| Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ | ||
| Οικοπεδάκια | Τώρα βεβαίως θα μου πεις, πού να βρω να κοιτάξω | |
| ένα κομμάτι ουρανό, αφού όπου κι αν ψάξω | ||
| παντού είναι μια ψευδοροφή και σε τι να πιστέψω; | ||
| Σ’ αυτό που λένε αυτοί Θεό και μ’ έχουν πάντα απ’ έξω; | ||
| Γιατί εκκλησιαστικά τα λέν’ τα οικοπεδάκια, | 5 | |
| που έχουν για την πάρτη τους και κάνουνε κολπάκια, | ||
| για να ‘ναι ιδιοκτησία τους αυτή του παραδείσου, | ||
| αν είναι έτσι, άσε με, μην παίξω ζίου-ζίτσου! | ||
| Κι αρχίσω να τα λέω εδώ, το είδαμε το χάλι, | ||
| φοβάμαι την κατάκριση, μα αφού το πορτοκάλι | 10 | |
| το τρώνε πάντοτε αυτοί και μου πετάν τις φλούδες | ||
| κι αφού αυτά τα χάφτουνε μονάχα οι παππούδες, | ||
| που είναι για «αναχώρηση» και επειδή φοβούνται, | ||
| γι’ αυτό κοιτάν ολημερίς πώς να σταυροκοπιούνται | ||
| και κάτι άλλοι επίτροποι κι αρχιερείς κι εβραίοι | 15 | |
| που φιγουράρουν «δίκαιοι» κι αισθάνονται ωραίοι … | ||
| Στο τέλος δεν θα κρατηθώ κι ίσως και να υβρίσω, | ||
| δεν θα τα πω προσωπικά, μα ούτε και θα το κλείσω. | ||
| Το παγκάρι | Άντε και να το χάψω αυτό και να το παραβλέψω, | |
| & το ζωνάρι. | δε λιγουρεύτηκα ποτέ τα πλούτη τους να κλέψω, | 20 |
| Η Χάρη; | μα δε γουστάρω, φίλε μου, και δεν χτυπάει η καρδιά μου, | |
| μακριά τους θ’ αποτραβηχτώ κι ας βρω και τον μπελά μου. | ||
| Πήγα κι εγώ κάποιες φορές και μπήκα σ’ εκκλησία, | ||
| για να μου πουν για το Χριστό και για την Παναγία, | ||
| μα δυστυχώς δεν ένιωσα κατάνυξη όλως διόλου, | 25 | |
| μέχρι που το φοβήθηκα πως μοιάζω του διαβόλου! | ||
| Και λέω δεν είν’ απίθανο μπορεί εγώ να φταίω, | ||
| που είμαι έτσι ακάθαρτος και δεν γνωρίζω, λέω, | ||
| ούτε τι είναι προσευχή, ούτε τι είν’ η Χάρη, | ||
| μα αυτοί όλα τα στεγνώσανε εκτός απ' το παγκάρι. | 30 | |
| Τι μου προτείνουν για Θεό, αφού κι αυτοί κοιτάνε | ||
| να λήξει η Λειτουργία τους και ύστερα να πάνε, | ||
| έτσι όπως είναι φουσκωτοί από κοιλιά και δόξα | ||
| να βγούνε στα παράθυρα με βέλη και με τόξα | ||
| του κάθε παλιοκάναλου και να μιλάν για δίκια | 35 | |
| με αυτοδικαίωση πολύ και με τα δεκανίκια | ||
| που παίρνει η εξουσία τους απ’ τ’ άμφια και τις τιάρες. | ||
| Αυτοί, βρε, όλα τα πούλησαν και παίζουν τις κουμπάρες! | ||
| Μα να στο εξομολογηθώ, άνθρωποι είναι λέω, | ||
| μπαίνουν κι αυτοί σε πειρασμό, μα να μη λεν «δε φταίω»! | 40 | |
| Αν όντως είναι χάρισμα ο ίδιος τους ο ρόλος, | ||
| δεν θα μπορούσα και εγώ ο άθλιος, ο δόλιος, | ||
| λιγάκι να το αισθανθώ να πάρω λίγη Χάρη | ||
| κι όχι μονάχα το σφιχτό εκείνο το ζωνάρι | ||
| που μου προτείνουν γι’ άσκηση κι εγκράτεια οι παπάδες… | 45 | |
| Συγγνώμη, μα θα σου το πω, δεν γίνεται ως ραγιάδες | ||
| πιστοί ν’ ακολουθήσουμε τις εντολές μονάχα | ||
| κι η Αγάπη που μας διαλαλούν πως την κατέχουν τάχα, | ||
| πού φαίνεται, πώς γίνεται να τηνε νιώσω ίσως | ||
| κι εγώ που είμαι αμαρτωλός και που μου βάζουν μίσος; | 50 | |
| Το ξέρω και το δέχομαι ότι ο Χριστός Αγάπη | ||
| είναι ο Ίδιος, μα αυτοί Τον κλείσαν στο κιτάπι, | ||
| μοιράσανε τα ρούχα Του, σχίσαν τα ιμάτιά Του, | ||
| γι’ αυτό είναι πάνω στο Σταυρό, μα άφησε τη μιλιά Του, | ||
| το Πνεύμα και το λόγο Του κι αυτοί δεν τα εκφράζουν | 55 | |
| στις πράξεις και τα έργα τους και μοναχά κοιτάζουν | ||
| το λόγο Του να κάνουνε λόγια αδειανά από Χάρη | ||
| κι αντί για Πνεύμα να μιλούν, κοιτάνε στο παγκάρι | ||
| και βγάζουν δίσκο στη στιγμή μετά τα Ευαγγέλια. | ||
| Πού να βρω εγώ κατάνυξη, με πιάνουνε τα γέλια, | 60 | |
| για να μην πω τα κλάματα μέσα στην εκκλησία | ||
| που πια δεν είναι του Χριστού το Σώμα κι η θυσία | ||
| κι απόμεινε το κτίριο μονάχα να εννοείται | ||
| και μόνο η αναστύλωση σ’ αυτό να ευλογείται | ||
| και να ευφραίνεται ο πιστός που ανοίγει πορτοφόλι, | 65 | |
| πληρώνοντας με χρήματα την αμαρτία όλη. | ||
| Ετούτο θα το ζήλευε κι ο Πονηρός ακόμα, | ||
| συγχωροχάρτι εύκολο να βρίσκει ως και το πτώμα, | ||
| άμα κηδεία ακριβή, μνημόσυνο χλιδάτο, | ||
| του κάνουνε οι συγγενείς και προπαντός χορτάτο | 70 | |
| αφήσουν τον επίτροπο και βέβαια τον παπά τους. | ||
| Ε, τότε οι πεθαμένοι μας θα βρούνε την υγειά τους! | ||
| Αχ, να με κάνουν μια φορά λίγο ν’ ανατριχιάσω, | ||
| γλυκά, γαλήνια, θεϊκά, την πείνα να χορτάσω! | ||
| Μα μου ζητάνε εντολές μόνο να εκτελέσω, | 75 | |
| λες κι είμαι εγώ Μουτζαχεντίν κι εκρηκτικά να δέσω | ||
| γύρω από το σώμα μου, για ποιόνε δεν γνωρίζω, | ||
| αυτοί μου λεν να σφίγγομαι και μόνο να ζορίζω | ||
| την δόλια την καρδούλα μου με νόμους και νηστείες, | ||
| να βάλω και τσεμπέρι εγώ όπως και κάτι θείες, | 80 | |
| να μπαίνω μες στην εκκλησιά, να νιώθω πως αγιάζω | ||
| κι ύστερα όποιον βρω μπροστά, ευθύς να τονε σφάζω | ||
| απ’ την πολύ κατάκριση κι απ’ την μεγάλη πείνα | ||
| να λέω «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ως και τα λόγια εκείνα | ||
| που λέν’ πως είπε ο Χριστός να στρέψεις και την άλλη, | 85 | |
| όταν δεχτείς το ράπισμα, μα αυτοί έχουν τέτοιο χάλι, | ||
| που κι αν ο ίδιος ο Χριστός τους πει: «δεν είσαι εντάξει», | ||
| αυτοί έχουνε το δίκιο τους, Τον βάζουνε σε τάξη! | ||
| Κηρύγματα | Όπως και τότε που ‘ρθε Αυτός κι άλλονε περιμέναν | |
| & ηθικολογία. | με δόξα, να ‘ναι βασιλιάς και δεν καταλαβαίναν, | 90 |
| Η Αγάπη; | πως ο Θεός ο πάνσοφος είναι και παιχνιδιάρης | |
| και πως δεν θα γινότανε, γιατί είναι κι ερωτιάρης | ||
| να ‘ρχόταν όπως θέλανε κι όπως Τον περιμέναν, | ||
| γιατί ο Μέγας Εραστής ζητάει από σένα, | ||
| όπως ο Ερωτόκριτος τότε στην Αρετούσα, | 95 | |
| όχι αυτά που ήξερε τα μάτια και τα μούσια | ||
| ν’ αναγνωρίσει για να πει: «Νάτος ο έρωτάς μου!», | ||
| μα κλείνοντας τα μάτια της να πει: «Αχ, της καρδιάς μου | ||
| τα πέταλα αναρρίγησαν και φάνηκε το φως μου. | ||
| Δεν σε γνωρίζω στη μορφή, μα συ ‘σαι ο καλός μου!». | 100 | |
| Ποιός μίλησε για έρωτα μέσα στην εκκλησία; | ||
| Μας πήξαν στα κηρύγματα και ηθικολογία | ||
| στρώσανε κι αδιαφόρησαν που ο άνθρωπος ζητάει | ||
| να πάψει η καρδούλα του ενοίκιο να χρωστάει | ||
| σε «ξένα σπίτια» κι «αγκαλιές», λίγο για να ζεστάνει | 105 | |
| την παγωνιά κι αν τις πληγές του ξύνει, για να γειάνει | ||
| πότε από δω πότε από κει σαν πόρνη ξεχασμένη, | ||
| που όλοι την κατακρίνουν και την έχουνε φτυσμένη! | ||
| Γι’ αυτήν ανέβηκε ο Χριστός επάνω στο σταυρό Του, | ||
| μα αυτοί μόνο μερίδιο απ’ το Βασίλειό Του | 110 | |
| ζητούν και νιώθουν χριστιανοί, μα όμως δεν μας πείθουν. | ||
| Στα κούφια λόγια πέθανε πια η δύναμη του μύθου! | ||
| Θέλω να νιώσω ελεύθερος, να βρω τον Έρωτά μου, | ||
| όχι γιατί φοβήθηκα κι έτρεξα στον παπά μου, | ||
| λόγια ξερά για να μου πει που δεν καταλαβαίνω. | 115 | |
| Πεθαίνω πια απ’ τη δίψα μου κι έτσι δεν προλαβαίνω | ||
| να κάνω ασκήσεις στα τυφλά δίχως να νιώθω μέσα | ||
| λίγη αγάπη στην καρδιά, δεν φτάνει τέτοια πρέσα | ||
| που τρώω μέσα στη ζωή, να βάλω τώρα κι άλλη; | ||
| Δεν κάνω εγώ για ασκητής στο μαύρο μου το χάλι, | 120 | |
| ζητώ πρώτα παυσίπονο κι ύστερα θεραπεία, | ||
| γίνεται ο ετοιμοθάνατος να κάνει και νηστεία; | ||
| Κύριε ελέησον! | Δε φτάνει ο πάγος στην καρδιά και στο μυαλό η ζάλη; | |
| Όπου φύγει, | Δεν το αντέχω, αμάρτησα, μα σήκωσα κεφάλι. | |
| φύγει! | Όχι για «να την πω» σε σας, δεν είμαι ο κριτής σας, | 125 |
| μα ψάχνω τ’ οξυγόνο μου και μες στην άποψή σας | ||
| πνίγομαι κι όταν σας κοιτώ, σας βλέπω στεγνωμένους. | ||
| Θα πάω να βρω έμπνευση μες στους αδικημένους, | ||
| που ξέρουνε και λειτουργούν με τους δικούς τους τρόπους. | ||
| Θα κοινωνήσω με κρασί σε αλλόκοτους πια τόπους, | 130 | |
| τον πόνο τον αληθινό ίσως και την αγάπη | ||
| κι αφού εκκλησία είν’ αυτό που λέει και το κιτάπι, | ||
| πως είναι τ’ Άγιο Σώμα Του μ’ ενότητα και Χάρη, | ||
| θα πάω να βρω τ’ αδέλφια μου μια νύχτα με φεγγάρι. | ||
| Ίσως να «έρθει» κι ο Χριστός που Αγάπη είναι και θέλει | 135 | |
| να το τρυγάμε καρδιακά το Άγιο Του το μέλι. | ||
| Και αν το βρείτε εσείς αλλού, στείλτε μου τα χαμπέρια, | ||
| δεν ντρέπομαι το χάλι μου, με λερωμένα χέρια | ||
| θα ‘ρθω και στην αγάπη Του που την πιστεύω τόσο, | ||
| θα πω: «τις αμαρτίες μου, Κύριε, ας πληρώσω», | 140 | |
| μα Εκείνος που μας αγαπά, ίσως με συγχωρήσει, | ||
| έτσι κι αλλιώς ξέρει καλά, πώς μ’ έχουν καταντήσει, | ||
| θα πάρει πόδια άπλυτα και θα τα καθαρίσει, | ||
| δεν θα ζητήσει τίποτα, θα δώσει και μπαχτσίσι. | ||
| Γιατί έτσι είν’ ο Άρχοντας κι έχει καρδιά μεγάλη, | 145 | |
| όλο το σύμπαν το χωρά, εμένα έξω θα βγάλει; | ||
| Που έχω για μετάνοια την ίδια την κατάντια | ||
| να ζω μέσα στο βόθρο αυτό χωρίς στολή και γάντια… | ||
| Μα κι αν με βγάλει, ξέρει Αυτός, που έχει Δικαιοσύνη. | ||
| Θα πω ok, Κύριε, μα δείξε ελεημοσύνη | 150 | |
| σ’ αυτούς που Σε λιβάνιζαν και ένιωθαν δικοί Σου, | ||
| γιατί διδάσκανε ξερά, με λόγια, τη Ζωή Σου. | ||
| Ιερείς ή | Δε λέω σαφώς τους Άγιους και φωτεινούς αστέρες, | |
| Φαρισαίοι; | που ευτυχώς αφήσανε Φως και για αυτές τις μέρες, | |
| μα αυτούς τους άλλους που τους λέν’ «καθηγητές», «δασκάλους» | 155 | |
| με τίτλους κι αξιώματα κι «αρχιερείς» μεγάλους, | ||
| ενώ θαρρώ πως το είχες πει κανέναν να μην πούμε | ||
| δάσκαλο και καθηγητή και να αποκαλούμε | ||
| μόνο τον ίδιο τον Θεό με τ’ όνομα «Πατέρα» | ||
| και δεν κατέχω «Πάτερ» πώς φωνάζουμε εδώ πέρα, | 160 | |
| όποιον κι αν γίνει κληρικός και έτσι τον τιμούμε, | ||
| αφού τώρα που τα ‘παμε για ν’ ακριβολογούμε, | ||
| διάβασα που το είχες πει στους δώδεκα Αποστόλους | ||
| να είναι υπηρέτης μας ο πιο σπουδαίος απ’ όλους. | ||
| Κι όπως Εσύ το έκανες στον Δείπνο τον Μυστήριο | 165 | |
| να διακονεί τους αδελφούς κι αυτό να ‘ναι πειστήριο | ||
| του μεγαλείου, της πρωτιάς πνευματικά που έχει | ||
| κι όχι με τίτλους και χρυσά να δείχνει πως κατέχει | ||
| την πρώτη θέση, αφού κι αυτούς τους δύο Αποστόλους, | ||
| του Ζεβεδαίου τα παιδιά, που ήθελαν πρώτοι απ’ όλους, | 170 | |
| αυτοί να είναι δεξιά κι αριστερά Σου, όταν | ||
| στην άγια Βασιλεία Σου μας οδηγήσει η ρότα, | ||
| τους είπες πως δεν ξέρουνε στ’ αλήθεια τι ζητάνε, | ||
| δεν είναι θρόνος, μα Σταυρός, αυτό που λαχταράνε. | ||
| Γιατί πρώτος δεν είναι αυτός που τον υπηρετούνε, | 175 | |
| μα αυτός που θυσιάζεται για όλους όσους ζούνε. | ||
| Μου μοιάζει οι παπάδες μας ότι το παρακάναν | ||
| κι ενώ θαρρούν πως τέλεια όλα αυτοί τα κάναν, | ||
| στα λόγια και τις πράξεις τους γίναν σαν Φαρισαίοι, | ||
| μακραίνουνε τα ράσα τους κι αισθάνονται ωραίοι. | 180 | |
| Συγγνώμη, μα διαβάζοντας τον άγιό Σου λόγο | ||
| μέσα στα Ευαγγέλια, είδα αυτόν τον ψόγο | ||
| που, ενώ Τον είπες για αυτούς πριν είκοσι αιώνες, | ||
| είδα πως γάντι έρχεται στους σύγχρονους χιτώνες. | ||
| Συγγνώμη, που στο στόμα μου έβαλα τα Ευαγγέλια, | 185 | |
| μα λείπει η ταπείνωση κι αυτό μεγάλη αμέλεια | ||
| φαίνεται να ‘ναι στους γνωστούς σημερινούς ποιμένες. | ||
| Ναυτία έχει το ποίμνιο και ψάχνει αλλού λιμένες! | ||
| Αντί για «τύποι» αυτοί Χριστού μπήκανε σ’ άλλο ρεύμα | ||
| και κάνανε εξόριστο να είναι τ’ Άγιο Πνεύμα, | 190 | |
| που είν’ η ίδια η Ζωή αυτής της εκκλησίας | ||
| και που χωρίς την χάρη Του είν’ άνευ σημασίας | ||
| ό,τι κι αν γίνεται σ’ αυτό που λέμε Ορθοδοξία, | ||
| ώστε καμιά ουσία πια να μην έχει κι αξία | ||
| που λέμε πως διαφέρουμε σε κάτι από το πρίσμα | 195 | |
| που έχουνε οι Παπικοί και όρισε το Σχίσμα. | ||
| Είναι πια ολοφάνερο οι ορθόδοξοι παπάδες | ||
| θυμίζουνε Καθολικών ή Φαρισαίων ομάδες. | ||
| Κι όσα, Χριστέ μου, έλεγες σ’ εκείνους, όταν ήρθες, | ||
| κι αυτοί δεν καταλάβαιναν είν’ και γι’ αυτές τις μήτρες. | 200 | |
| Σιγουριά, | Μα όμως δόξα τω Θεώ μείναν και λίγοι ίσιοι, | |
| ζάλη και | που δίνουν γάργαρο νερό από καθάρια βρύση, | |
| ραθυμία. | αλλά είναι ολοφάνερο πως τους φιμώνουν πάντα | |
| Το Πνεύμα; | αυτοί που λιγουρεύονται της εξουσίας την μπάντα. | |
| Στην πιο καλή περίπτωση τους κάνουν να σωπάσουν | 205 | |
| και ή να στεγνώσουν εντελώς ή να δεχτούν να χάσουν | ||
| και την ιεροσύνη τους ακόμα, αν επιμένουν | ||
| να λεν αλήθεια αμάσητη και δεν καταλαβαίνουν, | ||
| πως πρέπει να συμμορφωθούν με το κυρίαρχο ρεύμα. | ||
| Στο τέλος ως και υπόλογο θα ‘ναι το Άγιο Πνεύμα! | 210 | |
| Που μας το λέει ο Χριστός, πως χλιαρούς δεν κάνει | ||
| εκείνους που επισκέπτεται και στη φωτιά τους βάνει. | ||
| Εδώ η εκκλησία μας διάγει σε ειρήνη | ||
| κι έξω ο κόσμος καίγεται και φρίττει στην οδύνη. | ||
| Μα κι αν οργώνει ο Διάβολος, το είπε κι ο Παΐσιος, | 215 | |
| πως δεν πειράζει και μ’ αυτό ο αγρός θα γίνει ίσιος, | ||
| και πως θα τά βρει έτοιμα να σπείρει ο Χριστός μας. | ||
| Τον πόνο, το μαρτύριο θα μετατρέψει εντός μας | ||
| σε κοπριά και λίπασμα για το καλό Του αμπέλι | ||
| και θα ‘ναι το σταφύλι Του γλυκύτερο απ’ το μέλι! | 220 | |
| Όμως φοβάμαι για αυτούς κι αληθινά πονάω, | ||
| που τόση ώρα μ’ έκαναν με ασέβεια να μιλάω, | ||
| γιατί λυπάμαι, Κύριε, αν δεν Σ’ αναγνωρίσουν | ||
| και άλλη μια φορά Σταυρό στο Γολγοθά Σου στήσουν. | ||
| Γιατί είν’ αλήθεια, Κύριε, αυτό πίκρα μεγάλη, | 225 | |
| εκείνοι να Σε αρνηθούν, ενώ έχουν στο κεφάλι | ||
| ολόχρυσο το στέμμα Σου, στον θρόνο Σου ανεβαίνουν | ||
| και Σ’ αγαπάνε σίγουρα, μα δεν καταλαβαίνουν, | ||
| κι ακόμα δεν κατάλαβαν στα δυο χιλιάδες χρόνια, | ||
| πως τούτο το χρυσάφι τους έφερε υποχθόνια | 230 | |
| το μπέρδεμα της σιγουριάς, ζάλη και ραθυμία | ||
| και πάει η επαγρύπνηση μέσα στην εκκλησία. | ||
| Ύπνος και εφησυχασμός έγινε ως κι η απλότης, | ||
| που λίγοι διαφυλάξανε και το ‘δε η ανθρωπότης, | ||
| πως όλοι αυτοί αισθάνονται έτσι δικαιωμένοι | 235 | |
| και περιμένουμε να ‘ρθεις, μα αυτοί νιώθουν σωσμένοι | ||
| κι εμείς εδώ που τα ‘παμε, γιατί είμαστε σκασμένοι, | ||
| ήδη από τώρα νιώθουμε οι πιο τιμωρημένοι, | ||
| γιατί το περιμένουμε να μας διαφωτίσουν | ||
| μ’ αυτοί δεν χαμπαριάζουνε, κοιτάζουνε να στήσουν | 240 | |
| την ίδια την παράσταση σαν χρέος χωρίς Χάρη. | ||
| Σου λέω και ο Ίδιος Σου να ‘ρθεις, το ίδιο το παζάρι | ||
| θα δεις να είναι στον ναό και να πουλούν στο χέρι, | ||
| σ’ ωραία απομίμηση τ’ Άγιο Σου Περιστέρι. | ||
| Δεν κάνω εδώ τον έξυπνο, μα έτσι τα ‘πα χύμα, | 245 | |
| γιατί με πνίγει της καρδιάς το πιο ψηλό το κύμα. | ||
| Κι έχω και άλλα να σας πω, ίσως να σας κουράσω, | ||
| πού ξέρεις, απ’ τα βάσανα μπορεί και να αγιάσω. | ||
| Μα, να, φοβάμαι ο Χριστός μην έρθει και Τον χάσω, | ||
| γιατί Χριστό τον καρτερούν, μα ίσως τον λένε Τάσο… | 250 | |
| Η Αλήθεια | Για ύβρις σου φαντάζει αυτό; Σκέψου και κάποιοι άλλοι, | |
| συστήθηκε | ο περιούσιος λαός, που ένιωθε μεγάλη | |
| έξω απ’ τη | έπαρση και περίμενε Μεσσία βασιλέα, | |
| συνήθεια | είδε το γιο του ξυλουργού από την Γαλιλαία | |
| και άντε τώρα να πειστεί πως ήτανε εκείνος, | 255 | |
| Αυτός που περιμένανε και πως ήταν ο κρίνος, | ||
| η Άγιά Του η σπορά που είπε ο αρχάγγελός μας, | ||
| πως, να, θα γεννηθεί στη γη ο Ίδιος ο Θεός μας, | ||
| στην Παναγία μας που αυτή Τον γέννησε τον Λόγο, | ||
| όμως ποτέ δεν μίλησε κι ας δέχτηκε τον ψόγο, | 260 | |
| ακόμα κι απ’ τον Ιωσήφ μέχρι να μάθει εκείνος, | ||
| πως ήταν θέλημα Θεού να Της δοθεί ο κρίνος. | ||
| Έτσι, αρχικά Την μάλωσε για την εγκυμοσύνη | ||
| κι η άγια παρθενία Της φάνηκε για αισχύνη | ||
| σ’ αυτούς που δεν το ένιωσαν του Μυστηρίου το θαύμα | 265 | |
| και Κείνη το αποδέχτηκε της υποψίας το τραύμα | ||
| και δέχτηκε κατάκριση και σώπασε με πόνο. | ||
| Ό,τι αποκαλύφθηκε δεν είπε παρά μόνο, | ||
| όπου τη φώτισε ο Θεός, για ετούτα τα μυστήρια | ||
| κι έτσι οι παπάδες του καιρού δεν βρίσκανε πειστήρια, | 270 | |
| πως ο Μεσσίας είναι αυτός που τόσο περιμέναν, | ||
| αυτοί ζητούσαν βασιλιά και δεν καταλαβαίναν | ||
| ότι ο γιος του ξυλουργού από τη Γαλιλαία | ||
| ήταν Αυτός που πρόσμενε όλη η Ιουδαία | ||
| και προφητεύαν οι Γραφές κι έκραζε ο Ιωάννης | 275 | |
| πως ήρθε και πλημμύριζε πιστούς ο Ιορδάνης. | ||
| Οι Φαρισαίοι περίμεναν με βούλες κι αποδείξεις | ||
| να έρθει ο Ερχόμενος και άντε να τους πείσεις | ||
| ότι παιχνίδι ο Θεός κάνει, ώστε να δούνε | ||
| το αληθινό Του πρόσωπο μόνο όσοι αγαπούνε. | 280 | |
| Και έτσι με παραβολές συστήθηκε η Αλήθεια, | ||
| για να φανερωθεί σ’ αυτούς που έξω απ’ τη συνήθεια | ||
| είχαν αυτιά ν’ ακούσουνε και μάτια για να δούνε | ||
| κι όχι σ’ αυτούς που θέλανε στους νόμους να κρατούνε | ||
| την πίστη, την ευλάβεια, γεμάτοι υποκρισία | 285 | |
| και να μην μπαίνουνε ποτέ σ’ αυτολογοκρισία. | ||
| Η ιστορία | Και από τότε είν’ έτσι αυτό, δοσμένο στους αιώνες, | |
| επαναλαμ- | μετά την θεία Ανάσταση με χίλιους δυο αγώνες, | |
| βάνεται | οι άνθρωποι που αληθινά Τον συναντούσαν μπρος τους, | |
| που στην καρδιά είχαν Χριστό και έλαμπε το Φως τους, | 290 | |
| μαρτύρια περάσανε, γιατί ήταν κατ’ εικόνα | ||
| Εκείνου που σταυρώθηκε πριν δυο χιλιάδες χρόνια. | ||
| Το κατ’ εικόνα για αυτούς ήταν γεμάτο Χάρη, | ||
| γι’ αυτό είχαν πανηγύρι τους στο στήθος το κοντάρι | ||
| και δεν πονούσανε γι’ αυτό, για το μαρτύριό τους, | 295 | |
| – γιατί βιώναν μέσα τους τον Άγιο δοξασμό τους – | ||
| μα για του συνανθρώπου τους πονούσαν το σκοτάδι, | ||
| γι’ αυτό που μας κατέβασε τόσο βαθιά στον Άδη, | ||
| να ανεβαίνει ο Θεός πάνω σε γαϊδουράκι | ||
| και μεις να μην Τον θέλουμε, γιατί δεν είχε άτι, | 300 | |
| ως όφειλε ο Μεσσίας μας κι είμαστε κολλημένοι | ||
| και σίγουροι και βέβαιοι, γι’ αυτό όποιον κατεβαίνει | ||
| κι είν’ Άγιος κατά Χριστόν, μα έχει ταπεινοσύνη, | ||
| τον στέλνουμε στα γρήγορα μπρος στη Δικαιοσύνη, | ||
| αφού πρώτα τον φτύνουμε, χλευάζουμε, γελάμε, | 305 | |
| αφού τον κοροϊδεύουμε και κόκκαλα του σπάμε, | ||
| ύστερα στον Καϊάφα μας και σε αυτόν τον Άννα | ||
| τον στέλνουμε, γιατί αυτοί με σχέδια και πλάνα, | ||
| αφού τονε δικάσουνε, τον δίνουν στον Πιλάτο, | ||
| για να ‘ναι αυτό το έγκλημα πολιτικά στυλάτο. | 310 | |
| Και νίπτουμε τας χείρας μας χωρίς φόβο και πάθος, | ||
| είμαστε εμείς οι δίκαιοι, μα αυτός φαινόταν λάθος. | ||
| Αυτή ‘ναι, φίλοι μου, η γνωστή κι ωραία ιστορία, | ||
| που λένε τα Ευαγγέλια, βγήκε και σε ταινία | ||
| κι όλο επαναλαμβάνεται συνέχεια στους αιώνες, | 315 | |
| γι’ αυτό τρέχει το αίμα Του κι αγιάζει τις κολώνες, | ||
| για να ‘χει η Εκκλησία Του, όσους θυσιαστήκαν, | ||
| στολίδια στ’ άγιο Σώμα Του, μα αυτοί στο Φως βρεθήκαν | ||
| κι εμείς που να τα δούμε αυτά, όπως και οι Εβραίοι, | ||
| ακόμα περιμένουμε να ‘ρθει και να το λέει | 320 | |
| πως: «να ‘μαι, ήρθα βασιλιάς!» και να το δείχνει κιόλας, | ||
| μα αυτά είναι παρενέργειες πίτσας και κόκα-κόλας! | ||
| «Γιατί δε με | Γιατί έρχεται ο Ερχόμενος συνέχεια στους αιώνες, | |
| αναγνώρισες;» | μα γίνανε οι καρδούλες μας σκέτες παγοκολώνες, | |
| κοιτάμε τον συνάνθρωπο που ‘χει Χριστό εντός του | 325 | |
| και δεν αναγνωρίζουμε το άγιο το φως Του. | ||
| Κι ίσως σαν έρθει τελικά την τελευταία την ώρα, | ||
| να πει: «Δεν μ’ αναγνώρισες; Τι έβλεπες ως τώρα; | ||
| Την ήξερες την τύφλα σου που ‘χεις μες στο κοπάδι | ||
| ή μήπως το καυχιόσουνα πως δεν είχες σκοτάδι | 330 | |
| και πως το φως το κάτεχες στα στέρεα δεδομένα | ||
| της λογικής και του μυαλού, κι ήθελες από Μένα | ||
| να έρθω, όπως θες εσύ κι όπως το θέλει ο νους σου, | ||
| που τυφλωμένος λάτρευε είδωλα του καιρού σου; | ||
| Δεν σε γνωρίζω ούτε κι Εγώ και στους μικρούς εκείνους | 335 | |
| θα δώσω τους πιο λαμπερούς κι αληθινούς μου κρίνους. | ||
| Σ’ αυτούς που με πιστέψανε κι εσύ περιγελούσες | ||
| κι όλο με περιφρόνηση τους κοίταζες σαν ζούσες. | ||
| Σ’ αυτούς που μου ‘δωσαν νερό σαν ήμουν διψασμένος, | ||
| σ’ όσους με περιθάλψανε σαν ήμουν λαβωμένος | 340 | |
| χωρίς να περιμένουνε αντάλλαγμα και δώρα, | ||
| μα απλώς γιατί με βλέπανε και τότε όπως και τώρα | ||
| με μάτια που ‘χαν στην καρδιά, στον κάθε διπλανό τους | ||
| και δεν περιφρονούσανε ούτε και τον εχθρό τους. | ||
| Εδώ είναι μόνο γι’ αυτούς που σαν παιδάκια ζήσαν, | 345 | |
| που ‘χαν αγάπη στη καρδιά και το εγώ τους σβήσαν». |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Η ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΜΙΚΑΖΙ | ||
| Επίκαιρα | Ούτ’ ένα από όλα αυτά μόνη μου δεν κατέχω. | |
| τα Ευαγγέλια | Διαβάζω το Ευαγγέλιο, γιατί μόλις που αντέχω | |
| να μην τυχόν κι απελπιστώ στους δύσκολους καιρούς μας | ||
| κι είναι μεγάλη έκπληξη που ο λόγος του Χριστού μας, | ||
| είναι σαν να ειπώθηκε για τις δικές μας μέρες. | 5 | |
| Μα αν σας ζόρισα μ’ αυτά, μη ρίχνετε τις σφαίρες | ||
| σε μένα που τα έγραψα, δεν ήτανε δικά μου | ||
| και έτσι το πολύ-πολύ να φταίνε τα μυαλά μου, | ||
| αν κάτι δεν κατάλαβα, δεν το ‘πιασα στα ίσια, | ||
| ζητώ συγγνώμη, αν σ’ αυτά είπα παραπανίσια | 10 | |
| ή αν κάτι εγώ παρέλειψα, δεν ήταν από δόλο, | ||
| ίσως δεν κάτεχα καλά το Ευαγγέλιο όλο! | ||
| Τα λίγα που ήξερα, εδώ είπα, γιατί μου μοιάσαν | ||
| να ‘ναι τα μόνα αληθινά και κλάματα με πιάσαν, | ||
| ευθύς μόλις τα διάβασα κι ευφράνθηκε η ψυχή μου, | 15 | |
| που βρήκε γλώσσα να μιλά στη σάπια εποχή μου | ||
| απόλυτα διαχρονική, μα απόρησα ωστόσο | ||
| και πόνεσα και έκλαψα, γιατί αγνοούσα τόσο | ||
| την καθαρή Αλήθεια τους κι έτσι απελπιζόμουν | ||
| κι όλο σε λάθος διαδρομές πήγαινα και μπλεκόμουν. | 20 | |
| Ένα κλικ | Μα το παράξενο εδώ ήτανε που η ζάλη, | |
| και μεταβολή | που κατοικούσε εξαρχής στο σκάρτο μου κεφάλι, | |
| εξαφανίστηκε μεμιάς, θαρρείς ως δια μαγείας, | ||
| χωρίς ν’ αντικατασταθεί με πλέγμα ιδεολογίας. | ||
| Έτσι απλά και φωτεινά το αβάσταχτο κενό μου, | 25 | |
| ευθύς μεταμορφώθηκε σε αγάπη εκτός νόμου. | ||
| Βέβαια, είναι δύσκολο αυτό να το κρατήσω | ||
| κι έχω μεγάλη διαδρομή μέχρι να καθαρίσω. | ||
| Μα εγώ δεν κάνω τίποτα, Άλλος μας καθαρίζει, | ||
| μόνο που όταν πέσει Φως ο βούρκος μας μυρίζει | 30 | |
| κι αμέσως η μετάνοια αρχίζει τη δουλειά μας, | ||
| ανοίγει πόρτες στα βαθιά και φαίνονται μπροστά μας | ||
| όλες οι ακαθαρσίες μας κι αρχίζει η αυτομεμψία, | ||
| φάρμακο να ‘ναι γιατρικό που κάνει αντισηψία. | ||
| Και καθαρίζει εκεί βαθιά τη σκοτεινιά του νου μας, | 35 | |
| σαν δούμε πως οι αλήθειες μας είναι του κεφαλιού μας, | ||
| που μοιάζει το ταλαίπωρο σαν μηχανή βλαμμένη | ||
| και ο καθένας μας μ’ αυτό λέει πως καταλαβαίνει | ||
| και νιώθει και περήφανος και σίγουρος πως βλέπει, | ||
| ενώ εστιάζει στα στραβά κι ως ίσια τα επιτρέπει. | 40 | |
| Υπερηφάνια: | Ο πρώτος ο καρκίνος μας είναι η περηφάνια, | |
| Το συμβόλαιο | που ‘χε ο λαμπρός ο άγγελος που ‘πεσε απ’ τα ουράνια, | |
| του σκότους | γιατί περηφανεύτηκε το Φως πως είν’ δικό του | |
| με τη λήθη | και έφυγε απ’ την Πηγή και διάλεξε του σκότους | |
| να έχει το βασίλειο και να μας θέλει μέσα | 45 | |
| με κάθε τρόπο πονηρό, χωρίς καθόλου μπέσα. | ||
| Το πρώτο του το δόλωμα είναι να φέρει λήθη, | ||
| για να φαντάζει αληθινό αυτό το παραμύθι, | ||
| που έστησε η πτώση μας μες στον εγκέφαλό μας | ||
| και να λατρεύουμε αυτόν για αληθινό Θεό μας. | 50 | |
| Γιατί μες στο σκοτάδι μας νομίζουμε για φως μας | ||
| αυτό που είναι η φυλακή κι ο μαύρος θάνατός μας: | ||
| Τη ζήση την προσωρινή, την βεβαιότητά μας | ||
| ότι είναι αυτή που βλέπουμε η αληθινή φτιαξιά μας. | ||
| Αφού φαντάζει αληθινό ετούτο εδώ το ψέμα, | 55 | |
| βρίσκει εκείνος και ρουφά απ’ την καρδιά το αίμα | ||
| και δίνει στον εγκέφαλο, που είναι σύμμαχός του | ||
| κι ο πιο καλός στρατιώτης του, για να ‘ναι πια δικός του, | ||
| ο δύστυχος ο άνθρωπος που διάδρομος φαντάζει | ||
| και προσγειώνει λογισμούς ο μαύρος καμικάζι | 60 | |
| μέσα στο μυαλουδάκι του και του φορά στεφάνια, | ||
| για να γεμίζει ο άμοιρος από υπερηφάνια, | ||
| πως όλα τα κατάλαβε και σαν Θεός να νιώσει, | ||
| όπως συμφώνησε εξαρχής κι αφέθηκε στην πτώση. | ||
| Έτσι έσβησε από μέσα του το Φως του παραδείσου, | 65 | |
| που είχε όπως κι οι άγγελοι κι όποιος του πει: «θυμήσου», | ||
| τίποτα δεν θυμάται αυτός κι όπως οι συγγενείς του, | ||
| τα ωραία τα ζωάκια μας, ξύνει την κεφαλή του, | ||
| κοιτάει να φάει και να πιεί, μα μέσα του αγριεύει, | ||
| όταν το συνειδητοποιεί πως θάνατος κοντεύει, | 70 | |
| γιατί θα ‘θελε αιώνιος να είναι όπως ήταν, | ||
| μα τώρα συμβιβάστηκε και πίστεψε στην ήττα. | ||
| Ποιός να του πει πως φταίει αυτός, ευθύς θα τον δαγκώσει, | ||
| το θέμα είναι απ’ τη ζωή ό,τι μπορεί να σώσει, | ||
| ό,τι προλάβει κι ό,τι βρει ωσότου να πεθάνει, | 75 | |
| γι’ αυτό αγαπά τη λήθη του, την ώρα να μη χάνει. | ||
| Τα ξυπνητήρια | Υπάρχουν όμως στη ζωή και κάποια ξυπνητήρια, | |
| που σαν αρχίζουν να χτυπούν του λήθαργου τα κτίρια | ||
| γκρεμίζονται από σεισμό και η καρδιά χορεύει, | ||
| ζητάει τ’ οξυγόνο της κι αληθινά θεριεύει. | 80 | |
| Δεν την χωράει ο τόπος της και ψάχνει ελευθερία | ||
| και νιώθει να την πνίγει πια αυτή η συνομωσία. | ||
| Τίποτα δεν την πείθει εδώ πως είναι η πατρίδα | ||
| και δεν διαπραγματεύεται να μείνει στην παγίδα. | ||
| Το ασανσέρ μου | Αυτό συνέβη το λοιπόν, κάποτε και σε μένα | 85 |
| και γίνανε κατάθλιψη όσα είχα μαζεμένα | ||
| κουβάρι μέσα στο μυαλό και στην καρδιά πνιγμένα. | ||
| Μα ευτυχώς που βγήκανε και τα ‘δα ένα – ένα, | ||
| εκείνα με ταπείνωσαν και πάει η μαγκιά μου, | ||
| μα αυτό ήταν που μ’ έκανε να βρω τη γιατρειά μου. | 90 | |
| Άλλοτε μ’ έριχναν βαθιά μες στην απελπισία | ||
| κι άλλοτε πυροτέχνημα κάναν την φαντασία! | ||
| Κι έμπαινα εφιαλτικά θαρρείς σ’ ανελκυστήρα | ||
| που όμως δεν σταμάταγε, δεν άνοιγε η θύρα | ||
| και όλο με κατέβαζε σ’ ορόφους της αβύσσου | 95 | |
| ή ανέβαινε ασταμάτητα σ’ άγνωστους «παραδείσους». | ||
| Τρόμαζα άλλοτε το φως άλλοτε το σκοτάδι? | ||
| δεν έβρισκα για να πιαστώ κάποιο γνωστό σημάδι, | ||
| αφού όσα είχα μέσα μου, βάσανα μα και πόθους, | ||
| ψάχναν να βρούνε πέρασμα σε δρόμους πάντα νόθους, | 100 | |
| ψεύτικους και απατηλούς, της λήθης λαβυρίνθους, | ||
| σε πλάνες, κόλπα και γητειές, σε μπερδεμένους μύθους. | ||
| Ο άνθρωπος - | Έχει πολλούς η εποχή, προσφέρει με τσουβάλι, | |
| αράχνη | για να μπουν οι ταλαίπωροι σ’ αυτό το καρναβάλι | |
| με δήθεν τέχνες άμυνας, επίθεσης και βάλε, | 105 | |
| που μέσα κρύβουνε ψευτιές, για να μας πουν, μεγάλε, | ||
| πώς να ‘μαστε πιο δυνατοί, θαρρείς κι αυτό είν’ ο στόχος | ||
| να γίνουμε πολεμιστών του παρελθόντος λόχος. | ||
| Τάι-τσι και καποέιρα, με ρέικι θεραπεία, | ||
| όλα δίνουν ενέργεια, αφού είμαστε ψυγεία, | 110 | |
| γι’ αυτό και χρειαζόμαστε ρεύμα από την πρίζα, | ||
| που δίνουν κάτι «δάσκαλοι», το βρίσκουν στην κορνίζα, | ||
| που ‘χουνε άλλον δάσκαλο, τον μέγα τον γκουρού τους | ||
| ή έναν ινδιάνο που ‘μαθε την τέχνη στον παππού στους. | ||
| Ή κατευθείαν παίρνουνε ενέργεια απ’ το σύμπαν, | 115 | |
| χορεύουν τα δαιμόνια, χρυσές δουλίτσες βρήκαν | ||
| κι αυτά και οι υπάλληλοι που βάλαν για δασκάλους, | ||
| γεμίσαμε ενισχυτές ενέργειας μεγάλους! | ||
| Κι έβλεπα τους καλύτερους και δυστυχώς ακόμα | ||
| τους βλέπω να ορέγονται αυτό το νέο κόμμα, | 120 | |
| που λίγη δόση θρησκειών Ανατολής ή Νότου, | ||
| ανάμειξε με εμπόριο, για να τους δέσει, αφότου | ||
| είδε πως απελπίστηκε ο άνθρωπος και ψάχνει | ||
| δικό του δίχτυ να πιαστεί σαν να ‘γινε αράχνη | ||
| και όλο αθωότητα στους υποψιασμένους | 125 | |
| λένε πως είν’ γυμναστική γι’ ανθρώπους κουρασμένους. | ||
| Τύποι ωραίοι, ανήσυχοι, αληθινά «ψαγμένοι» | ||
| το ρίχνουν στ’ ακροβατικά και νιώθουνε σωσμένοι. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| Ο ΘΗΣΕΑΣ ΚΙ Ο ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ | ||
| Η είσοδος | Μα προτιμώ το χάλι μου εκείνο που σας λέω | |
| στον | κι ας ήτανε αβάσταχτο κι ας μ’ έκανε να κλαίω, | |
| λαβύρινθο | αφού στην τρίχα γλύτωσα ετούτες τις παγίδες, | |
| κι αν βρέθηκα μονάχη μου μέσα στις καταιγίδες | ||
| με γυμνωμένη την καρδιά να ουρλιάζει για βοήθεια, | 5 | |
| αυτό ήταν που με έσωσε κι έχω πνοή στα στήθια. | ||
| Η ίδια η αδυναμία μου, η ίδια η ντροπή μου, | ||
| που δεν μπορούσα να χωρώ μέσα στην εποχή μου. | ||
| Γι’ αυτό έκατσα στο τίποτα και έσβησα τα φώτα, | ||
| άκου, λοιπόν, τι έγινε σαν βγήκαν τα τσιρότα! | 10 | |
| Ο βρηχυθμός | Αιμορραγούσαν οι πληγές κι ήμουνα σαν αγρίμι, | |
| του τέρατος | όμως χρωστώ την γιατρειά σ’ εκείνη την οδύνη. | |
| Έμοιαζε δυο παράθυρα να έχω ανοιγμένα, | ||
| απ’ το ένα Αλήθεια έμπαινε κι από το άλλο Ψέμα. | ||
| Κι έγινα ένα ανοιχτό, σωστό πεδίο μάχης, | 15 | |
| στους γύρω μου φαινόμουνα ένας τρελός αντάρτης, | ||
| που ήταν σε παραλήρημα, τα ‘χε εντελώς χαμένα, | ||
| πυροβολούσε όπου έβρισκε κι αυτά που είχε πνιγμένα | ||
| δεν βρίσκαν λόγια να ειπωθούν κι όσο τα είχε εντός του, | ||
| σκοτείνιαζαν οι μέρες του ή θάμπωνε απ’ το φως του | 20 | |
| κι οι νύχτες του ήταν άγρυπνες, όλο ανησυχία, | ||
| κι ό,τι κοιτούσε γύρω του μέσα στην κοινωνία, | ||
| του φαίνονταν σαν κάλπικο, ψεύτικο, πεθαμένο. | ||
| Έψαχνε αληθινή ζωή με βλέμμα αγριεμένο, | ||
| μία με θλίψη, μία με οργή, μία μ’ απελπισία, | 25 | |
| στον έρωτα, στις συντροφιές, στην ιδεολογία, | ||
| καβάλαγε ένα ξέφρενο, αφιονισμένο άτι | ||
| κι έτρεχε ευθεία στο γκρεμό μήπως και βρει εκεί κάτι. | ||
| Μα τίποτα δεν έβρισκε και ήταν στο καρτέρι, | ||
| ζητούσε δέκα πάντοτε αντί πέντε στο χέρι. | 30 | |
| Ήθελε ελεύθερη ζωή έστω και για μια ώρα | ||
| και όχι χρόνια δανεικά στου θάνατου τη χώρα. | ||
| Δεν μπορεί! | Καλά τα παραμύθια μας, μα πάντα τελειώναν, | |
| Θα υπάρχει | μου δίναν ψεύτικα φτερά κι ύστερα τα ξηλώναν. | |
| ένας τρόπος! | Γινόταν τότε η πτώση μου θάνατος κάθε μέρα | 35 |
| κι όταν κοιτούσα τα πουλιά στον καθαρό αέρα, | ||
| δάκρυα πεταγόντουσαν από τα δυο μου μάτια, | ||
| η πρόσκρουση στο έδαφος με έκανε κομμάτια. | ||
| Πού είναι η ελευθερία μου; Πώς ν’ ανασάνω λίγο; | ||
| Είν’ η ζωή μου μια ποινή, πού να βρω να ξεφύγω; | 40 | |
| Οι γύρω μου ανησύχησαν, γιατί δεν βολευόμουν. | ||
| Με στέλναν στον ψυχίατρο να πω τι ονειρευόμουν. | ||
| Γιατί φαινόταν τρέλα αυτό που ήθελα να ζήσω | ||
| και μάλιστα που έλεγα πως θα το κατακτήσω | ||
| και πως θα βρούμε, δεν μπορεί, θα υπάρχει ένας τρόπος | 45 | |
| να βγούμε απ’ την κόλαση, δεν είν’ αυτός ο τόπος, | ||
| που είναι πατρίδα της καρδιάς κι η αληθινή ευτυχία. | ||
| Εκείνο που ποθεί η ψυχή δεν είναι ουτοπία! | ||
| Ε, ήταν τρέλα όλα αυτά, αλλά οι ψυχίατροί μου | ||
| δεν το μπορούσαν εύκολα να βρουν τη διάγνωσή μου. | 50 | |
| Όχι πως είχε διαφορά και σημασία μεγάλη, | ||
| αφού για την ψυχιατρική ένα είναι το τσουκάλι. | ||
| Ό,τι κι αν έχεις γρήγορα ανοίγει ένα ντουλάπι | ||
| και για κάθε περίπτωση έχει το ίδιο χάπι… | ||
| Αυτό που τους απασχολεί είναι μία ταμπέλα | 55 | |
| να σου κοτσάρουν για αυτό που ‘χεις το «πήγαινε-έλα». | ||
| Έτσι για να ‘χουν σταθερή, σίγουρη πελατεία | ||
| κι αφού ήταν ολοφάνερο, δεν ήμουν στην ευθεία, | ||
| εν τέλει απεφάνθησαν για την περίπτωσή μου | ||
| κι αποφασίσαν τη σωστή δόση στην αγωγή μου. | 60 | |
| Ο μίτος κι η | Και μένα με συνέφερε να ζαλιστώ λιγάκι, | |
| κρυψώνα του | αφού πια είχα κουραστεί πάνω στο άγριο άτι, | |
| κι έκανα λίγο διάλειμμα σαν αποβλακωμένη, | ||
| όμως ποτέ δεν έπαψα να νιώθω ερωτευμένη | ||
| μ’ εκείνο εκεί το πέταγμα που ‘χουν τα περιστέρια | 65 | |
| ούτε βεβαίως με το φως σαν έβλεπα τ’ αστέρια. | ||
| Κι ας μου φορέσανε γυαλιά να μην μπορώ να βλέπω, | ||
| είχα καλά κρύψει εγώ κάτω από το πέτο, | ||
| εκεί στο μέρος της καρδιάς μία φωτογραφία: | ||
| Χίλια πουλιά που πέταγαν στο Φως μ’ ελευθερία! | 70 | |
| Εκείνη την κρυψώνα εκεί κανείς δεν την σκεπτόταν, | ||
| ο «ξύπνιος» τους εγκέφαλος για το μυαλό νοιαζόταν. | ||
| Σ’ εκείνο παρεμβαίνουνε, όμως στο άδυτό μας | ||
| να μπει κανένας δεν μπορεί κι εκεί το μυστικό μας | ||
| μπορεί ελεύθερα να ζει κι όλα να τα ομορφαίνει | 75 | |
| και το υγιές τους το μυαλό να μην καταλαβαίνει | ||
| πώς τάχα μπόρεσε ο τρελός κι είναι θεραπευμένος. | ||
| Απίστευτο, μα πρόκοψε και ζει κι ευτυχισμένος! | ||
| Θρίαμβος! Η ιατρική το έκανε το θαύμα! | ||
| Άιντε, καημένε, βρες κι εσύ τη γιατρειά στο τραύμα, | 80 | |
| γιατί εκεί μέσα στου μυαλού που έχεις την κονσέρβα, | ||
| είδα που δεν βολεύεσαι, αν το μπορέσεις έβγα! | ||
| Αφού έκανε η ιατρική το θαύμα με χαπάκια, | ||
| δεν κατεβάζεις και εσύ λίγα απ’ αυτά κουτάκια; | ||
| Ή μήπως είν’ καλύτερο να πάρει ο καθένας; | 85 | |
| Γιατί το βλέπω, υγιής δεν έμεινε κανένας. | ||
| Υδραυλικός | Μα να μην είμ’ αχάριστη, βοήθησαν κι εκείνοι | |
| και μπόγιας | οι δύσμοιροι ψυχίατροι σαν ήμουνα στη δίνη, | |
| γιατί είχα υπερτροφική – να πω την πάσα αλήθεια – | ||
| χημεία συναισθήματος, μα το ‘χα και συνήθεια… | 90 | |
| Εφόσον πείναγε η καρδιά για αληθινή Αγάπη, | ||
| κι αφού γύρω της έβλεπε μόνο ψευτιά κι απάτη, | ||
| το ‘ριχνε στο συναίσθημα κι έτρωγε ό,τι να ‘ναι: | ||
| Κλάψες, σιρόπια και ζουμιά, μαχαίρια που πονάνε, | ||
| ψευδαίσθηση, παραίσθηση, ερωτικά σενάρια, | 95 | |
| όνειρα, φόβους, ξωτικά, θλίψη, χαρά, στα ζάρια, | ||
| φαντάσματα υπερβολής κι εξάρτηση από φίλους, | ||
| όλα τα συναισθήματα εκτρέφανε τους «σκύλους», | ||
| που ύστερα με δαγκώνανε και έχανα τη μπάλα | ||
| και στον ψυχίατρο ευθύς με πήγαιναν τρεχάλα, | 100 | |
| αυτοί που μ’ αγαπούσανε να ναρκωθώ λιγάκι | ||
| κι ύστερα μου ταΐζανε το ίδιο το σκυλάκι! | ||
| Μήπως τυχόν το χάσουνε το ευαίσθητο ζωάκι | ||
| και μείνει άνοστη η ζωή χωρίς το δραματάκι. | ||
| Αναρωτιέμαι τελικά εμένα αγαπούσαν | 105 | |
| ή μόνο το συναίσθημα που βρήκαν και ρουφούσαν; | ||
| Κι έτσι με στέλναν στο γιατρό, για να μου το ρυθμίσει, | ||
| γιατί καλό ήταν το νερό, μα χαλασμένη η βρύση! | ||
| Ο κάθε ένας ψυχίατρος μου ‘λεγε πως θα ζήσω, | ||
| αν παίρνω αυτήν την αγωγή και δεν την σταματήσω. | 110 | |
| Μαστούρα όλη τη ζωή, με τοξική χημεία, | ||
| αυτό η επιστήμη μας, το λέει θεραπεία! | ||
| Έτσι πολλοί χρειάζεται να μπουν σε εργαστήριο, | ||
| άμα δε συμφωνούν μ’ αυτό το αληθινό μαρτύριο, | ||
| που είν’ η ψεύτικη ζωή και επαναστατήσουν, | 115 | |
| αυτά που θέλουνε, καλά θα κάνουν να τα σβήσουν. | ||
| «Ζωή δεν είν’ αυτό που θες, είναι αυτό που βλέπεις, | ||
| αν δεν συμμορφωθείς σ’ αυτό, συνέχεια θα μπλέκεις». | ||
| Το κόλπο! | Ώσπου μια μέρα ένας γιατρός, που η περίπτωσή μου | |
| στ’ αλήθεια τον συγκίνησε και ήτανε μαζί μου | 120 | |
| λιγάκι πιο ευαίσθητος, ίσως γοητευμένος, | ||
| με κοίταξε κατάματα και μου ‘πε: «Θέλει σθένος, | ||
| για να ‘σαι ακροβάτισσα και άσκηση μεγάλη! | ||
| Μάθε να στέκεις στο σχοινί και ίσως τότε οι άλλοι | ||
| να πάψουν να ανησυχούν, ήσυχη να σ’ αφήνουν, | 125 | |
| αν μάθεις να ισορροπείς, δεν θα σε κατακρίνουν». | ||
| Μα πού να μάθω η φτωχή τι είναι ισορροπία, | ||
| άρχισα κι έψαχνα παντού, σε όλα τα βιβλία, | ||
| μα τίποτα, συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, | ||
| μέχρι που έσβησα ξανά το φως κι είπα: «ΒΟΗΘΕΙΑ!». | 130 | |
| Αυτός ο Θησέας | Ήταν η πρώτη όμως φορά που κάποιονε ζητούσα | |
| γράφεται | όχι απ’ αυτούς που έβλεπα, μα Αυτόν που λαχταρούσα, | |
| με ύψιλον… | παρότι δεν τον γνώριζα, παρότι τον αρνιόμουν, | |
| μα ένιωθα πως μόνο Αυτόν στ’ αλήθεια χρειαζόμουν. | ||
| Ευθύς αμέσως ένιωσα ότι δεν είμαι μόνη | 135 | |
| και μια αχτίδα από Φως πήρε να μεγαλώνει | ||
| μέσα στη μαύρη μου καρδιά κι αμέσως πήγε ο νους μου | ||
| σε μια εικόνα του Χριστού, που είχε ο παππούς μου | ||
| πάνω στο εικονοστάσι του και κράταγε βιβλίο, | ||
| που ‘γραφε «Εγώ ειμί το Φως» και το ‘βλεπα γι’ αστείο, | 140 | |
| όταν μικρό ήμουνα παιδί, μα κι έπειτα μεγάλη | ||
| ποτέ δεν καταλάβαινα στη λογική μου αιθάλη, | ||
| πώς γίνεται ένας άνθρωπος να λέει τέτοιο λόγο; | ||
| Πως τάχα Αυτός είναι το Φως; Άλλος κανείς στον κόσμο, | ||
| όσο κι αν ήταν φωτεινός, δεν είπε τέτοια λόγια | 145 | |
| κι Αυτός που ήταν ταπεινός και βρήκε τόσα εμπόδια | ||
| γι’ αυτήν την μαρτυρία Του, άραγε ήταν ψεύτης; | ||
| Και αν δεν ήταν τότε πώς σταυρώθηκε σαν φταίχτης, | ||
| Αυτός που είναι ο Ίδιος Φως και μπήκε μες στον Άδη; | ||
| Ζημιά μεγάλη θα ‘παθε το αιώνιο σκοτάδι! | 150 | |
| Χρόνια και χρόνια αυτή η μορφή μου ‘φερνε αμηχανία | ||
| κι απέφευγα ως και να μπω μέσα σε εκκλησία, | ||
| γιατί ήθελα πρώτα να βρω, ώστε να καταλήξω, | ||
| αν τα πιστεύω όσα είπε Αυτός και ύστερα να ρίξω | ||
| τον άθλιο εγωισμό του ψεύτικου μυαλού μου, | 155 | |
| για να δεχτώ ό,τι έγραφε η εικόνα του παππού μου. | ||
| Ότι Αυτός είναι το Φως, η Αγάπη, η Αλήθεια | ||
| και όλα αυτά είναι Πρόσωπο και όχι παραμύθια! | ||
| Μα δύσκολη απόφαση ήταν αυτή για μένα, | ||
| γιατί είχα άλλα πράγματα στο νου μου σφηνωμένα. | 160 | |
| Άσε που ανατρίχιαζα πως, αν πιστέψω Εκείνον, | ||
| ευθύς θα μπω στην κόλαση, αν όντως είναι ο Κρίνων, | ||
| αφού εγώ δεν τήρησα ούτε μια εντολή Του | ||
| κι όλα με βγάζαν στη ζωή την πιο αμαρτωλή Του. | ||
| Αν είν’ Αυτός συγχώρεση, πού να βρω εγώ μετάνοια, | 165 | |
| άντε κι αν πω ότι έβρισκα, πώς να μπω στη τυρράνια, | ||
| ν’ αλλάξω εντελώς ζωή και πού να βρω εγκράτεια, | ||
| γίνεται να ‘σαι εγκρατής σε πλούσια παλάτια; | ||
| Μα ακόμα κι αν η πρόθεση ήταν να προσπαθήσω, | ||
| ποιός τάχα να μου έλεγε πώς να το προχωρήσω; | 170 | |
| Ανατριχίλα μ’ έπιανε σαν έβλεπα παπάδες, | ||
| σας τα ‘πα και νωρίτερα δεν ήθελα μπελάδες. | ||
| Αχ, να γινόταν τον Χριστό τον Ίδιο ν’ απαντήσω | ||
| και να μου πει το πρόβλημα πώς γίνεται να λύσω! | ||
| Αφέθηκα στο σκότος μου και Του ‘λεγα, αν υπάρχεις | 175 | |
| κι αν όντως μες στα σύμπαντα Εσύ πάντοτε άρχεις | ||
| κι αν μπήκες μες στον Άδη μας κι έσπασες τα δεσμά του, | ||
| έλα κι εδώ που είμ’ εγώ ακόμα δέσμιά του! | ||
| Ο ιός | Είχα όμως μέσα μου πολλή ακόμα περηφάνια, | |
| της Αλήθειας | Εκείνος πάντα είναι εδώ, μα είμαστε χαϊβάνια. | 180 |
| στο πρόγραμμα | Ζούμε με πάγο στην καρδιά και είναι ναρκωμένη | |
| του εγκεφάλου | κι αυτό το έρμο το μυαλό δεν τα καταλαβαίνει | |
| αυτά κι όλα του φαίνονται να είναι παραμύθια, | ||
| γι’ αυτό στη λήθη βρίσκεται, μακριά απ’ την Αλήθεια. | ||
| Κι αισθάνεται κυρίαρχο κι έχει εμπιστοσύνη | 185 | |
| σ’ όλα τα δεδομένα του και τίποτα δε σβήνει. | ||
| Σαν τέλειος υπολογιστής μέχρι και τα σκουπίδια | ||
| αποθηκεύει και ρωτώ, αν μες σ’ αυτά τα ίδια | ||
| τύχαινε κι αποθήκευε και την αλήθεια ετούτη, | ||
| και αν μια μέρα τυχερή αυτό το χαζοκούτι, | 190 | |
| έτσι από λάθος, σαν ιό, την δέχονταν ακέραια, | ||
| τι θα παθαίνανε αυτά που έχει τώρα στέρεα; | ||
| Ε, ρε, ένα μπλοκάρισμα! Θα πάθαινε μπλακ-άουτ | ||
| κι όλα τα δεδομένα του, θα έβγαιναν νοκ-άουτ! | ||
| Θα ζήσω | Περίπου έτσι έγινε και τότε στο μυαλό μου | 195 |
| ελεύθερο πουλί | κι ευχαριστώ πια το Θεό για το μαρτύριό μου. | |
| Βέβαια, χρειάστηκε δουλειά και θέλει κι άλλο ακόμη | ||
| να χτυπηθεί ο εγωισμός κι η ψεύτικη η ρώμη | ||
| της σθεναρής μας λογικής, του αυτονόητού μας, | ||
| που φέρνει η αυτοθέωση του σκοτεινού μυαλού μας, | 200 | |
| για να φωτίσει πια το νου το αληθινό το Φως Του. | ||
| Παρότι ένιωσα ευθύς πως ήρθε ο άγγελός Του | ||
| κι άρχισε να μ’ ακολουθεί κι η απελπισία να φεύγει, | ||
| έτσι γαλήνια, απαλά, η Αγάπη να μου φέρνει | ||
| λίγη αληθινή τροφή και να χορταίνω έτσι, | 205 | |
| χωρίς να ψάχνει η πείνα μου μόνο για κοκορέτσι | ||
| και ό,τι άλλο τελικά χορταίνει το κορμί μας | ||
| ως και τα συναισθήματα που φτιάχνει η αμυγδαλή μας, | ||
| για να χορτάσει ψεύτικα μ’ αυτή τους τη χημεία, | ||
| που ελέγχει ο ιππόκαμπος και η φαιά ουσία, | 210 | |
| και να αισθανόμαστε εμείς αισθηματίες χορτάτοι | ||
| με την μπανάνα στο κλουβί, αθώοι και στυλάτοι. | ||
| Αφού, λοιπόν, μου έδωσε αληθινή τροφούλα, | ||
| που βέβαια δεν την άξιζα, μα, να, έτσι στη ζούλα | ||
| απ’ το άπειρό Του Έλεος μόνο γιατί ζητούσα | 215 | |
| και φώναζα βοήθεια κι Αλήθεια λαχταρούσα, | ||
| άρχισα λίγο να πατώ, σχεδόν να μπουσουλάω, | ||
| κι έλεγα του αγγέλου μου, το χέρι σου κρατάω | ||
| και όταν πέφτω, φτερωτέ, παίρνε με στα φτερά σου, | ||
| κι οδήγησέ μου εσύ το νου να βγω στη γειτονιά σου. | 220 | |
| Κι ακόμα πέφτω συνεχώς, μα ξέρω πως με πιάνεις, | ||
| και έτσι, να, ακροβατώ, γιατί εσύ με κάνεις | ||
| με τα δικά σου τα φτερά, να βρίσκω ισορροπία | ||
| και μετετράπη η θλίψη μου, σ’ αληθινή ευτυχία. | ||
| Όσοι δεν καταλάβατε κι ακόμα απορείτε, | 225 | |
| πετάξτε τη μπανάνα σας κι απ’ το κλουβί σας βγείτε. | ||
| Γι’ αυτό και σας τα λέω εδώ, γιατί το γιατρικό μου | ||
| είναι για όλους γιατρικό, δεν το ‘χω μυστικό μου. | ||
| Εκτός κι άμα αισθάνεστε άνετοι, ευτυχισμένοι, | ||
| τότε δεν είναι αυτά για σας, πείτε με φαντασμένη… | 230 | |
| Εγώ τα λέω κι είναι αυτά, σημεία της διαδρομής μου | ||
| κι όχι φαντάσματα τρελά της ποιητικής ορμής μου. | ||
| Είν’ ο καιρός | Σε τούτο το εργαστήριο που λέγεται εαυτός μου, | |
| ληγμένος | πολλά πειράματα έκανα, γυρεύοντας το Φως μου | |
| και κοίτα ξεπεράσαμε τους δυο χιλιάδες στίχους | 235 | |
| κι αρχίσαμε ν’ ακούμε πια της σάλπιγγας τους ήχους, | ||
| που κάποτε μες στη σπηλιά κάποιος «συνεπαρμένος» | ||
| είπε πως θα ακούσουμε, σαν ο καιρός ληγμένος | ||
| θα είναι και πως θά ‘ρθει πια το ζωντανό το πτώμα | ||
| με σάρκα γοητευτική και εξουσία στο χώμα | 240 | |
| κι όλοι θα το περάσουμε για τέλειο άρχοντά μας | ||
| κι αφού τον προσκυνήσουμε, θα βρούμε τον μπελά μας. | ||
| Και να, τα γράφω όλα εδώ, σχόλια, παρατηρήσεις | ||
| και όσα πια κατάλαβα πως είναι οι μόνες λύσεις. | ||
| Αν βρεις κι εσύ κάτι σ’ αυτά, θα ‘ναι χαρά μεγάλη | 245 | |
| κι αν όχι, είσαι ελεύθερος προτίμησε μιαν άλλη | ||
| άποψη για να προχωράς ή ιδεολογία. | ||
| Θα λυπηθώ, μα δεν θα πω αντίο στη φιλία. | ||
| Και πάλι φίλοι θα ‘μαστε κι ίσως ο άγγελός σου | ||
| να έρθει και σε σένανε, αφού είναι πάντα μπρος σου, | 250 | |
| αν κάποτε τον χρειαστείς κι αν σπάσει το σχοινί σου | ||
| κι αν θέλεις κι άλλα να σου πω, βρες την υπομονή σου. | ||
| Γιατί έχω μέσα χείμαρρο, αν και θα το μπορούσα | ||
| ακόμα και την ώρα αυτή εδώ να σταματούσα, | ||
| μια και είναι χρησιμότερο να δεις όσα σου λέω | 255 | |
| στην πράξη, μην τυχόν μπλεχτείς και με θωρείς σπουδαίο. | ||
| Αυτό το παραλήρημα για μένα είναι παιχνίδι | ||
| που στήνω για να παίξουμε «που ‘ν’ το το δαχτυλίδι». | ||
| Θυμάσαι που το παίζαμε στα παιδικά μας χέρια; | ||
| «Δεν θα το βρεις» φωνάζαμε, γιατί ήτανε στ’ αστέρια! | 260 | |
| Θα συνεχίσω στο εξής, για να ‘χει λίγη πλάκα, | ||
| να λέω στους τάχα έξυπνους ετούτη την ατάκα: | ||
| «Δεν θα το βρεις! Δεν θα το βρεις! Ψάξε το δαχτυλίδι, | ||
| μα πρόσεξε, μην μπερδευτείς και πάρεις το σκουπίδι, | ||
| που φαίνεται γυαλιστερό και πεις αυτή ‘ναι η βέρα | 265 | |
| που ψάχνει να βρει η καρδιά συνέχεια νύχτα-μέρα». |















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου