλά να τρέχει ο χρόνος σου ποτέ να μην σταθμεύσει, | ||
| γιατ’ είναι ανυπόφορη για σένανε η γεύση | ||
| της απουσίας που φέρνει το σταμάτημα του χρόνου | ||
| υπενθυμίζοντας πως ζεις την τραγωδία του «μόνου». | 40 | |
| Αρκεί να ρέει η ζωή και να ‘χεις λίγο απ’ όλα | ||
| σαν νόστιμα μπαχαρικά μέσα στην κατσαρόλα. | ||
| Αν δεν βολεύεσαι μ’ αυτά, βούλωσ’ το και κολύμπα! | ||
| Κατάπιε ένα lexotanil ή παίξε μια μπιρίμπα… | ||
| Μη σκέφτεσαι το θάνατο, μα ούτε τη ζωή σου, | 45 | |
| τη μόνη αξία έχει πια η επιβίωσή σου! | ||
| Γιατί ‘σαι μπρος στο μέτωπο, πολέμου εν εξελίξει | ||
| κι ο πιο μεγάλος σου εχθρός είναι στ’ αλήθεια η πλήξη | ||
| αυτής της ματαιότητας που σ’ έχει ήδη νικήσει, | ||
| όμως σου λέει ταυτόχρονα πως ο νεκρός θα ζήσει. | 50 | |
| Δεν το’ χει πρόβλημα αυτή, έτσι ακριβώς σε θέλει, | ||
| ζόμπι να είσαι φρόνιμο και να πληρώνεις τέλη. | ||
| Αφού ο καλός αιχμάλωτος πρέπει να αγοράζει | ||
| το όπλο που τον χτύπησε κι έτσι να ησυχάζει. | ||
| Γιατί αναισθητοποιήθηκε και δεν καταλαβαίνει | 55 | |
| ούτε θυμάται, βέβαια, ζωή πια τι σημαίνει. | ||
| Μετά απ’ τη λοβοτομή ωραία όλα τα βλέπεις… | ||
| Δεν βρίσκεις πρόβλημα ουδέν και όλα τα αντέχεις. | ||
| Μοιάζει εικόνα θλιβερή, ανθρώπου σε ερείπια | ||
| μετά από τον πόλεμο με παντελόνια τρύπια, | 60 | |
| που τίποτα δεν του ‘μεινε και για να επιζήσει, | ||
| αφού είν’ όλα πια νεκρά, κοιτάει να το γλεντήσει. | ||
| Με τ’ άντερα να κρέμονται, κατάχαμα στο δρόμο, | ||
| «δεν πάθαμε και τίποτα!» φωνάζει από τον τρόμο. | ||
| Και τρώει από τα πτώματα, πίνει από το αίμα, | 65 | |
| λέει για ζωή τον θάνατο, γι’ αλήθεια λέει το ψέμα, | ||
| κάνει τα σκάγια του φονιά το μόνο του παιχνίδι, | ||
| βίδες και παλιοσίδερα τα βλέπει για στολίδι | ||
| και δεν αντέχει όποιον του πει και τον πληροφορήσει, | ||
| πως ζει μια ψεύτικη ζωή κι ότι «δεν τρέχει η βρύση». | 70 | |
| Τρελαίνεται, ωρύεται, τον πιάνει μία κρίση, | ||
| δεν θέλει αυτό ποτέ κανείς πια να του το θυμίσει. | ||
| Δεν θέλει ούτε να το δει, του ‘ρχεται απελπισία | ||
| και προτιμάει την ψευτιά και την υποκρισία, | ||
| κι αν κάτι πάει να θυμηθεί στην παλαβή το ρίχνει | 75 | |
| ή ευθύς αμέσως το κουτί με τα χαπάκια δείχνει. | ||
| Ποιά ερείπια, ποιός θάνατος, όλα καλά του μοιάζουν, | ||
| είναι τρελοί όσοι πενθούν και για ζωή ουρλιάζουν! | ||
| – «Πώς κάνεις έτσι, φίλε μου, είν’ η ζωή ωραία! | ||
| Εδώ μες στα ερείπια, αν κάνουμε παρέα, | 80 | |
| αν δηλαδή ρουφήξουμε ο ένας του άλλου αίμα | ||
| μ’ άλλοθι το συναίσθημα και πούμε κάνα ψέμα, | ||
| πως τάχα αγαπιόμαστε κι είμαστε φιλαράκια | ||
| ή εραστές, αν προτιμάς απ’ τ’ άλλα βαμπιράκια, | ||
| ή συνεργάτες ή ό,τι θες ακόμη και συντρόφια, | 85 | |
| έχει περίσσευμα πολύ και πτώματα ατόφια | ||
| να κάνουμε μνημόσυνα κι ενέσεις παρελθόντος | ||
| και να νομίζουμε ξανά πως ζούμε αλήθεια όντως! | ||
| Δεν προλαβαίνουμε σου λέω ούτε να το σκεφτούμε, | ||
| μα και να το σκεφτόμασταν τι θα ‘χαμε να πούμε, | 90 | |
| απλά θα υποφέραμε κι ο πιο μεγάλος πόνος | ||
| είναι πως δεν αλλάζει πια αυτός εδώ ο δρόμος. | ||
| Μην κάνεις τη λαδιά λοιπόν κι αλήθεια φανερώσεις, | ||
| τι ζούμε και πού είμαστε, γιατί θα μετανιώσεις. | ||
| Εγώ το πήρα απόφαση, έτσι καλά να ζήσω, | 95 | |
| και αν μου δείξεις τα σκατά, θα σε πυροβολήσω!». | ||
| Γι’ αυτό και είναι ντεμοντέ ν’ αφήνεσαι στις θλίψεις, | ||
| πρέπει να είσαι πάντα «up», αλλιώς σου βάζουν τύψεις | ||
| σε τέτοια ωραία εποχή, με τέτοια ευδαιμονία, | ||
| όσοι δεν βρίσκουν γιατρειά, θέλουν ψυχιατρεία. | 100 | |
| Λίγη χωμάτινη χαρά και είμαστε εντάξει | ||
| κι όποιος ποθήσει ουρανό, πρέπει να μπει σε τάξη, | ||
| μα αν πολύ πια καίγεται έχει και πλανητάρια, | ||
| γκρουπάκια αυτοσυγκέντρωσης, θρησκευτικά σενάρια! | ||
| Είν’ όμως όλα φυλακές, της μηχανής γρανάζια, | 105 | |
| ίσα να μένεις ήσυχος και να μη δίνεις γκάζια. | ||
| Η Αλήθεια | Ως και τον ίδιο τον Χριστό που είπε: «Εγώ είμαι η Αλήθεια» | |
| σε ράφι ιδεών | κι είπε στη Σαμαρείτισσα πως μόνο μες στα στήθια | |
| ήρθε η ώρα ο Θεός εν Πνεύματι Αγίω | ||
| να προσκυνιέται κι όχι εδώ ή στ’ άλλο ιερατείο, | 110 | |
| Αυτόν που η Συναγωγή Τον δίκασε για τούτο, | ||
| γιατί φοβήθηκαν πολύ και το ‘δαν για ντεμπούτο | ||
| πολιτικής, θρησκευτικής ή άλλης θεωρίας | ||
| κι ούτε χαμπάρι πήρανε της κάθε προφητείας, | ||
| φτάσαμε να Τον κάνουμε θρησκευτικό ηγέτη! | 115 | |
| Θαρρείς κι Εκείνος ήθελε σαν κάθε πλάνο ψεύτη | ||
| να Τον λατρεύουν οι πιστοί, για να αισθανθεί σπουδαίος, | ||
| και να ‘ναι στην ατζέντα μας ακόμη ένας γενναίος. | ||
| Τι κρίμα! Λογαριάσαμε και το ‘παμε θρησκεία | ||
| και την Αλήθεια κλείσαμε μονάχα στα βιβλία | 120 | |
| κι αφού η θρησκεία είναι απλά του εγκεφάλου νόσος, | ||
| βολεύτηκε η αρρώστια μας, μα υπάρχει κι ένα κόστος: | ||
| Μπήκε σε ράφι ιδεών ο αληθινός ο Λόγος | ||
| και μέσα στον πλουραλισμό πια δεν υπάρχει ψόγος. | ||
| – «Πολλές αλήθειες έχουμε κι όποια γουστάρεις πάρε, | 125 | |
| για να περνάς την ώρα σου, μην πλήξεις, ρε κουμπάρε! | ||
| Και μην το παίρνεις σοβαρά, όλοι σωστά τα είπαν, | ||
| οι θεωρίες μοναχά για τα αυτιά γινήκαν | ||
| ή και για λίγη εξάσκηση για να ‘μαστε ωραίοι, | ||
| στιλάτοι κι ενδιαφέροντες και προπαντός μοιραίοι. | 130 | |
| Και κοίτα, μην κολλάς, γιατί είν’ όλοι στο παιχνίδι, | ||
| Μωάμεθ, Βούδας και Χριστός στο ίδιο το γρασίδι. | ||
| Όποιον βολέψει βάλ’ τονε, τη μπάλα να σουτάρει | ||
| λίγο από δω, λίγο από κει, κάτι θα βρει να πάρει | ||
| του καθενός η γκλάβα του, βάλ’ τα σε μιξεράκι, | 135 | |
| βάλε και λίγη ανάλυση από του Φρόυντ το “τζάκι” | ||
| και αν κολλήσεις πουθενά και σου ‘ρθει κάνα πάθος, | ||
| υπάρχουν και Μουτζαχεντίν, μα αυτό το βρίσκω λάθος!». | ||
| Τώρα, δεν ξέρεις ακριβώς τι είπε ο καθένας, | ||
| μα άκου, την αλήθεια την φέρει μόνο Ένας, | 140 | |
| που είναι αλήθεια οι πράξεις του κι όχι μόνο τα λόγια. | ||
| Και κάποιοι σήμερα μας λεν ως τάχα άφησε σόγια, | ||
| για να ‘χουνε τη φήμη Του σπάνια κληρονομιά τους | ||
| και να καυχιούντ’ οι εγγονοί πως τα ‘χε η γιαγιά τους | ||
| μ’ αυτόν τον ίδιο τον Χριστό κι ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» | 145 | |
| να λέει πως γενεαλογικό δένδρο επιτέλους βρίσκει | ||
| κι ότι το πρόσωπο Αυτού που είναι ο Θεός μας, | ||
| είναι δικός τους συγγενής, θαρρείς και ο σκοπός μας | ||
| είναι ν’ ανακαλύψουμε η ενανθρώπησή που | ||
| μήπως τυχόν μας άφησε κανέναν συγγενή του, | 150 | |
| μια και το μόνο που έμεινε μαζί του να μας δένει | ||
| μες στο βλακώδες μας μυαλό είναι ό,τι πεθαίνει. | ||
| Λες και θα είχε νόημα άλλο, του Θεανθρώπου | ||
| ο λόγος κι η αλήθεια, αν βρίσκαμε επί τόπου | ||
| του DNA ανάλυση μέσω εργαστηρίου, | 155 | |
| για να ‘χουμε απόδειξη αντί του Μυστηρίου! | ||
| Σήμερα αποκλειστικά μας καίει αυτό το θέμα: | ||
| Ποια είναι της χημείας μας η σύσταση στο αίμα. | ||
| Αν τελικά είσαι άνθρωπος τ’ ορίζει η χημεία | ||
| κι απόλυτα σε δημιουργεί απλώς η συνουσία. | 160 |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Ο ΡΟΜΠΟΤΑΝΘΡΩΠΟΣ | ||
| Η φροντίδα | Όμως μην σκέφτεσαι πολύ, μην τύχει κι αρρωστήσεις | |
| στον | και πας στην επιχείρηση και όλα τα διαλύσεις. | |
| εργαζόμενο | Σε θέλουν να ‘σαι υγιής, για να μην είσαι τσόντα, | |
| σου ‘χουν κι αυτοσυγκέντρωση και δάσκαλο της γιόγκα, | ||
| θα βάλουν και σολάριουμ, ίσως κι ένα τζακούζι, | 5 | |
| σάουνα, γυμναστήριο, πισίνα και καρπούζι… | ||
| Δίνουν καφέ, αναψυκτικό, delivery in lunchtime | ||
| και ψυχολόγο αν χρειαστεί, ας είναι και part time, | ||
| να μη σαλτάρεις, φίλε μου, και κάνεις κάνα crime, | ||
| κοίτα να είσαι λίγο κουλ με βότκα και με lime! | 10 | |
| Και να το λες, αν στο ζητούν: «ο γάιδαρος πετάει!». | ||
| Κάνε και λίγη δίαιτα, για να ‘σαι πάντα high! | ||
| Σ’ ωραία φόρμα, υγιής και πάντα ευτυχισμένος | ||
| και μ’ ένα αγχολυτικό, λιγάκι ναρκωμένος. | ||
| Μην τύχει κι υποψιαστείς, τι γίνεται εδώ πέρα, | 15 | |
| σκλάβο για να σε έχουνε, σου κάνουνε κι αέρα! | ||
| Θεραπείες | Γιατί το αίμα σου ήπιανε κι απόκτησες και άγχος, | |
| και | βγάζεις και τίποτα σπυριά κι αυξάνεται το πάχος, | |
| διαγνώσεις | μην το φοβάσαι, φρόντισε για σένα ο… Προκρούστης, | |
| λίγη στοργή και μια προδέρμ, στο τέλος θα ‘σαι πούστης! | 20 | |
| Γιατί όλο ζορίζεσαι και δεν ευχαριστιέσαι, | ||
| μα αν πολύ πια τα ‘παιξες, μη μου στενοχωριέσαι… | ||
| Η ομοιοπαθητική αυτά τα έχει λύσει, | ||
| κι αν πας στον ψυχαναλυτή, μπορεί να σε βοηθήσει. | ||
| Ψάξε ολιστικό γιατρό, τρέχα σε ιριδολόγο, | 25 | |
| ρύθμισε την διατροφή, ρώτα τον διαιτολόγο. | ||
| Αν πάλι ούτε και σ’ αυτά βρήκες τη γιατρειά σου, | ||
| για δες κάνα ριάλιτι ή πάρε τη γιαγιά σου | ||
| τηλέφωνο και ζήτα της μέντιουμ ή αστρολόγο, | ||
| κι αν ούτε τότε γιατρευτείς, τρέχα στον σεξολόγο! | 30 | |
| Το σουξέ | Μπλόκαρε το μηχάνημα, μην ψάχνεις την ψυχή σου, | |
| του σεξ | θες λίγη εκσπερμάτωση, αυτό είν’ η ζωή σου! | |
| Και απ’ αυτό, μη νοιάζεσαι, έχει το μαγαζί μας | ||
| ό,τι μπορείς να φανταστείς, όλα στη δούλεψή μας! | ||
| Δεν το ‘δες; Στο φωνάζουμε με όλους μας τους τρόπους: | 35 | |
| Το σεξ είναι το νόημα που κάνει τους ανθρώπους | ||
| να είν’ ωραίες μηχανές, να ‘ναι καλά ζωάκια, | ||
| το λένε κι οι τραγουδιστές και βγάζουνε δισκάκια, | ||
| το λένε τα περιοδικά, το λεν οι διαφημίσεις, | ||
| δεν το ‘πιασες; Δεν σου ‘φτασαν τόσες ωραίες πλύσεις | 40 | |
| στον άρρωστό σου εγκέφαλο κι ακόμα αναρωτιέσαι; | ||
| Όλοι στο λένε, φίλε μου, αυτό είναι: «Δε γαμιέσαι;» | ||
| Τι; Θέλεις να ‘χει αίσθημα; Ε, πάρε το χαμπάρι, | ||
| πως όλα είναι του μυαλού χημεία και παζάρι! | ||
| Δεν είναι τόσο δύσκολο να φτιάξεις κι ιστορία, | 45 | |
| να, κιόλας σου την φτιάξανε σε σήριαλ και βιβλία! | ||
| Κάνε καμία προβολή, κούρδισε το μυαλό σου, | ||
| είν’ εύκολη η συνταγή να βρεις τον άνθρωπό σου. | ||
| Έχει ακριβώς στα μέτρα σου ρόλους να σου ταιριάζουν, | ||
| είναι γεμάτη η αγορά, χίλια καλά σου τάζουν. | 50 | |
| Αν ψάχνεις για πολύ σασπένς, προτίμησε καψούρα | ||
| να μη γνωρίζεις που πατάς απ’ την πολλή ζαλούρα, | ||
| με χίλιες δύο προσφορές απ’ τη βιομηχανία, | ||
| τραγούδια ποπ και λαϊκά γεμάτα φαντασία, | ||
| που φτάνουνε ως και σ’ αυτό, σου λεν ν’ αυτοκτονήσεις, | 55 | |
| αν έχεις τέτοιο βάσανο, τι; Θέλεις και να ζήσεις; | ||
| Ή σου κεντρίζουν το θυμό, αν μάγκας θέλεις να ‘σαι, | ||
| αφού αυτή ‘ναι μ’ άλλονε και μόνος σου κοιμάσαι, | ||
| δεν θα σ’ αφήσουνε γι’ αυτό να πας έτσι χαμένος, | ||
| πάρε καψουροτράγουδα και γίνε μεθυσμένος! | 60 | |
| Έχουν οινόπνευμα πολύ και πίστες και σόου μπίζνες, | ||
| πλήρωσε για την τρέλα σου ή βάλε τα στις πρίζες, | ||
| ραδιόφωνα μα και cd ή τηλεορασούλα | ||
| και ψήφισε διαγωνισμούς να βγαίνει πρώτη η Σούλα | ||
| ή εκείνος ο διασκεδαστής με τους χρυσούς τους δίσκους, | 65 | |
| στο κόλπο αυτοί σε βάλανε, μην τους αφήσεις τρίτους! | ||
| Βρε, που θα βρεις καλύτερα, ούτε στις διακοπές σου | ||
| ούτε στα tours and travelling, ούτε στον καναπέ σου! | ||
| Καναπές | Τώρα, γιατί τον ψώνισες τον καναπέ στη σάλα, | |
| και άποψη | αφού είσαι για τα μνήματα απ’ την πολλή τρεχάλα; | 70 |
| Ε, θα ‘ρθει και η ώρα αυτή, όμως πάντα με μέτρο, | ||
| θα ‘ρθουν τα φιλαράκια σου, θα φάτε καμιά Pesto, | ||
| θα γίνει ωραίο happening με μπύρες ή με ούζα, | ||
| θα σπάσει η ρουτίνα σου κι η τύχη η γρουσούζα, | ||
| θα νιώσεις κι εσύ άνθρωπος σ’ εκείνο το weekend σου, | 75 | |
| θα βγάλεις το σερβίτσιο σου και τότε ο καναπές σου, | ||
| σίγουρα θ’ αξιοποιηθεί για μια φορά ακόμα, | ||
| μα αν όχι, αύριο στις 7.00 θα δείξουν ένα πτώμα! | ||
| Αυτό που ψάχνουν να το βρουν εδώ και δέκα χρόνια… | ||
| Τότε θα νιώσεις κι ανθρωπιά, γιατί μες στα σαλόνια | 80 | |
| οι ειδήσεις τους μας βάζουνε πάντα στην πρώτη θέση | ||
| να αποκτούμε άποψη με σπόνσορα την Pepsi. | ||
| Γιατί που ξέρεις, να, μπορεί να έρθει εκείνη η ώρα, | ||
| αφού όλα τα κατάλαβες στον καναπέ σου τώρα, | ||
| και να σε βγάλουν, μάγκα μου, παράθυρο στο Mega | 85 | |
| ή σ’ ένα πρωινάδικο να φτιάξεις μια μαρέγκα. | ||
| Η ήττα | Κι αν πάλι είσαι ντιπ για ντιπ και άποψη δεν έχεις, | |
| κι η Ανίτα | φαίνεσαι βλάκας, μπουνταλάς, μοιάζει να μην αντέχεις, | |
| μην το φοβάσαι, φίλε μου, έχεις ζουμί ως βλαμμένος, | ||
| δεν θέλουν να ‘σαι οι εκπομπές και στενοχωρημένος. | 90 | |
| Δες, πλάκα και πολλά λεφτά έχουν οι «Αϋπνίες». | ||
| Σ’ αυτές τις after εκπομπές, γελάν και με κηδείες. | ||
| Όσος κι αν είναι ο πόνος σου, όσο βλαμμένος είσαι, | ||
| έχει η Ανίτα «όφωνο», την φήμη της για χτίσε! | ||
| Έτσι ένιωσε πανίσχυρη και κοίτα την σαρκάζει | 95 | |
| τον πόνο, την κατάντια σου, στην τσέπη της τα βάζει | ||
| και της τη δίνεις, φίλε μου, και δεν το κρύβει διόλου, | ||
| βγάζει και δόντια ενίοτε και κέρατα διαβόλου! | ||
| Όμως το διασκεδάζουνε, γιατί έχει πολύ πλάκα, | ||
| πουλάει την τραγωδία σου, σ’ αποκαλεί και βλάκα | 100 | |
| και όλα αυτά τα έχει στυλ και νιώθει πάντα ωραία. | ||
| Θα ‘θελα να ‘ξερα, καλά κοιμάται κι έχει θέα; | ||
| Ή μήπως τηνε κυνηγούν ζόμπι και τερατάκια, | ||
| ίδια μ’ αυτά στην εκπομπή που λέει πως έχουν πλάκα; | ||
| Θα ‘θελα μία εκπομπή μ’ εκείνη καλεσμένη | 105 | |
| να δείχνουνε το χάλι της κι αυτή να ‘ναι φτυσμένη | ||
| – άσε που πρόβλημα κι αυτό δεν φαίνεται να το ‘χει, | ||
| άμα της δώσουνε λεφτά, δεν λέω πως θα πει όχι – | ||
| λοιπόν και να γελάμε εμείς που τώρα κοροϊδεύει | ||
| κι ο Φρανκεστάιν θα το ‘θελε, ίσως και να ζηλεύει, | 110 | |
| αυτό το κατασκεύασμα που μπόρεσε να γίνει, | ||
| ζητώ συγγνώμη απ’ το Θεό, γιατί αυτός θα κρίνει. | ||
| Η Μωρία | Άλλωστε, το ‘παν πως αυτό που φαίνεται μωρία, | |
| κι η Σοφία | αυτοί που ίσως κλείνουμε μες στα ψυχιατρεία | |
| γιατί είναι κόπια η λογική κι η συμπεριφορά μας, | 115 | |
| (σε τούτο τον μεσαίωνα βρίσκουμε το μπελά μας, | ||
| αν τύχει και δεν μπαίνουμε εύκολα εμείς στην πρέσα | ||
| που έχει η κοινωνία μας, ευθύς μας κλείνουν μέσα) | ||
| ή αυτοί που κοροϊδεύουμε γιατί είναι σαν παιδάκια | ||
| ή κάτι βλάκες σαν και μας που γράφουνε στιχάκια | 120 | |
| και προσπαθούνε με αυτά να βγούνε τσίμα-τσίμα, | ||
| γιατί δεν το ζηλέψανε το εύκολό τους χρήμα, | ||
| το είπαν πως αυτοί χωράν αυτό που λεν Σοφία | ||
| και όσοι βαυκαλίζονται γιατί έχουνε πτυχία, | ||
| θα φτάσουν οι απόψεις τους να ‘ναι η φυλακή τους, | 125 | |
| γιατί δεν το κατάλαβαν πως δεν είναι δική τους | ||
| της πλάσης και του Δημιουργού η τέλεια Σοφία. | ||
| Αυτή τσακίζει εγωισμούς, κεφάλια και πρωτεία! | ||
| Μπες στο… | Τώρα, πολύ αν επιθυμείς σ’ οθόνη να ποζάρεις, | |
| κουτί! | έχει και άλλα χίλια δυο για σένα, μη φρικάρεις, | 130 |
| έχει και πρωινάδικα, έχει τηλεπαιχνίδια, | ||
| είπαμε και ριάλιτι έχει και μια απ’ τα ίδια, | ||
| τρέχα και μπες μες στο κουτί ή κάτσε να το βλέπεις, | ||
| έχει όλο γλέντια και χαρές, μη θλίβεσαι και πέφτεις. | ||
| Δες, τι ωραία που περνούν οι διάσημοι παρέα, | 135 | |
| πίνουνε, τρων και χαίρονται, χορεύουν και ωραία, | ||
| τους περισσεύει η χαρά, δείχνουν ευτυχισμένοι, | ||
| όλα πηγαίνουνε καλά, γιατί να ‘ναι θλιμμένοι; | ||
| Και καμαρώνουν και πουλάν μία ωραία μούρη | ||
| και τρέχουνε τα σάλια σου για μάτι, ρε λιγούρη, | 140 | |
| μα αυτοί διαφημίζονται κι έτσι θα πάρουν φράγκα | ||
| και τον τηλεπαρουσιαστή τον κάνουν μέγα μάγκα! | ||
| Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι είτε έξω είτε μέσα | ||
| φτιάχνει η tv την πλεύση μας, γιαμόλα ε γιαλέσα! | ||
| Ο χρόνος | Μα εφόσον ζεις εικονικά, πρόσεξε και το άλλο: | 145 |
| είναι χρήμα | Μην τρως αέρα στα μυαλά και κάνεις τον μεγάλο, | |
| είπαμε φαντασίωση να έχεις, να σ’ αρέσει, | ||
| όμως να μη παρασυρθείς και χάσεις και τη θέση! | ||
| Το θέμα είναι να μείνουμε σ’ αυτό το μοντελάκι, | ||
| γιατί αλλιώς το «concept» τους δε λειτουργεί, ρε Λάκη! | 150 | |
| Να είσαι εργασιομανής, πάντα η δουλειά σου πρώτη, | ||
| γλέντα το, μα να μη σε πουν αργόσχολο και πότη. | ||
| Να αποδίδεις στη δουλειά, ήσυχο μυρμηγκάκι, | ||
| γιατί είναι αυτό το τέλειο, το πιο «trendy» στυλάκι. | ||
| Και να ‘σαι πάντα ευδιάθετος, για να καταναλώνεις, | 155 | |
| και βέβαια παραγωγικός ποτέ μη χαλαρώνεις. | ||
| Για να ‘ναι έτσι ο χρόνος σου χρήμα τους, δεν το πιάνεις; | ||
| Δούλεψε σαν να πρόκειται ποτέ να μην πεθάνεις! | ||
| Θ’ αρμέξουν το πενθήμερο σαν να ‘σαι αγελάδα | ||
| και θα σ’ αφήσουν το weekend να βόσκεις στη λιακάδα. | 160 | |
| Έτσι ακριβώς και πιο πολύ, σαν τα κτηνοτροφεία, | ||
| το λέει κι η υγιειονομική που ‘χουν υπηρεσία, | ||
| όπως και τα ζωάκια μας κι εσένα θα σφραγίσουν, | ||
| προς το παρόν με ΑΦΜ θα σε καταχωρήσουν, | ||
| μα έχει κι άλλη, φίλε μου, σφραγίδα η ιστορία, | 165 | |
| δεν δραπετεύουν έτσι απλά απ’ τα κτηνοτροφεία! |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ… | ||
| Δόσεις | Μα εσύ όμως έχεις κι αμοιβή, δεν είσαι σαν τα ζώα. | |
| Αν πει ο «Τειρεσίας» τους πως όλα είν’ αθώα | ||
| και δεν χρωστάς εδώ κι εκεί και όλα είν’ εντάξει, | ||
| άντε ρε τυχεράκια μου, σου δίνουνε κι αμάξι! | ||
| Και κοίτα, μην το αρνηθείς, γιατί είναι ευκαιρία, | 5 | |
| η πρώτη δόση άτοκη το 3003! | ||
| Γιατί έχουνε να παίρνουνε ως τότε τ’ άντερά τους, | ||
| θα εισπράττουν και θα κάθονται και τα τρισέγγονά τους, | ||
| μα τα δικά σου θα χρωστάν τα μαλλιοκέφαλά τους, | ||
| δεν θα ‘χουν ούτε κόλλυβα να κάνουν στη γιαγιά τους! | 10 | |
| Δάνεια | Έχει όμως κι άλλη αμοιβή για την σκληρή δουλειά σου, | |
| παντός τύπου | οι τράπεζες σε σκέφτονται, βγάζουν τα δάνειά σου, | |
| κάθε λογής, στεγαστικά και για ό,τι είναι ανάγκη, | ||
| ίσως και σεξουαλικά να δώσουν, ώστε η Μάγκυ | ||
| να ‘ρθει τώρα στο σπίτι σου και να σε ικανοποιήσει | 15 | |
| και ξεστραβώσου, φίλε μου, αυτή ‘ναι η μόνη λύση! | ||
| Το είπε και ο Ασκητής, το σεξ είν’ πρώτο απ’ όλα! | ||
| Πλύσου εσύ κι ετοίμασε dinner με κόκα κόλα, | ||
| κι αν έχεις κάποιο πρόβλημα, αγόρασε viagra, | ||
| μα κοίτα «καβαλάρη» μου μη φτάσεις και στα άκρα | 20 | |
| κι ύστερα σε μαζεύουνε λιώμα με κουταλάκι, | ||
| είπαμε να ευχαριστηθείς, μα όχι να πάθεις κάτι! | ||
| Πρέπει ακριβώς ν’ ακολουθείς το «νι» μα και το «σίγμα», | ||
| όπως το λέει ο Ασκητής μ’ όποιο σου δίνει στίγμα. | ||
| Προσφορές | Μα ας μην ξεχνιόμαστε, γιατί το πιο μεγάλο θέμα, | 25 |
| τραπεζών. | είναι το πώς οι τράπεζες σου πίνουνε το αίμα. | |
| Πλαστικό | Γι’ αυτό «πολύ σε αγαπούν», συνέχεια σου το λένε, | |
| χρήμα | σε παίρνουν στο τηλέφωνο, σχεδόν φτάνουν να κλαίνε | |
| από την αγωνία τους, μην κάτι και σου λείψει | ||
| ή μήπως δεν σου είπανε την προσφορά πριν λήξει. | 30 | |
| Είναι εδώ ο «Βερόπουλος», για να ‘μαστε κεφάτοι, | ||
| τσίμπα εσύ στις προσφορές κι ύστερα κάτσε φάτη! | ||
| Όλα εδώ αγοράζονται και έχει πολύ χρήμα, | ||
| ας μην το βλέπεις σε ρευστό, αυτό δεν είναι κρίμα | ||
| και ας σε στίβουν στη δουλειά, λεφτά δεν θα ‘χεις πάλι, | 35 | |
| μα μην το στενοχωρηθείς, το μαύρο σου το χάλι, | ||
| γέμισ’ το πορτοφόλι σου μ’ αέρα και με κάρτες. | ||
| Έτσι το νιώθεις φουσκωτό, γιατί μπορείς με δαύτες | ||
| να πάρεις ό,τι επιθυμείς κι αν κάτι σου ξεφύγει, | ||
| παντού είν’ οι διαφημίσεις τους, γιατί η ζωή είναι λίγη! | 40 | |
| Μάρκετινγκ - | Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς όλες σου τις ανάγκες, | |
| Διαφημίσεις | μα κάτσε και χαλάρωσε, γιατί ξέρουν οι μάγκες, | |
| τι θες και τι χρειάζεσαι και ν’ ακριβολογούμε, | ||
| δεν το γνωρίζουνε απλώς, μα το δημιουργούνε! | ||
| Γιατί το ξέρουνε καλά το δημιούργημά τους, | 45 | |
| το κάναν και σπουδή μες στα… πανεπιστήμιά τους! | ||
| Μάρκετινγκ τ’ ονομάσανε και όποιος το σπουδάζει, | ||
| κατέχει τον συνάνθρωπο πώς να εξαναγκάζει | ||
| να αγοράσει κατιτίς, αφού πρώτα τον πείσει | ||
| ότ’ είν’ καλό κι ότι χωρίς αυτό δεν θα επιζήσει. | 50 | |
| Δεν είναι πια και για ντροπή στον ψεύτικο καιρό μας, | ||
| τον άνθρωπο τον δημιουργεί το άρρωστο μυαλό μας? | ||
| κι έτσι γινόμαστε «θεοί» και φτιάχνουμε ανθρώπους, | ||
| όπως μας πει το μάρκετινγκ, που βρίσκει όλο τρόπους | ||
| να μας τραβάει απ’ αυτό που λέμε επιθυμία | 55 | |
| κι ύστερα να μας οδηγεί σε μαύρη απελπισία. | ||
| Να κυνηγάς ολημερίς τριγύρω την ουρά σου, | ||
| ν’ αυξάνονται οι ανάγκες σου, να φθίνουν τα λεφτά σου, | ||
| όλο και περισσότερο να κυνηγάς εκείνα | ||
| που υπόσχονται τη χορτασιά, μα αυξάνουνε την πείνα. | 60 | |
| Να ψάχνεις κάτι να χαρείς, κάτι για να αντέξεις | ||
| το ότι ζεις πια για ζωή την τρέλα αυτής της έλξης. | ||
| Διακοπές | Να θες λιγάκι διακοπές μήπως και την διακόψεις | |
| σε πακέτο | αυτήν την άχαρη ζωή και ψάξεις νέες όψεις. | |
| Όμως κι αυτό το ξέρουνε και το ‘χουνε προλάβει, | 65 | |
| είναι δικό τους το χωριό και όλοι οι εργολάβοι | ||
| κάνανε κάθε απόδραση να είναι ουτοπία | ||
| και φτιάξανε τουριστικά όλα τα ωραία τοπία! | ||
| Να πλησιάσεις δεν μπορείς απ’ την πολλή ακρίβεια, | ||
| μα δίνουν δάνειο και γι’ αυτό, φτιάξανε και καλύβια, | 70 | |
| για όσους θέλουν φυσική ζωή με οξυγόνο, | ||
| τους άλλους τους ξαπλώσανε με μια σεζλόνγκ στο δρόμο. | ||
| Οι πιο ακριβοί γινήκανε οι φυσικοί οι τρόποι, | ||
| κάποτε τους διαλέγανε οι πιο απλοί ανθρώποι | ||
| και τώρα είν’ ανάποδα είναι για τους πλουσίους, | 75 | |
| οι φυσικές επιλογές δεν είναι για αθλίους! | ||
| Όχι πως δεν θα πάρουνε και απ’ αυτούς τα φράγκα, | ||
| αυτούς τους βάλαν να μοχθούν να φτιάξουν μια παράγκα, | ||
| που να ‘χει κλιματιστικό, κοντά στην παραλία, | ||
| μ’ ομπρέλα κι αναψυκτικό που κάνει ευρώ τρία! | 80 | |
| Πάλι καλά τουλάχιστον αυτά τα φτωχαδάκια, | ||
| φυλάνε στην καρδούλα τους κάποια παραμυθάκια | ||
| κι όσο κι αν τους ρουφήξουνε αίμα με καλαμάκι, | ||
| αυτοί πάνε τη βόλτα τους και πιάνουν τραγουδάκι, | ||
| για κείνη την παλιά ζωή και παρελθοντολάγνα | 85 | |
| ζούνε σαν νεκροζώντανοι κι ακούν τον κάθε Τράγκα | ||
| να μυξοκλαίει για πάρτη τους κι έτσι δικαιωμένοι, | ||
| γέρνουνε στο κρεβάτι τους και είν’ ευτυχισμένοι, | ||
| γιατί κοιμούνται από ‘δω «τον ύπνο του δικαίου», | ||
| μέχρι του ύπνου η στιγμή να ‘ρθει του τελευταίου! | 90 | |
| Μα ίσως και καλύτερα, ίσως και πιο ωραία | ||
| να ‘ναι αυτή η κατάσταση, απ’ την ωραία θέα, | ||
| το φυσικό τοπίο τους, το τέλεια φροντισμένο, | ||
| που είν’ παραδοσιακό, μοντέρνο ή φτιαγμένο | ||
| να μοιάζει ατημέλητο να ‘χει και κουτουκάκι, | 95 | |
| άσ’ τα και είναι, φίλε μου, το ίδιο μαγαζάκι. | ||
| Αυτή η ψευδαισθητική η φυσικότητά τους, | ||
| είναι η πιο αηδιαστική απ’ τα συμβόλαιά τους. | ||
| Και αν τυχόν τους ξέφυγε καμιά καλή καβάτζα, | ||
| προς το παρόν το χάσανε ή σκέφτηκαν μπροστάντζα | 100 | |
| να ‘χουν την εξασφάλιση πως οι ψαγμένοι τύποι | ||
| εκεί θα εκτονώνονται να μην τους μπουν στη μύτη | ||
| κι έτσι να τα ‘χουν όλ’ αυτά από χέρι ελεγμένα. | ||
| Έχουν αυτοί τον τρόπο τους να πάρουν κι από σένα, | ||
| που δεν υποψιάστηκες πως διακοπές γυρεύεις, | 105 | |
| για να χτυπήσει η καρδιά και έτσι τα μπερδεύεις | ||
| και σου περνάει απ’ το μυαλό ότι έχεις ξεφύγει | ||
| κι ότι απ’ του συστήματος γλύτωσες το κυνήγι, | ||
| γιατί είσαι free εσύ άτομο και ζεις σε κόσμο άλλο | ||
| και δεν μασάς τα κόλπα τους, γιατί έχεις πιο μεγάλο | 110 | |
| κόλπο στρωμένο με σκηνή κάτω απ’ το αρμυρίκι | ||
| σε παραλία εξωτική που δεν πληρώνεις νοίκι. | ||
| Αν είναι έτσι τότε πες γιατί δεν είναι πάντα; | ||
| Και γιατί τους χειμώνες σου μαζεύεσαι στην μπάντα; | ||
| Τι το χρειάζεται η ζωή να ‘χει το διάλειμμά σου; | 115 | |
| Αν ήτανε αληθινή, δε θα ‘ταν πρόβλημά σου | ||
| να θες να κάνεις διακοπές, τι να διακόψεις, σκέψου | ||
| εσύ ο ασυμβίβαστος,για ψάξου και γυρέψου! | ||
| Μήπως αυτό που λες ζωή, ακόμη κι αν διαφέρεις, | ||
| είναι λιγάκι άνοστο και δεν θα καταφέρεις | 120 | |
| κι ας έχει το κεφάλι σου ωραίες θεωρίες | ||
| να ζεις όπως στο κάμπινγκ σου κι όπως στις παραλίες; | ||
| Σε είδα, γιατί ήμουνα εκεί κι εγώ πριν χρόνια, | ||
| κάτω από τ' αρμυρίκια μας, τζιτζίκια και τριζόνια. | ||
| Κι ενώ κι απ' τα τζιτζίκια αυτά ήμασταν πιο ωραίοι, | 125 | |
| βράζαμε στο τσουκάλι μας φαγάκι και σαν νέοι | ||
| που ήμασταν, γουστάραμε γύρω από τη φωτιά μας, | ||
| το μαύρο, την κιθάρα μας και κάποιον έρωτά μας, | ||
| πάντοτε έφτανε η στιγμή, ερχότανε η ώρα, | ||
| που ‘φτανε το φθινόπωρο, έπιανε καμιά μπόρα, | 130 | |
| το πανηγύρι τέλειωνε και τα κεφάλια μέσα. | ||
| Μαζί με τα τζιτζίκια μας την τρώγαμε την πρέσα, | ||
| γιατί ο χειμώνας ζύγωνε κι άντε να μαζευτούμε, | ||
| ν’ ακούμε καμιά μουσική και να ονειρευτούμε: | ||
| Τι ωραία τα καλοκαίρια μας! Γιατί μικρά να είναι; | 135 | |
| Ως κι οι φωτογραφίες μας, φωνάζουν: «Έτσι μείνε!». | ||
| Όμως δε γίνεται αυτό, γιατί μες στο χειμώνα | ||
| θέλεις λεφτά για θέρμανση και γίνεσαι σαν πτώμα, | ||
| πήζοντας στο οκτάωρο κι ασπρίζει το κορμί σου… | ||
| Αλήθεια, που ‘ναι η αγάπη σου η καλοκαιρινή σου; | 140 | |
| Σαν να ‘ναι λίγο πνιγηρή τώρα που ‘γινε σχέση, | ||
| πάλι καλά που ‘ναι κι αυτή, όμως κι ας σ’ έχει δέσει. | ||
| Ή μήπως και χωρίσατε, γιατί το καλοκαίρι | ||
| είναι τα πράγματα αλλιώς για σένα και το ταίρι; | ||
| Αν σ’ αυτήν την περίπτωση εσύ ‘σαι φιλαράκι, | 145 | |
| αυτό που ζεις δεν είν’ ζωή, μα χειμερία νάρκη! | ||
| Άντε να φτάσει γρήγορα και τ’ άλλο καλοκαίρι, | ||
| οι διακοπές είν’ η ζωή και τ’ άλλο είναι καρτέρι. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ | ||
| Η δίψα | Θα φτάσω και σε σένανε, φίλε μου, που ‘σαι ωραίος, | |
| για λατρεία | που ‘σαι και δημιουργικός και διάσημος και νέος. | |
| Για σένα είναι αληθινά όλα καλά και άγια, | ||
| σε δείχνει κι η τηλεόραση και δεν κολλάς στα πάγια. | ||
| Αχ, να ‘μουν έτσι τυχερός, να ήμουν σαν και σένα! | 5 | |
| Όλοι να με θαυμάζανε και να ‘χα κι εγώ ένα | ||
| τέτοιο ωραίο εξοχικό με θέα στο Αιγαίο | ||
| να το ‘φτιαχνε αρχιτέκτονας με όνομα σπουδαίο! | ||
| Το βλέπω και σαν όνειρο μοιάζει σαν παραμύθι. | ||
| Εκεί ξεχνιέσαι αληθινά και φτιάχνεις νέα ήθη, | 10 | |
| μπορείς και ονειρεύεσαι, δημιουργείς για μένα. | ||
| Γι’ αυτό ανοίγω την tv και στα ‘χω πληρωμένα | ||
| το σκάφος, το τζιπάκι σου, τα σπίτια και το στυλ σου. | ||
| Μη μου στερήσεις, άρχοντα, μόνο την έμπνευσή σου! | ||
| Θα χάσω το κουράγιο μου, αν κάποιος δε μ’ εκφράζει, | 15 | |
| αν δεν πουλάει την τέχνη του κι εγώ αν δεν κάνω χάζι | ||
| κι όχι να την πουλάει φθηνά, μονάχα για να ζήσει, | ||
| αυτόν τον μάγκα, μάλιστα, τον θέλω να πλουτίσει! | ||
| Γιατί τα λέει μια χαρά στο σύστημα με φόρα. | ||
| Τι, να μην το εισέπραττε αυτό σε χρήμα τώρα; | 20 | |
| Ριχ’ τα εσύ, αστέρα μου, κι εγώ θα στα πληρώνω, | ||
| γιατί εγώ για πάρτη σου να ξέρεις καμαρώνω. | ||
| Σαν είδωλο και σαν Θεό εγώ σε προσκυνάω, | ||
| αφού δε μ’ άφησαν καμιά αλήθεια ν’ αγαπάω. | ||
| Ψάχνω παντού για είδωλα βρίσκω τη γιατρειά μου, | 25 | |
| σαν τα λατρεύω νιώθω πως χτυπάει η καρδιά μου. | ||
| Δεν το αντέχω είν’ αυτό μεγάλη αδικία, | ||
| γιατί η ανθρωπότητα σε κάθε κοινωνία | ||
| έβρισκε και εκτόνωνε τη δίψα για λατρεία. | ||
| Στην απομυθοποίηση μένει η καρδιά μας κρύα. | 30 | |
| Κι αφού Θεό δεν έχω εγώ, έτσι για να λατρέψω, | ||
| σας λέω θα φτιάξω είδωλα και πίσω τους θα τρέξω. | ||
| Με γλώσσα ως το πάτωμα απ’ την πολλή τρεχάλα, | ||
| θα μπω σ’ εκείνο το fan club, γιατί μου τρέχουν σάλια | ||
| να μάθω οι λατρείες μου πως ζούνε, τι φοράνε; | 35 | |
| Που τρώνε; Που κοιμήθηκαν; Θα φάνε ή δεν θα φάνε; | ||
| Ποιόνε ερωτευτήκανε, τα ‘χουν ή τα χαλάσαν; | ||
| Φοράνε προφυλακτικό κι αν ναι μήπως το σπάσαν; | ||
| Και θα ταυτίζομαι μ’ αυτούς ρουφώντας ένα-ένα, | ||
| όλα τα πλάνα της ζωής που δείχνει ο Antenna, | 40 | |
| το Star, το Mega κι όλα αυτά τα πλούσια κανάλια, | ||
| εκεί είναι η αληθινή ζωή και η δική μου χάλια. | ||
| Η προβολή | Μα μ’ αγαπούν κι εμένανε, με βγάζουν στις Eιδήσεις, | |
| της… | η ακροαματικότητα και οι σφυγμομετρήσεις | |
| προβολής! | το δείχνουν πως με έχουνε τον πρώτο τους πελάτη! | 45 |
| Προβάλουν εκατό φορές κι εμένα τον σακάτη | ||
| και μάλιστα ανάμεσα σ’ ωραίες διαφημίσεις, | ||
| πες μου, να μην τους τις χρωστώ τέτοιες σπουδαίες διακρίσεις; | ||
| Αφήνω την τηλεόραση να παίζει ως και στον ύπνο, | ||
| μη νιώσουν πως με χάσανε, να με νομίζουν ξύπνιο | 50 | |
| και για να είμαι ειλικρινής, να, θέλω και παρέα, | ||
| να ροχαλίζω μόνος μου δεν είναι και ωραία. | ||
| Μ’ αφήσανε οι φίλοι μου, μ’ άφησε κι ο δεσμός μου, | ||
| το είδαν πως είν’ η tv ο άλλος εαυτός μου. | ||
| Μα δεν σκοτίζομαι κι εγώ, τόσα κανάλια έχω, | 55 | |
| βουτάω το τηλεκοντρόλ και όλα τα αντέχω. | ||
| Μάλιστα σκέφτομαι να μπω στη δημοσιογραφία, | ||
| γιατί έτσι παίρνεις και λεφτά και είσαι αφασία! | ||
| Και όλοι σε θαυμάζουνε, γυρνάει κι ο δεσμός σου, | ||
| κι έτσι τον δένεις δια παντός καλά τον γάιδαρό σου. | 60 | |
| Και ας μην ξέρεις τίποτα, αμόρφωτος ας είσαι, | ||
| δεν είναι πρόβλημα αυτό, μες στο «γυαλί» αν είσαι, | ||
| και κάποιοι να σε φτύσουνε, δεν είσαι συ φτυσμένος. | ||
| Κι αν τύχει κάποιος να σε δει θα κάνει σαν χεσμένος! | ||
| Γιατί πλάκα θα πάθαιναν, αν στην tv σε βλέπαν | 65 | |
| κι ύστερα live, ζωντανό, τα αυτάκια τους θα πέφταν… | ||
| Ενώ στην περιφρόνηση τώρα σε έχουν μόνο | ||
| κι η αποδοκιμασία τους σε γέμισε με πόνο! | ||
| Fame Story | Ή μήπως είν’ καλύτερο, αφού είμαι ωραίος τύπος, | |
| να πάω στο «fame story» τους που είν’ ο δούρειος ίππος, | 70 | |
| στην Τροία τους μέσα να μπω και να την κατακτήσω, | ||
| γιατί να βλέπω απ’ την tv; Δεν πάω να κερδίσω | ||
| και χρήματα και δόξα εγώ, να ‘μαι σαν τους θεούς μου; | ||
| Και που το ξέρεις ίσως βγω πρώτος, ώστε ο παππούς μου | ||
| θα φύγει απ’ το κάδρο του, ως και η Τζόντι Φόστερ | 75 | |
| δεν θα ‘χει τέτοιο φοβερό, τόσο μεγάλο πόστερ! | ||
| Δεν είναι τόσο δύσκολο και ας μην τραγουδάω, | ||
| είμαι λιγάκι όμορφος κι έτσι το ξεπερνάω, | ||
| μα και να ήμουν άχαρος και άσχημος ακόμα, | ||
| με μύτη σαν τυρόπιτα και με τ’ αυτιά στο στόμα, | 80 | |
| όλα τα φτιάχνουν σε αυτή την τέλεια Ακαδημία, | ||
| το λέει κι η λέξη: Η αφάνεια είναι επιδημία! | ||
| Γι’ αυτό θα τρέξω και ευθύς θα πω ένα τραγούδι, | ||
| «του Κίτσου η μάνα κάθονταν» με λούπα και με ούτι! | ||
| Γιατί είν’ ωραίος αχταρμάς, πάρα πολύ θ’ αρέσει, | 85 | |
| θα βάλω μπότες κάου-μπόι και στο κεφάλι φέσι, | ||
| θα μάθω να ‘χω σκηνική τέλεια παρουσία, | ||
| θα με βραβεύσει η επιτροπή που είναι αφασία, | ||
| κάτι καημένοι, άσχετοι, ατάλαντοι και βάλε, | ||
| που γίναν έτσι ειδικοί και διάσημοι, μεγάλε, | 90 | |
| με πόζα ακαδημαϊκή που ούτε κι ο πρύτανής μας | ||
| δεν έχει ούτε και ο υπουργός της άθλιας Βουλής μας. | ||
| Ψηφίστε μας! | Καλά, μια και το είπαμε, δεν έχει πολύ πλάκα, | |
| που μπέρδεψαν τους ρόλους τους κι ο ένας του άλλου ατάκα | ||
| δανείζεται και μας τη λέει και δες στους στις αφίσες! | 95 | |
| Ποιός είναι ο πολιτικός και ποιός είναι στις πίστες; | ||
| Ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί το ίδιο λένε: | ||
| «Ψηφίστε μας στην εκλογή, γιατί αλλιώς θα κλαίμε!». | ||
| Άλλωστε οι πολιτικοί λόγοι και τα τραγούδια | ||
| είν’ προϊόν «μαϊμού», ψευτιές και πλαστικά λουλούδια. | 100 | |
| Τι «βλάπτει | Δεν λέν’ όμως επίσημα πως βλάπτουν την υγεία. | |
| σοβαρά | Αυτό το λένε μόνο για την τέλεια κοροϊδία, | |
| την υγεία»; | για να νομίζεις πως εσύ, αν κόψεις το τσιγάρο, | |
| θα ζεις σαν τα ψηλά βουνά, δεν θ’ ανταμώσεις Χάρο. | ||
| Δε φτάνει η εξάρτηση που ‘ναι το βάσανό σου, | 105 | |
| δε φτάνει η αηδία σου που είναι και έξοδό σου, | ||
| δε φτάνει που σε έφτασαν να ψάχνεις στον καπνό σου | ||
| αυτό το οξυγόνο σου που κλέβουν κάθε τόσο… | ||
| Λέν’ επιπλέον πως νοιάζονται για την καλή σου υγεία, | ||
| το ‘δαμε αυτό και στα σχολειά και στα νοσοκομεία, | 110 | |
| στο ΙΚΑ τους, στο ΤΕΒΕ τους και σ’ όλα τα Ταμεία | ||
| και στην υγειονομική που ‘χουν υπηρεσία, | ||
| που αφήνει τους εμπόρους τους στην τέλεια αυθαιρεσία. | ||
| Δολοφονούνε συνεχώς και δεν μας δίνουν μία | ||
| εξήγηση, ούτε δραχμή γιατί είναι συμμορία | 115 | |
| με κυριότερη αρετή την πλήρη αναισθησία. | ||
| Πότε άρρωστα κοτόπουλα, πότε τρελά μοσχάρια, | ||
| πότε ληγμένα γάλατα και πότε ψόφια ψάρια, | ||
| μεταλλαγμένα λάχανα και χημικές ουσίες, | ||
| που είναι δηλητήρια για μας, μα περιουσίες | 120 | |
| χαρίζουν σ’ ασυνείδητους κλέφτες κι εγκληματίες | ||
| που βρίσκουνε σαν ύαινες σε πτώματα τις λείες. | ||
| Αυτό είν’ ελεύθερη αγορά και μόνο αυτή το έχει | ||
| ετούτο το προνόμιο κι εσένανε σε τρέχει, | ||
| όχι να είσαι αραχτός, εκτός κι αν τους πληρώνεις, | 125 | |
| μα σίγουρα όχι καπνιστής γιατί τους τη λερώνεις | ||
| την καθαρή ατμόσφαιρα και την καλή σου υγεία. | ||
| Θες να πεθάνεις μόνος σου; Αυτό είναι προδοσία! | ||
| Γιατί και με το θάνατο έχουνε εταιρεία… | ||
| Ούτε σ’ αυτό ελεύθερος δεν είσαι, γιατί αξία | 130 | |
| έχει μεγάλη ο τρόπος τους και η δολοφονία | ||
| είναι ειδικότητα αυτωνών και φυσικά η κηδεία! | ||
| Κι εκεί το αίμα θέλουνε ως και του πεθαμένου | ||
| και φόρο για του συγγενή τον πόνο του καημένου. | ||
| Γιατί είναι εδώ Καρπάθια, εδώ είναι τα thrillers | 135 | |
| κι είναι αυτοί οι δράκουλες, κομψά βαμπίρ και killers. | ||
| Αειθαλείς | Πού να βρεις ο έρμος γιατρειά, κοίτα το «fame story» | |
| γιαγιάδες | και μην ξεχάσεις στη γιαγιά και πεις κανένα «sorry» | |
| και κείνη ακούσει ανήσυχη πως χάλασε το στόρι, | ||
| εκείνο εκεί του σαλονιού που το ‘χε από κόρη, | 140 | |
| γιατί είν’ κουφή η έρημη και έφαγε ένα χάπι, | ||
| που έγραφε «ελιξήριο» και το ‘χε στο ντουλάπι. | ||
| Ξέρεις, της το ‘δωσαν αυτοί που πήγε τις προάλλες, | ||
| τα κέντρα αδυνατίσματος, της ομορφιάς οι σάλες, | ||
| για να ‘ναι πάντα γκόμενα και άρχισε να μοιάζει | 145 | |
| σαν να ‘ναι ζόμπι νεαρό και έχει πολύ χάζι. | ||
| Μα είν’ και θλιβερό πολύ να βλέπεις να ποζάρει | ||
| σαν κοριτσόπουλο, επειδή ψώνισε απ’ το παζάρι | ||
| βαφές μαλλιών, καλλυντικά κι έγινε καρναβάλι, | ||
| ενώ στ’ αλήθεια είναι σαν ένα αδειανό τσουβάλι. | 150 | |
| Λυπάμαι, γιατί σεβασμό έχω για τα γερόντια, | ||
| μα αυτά είναι άλλη περίπτωση, φοράν καινούρια δόντια. | ||
| Το look! | Μα αυτό δεν είναι τίποτα, είναι ξεπερασμένο. | |
| Πάει μακριά η βαλίτσα μας σ’ αυτό το σάπιο τρένο! | ||
| Εδώ, βρε, καταντήσαμε να θέλουν να μας φτιάξουν | 155 | |
| κι αυτό το φυσικό μας look να λεν πως θα τ’ αλλάξουν. | ||
| Και κοίτα, να, μας έπεισαν να γίνουμε σαν κούκλες, | ||
| αφού πρώτα μας είπανε πως μοιάζουμε πανούκλες. | ||
| Ρίξαν μοντέλα-πρότυπα κι είπαν να γίνουμε ίδιοι | ||
| όλοι πανομοιότυπες φιγούρες σε παιχνίδι. | 160 | |
| Κάνανε ωραίο μάρκετινγκ και πλύση εγκεφάλου | ||
| κι η πλαστική χειρουργική κατάφερε εξάλλου, | ||
| τι θέλεις μύτη ή αυτιά, στήθος ή την κοιλιά σου, | ||
| θαρρείς κι είναι κοτόπουλου μερίδα η αφεντιά σου, | ||
| όλα στα κόβουνε αυτοί και φτιάχνουν ότι θέλεις, | 165 | |
| αφού είσαι κρέας σε πείσανε να μοιάζεις της αγέλης. | ||
| Μέχρι και μάτια αλλάζουνε, διάλεξε εσύ το χρώμα. | ||
| Το μόνο που δε βρήκαμε και ψάχνουμε ακόμα, | ||
| είναι πώς να τα κάνουμε να βλέπουν τα καημένα | ||
| κι όχι να βλέπουν τα σκατά σαν όστρακα ανοιγμένα | 170 | |
| και να ζητούν εκεί να βρουν ένα μαργαριτάρι… | ||
| Αυτοί φτιάχνουνε τ’ άλογο να μοιάζει με μουλάρι! | ||
| Το φύλο έγινε | Δεν ξέρουμε τι θέλουμε πια μα και τι μας πάει? | |
| τζόκερ | μέχρι και φύλο αλλάζουμε κι αυτό δε μας χαλάει. | |
| Αυτό είναι επανάσταση, αυτό είναι ελευθερία, | 175 | |
| το τρίτο φύλο κυβερνά όλη την κοινωνία. | ||
| Αυτό που είν’ επιλογή κι όχι επιβεβλημένο. | ||
| Στη χώρα των «ελεύθερων» είναι ξεπερασμένο | ||
| να είσαι ό,τι αποφάσισε η φύση, αυτό φτάνει! | ||
| Θα είσαι ό,τι σου ‘πανε να γίνεις, τι φουστάνι, | 180 | |
| τι παντελόνι, άλλαξ’ το! Αρκεί να γράφει πάνω | ||
| τη φίρμα τους, το σχεδιαστή και κάτι παραπάνω | ||
| κοστίζει να τη ξεπερνάς τη φύση που – άκου λέει! – | ||
| τόλμησε κι αποφάσισε για σένα πως να ρέει, | ||
| η τάδε η ορμόνη σου και αν θα έχεις κάτι | 185 | |
| ανάμεσα στα πόδια σου, πώς θα ‘σαι στο κρεβάτι! | ||
| Ε, όχι! Καταπίεση σου είπανε πως είναι. | ||
| Άλλαξε εσύ το φύλο σου και ό,τι θέλεις γίνε: | ||
| άντρας, γυναίκα, ό,τι θες, ή τραβεστί ή γκέι, | ||
| γκέισα μέχρι και «διπλός», αυτοί είναι οι πιο ωραίοι! | 190 | |
| Γιατί έχουν για επιλογή ολόκληρο πλανήτη, | ||
| κι αν θέλουνε πολλούς μαζί, πρέπει ν’ αλλάξουν κοίτη. | ||
| Να πάρουν μεγαλύτερη μ’ ένα τεράστιο στρώμα, | ||
| μα πρέπει να πληρώσουνε κι οι εραστές ακόμα | ||
| που μια φορά θα ξαπλωθούν σε τούτο το κρεβάτι, | 195 | |
| ακόμα κι αυτοί οι δύστυχοι που θα τους πάρουν μάτι. | ||
| Γιατί πια το «κρεβάτι» μας πολλά λεφτά αξίζει, | ||
| ξοδεύεται κανείς γι’ αυτό, μα κι απ’ αυτό πλουτίζει! | ||
| Άφυλη ψυχή, | Τώρα η δυνατότητα που ‘χεις είναι μεγάλη, | |
| σε πέταξαν | αυτό είν’ αλήθεια, άκουσε, όμως και μία άλλη: | 200 |
| στης σάλας | Είν’ η ψυχή μας άφυλη όπως και των αγγέλων, | |
| την άκρη | μα αυτή δεν θέλει εγχείρηση, ούτε φοράει καπέλο. | |
| Κι άμα εσύ της έδινες λιγάκι σημασία, | ||
| δεν θα σου ήταν πρόβλημα που Μήτσο αντί Τασία | ||
| σε είπαν και σου δώσανε να παίζεις με τη μπάλα | 205 | |
| κι όχι με κούκλες, της ψυχής της πρέπουνε τα άλλα. | ||
| Αυτά που λέει ο ποιητής πως είναι τα μεγάλα | ||
| κι όχι να εγκλωβίζεται στα Σούσα μες στη σάλα, | ||
| μες στη χλιδή και την ψευτιά του μέγα Αρταξέρξη | ||
| να πνίγεται και να ζητά μια πόρτα για να τρέξει, | 210 | |
| ν’ αφήσει πια τις αγορές και τα ωραία παζάρια | ||
| και ν’ ανοιχτεί στις καλαμιές, να τρέξει στα λιβάδια, | ||
| να ψάξει να βρει γιατρειά, λιγάκι οξυγόνο… | ||
| Τι φταίει η ψυχούλα σου, που εσύ γυρεύεις μόνο | ||
| στου σώματος την ηδονή τον έρωτα να νιώσεις, | 215 | |
| και τα φτερά της έκοψες, μα αντί να μετανιώσεις, | ||
| τα ‘βαλες με τα γένια σου, τα ρούχα, τις κινήσεις | ||
| και νόμισες έτσι απλά, πως θά βρεις να ανοίξεις | ||
| εκείνα εκεί τα όρια που σου ‘βαλε η φύσις. | ||
| Εκείνη σ’ έχει ελεύθερο, κι αν σου ‘δωσε επίσης | 220 | |
| το σώμα αυτό, το φύλο σου και ό,τι σου τη δίνει, | ||
| είναι για να στραφείς εκεί που αλήθεια θέλει εκείνη: | ||
| Στο ότι είσαι ελεύθερος στο πνεύμα κι αυτό φτάνει! | ||
| Μα εσύ απ’ αυτό προτίμησες ένα ωραίο φουστάνι, | ||
| γιατί βλέπεις τον έρωτα μονάχα στο κρεβάτι | 225 | |
| και τόσο άγρια που πεινάς μας έβαλες στο μάτι. | ||
| Και σε καθόρισε αυτό, γι’ αυτό φοράς συνέχεια | ||
| περιβολή σεξουαλική κι απ’ την πολλή ανέχεια, | ||
| δηλώνεις πάντα και παντού και στη δουλειά σου ακόμα, | ||
| τι ψάχνεις και τι λαχταράς στο ερωτικό σου στρώμα. | 230 | |
| Μοιάζεις με ζώο άγριο που όπου βρει χιμάει, | ||
| και το ένστικτό του τ’ οδηγεί να τρώει και να πηδάει. | ||
| Η ενότητα | Εντάξει είν’ δικαίωμα καθένας να επιλέγει, | |
| της αγέλης | μα αν θέλει να ‘ναι ά-λογο, τότε ας τον ιππεύει | |
| όποιος γουστάρει και μπορεί κι αυτός να μη μιλάει, | 235 | |
| γιατί τον θηριοδαμαστή πρέπει να προσκυνάει! | ||
| Αυτός του δίνει την τροφή, αυτός του βρίσκει ταίρι | ||
| κι άμα δεν κάτσει φρόνιμα, μαστίγιο έχει στο χέρι. | ||
| Κι αν αυτό τώρα, φίλε μου, σου μοιάζει ελευθερία, | ||
| τότε να ξέρεις στη σωστή πως ζεις την κοινωνία! | 240 | |
| Αν όμως έρθει η στιγμή να θλίβεται η ψυχή σου, | ||
| πες μου, πού την θυμήθηκες ήταν κι αυτή μαζί σου; | ||
| Σ’ αυτό που είναι μια ξερή αγοραπωλησία, | ||
| που δίνεις-παίρνεις ηδονή μέχρι να ‘ρθει αηδία; | ||
| Είναι στ’ αλήθεια θλιβερό, γιατί η ευαισθησία | 245 | |
| που έχεις, συνειδητοποιεί ότι η ψυχή είναι μία | ||
| κι είναι στ’ αλήθεια άφυλη κι ελεύθερη, άμα θέλει, | ||
| να βρει και να ‘χει ενότητα, όχι όμως στην αγέλη. | ||
| Μπορεί, αν θέλει, ν’ αγαπά ολόκληρο τον κόσμο, | ||
| μα όχι και να τον πηδά, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο | 250 | |
| διαχωρίζεσαι απλώς και φτιάχνεις άλλη ομάδα | ||
| κι εντάσσεσαι με την ορμή που έχει η αγελάδα, | ||
| άμα σαλτάρει μια φορά και φανταστεί πως είναι | ||
| ταύρος, και τότε αλίμονο! Εκεί που είσαι μείνε! | ||
| Γιατί θα τρέξει πάνω σου για «να σου την φορέσει»… | 255 | |
| Ποιά; Άσ’ το μην το συζητάς, καλά που έχουν δέσει | ||
| τις αγελάδες τις τρελές κι όλες τις οδηγήσαν | ||
| μες στο σφαγείο και εκεί ευθύς τις καθαρίσαν. | ||
| Μα εκείνη δεν το ήξερε η δόλια, η φουκαριάρα, | ||
| πως μόνο straight ο άνθρωπος την ήθελε στη σχάρα | 260 | |
| κι έχασε έτσι την σωστή στον άνθρωπο θυσία. | ||
| Το σώμα, | Ξέρεις για αυτές δε φτιάξανε ακόμα ψυχιατρεία, | |
| από σπίτι, | που απορώ για ποιές ψυχές τα φτιάξαν και τα έχουν, | |
| φυλακή | γι’ αυτές που δεν αντέχουνε μες στο μαντρί και τρέχουν; | |
| Αφού το σώμα φυλακή το κάναμε να είναι. | 265 | |
| Κι άμα στη δώσει μέσα εκεί και πνίγεσαι… «Για πίνε!», | ||
| σου λένε, «τα χαπάκια σου και κάτσε στο κλουβί σου!» | ||
| Απ’ το ψυχιατρείο τους θα βγεις, μα η φυλακή σου, | ||
| όσα και να της δώσουνε ν’ αλλάξει εκείνη ρούχα, | ||
| πάλι θα είναι φυλακή απαίσια και μουντρούχα. | 270 | |
| Όχι γιατί η φύση μας το έκανε το σώμα, | ||
| για να ‘ναι τέτοια φυλακή, μα γιατί είπε ακόμα | ||
| να ‘ναι το σπίτι της ψυχής ή αν θέλεις κι ο ναός της, | ||
| να ‘χει παράθυρα ανοιχτά, να δέχεται το φως της! | ||
| Μα εμείς κι η απληστία μας το κάναμε να μοιάζει | 275 | |
| ντουβάρι αδιαπέραστο και έτσι μας τρομάζει. | ||
| Ούτε να βγει ούτε να μπει του Έρωτα το δώρο | ||
| να ψάχνεις λίγη χορτασιά στης λαιμαργίας τον κόρο. | ||
| Κι αυτό να κάνει πιο πηχτή την ύλη απ’ το ντουβάρι | ||
| κι εσύ να νιώθεις όμορφος, να το ‘χεις και καμάρι!… | 280 | |
| Που είναι | Κι εγώ κάποτε το ‘νιωσα, μα μ’ έπνιξε λιγάκι | |
| η ελευθερία; | και κάθισα και έγραψα ετούτο το στιχάκι: | |
| «Ελευθερία ή θάνατο, καρδιά μου, τι γυρεύεις; | ||
| “Ελευθερία” να χάνεσαι ή θάνατο να φεύγεις;» | ||
| Κι εκείνη μου απάντησε πως άλλη ελευθερία | 285 | |
| ζητάει να βρει η καρδιά και άλλη η κοινωνία. | ||
| Αυτή που ψάχνει η καρδιά θέλει «αρετή και τόλμη!». | ||
| Την άλλη την κοινωνική την ψάχνει στην Στοκχόλμη, | ||
| στο Άμστερνταμ, στην Αφρική, σε Άσραμ στην Ινδία… | ||
| Μα άλλο είναι λευτεριά κι άλλο γεωγραφία! | 290 | |
| Ακόμα και στους ένδοξους κοινωνικούς αγώνες, | ||
| η ελευθερία δεν κρατά για πάντα στους αιώνες. | ||
| Και τι είναι αυτή η λευτεριά, αν πρόκειται να λήξει | ||
| και σαν παγάκι στη φωτιά να χρεωθεί την τήξη; | ||
| Θέλει η ψυχή τη λευτεριά, μα εμείς είμαστε σκλάβοι, | 295 | |
| γιατί μας πήρε λάφυρα πειρατικό καράβι, | ||
| που θέλει την καρδούλα μας να έχει μες στ’ αμπάρι | ||
| και τα κορμιά μας να πουλά σε όποιο βρει παζάρι. | ||
| Τηλε-μοναξιά | Κι αφού οι σχέσεις γίνανε μια σκέτη κοροϊδία, | |
| τη μοναξιά την έλυσε η τηλεπικοινωνία. | 300 | |
| Ποτέ δεν θα ‘σαι μοναχός και θα ‘χεις συντροφιά σου | ||
| όλον τον κόσμο δίπλα σου στα τρία κινητά σου. | ||
| Ένα για τα προσωπικά, ένα για τις δουλειές σου | ||
| κι ένα για τα μηνύματα, ψήνει και τον καφέ σου, | ||
| γιατί οι δυνατότητες που έχει είναι σπουδαίες, | 305 | |
| σε λίγο θα το βγάλουνε να έχει δυο κεραίες. | ||
| Μια θα ‘ναι εσωτερική και θα σου την φυτέψουν | ||
| βαθιά μες στον εγκέφαλο, για να μπορούν να κλέψουν | ||
| ιδέες, συναισθήματα, τα σχέδια, τα όνειρά σου, | ||
| θα ‘χουν κι ένα τηλεκοντρόλ, για να μην είν’ δικά σου | 310 | |
| και θα σου τα ρυθμίζουνε όπως αυτούς συμφέρει. | ||
| Τηλεκατευθυνόμενος θα είσαι και στο χέρι | ||
| θα σ’ έχουνε, πουλάκι μου, και θα ‘ναι δωρεά τους! | ||
| Όχι πως δεν θα πληρωθούν, αυτό είναι σύστημά τους… | ||
| Έχουν αυτοί τον τρόπο τους, όλα στα δίνουν δώρα | 315 | |
| και στα γυρεύουνε διπλά, όταν θα έρθει η ώρα. | ||
| Κι αν απορείς η άλλη του κεραία πού θα μπαίνει, | ||
| φόρεσε τσίγκινο βρακί, γιατί άμα μπει δε βγαίνει. | ||
| Κοίτα εσύ να το κρατάς πάντα το κινητό σου, | ||
| την ακτινοβολία του μη χάσεις ούτε τόσο! | 320 | |
| Εκεί στο στήθος σου κοντά, στη δεξιά σου τσέπη | ||
| να έχει κι η καρδούλα σου της φίρμας του τη σκέπη. | ||
| Και θα ‘σαι ωραίος «Γερμανός», ωραίο ρομποτάκι, | ||
| δεμένος με καλώδια, hands free και γουοκμανάκι. | ||
| Όλη την ώρα θα ακούς, μη χάσεις ούτε λέξη | 325 | |
| και θα μιλάς μονάχος σου κι ας λένε: «τα ‘χει παίξει». | ||
| Εσύ μη σκας, με sms βρες επαφή μαζί τους, | ||
| και στείλ’ τους την απάντηση στη χαζοκριτική τους. | ||
| Γράψε: «Κοιτάξτε με καλά, κρατάω πολυβόλο! | ||
| Έχω το χέρι στο κουμπί κι έτσι τον κόσμο όλο, | 330 | |
| αν θέλω τον πυροβολώ, τον έχω όμως γραμμένο. | ||
| Εγώ έχω ωραίο κινητό και πρόβλημα λυμένο! | ||
| Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ, μη με προβληματίζεις, | ||
| έχω sms μες στο μυαλό, γι’ αυτό μη με ζαλίζεις, | ||
| γιατί θα χάσω κάτι από την επικοινωνία. | 335 | |
| Μένα με νοιάζει το «επί» κι όχι η κοινωνία… | ||
| Ποιά κοινωνία άλλωστε, ποιός κόσμος, ποιά εικόνα; | ||
| Αυτή που λέει η οθόνη μου; Ή ξέρεις κι άλλη ακόμα;». | ||
| Τι να σου πω, με κινητό κι εγώ εξυπηρετούμαι, | ||
| όμως δεν λέω πως τ’ αγαπώ και για να εξηγούμαι: | 340 | |
| Τι είναι χρήση κινητού και τι εξάρτησή μας; | ||
| Χρήση είν’ η εξυπηρέτηση κι εξάρτηση η εμμονή μας | ||
| αν δεν μπορεί να ελεγχθεί και σε αρρώστια ρέπει, | ||
| κι αν λογαριάζει για ζωή το κινητό στην τσέπη. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Η ΝΟΜΙΜΗ ΜΑΣΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ | ||
| Νόμιμη | Και δυστυχώς τα θύματα που η εξάρτηση σκοτώνει | |
| ασθένεια ή | είν’ τα παιδιά που νιώθουνε πάθος για την οθόνη. | |
| μαύρη αγορά; | Κλαίει η ψυχή μου, βρε παιδιά, που είστε φυλακισμένα, | |
| μα ίσως να ‘ναι η γιατρειά, γιατί φρικαρισμένα | ||
| είστε απ’ αυτό που βλέπετε, γι’ αυτό στην αφασία | 5 | |
| το ρίχνετε να μη τυχόν δείτε ψυχιατρεία… | ||
| Μα ανάποδα οι ταμπέλες τους θα έπρεπε να είναι, | ||
| γιατί όσοι μέσα κλείσαμε γλυτώσαν από κείνες | ||
| τις νόμιμες ασθένειες της τρελοεποχής μας. | ||
| Γι’ αυτό δεν ξέρω, αν τρελοί είναι οι ασθενείς μας | 10 | |
| που υγιώς σαλτάρουνε, γιατί αντιδρά η ψυχή τους | ||
| στην τρέλα αυτής της λογικής, που οι ψυχίατροί τους | ||
| της έχουν βάλει σελοφάν και την πουλάν σε χάπι. | ||
| Έχει κι η μαύρη αγορά για σένα αυτό το κάτι, | ||
| που φτάνεις να χρειάζεσαι ή έτσι αυτοί σε πείθουν. | 15 | |
| Η επανένταξη | Σε ρίχνουν στα ναρκωτικά κι ύστερα νέου ήθους | |
| και ο | κεντράκια απεξάρτησης σου φτιάχνουν να συνέλθεις, | |
| Προκρούστης | που αυτό σημαίνει να ενταχτείς, στον κόσμο μας να έρθεις | |
| με νόμιμα ναρκωτικά, με νόμιμη την τρέλα, | ||
| αν δεν σ’ αρέσει, διάλεξε: ή πέθανε ή γέλα! | 20 | |
| Θα γίνεις όπως θέλουνε, λειτουργικός, ωραίος, | ||
| εργατικός, υποκριτής και προπαντός με χρέος | ||
| σ’ αυτούς που σε σμιλεύουνε, στους τέλειους προκρούστες, | ||
| τεντώνουν ή μικραίνουνε σου βάζουνε και σούστες | ||
| κι όταν μ’ ωραίο κέλυφος έτσι σε καταντήσουν | 25 | |
| κι αν γίνεις ίδιος με αυτούς θα σε χειροκροτήσουν! | ||
| Μπορεί και να σου δώσουνε πτυχίο και βραβεία, | ||
| τώρα που τα κατάφερες να μπεις στην κοινωνία. | ||
| Ή πρέζα | Κι εγώ πολύ το χαίρομαι, όμως δε φτάνει μόνο | |
| ή πρέσα | να κόψεις τα ναρκωτικά και να ξεχνάς τον πόνο, | 30 |
| που σ’ έκανε να πας εκεί, γιατί έχει μιαν αλήθεια: | ||
| Υπέρβαση επιθύμησες και σου ‘δωσαν συνήθεια. | ||
| Μάθε πως πρέπει να ποθείς, να θέλεις να πετάξεις | ||
| και για αυτούς που το ποθούν το πέταγμα να ψάξεις. | ||
| Πού είναι βαλμένα τα φτερά που τα ζητάει η ψυχή τους; | 35 | |
| Κι όχι όταν γίνεις ειδικός να ‘σαι απέναντί τους | ||
| και να τους λες: «Πουλάκια μου, πετάξτε εσείς την πρέζα, | ||
| το σύμφωνο θ’ αλλάξω εγώ και θα σας δώσω πρέσα! | ||
| Ωραίο υποκατάστατο, λειτουργικοί να είστε, | ||
| ξεχάστε τι ποθεί η καρδιά, τα όνειρά σας σβήστε! | 40 | |
| Είν’ η ζωή ναρκωτικό! Πάρτε την! Μαστουρώστε! | ||
| Δεχτείτε ό,τι σας δίνουνε κι ό,τι ζητούνε δώστε!» | ||
| Είναι πικρή και άχαρη και μοιάζει με φαρμάκι, | ||
| μα σαν την πάρεις με σωστή δόση στο κουταλάκι | ||
| και πάρεις στο καπάκι της και λίγη θεωρία, | 45 | |
| καμία τζούρα από ψευτιά κι από υποκρισία, | ||
| σφηνάκι ιδεολογικό, λίγη φιλοσοφία, | ||
| μην το φοβάσαι, φέρνει αυτό την τέλεια αναισθησία! | ||
| Δεν θα ζητάς σαν ήρωα να σ’ έχει η ηρωίνη | ||
| κι όλα αυτά τα φονικά που σ’ έβαλαν στη δίνη, | 50 | |
| γιατί θα νιώθεις ήρωας και θα ‘σαι και στ’ αλήθεια, | ||
| αφού κατάπιες τη μπουκιά πως η ζωή είν’ συνήθεια. | ||
| Κι αν τότε διακινδύνευες να σβήσεις, να πεθάνεις, | ||
| άκου με εδώ προσεκτικά, σου λένε τι να κάνεις: | ||
| «Να την πεθάνεις την ζωή που κρύβεται εντός σου. | 55 | |
| Να ζήσεις για ζωή αυτό, που είν’ ο θάνατός σου! | ||
| Άσε την τρέλα που έλεγε εσύ Θεός να γίνεις, | ||
| κάτσε στ’ αυγά σου, μην ποθείς και κοίτα να παχύνεις! | ||
| Και ξέχασέ τα όλα αυτά, μην τα ποθήσεις άλλο. | ||
| Μπες μέσα στο χρυσό κλουβί, κάνε τον παπαγάλο, | 60 | |
| γιατί η ζωή είναι όμορφη, αρκεί να την ξεχάσεις | ||
| και όλα αυτά που ήθελες στα βάθη να τα θάψεις». | ||
| Κατάθλιψη | Σε βλέπω στην κατάθλιψη και είν’ αυτό πληγή μου | |
| ή | γιατί συνάντησα κι εγώ μέσα στην διαδρομή μου | |
| μετάλλαξη; | αυτή τη μαύρη σήραγγα που φέρνει απελπισία. | 65 |
| Είναι στ’ αλήθεια οδυνηρή αυτή η δοκιμασία! | ||
| Χάνεται και το γέλιο σου, μα ως κι αυτό το κλάμα, | ||
| γίνονται όλα δύσκολα κι ανούσια συνάμα, | ||
| ανάπαυση δεν το μπορείς ούτε στον ύπνο να βρεις | ||
| κι εκεί χορεύουν τέρατα και πτώματα ξεθάβεις. | 70 | |
| Κι όταν ξυπνάς χειρότερος είναι ο εφιάλτης, | ||
| ένα κουρέλι αισθάνεσαι και δεν υπάρχει ράφτης. | ||
| Γύρω σου μόνο υψώνονται θεόρατα ντουβάρια, | ||
| σκάφτηκε όλο το είναι σου και μοιάζει με νταμάρια. | ||
| Είν’ ένας τζόγος η ζωή κι εσύ απλώς χαμένος | 75 | |
| κι ως την κορφή του κεφαλιού για πάντα χρεωμένος. | ||
| Και μόνο μπαίνοντας σ’ αυτή τη δύσκολή σου θέση | ||
| στο λέω, δεν το κάνω απλώς, γιατί έτσι μου αρέσει, | ||
| αλλά γιατί σε νοιάζομαι και ξέρω το καμίνι, | ||
| με δυσκολία το μπορώ να τη θυμάμαι εκείνη | 80 | |
| την τραγική την αίσθηση που νιώθει όποιος περνάει | ||
| αυτή την μαύρη έρημο κι απέραντα πονάει. | ||
| Όμως μου φαίνεται αυτό όσο σκληρό φαντάζει | ||
| πως είναι το πιο υγιές κι ας τόσο μας τρομάζει. | ||
| Τουλάχιστον αν δίπλα του βάλω για να συγκρίνω | 85 | |
| εκείνη την μετάλλαξη, που όταν την διακρίνω | ||
| σ’ όσους χορταίνουν εύκολα με πλαστικά σκουπίδια, | ||
| μου ανοίγουνε την όρεξη ν’ αρχίσω τα βρισίδια. | ||
| Γιατί είναι προτιμότερη αυτή η δυσανεξία | ||
| που εμφανίζει ο άνθρωπος που βλέπει υποκρισία, | 90 | |
| ασχήμια κι αδιέξοδο τριγύρω του απλωμένα, | ||
| από αυτήν την ανοχή που όλα συνηθισμένα | ||
| μας κάνει να τα βλέπουμε και πια δεν μας πονάει, | ||
| που είναι όλ’ ανάποδα, γι’ αυτό και μας τη σπάει | ||
| όποιος δεν αναπαύεται και του ‘ρχεται ναυτία | 95 | |
| μέσα σ’ αυτήν την άρρωστη, ψεύτικη κοινωνία. | ||
| Βέβαια, στην κατάθλιψη δεν λέω να ριχτούμε, | ||
| μα ούτε έτσι αναίσθητα κι αδιάφορα να ζούμε. | ||
| Να μας περνάει απ’ το μυαλό πως μες στην οικουμένη | ||
| ίσως αυτοί οι δύστυχοι, ίσως αυτοί οι καημένοι, | 100 | |
| που αντικαταθλιπτικά παίρνουνε, για να ζήσουν, | ||
| έχουνε μάτια ανοιχτά και ας μας συγχωρήσουν, | ||
| που σαν τα ζώα γίναμε εντέλει, ώστε τον πόνο | ||
| τον έχουμε εξόριστο γιατί μας φέρνει τρόμο. | ||
| Απλά έτσι την αρρώστια μας την είπαμε υγεία | 105 | |
| και όποιος δυσφορεί μ’ αυτό, ας κάνει θεραπεία. | ||
| Και που είσ’ ακόμα, σκέφτομαι, στο μέλλον τι θα δούμε, | ||
| έτσι όπως γίναμε ρομπότ και δεν ανησυχούμε. | ||
| Ίσως να έρθουν εποχές που όποιος μαρτυράει, | ||
| έστω κι από τη φάτσα του ότι δεν το γλεντάει | 110 | |
| με τούτη την κατάντια μας και δεν περνάει ωραία | ||
| να είν’ επίσημα τρελός με βούλα εισαγγελέα! | ||
| Αλίμονο και μακριά δε μοιάζει αυτή η μέρα | ||
| γι’ αυτό αν μέσα σου πονάς, τραβήξου παραπέρα, | ||
| γιατί για φυσιολογικός με τούτα δεν περνιέσαι, | 115 | |
| αφού είσαι καταθλιπτικός πρέπει ν’ αναρωτιέσαι: | ||
| «Γιατί οι άλλοι χαίρονται και τόσο το γλεντάνε; | ||
| Δεν βλέπουνε τι γίνεται; Τι κάνουν και δε σκάνε; | ||
| Αυτοί δεν το χρειάζονται τ’ αληθινό οξυγόνο; | ||
| Πού βρίσκουν κι αναπνέουνε; Εγώ δε βρίσκω μόνο;» | 120 | |
| Μην τους ρωτάς δεν ξέρουνε γιατί ‘ναι ναρκωμένοι | ||
| κι έχουνε άποψη ισχυρή και ξεκαθαρισμένη: | ||
| Η πτήση | «Αυτά είναι για τους παλαβούς, για τους ξεκουνημένους, | |
| και | εμείς πια λέμε υγιείς μόνο τους ταυτισμένους | |
| η πτώση | με την κοινή μας λογική, που είναι καλή μπουλντόζα, | 125 |
| μια και έξω για όλους μαζικά προτείνει μία πόζα | ||
| σαν μάσκα αποσυμπίεσης μέσα στ’ αεροπλάνο, | ||
| για κάθε έναν που έσκασε και λέει: “ν’ ανασάνω!”». | ||
| Μα αντί για οξυγόνο αυτοί του δίνουν διοξείδιο, | ||
| για να ‘χει θάνατο αργό, γλυκό και όχι αιφνίδιο. | 130 | |
| Του λένε: «κάτσε πέθανε, αργά όμως και σε τάξη. | ||
| Το αεροπλάνο χάλασε, μα η εταιρεία θα εισπράξει. | ||
| Ως τότε σου προσφέρουμε τη σούπερ ευκαιρία | ||
| να αγοράσεις ό,τι θες από τα “φαρμακεία”, | ||
| όμως με συνταγή γιατρού, επίσημα, με βούλα, | 135 | |
| θα παίρνεις τη μαστούρα σου και την καλή ζαλούρα. | ||
| Αν θέλεις κάτσε φρόνιμα, αν θες, ορίστε, πήδα!». | ||
| Δεν σου αφήσανε καμιά άλλη απ’ αυτήν ελπίδα. | ||
| Δεν το πιστεύω πια εσύ να ‘χεις αμφιβολία, | ||
| πως είναι «μια χαρά», «υγιής», αυτή η κοινωνία. | 140 | |
| Κι αν σε χαλάει, ηρέμησε, άντεξε τη ναυτία, | ||
| απλά είναι η παρενέργεια που ‘χει η υποκρισία. | ||
| Τα βάζεις με τους διπλανούς, με τους συνεπιβάτες, | ||
| «κοιτάξτε ρε παιδιά», τους λες, «μας πνίγουν σαν τις γάτες!». | ||
| Όμως κανείς δεν σε ακούει, γιατί μαστουρωμένοι | 145 | |
| γουστάρουν το «ταξίδι» τους κι είναι ευχαριστημένοι! | ||
| Θεωρίες | Έχει και κάτι επώνυμους που ‘ναι στην πρώτη θέση. | |
| διάσωσης | Τ’ αεροπλάνο μελετούν και λένε πώς θα πέσει, | |
| σπουδαίοι διανοούμενοι με στυλ και ψυχραιμία, | ||
| τους στέλνουνε στο πλήρωμα να δώσουν ηρεμία. | 150 | |
| Κάνουν συχνά επίδειξη των σωστικών τους μέσων, | ||
| σου δείχνουν το σωσίβιο, ενώ είναι εν τω μέσω | ||
| νεφών κουλτούρας που θα πει εξαίσιας μαστούρας, | ||
| τέλειου παραληρήματος κι αντίστοιχης λιγούρας | ||
| για θεωρία, ανάλυση, διανόηση και τέτοια, | 155 | |
| μιλάν αργά και σταθερά, αυτοί δεν έχουν ντέρτια. | ||
| Σου δείχνουν το σωσίβιο με λόγια κούφια κι άδεια, | ||
| ενώ είναι από κάτω τους βουνά μα και λαγκάδια! | ||
| – «Κοίτα αυτήν την τέλεια που έχω βιβλιοθήκη, | ||
| διάλεξε στυλ και όραμα και βάλ’ τα μες στην θήκη. | 160 | |
| Μ’ αυτά τα όπλα και εγώ νιώθω πως πολεμάω, | ||
| αυτά με κάναν διάσημο και δέρνω, δε μασάω. | ||
| Δεν έχω κάνα πρόβλημα, γιατί έφτιαξα “κεφάλι”, | ||
| που μ’ έκανε σημαντικό και δεν κοιτώ το χάλι. | ||
| Έχω εξτρά ψευδαίσθηση, γιατί είμαι μορφωμένος. | 165 | |
| Κατάλαβα την πτώση μας, μα νιώθω εγώ σωσμένος! | ||
| Έχω τις θεωρίες μου, έχω μυαλό σπουδαίο | ||
| και τα ‘χω για αλεξίπτωτο σαν γίνει το μοιραίο. | ||
| Είμαι σπουδαίος άνθρωπος, μα έχω και καλοσύνη. | ||
| Πάρε κι εσύ “σωσίβιο” και άμα θες κι εκείνη | 170 | |
| την όποια θεωρία μου, δεν την κρατώ για μένα, | ||
| πάρε την για αλεξίπτωτο είν’ ελαφρύ το ψέμα! | ||
| Γιατί είναι μάλλον χρήσιμο την ώρα αυτή της πτήσης, | ||
| στην πτώση ίσως ξέρουμε πως δεν θα λειτουργήσει. | ||
| Ή μάλλον σίγουρο είναι πως το αλεξίπτωτό σου, | 175 | |
| δεν θα σε σώσει τη στιγμή που θα ‘σαι στο κενό σου… | ||
| Μα μέχρι να ‘ρθει αυτή η στιγμή, θα αισθάνεσαι σωσμένος, | ||
| θα σ’ εκτιμούνε άπαντες, γιατί καταρτισμένος | ||
| θα ‘σαι, με αλήθεια, με ψευτιά δεν έχει σημασία, | ||
| σαν πέφτει το αεροπλάνο μας, η ουσία είναι μία: | 180 | |
| Είμαστε όλοι θρύψαλα, συντρίμμια από τώρα, | ||
| με λίγη όμως διανόηση περνάει ωραία η ώρα. | ||
| Βάλε μες στο συρτάρι σου καμιά φιλοσοφία, | ||
| μ’ αυτήν ξεχνάς την πτώση μας, η πτήση έχει αξία!» | ||
| Κι ενώ θα είσ’ αναίσθητος, θα σε θωρούν για μάγκα | 185 | |
| και μάλιστα για ευαίσθητο και θα σου δίνουν φράγκα | ||
| και θα τσουλήσει η ζωή και μέχρι να τελειώσει, | ||
| θα σου ‘χουν φτιάξει άγαλμα αυτοί που έχεις «σώσει». | ||
| Πού να πηγαίνει η άθλια ετούτη κοινωνία; | ||
| Της τρέλας, των ναρκωτικών τέλεια βιομηχανία | 190 | |
| είν’ αλλά, εσύ μη νοιάζεσαι, αυτά είναι για αρρώστους | ||
| ή τέλος πάντων, άμα θες, μια θεωρία δώσ’ τους | ||
| να βρουν ακόμη μια αφορμή να κάνουνε παιχνίδι | ||
| με της απελπισίας μας το μαύρο αυτό το φίδι. | ||
| Μια… | Δεν σου τα λέω όλα αυτά, για να σε απελπίσω, | 195 |
| τελευταία | μα κάνω μια προσπάθεια μήπως και σου θυμίσω | |
| τζούρα | να βάλεις στο κεφάλι σου καλά και μια για πάντα, | |
| πως ό,τι ονειρεύτηκες στο βάλανε στη μπάντα! | ||
| Στο είπαν ψέμα, ακρότητα, στο είπαν ουτοπία, | ||
| πες τους κι εσύ όμως, φίλε μου, πως τέτοια ελευθερία | 200 | |
| ζητάει στ’ αλήθεια η καρδιά και δεν κάνει εκπτώσεις. | ||
| Ενώ για τούτο φτιάχτηκε, την ρίξαμε στις πτώσεις. | ||
| Μα αν σου ‘κρυψαν τον ήλιο σου κι έψαξες τη μαστούρα, | ||
| θέλω να σε κεράσω εγώ μια τελευταία τζούρα | ||
| αλήθειας, κι όχι ψέματος, που διαρκεί για πάντα | 205 | |
| δεν την αφήνουν ν’ ακουστεί την βάλανε στην μπάντα | ||
| κι ίσως να δεις πώς βγαίνουνε πια έξω απ’ την κατάντια, | ||
| όπου σου πνίγουν την ψυχή τα μαύρα τους τα γάντια. | ||
| Την έχω μέσα στην καρδιά, την φύλαξα για σένα, | ||
| γιατί διψάω, αδερφέ, ζητάω σαν κι εσένα | 210 | |
| να ζωντανέψω μέσα μου, να «ανεβώ» λιγάκι | ||
| και δεν το πίνω εύκολα το σάπιο τους φαρμάκι. | ||
| Είμαι καλά κι έχω όνομα, μα έξω από τον κύκλο, | ||
| δεν ήθελα περίφραξη, αναζητούσα κήπο. | ||
| Κόντεψα να λυγίσω εδώ, μέχρι και να πεθάνω. | 215 | |
| Τσακώθηκα με το Θεό, ρώτησα τι να κάνω, | ||
| για να μη ζήσω ψεύτικα όπως αυτοί γυρεύουν. | ||
| Δε φταιν, η απελπισία τους τους κάνει να πιστεύουν, | ||
| πως δεν υπάρχουν στη ζωή άλλα πια περιθώρια, | ||
| γι’ αυτό κι εσύ απελπίζεσαι και φεύγεις απ’ τα όρια | 220 | |
| και με πληγώνεις στην καρδιά, τόσο που δεν αντέχω | ||
| σαν χρήστης ή αυτόχειρας που ελπίδα λες δεν έχω. | ||
| Δεν είναι μόνο ο θάνατος που έτσι επιλέγεις, | ||
| μα είναι αλήθεια η Ζωή κι εσύ την αποφεύγεις. | ||
| Γιατί δεν σε αφήσανε ούτε να την πιστεύεις | 225 | |
| κι αυτό που λεν αυτοί ζωή, εσύ το κοροϊδεύεις. | ||
| Και προτιμάς στο θάνατο φυγή να βρεις και τέλος, | ||
| μην τους πιστεύεις, η ζωή σου ετοιμάζει βέλος | ||
| να ‘χεις στα χέρια να κρατάς, για να τους πολεμήσεις | ||
| με της Αγάπης τ’ άρματα τα τείχη να γκρεμίσεις! | 230 | |
| Μην τους το κάνεις, φίλε μου, ετούτο το χατίρι, | ||
| μείνε, καρδιά μου, ζωντανός κι έλα στο πανηγύρι | ||
| που άρχισε κι ακούγονται οι καρδιακοί του χτύποι | ||
| και απειλείται σοβαρά της λογικής η γρίπη! | ||
| Αυτό το παλιοσίδερο που όλους μας σιδερώνει | 235 | |
| έπαθε βραχυκύκλωμα και άρχισε να λιώνει! | ||
| Ό,τι γουστάρει η ψυχή, αλήθεια το θυμάται, | ||
| φαντάζει να ‘ναι απίθανο, όμως απλώς κοιμάται. | ||
| Και το κοιμίζουν συνεχώς μην τύχει και θεριέψει | ||
| και καμακώσει το θεριό που εκείνοι έχουν θρέψει! | 240 | |
| Είναι βαθιά στα στήθια σου, το νιώθεις, δεν το βλέπεις, | ||
| κι εμείς σε καταντήσαμε άλλο να μην αντέχεις, | ||
| γιατί σου επιβάλλουμε σαν και εμάς να γίνεις, | ||
| να ψάχνεις ηρεμιστικά και να ‘σαι επί κλίνης | ||
| με παγωμένη την καρδιά και με αναισθησία, | 245 | |
| να ονομάζεις την ποινή, ζωή και ευτυχία. | ||
| Δεν έχω άλλο να σου πω και τίποτα να δώσω, | ||
| λουλούδι της καρδιάς κρατώ κι είναι μικρούλι τόσο, | ||
| που μόνο εσύ πια το μπορείς, αν θες, να το ποτίσεις, | ||
| κι όπως θα μεγαλώσει αυτό, κι εσύ μαζί ν’ ανθίσεις. | 250 | |
| Κράτα, ψυχούλα μου, αυτό τ’ αμάραντο λουλούδι, | ||
| η Αγάπη έχει πρόσωπο και σου ‘φτιαξε τραγούδι: | ||
| Το κάλεσμα | «Ξύπνησε αρχοντόπουλο, ξύπνησε πρίγκιπά μου, | |
| της Αγάπης | φόρεσε τ’ άσπρα ρούχα σου κι έλα στ’ απέραντά μου | |
| λιβάδια που επιθύμησες ελεύθερος να τρέχεις | 255 | |
| μες στην Αλήθεια και το Φως, παντοτινά θα έχεις | ||
| αυτό που επιθύμησες και το ‘ψαχνες στις λάσπες | ||
| και σου το δίναν πλαστικό μέσα σε σάπιες γλάστρες. | ||
| Μην τον πουλάς τον πόθο σου, είναι το μόνο που έχεις… | ||
| Νιώσε τον κι ας σε κάνανε στα σκοτεινά να τρέχεις, | 260 | |
| γιατί είσαι ο πιο ευαίσθητος, είσαι ο πιο ωραίος | ||
| και από κει σε πιάσανε, μα είσαι ακόμα νέος. | ||
| Νέος θα πει να μη μασάς άλλο το παραμύθι, | ||
| που θέλουν να σου δώσουνε για να βρεθείς στη λήθη. | ||
| Α-λήθεια μόνο να ζητάς, να ‘ναι ο δικός σου τόπος, | 265 | |
| που έχει πρόσωπο όμορφο κι είναι ο μόνος τρόπος! | ||
| Δεν σε αφήνω μοναχό, σε παίρνω στην καρδιά μου, | ||
| έλα, άμα θέλεις, ζήτησε και θα βρεις στον οντά μου | ||
| ζεστό ψωμί και ζεστασιά, γιατρειά κι ελευθερία, | ||
| μην πιάνεσαι κορόιδο πια, έχω τη σωτηρία!». | 270 | |
| Ένα | Να ξέρεις, πόνεσα κι εγώ κι είχα μεγάλη ανάγκη | |
| τσιγαράκι | και έσπασα και λύγισα κι έχω γεμίσει πάθη, | |
| ακόμα | που νιώθω να ‘ναι φυλακές και πολύ με ζορίζουν, | |
| φουμάρω τα τσιγάρα μου και σκάω που με μαυρίζουν. | ||
| Κι αναρωτιέμαι, γιατί αυτό να το ‘χω δεκανίκι | 275 | |
| και μαύρα τα πνευμόνια μου να έχω, μα και νοίκι | ||
| να τους πληρώνω βερεσέ και αφού το αρπάζουν | ||
| να λεν πως η υγεία μου κι η προκοπή τους νοιάζουν. | ||
| Γιατί είναι αλήθεια πως κι αυτό είναι αυτοκτονία, | ||
| μα μέχρι να ‘ρθει η ζεστασιά μες στην καρδιά την κρύα | 280 | |
| και να χορτάσει ολότελα, ανάβω τσιγαράκι | ||
| να μου θυμίζει να πονώ που ακόμα λείπει κάτι | ||
| και να ποθώ όλο πιο πολύ μέσα μου να χορτάσω, | ||
| μα και να μην τυχόν ποτέ ξεφύγω και ξεχάσω | ||
| ότι άλλο μας χορταίνει απλά, άλλο μας καθαρίζει | 285 | |
| κι ότι αν ανοίξω την καρδιά κι όλη την κατοικήσει, | ||
| τότε δεν θα ‘ναι ανάγκη πια τα στήθια να γεμίζω | ||
| με άσχημο πικρό καπνό κι έτσι να τα βρωμίζω. | ||
| Διαφημιστικό | Ένα διαφημιστικό διάλειμμα κάνω τώρα, | |
| διάλειμμα: | μια και σε ζάλισα πολύ όλη αυτήν την ώρα. | 290 |
| «Το ζητιανάκι» | Προσπάθησα μία φορά κάποτε να το κόψω, | |
| μα μ’ έπιασε χαρμάνιασμα κι ήθελα να το διώξω | ||
| κι έγραψα μες στο ζόρι μου ακόμα ένα «στιχάκι»… | ||
| Στο αφιερώνω κι άμα θες, κάνε το τραγουδάκι. | ||
| Σαν καλαμπούρι θα στο πω και σαν ανεκδοτάκι. | 295 | |
| Λιγούρα τόση ένιωθα, που το ‘πα Ζητιανάκι: | ||
| «Μικρό παιδί αμούστακο, δώδεκα-δεκατρία: | ||
| – Ένα τσιγάρο δώσε μου να πιω, καλέ κυρία. | ||
| – Πάρε ψωμάκι που κρατώ την πείνα να χορτάσεις | ||
| κι έλα στο σπίτι μου, γωνιά σου ‘χω να ξαποστάσεις. | 300 | |
| Είσαι παιδί πολύ μικρό, τσιγάρο δεν σου δίνω, | ||
| κράτησε στο χεράκι σου αυτό εδώ το κρίνο. | ||
| – Κι αν είμαι βρώμικο πολύ, πεινάω και κρυώνω, | ||
| ένα τσιγάρο δώσε μου μ’ αυτό βαστώ τον πόνο, | ||
| το άδικο κι η ερημιά χαρμάνι στον καπνό μου, | 305 | |
| τ’ ανάβω για να καίγονται να σβήνω τον καημό μου. | ||
| Ετούτο το κρινάκι σου, βάλε το στα μαλλιά μου, | ||
| δώρο αγάπης να βαστώ, να το ‘χω φορεσιά μου | ||
| και στη ζεστή γωνίτσα σου ζέστανε την καρδιά μου, | ||
| μέχρι να λιώσουν οι καημοί να βρω τη γιατρειά μου. | 310 | |
| – Δώσ’ του Θεέ μου που πεινά, σκέπασ’ το που κρυώνει | ||
| κι άναψε το τσιγάρο του σαν περπατά στο χιόνι! | ||
| Κι οδήγησε τη στράτα του στου ήλιου τα λημέρια, | ||
| έτσι το τσιγαράκι του θα πέσει από τα χέρια. | ||
| Μικρό αμούστακο παιδί, δώδεκα-δεκατρία, | 315 | |
| στους ώμους βάρος η ζωή, στα μάτια ελευθερία». | ||
| Μαστούρα | Μα ας το ελαφρύνουμε, για να ‘χει λίγο χάζι, | |
| κι απ’ τ’ αυτιά | πάμε ξανά στο θέμα μας, που είναι πώς αράζει | |
| καθένας μας και το γλεντά με ό,τι βρει εμπρός του | ||
| κι έτσι περνάει άνοστα κι ανούσια ο καιρός του. | 320 | |
| Τώρα τα λέω εκεινού που αδιάφορα σφυρίζει | ||
| και που, όπως λέει η αγορά, την ζήση του ορίζει: | ||
| Τράβα και πάρε κινητό, άλλαξε και το φύλο, | ||
| στο fame story πήγαινε και κάνε, αν θες, το σκύλο, | ||
| γίνε ρομπότ και διακοπές οργάνωσε από τώρα | 325 | |
| κι ενημερώσου σχετικά με προσφορές και δώρα | ||
| και τέλος πάντων ό,τι θες κάνε, μα μην ξεχάσεις | ||
| να βάζεις πάντα μουσική όποιας κι αν είσαι κλάσης. | ||
| Παλιά, το είχε ο βασιλιάς προνόμιο ν’ ακούει | ||
| όλη τη μέρα μουσική, άμα το είχε χούι, | 330 | |
| γιατί έπληττε απ’ την πολλή χλιδή και αφθονία, | ||
| μα τώρα αυτό το έπαθε όλη η κοινωνία. | ||
| Όταν σου λέμε όμως παντού και πάντα το εννοούμε! | ||
| Μην κάνεις ένα διάλειμμα, θα στενοχωρηθούμε… | ||
| Είναι ωραία η μουσική γι’ αυτό με λαιμαργία | 335 | |
| να φτάσεις ως και στα αυτιά να ‘χεις παχυσαρκία, | ||
| για να γλυκαίνονται αυτά σ’ όποιον ρυθμό και να ‘ναι. | ||
| Λιμοκτονούν τα αισθήματα και ό,τι βρουν θα φάνε. | ||
| Είναι τροφή η μουσική, ζεσταίνεται η καρδιά μας, | ||
| μα η υπερκατανάλωση είναι ασθένειά μας | 340 | |
| βουλιμική για μουσική ή τέλος πάντων ό,τι | ||
| θυμίζει, μοιάζει, φαίνεται και τζαζ και Παβαρότι | ||
| και τρανς και ροκ και έντεχνα κι ενίοτε μπουζούκι | ||
| και έθνικ μα και ambient – ας είν’ και τουρλουμπούκι! – | ||
| και ποπ μα και δημοτικά, hip hop, low bap και Yannis, | 345 | |
| ρεμπέτικα και σάουντρακ, ντισκ τζόκεϊ να κάνεις | ||
| το έρμο το κεφάλι σου να μοιάζει δισκοθήκη, | ||
| μη βάλεις όμως πια ποτέ τ’ ακουστικά στη θήκη! | ||
| Εκτός κι αν έχει μουσική ο χώρος που τραβιέσαι, | ||
| παντού σου βάζουνε ν’ ακούς, δεν θέλουν να βαριέσαι. | 350 | |
| Στα σούπερ μάρκετ, στο γιατρό, ταβέρνες, καφενεία, | ||
| σπίτια και γυμναστήρια, τηλέφωνα και πλοία, | ||
| αεροπλάνα, πούλμαν και του Δήμου υπηρεσίες, | ||
| σε κομμωτήρια, ταξί μέχρι και στις πλατείες, | ||
| μες σε μπουτίκ ντυσίματος, μα ίσως και κρεάτων, | 355 | |
| σκεπάσαν το νιαούρισμα ακόμα και των γάτων! | ||
| Αν αυτό ηχορρύπανση δεν είναι, πες μου τότε, | ||
| πού είν’ οι ωτοασπίδες μου, αφού εσείς τα τρώτε | ||
| όλα και τα χωνεύετε, ακόμα κι αν το στυλ σας | ||
| έχει ένα μόνο κόλλημα, δεν λέω η άποψή σας | 360 | |
| μπορεί να είναι σταθερή και απ’ αυτούς να είστε | ||
| που έχουν κάποια επιλογή, εντάξει, αλλά κλείστε | ||
| αυτό το κασετόφωνο που παίζει νύχτα μέρα, | ||
| ακόμα και τον ύπνο σας τον θέλετε βεγγέρα; | ||
| Μα τέλος πάντων εμετό δεν κάνετε απ’ τις νότες; | 365 | |
| Κι ο Μπαχ θα σιχαινότανε και θα ‘κλεινε τις πόρτες, | ||
| αν όλη μέρα παίζανε το αριστούργημά του, | ||
| και θα τα έπνιγε ευθύς τα ίδια τα παιδιά του! | ||
| Θορυβολάγνοι γίναμε και χάθηκε η αξία | ||
| της μουσικής όσο καλή κι αν είναι κι έχει ουσία. | 370 | |
| Η δίψα! | Μα η μουσική είναι συντροφιά και δεν αντέχεις μόνος, | |
| ξέρω, έχεις δίκιο, φίλε μου, είναι μεγάλος πόνος | ||
| και τι να κάνεις ο έρημος, πώς να τη βγάλεις τώρα, | ||
| που όλες τις πόρτες σου ‘κλεισαν και σου ‘πανε: «Προχώρα!». | ||
| Διψάς για λίγη ζεστασιά και το ‘παμε δεν έχει, | 375 | |
| εδώ είναι κατάψυξη και το νερό δεν τρέχει! | ||
| Μα δες την έλαφο αυτήν που πίνει και χορταίνει | ||
| «απ’ των υδάτων τας πηγάς»9 ποτέ της δεν ξεμένει, | ||
| γιατί ελάφι είν’ αυτό που, όταν ρουφούσε φίδια, | ||
| είχε ανάγκη απ’ την πηγή που είν’ η ζωή η ίδια. | 380 | |
| Όταν το φίδι, το κακό, το φας και το σκοτώσεις, | ||
| πρέπει το δηλητήριο να εξουδετερώσεις, | ||
| γι’ αυτό να πιείς απ’ την πηγή είναι και ευτυχία, | ||
| μα πρώτα απ’ όλα είν’ αυτό που φέρνει αθανασία. | ||
| Το αθάνατο | Κάτω απ’ το μπαλκόνι σου, σου φαίνεται ουτοπία, | 385 |
| νερό | γι’ αυτό κι ο μέγας Γκάτσος10 μας μες στην απελπισία, | |
| ένιωθε πως δεν του ‘δινε καμία σημασία | ||
| η καθαρή αυτή πηγή που είναι η Αθανασία. | ||
| Ούτε τη βρίσκεις στους ποιητές, στους Κροίσους ή στον δυόσμο, | ||
| μα μόνο μάτια αλλιώτικα σαν βρεις να δεις τον κόσμο, | 390 | |
| αυτά που βλέπουν την πηγή και ξέρουν και ζητάνε, | ||
| γιατί απ’ τα λασπόνερα δεν θέλουν να ρουφάνε, | ||
| κι όση κι αν είναι η δίψα τους, τρέχουν δε σταματάνε. | ||
| «Είναι ζωή ή θάνατος» λένε και προχωράνε! | ||
| Τώρα, αν δεν κατάλαβες τουλάχιστον ακόμα, | 395 | |
| πως δηλητήριο τραβάς σ’ αυτό εδώ το χώμα | ||
| και ξεγελάς τη δίψα σου απ’ τα λασπόνερά του, | ||
| θα συμφωνήσεις με αυτό το ποίημα του Γκάτσου, | ||
| πως η Αθανασία πια καμία σημασία | ||
| δεν δίνει στον εξώστη σου ούτε στα θεωρεία. | 400 | |
| Τι θα πάρετε; | Και θα θυμώσεις με αυτήν που δεν την ανταμώνεις, | |
| Νερό ή | Αυτή σταυρώθηκε για μας κι εσύ δεν τη ζυγώνεις, | |
| κόκα-κόλα; | σου φαίνεται η Ανάσταση πως είναι μια γιορτούλα | |
| για σένα, την λαμπάδα σου και την ωραία σούβλα. | ||
| Ε, βέβαια, όλα μια γιορτή τα ‘κανε η απελπισία, | 405 | |
| για πανηγύρια νοιάζεται ακόμα κι η εκκλησία. | ||
| Γιατί δεν μας το είπανε πως ο Θεός ο Ίδιος | ||
| είναι η ζωντανή πηγή, πρέπει όμως πρωτίστως | ||
| εσύ να θες να τη γευτείς, ελεύθερος αφού είσαι, | ||
| μα εσύ δεν είσαι ελεύθερος, γιατί σου λένε σβήσε | 410 | |
| τη δίψα στις γιορτούλες μας, πιες καμιά κόκα-κόλα | ||
| να μην τυχόν αφυπνιστείς κι ύστερα για μπριζόλα | ||
| σε ποιόνε θα πουλήσουνε το δηλητήριό τους; | ||
| Οι σκλάβοι αν ξυπνήσουνε, θα χάσουν το προσόν τους | ||
| να είναι αυτοί αφεντικά και να τα ελέγχουν όλα. | 415 | |
| Τους φαίνεται παντοτινά πως θα ‘χουν τέτοια σόλα, | ||
| για να πατάν το ελάφι μας στο ωραίο του κεφάλι, | ||
| για να μην υποψιαστεί πως η αλήθεια είναι άλλη. | ||
| Και πως υπάρχει και η Πηγή, υπάρχει αθανασία | ||
| και θα τελειώσει κάποτε αυτή η κοροϊδία, | 420 | |
| που χίλια επιχειρήματα δίνει στη λογική σου, | ||
| για να πειστεί πως θάνατος θα ‘ναι η κατάληξή σου. | ||
| Είναι ψευτιά ο θάνατος, τροφή για τα κοράκια | ||
| και φιγουράρει ψεύτικα μες στα δικά μας μάτια | ||
| μαζί με την ανάγκη μας, που τρέχει να χορτάσει | 425 | |
| σε βρώμικα λασπόνερα και τη ζωή να πιάσει, | ||
| για να την ζήσουμε οι φτωχοί μες στην απελπισία | ||
| σα να ‘ν’ θανατική ποινή με λίγη διορία. | ||
| Ε, δεν αντέχω άλλο πια, τα ισοπεδώσαν όλα! | ||
| Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, μην πιείς την «κόκα-κόλα»… | 430 |















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου