Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

RAPSODIA 2006 Μέρος 6/6


μα να, που νιώθω ασφαλής εδώ μες στο κενό μου, 5000
γιατί νιώθω στα χέρια Του συνέχεια ν’ ακουμπάω!
Ο κόσμος χαρακώματα, μα αυτό δεν το ξεχνάω.
Ζηλεύει ο ανταγωνιστής κι ίσως να μου τη ρίξει,
μα όσο κι αν τα δόντια του στο φόβο μου τα τρίξει,
εγώ ζητώ απ' τον Χριστό πάντα να τον δοξάζω 5005
και δεν το κρύβω ούτε στιγμή πως μέσα μου γιορτάζω.
Γιατί έχει Εκείνος το σπαθί, αλήθεια σου το λέω,
δεν με φοβίζει πια κανείς, γι’ αυτό συνέχεια κλαίω
από χαρά, συγκίνηση κι από δοξολογία,
αχ, δεν μπορώ να κρατηθώ, θα γράψω 7 βιβλία! 5010
Και για να επιστρέψουμε στην ίδια ιστορία,
που ‘λεγα πριν οι επιστολές μου δώσουν ευκαιρία
να σου αραδιάσω όλα αυτά στον φίλο που ‘χα γράψει,
ελπίζοντας ότι κι εσύ ίσως τα βρεις εντάξει,
ας συνδεθούμε εδώ ξανά μ’ εκείνο εκεί το χάλι 5015
που έχει όποιος στηρίζεται στο σάπιο του κεφάλι.
Θυμήσου που σου έλεγα: «μονάχος αν το "κόψεις"
Τι θα 'ρθουν να σου πάρουνε, δεν έχει δύο όψεις!»
Γι’ αυτό σου λέω στο κενό, χωρίς ιδεολογία,
χωρίς επιχειρήματα δεν δίνεις ευκαιρία. 5020
Μπορεί να φαίνεσαι νεκρός στα μάτια όσων έχουν
στέρεα τα δεδομένα τους και βρίζουν μα κι αντέχουν,
όμως απόκτησες εσύ την πιο ωραία εστία,
εκείνη την εργάτρια, την μέσα σου αντλία
που είναι μικρούλα, μια σταλιά, μα όλους τους χωράει. 5025
Την οικουμενοποίηση αυτή την αρχινάει,
όχι μ’ ανακατέματα, όχι μ’ επιχειρήσεις,
όχι με πολυεθνικές, όχι με συζητήσεις,
έτσι απλά αγαπητικά και φωτεινά μ’ ελπίδα,
γιατί είναι εξέδρα εκτόξευσης και όπου θέλεις πήδα! 5030
Εκεί χωρούν τα σύμπαντα κι ας είν’ τόσο μικρούλα
κι αυτό το σύμπαν τι θαρρείς μοιάζει με μια καρδούλα,
που συνεχώς απλώνεται, για να χωρέσουμε όλοι
κι εμείς ακόμα ψάχνουμε να βρούμε, αν οι στόλοι
που είχε ο Θεμιστοκλής είχανε μέσα ναύτες, 5035
που ήτανε παππούδες μας ή αν είμαστε αργοναύτες.
Ποιοί ‘μαστε μεις και ποιοί εσείς κι οι άλλοι, ποιοί ‘ναι οι ξένοι,
μπερδεύτηκαν οι τρίχες μας και σκάλωσαν στο χτένι.
Γι’ αυτό μην το παιδεύετε και η καρδιά γνωρίζει,
το μπλε από το κόκκινο ξέρει να ξεχωρίζει, 5040
γιατί γνωρίζει το ψυχρό και το θερμό τι είναι,
κάτσε μυαλό στην τύφλα σου κι ησύχασε και σβήνε!
Γιατί εδώ που φτάσαμε κι όσο κι αν βασιλεύεις,
τα ‘κανες σαν τα μούτρα σου και μόνο μας μπερδεύεις!
Όνειρο Καθώς σου τα ‘λεγα όλα αυτά τα βλέφαρα μου γείραν 5045
και όταν ξύπνησα ευθύς τα κλάματα με πήραν!
Δεν το θυμάμαι ακριβώς, θαρρώ όνειρο πως ήταν,
ξύπνησα κι είχα στο μυαλό για το «μηδέν» πως είπα.
Δεν είπα μόνο, το ‘βλεπα πως ήταν σκαλοπάτι,
το ‘νιωθα εγώ με της ψυχής το καθαρό το μάτι! 5050
Σου ‘λεγα: Είναι θάνατος, όμως δεν είναι τέλος.
Μοιάζει ανατριχιαστικό σαν λερωμένο έλος,
γιατί όταν είσαι στην αρχή μόνος χωρίς παρέα
τα ψεύτικα τα φώτα σου και τ’ άλλα τα «ωραία»,
τα όποια δεδομένα σου και τις ασφάλειές σου 5055
στην καθαρή σου ερημιά, τότε όλες οι βρωμιές σου
σου φέρνουν πόνο στην καρδιά, σου φέρνουν αηδία,
γιατί βρυχώνται δυνατά σαν άγρια θηρία.
Όσα πιο πριν σε κάνανε να νιώθεις τάχα κάποιος,
τώρα μένουν ατάϊστα και βρίσκουν μέγα λάθος 5060
που νηστικά τα άφησες, γιατί είχανε τροφή τους
το ισχυρό σου θέλημα για την επιλογή τους
είτε καλή είτε κακή με όποια είχες κριτήρια,
μα τώρα που ‘ψαξες αλλού να βρεις τα «εισιτήρια»
για την Αλήθεια και το φως με συγκατάνευσή σου 5065
ότι ως τώρα ενός τυφλού ήταν η οπτική σου,
αυτά που είχες για μάτια σου, θρηνούνε το σκοτάδι
κι εκεί που γύρευαν τροφή, ρίχνουνε παραγάδι
και δεν ψαρεύουν τίποτα κι η πείνα τους θεριεύει!
Το ένστικτο λυσσομανά μέσα σου κι αγριεύει! 5070
Με χίλιους τρόπους σου χυμά ο εαυτός σου εκείνος
που είχε τις ασφάλειες, γίνεται τώρα κτήνος,
και αν νικήσει η επιλογή για την ελευθερία,
το κτήνος σου επιτίθεται με κάθε πονηρία.
Φοράει μάσκα ευαίσθητη, γοητευτική κι ωραία 5075
και λέει: "κοίταξε, φίλε μου, ας κάνουμε παρέα!
Είμαι στ’ αλήθεια φίλος σου εδώ στην ερημιά σου,
δώσε μου λίγη προσοχή και θα ‘χει η αφεντιά σου
τιμή και αναγνώριση, τι όμορφος που είσαι!
Βρε μπράβο! Τα κατάφερες, την πόρτα τώρα κλείσε! 5080
Δεν θα ‘ρθει τίποτα από κει, ποιόν άλλον περιμένεις;
Έφτασες στον προορισμό! Δεν το καταλαβαίνεις;
Αυτή ‘ναι η περηφάνια σου κι η αυτοθέωσή σου!
Αυτή είν’ η παγίδα σου που θέλει θέασή σου
να ‘ναι πάλι το είδωλο του ψεύτη εγωισμού σου 5085
και σκιάχτηκε τον ερχομό του αληθινού κενού σου,
που ετοιμάζει το έδαφος να ‘ρθει η σωτηρία,
εφόσον δε σε νίκησε εν τέλει η απελπισία.
Και λέει: «Αυτός ο έρημος τώρα θα την πατήσει,
σαν δει μες στον καθρέφτη μου πως έχει καταντήσει 5090
ή θα τρομάξει και ευθύς θα με ακολουθήσει
ή θα νομίσει τελικά πως ήδη έχει αρχίσει
να μοιάζει στην Αλήθεια αυτή που τόσο λαχταράει!».
Εκεί γλυστράει ο άνθρωπος και έτσι παρατάει
την μέχρι τώρα διαδρομή, γιατί νομίζει τέρμα 5095
ετούτο το καθρέφτισμα και λησμονεί το έρμα
που είχε της ταπείνωσης να μην βουλιάξει η βάρκα,
γιατί πολύ έχει κουραστεί κι εύκολα κάνει τράκα
για λίγη ψεύτικη χαρά, για λίγη ηρεμία.
Στην πείνα του, του φαίνονται γι’ άπειρα δύο-τρία 5100
δολώματα παρηγοριάς και νιώθει για δικά του
τα λίγα που του δόθηκαν και είναι δανεικά του.
Τώρα απομένει στην καρδιά να κάνει τη δουλειά σου
– εκεί που καθαρίζεται το αίμα απ' τη βρωμιά σου
και στέλνεται πάλι ζεστό και καθαρό στο σώμα – 5105
εκείνη το χρυσάφι σου χωρίζει από το χώμα.
Γιατί έχει αυτή την διάκριση, αν της το επιτρέψεις
κι αν όλη σου την προσοχή σ' εκείνηνε την στρέψεις,
ξέρει και είναι ταπεινή δουλεύει νύχτα-μέρα.
Μόνο γυρεύει ζεστασιά και καθαρό αέρα, 5110
για να ‘ρθει ο Αγαπημένος της και να την κατοικήσει
κι όταν ωραία, βασιλικά και γιορτινά την ντύσει
η ίδια η Αγάπη Του και την λαμπρύνει τόσο,
πια δεν θα λες απ’ το μυαλό πώς, Θεέ μου, να γλυτώσω!
Γιατί αυτή θα προσπερνά ψεύτικους λαβυρίνθους 5115
θα ξεχωρίζει ανάμεσα στον πανικό του πλήθους,
ποιός είν’ ο Αγαπημένος της και δεν θα το ξεχνάει
πως την λαμπρή της φορεσιά σ’ Εκείνον την χρωστάει!
Καθώς τα λέω όμως αυτά, θα ‘χετε δίκιο ένα.
Να με ρωτήσετε απλά: «Τα λες βρε και σε σένα; 5120
Και ακόμη κι αν τα λες, για πες, αλήθεια τι έχεις κάνει;
Στην πράξη άραγε πώς ζεις; Μήπως έχεις πεθάνει;».
Δεν θα ‘ξερα όλα τα σκατά για να τα σχολιάζω,
αν πρώτα δεν τα είχα φάει κι ακόμα δοκιμάζω.
Μα όμως τ’ αηδίασα γι’ αυτό ζητώ να πάψω, 5125
ας με φωτίσει ο Θεός τον δρόμο να αλλάξω.
Έχω κι εγώ τα χάλια μου μην φανταστείς πως ίσως
αισθάνομαι πως το ‘φτασα εκείνο εκεί το ύψος
να ζω χωρίς εγωισμό και δίχως περηφάνια
ή τάχα πως δεν σκόρπισα πόνο πολύ κι ορφάνια 5130
σ’ αυτούς που μ’ αγαπήσανε και που ίσως μ’ αγαπάνε…
Γι’ αυτό κι ακόμα επιθυμούν κάποιοι και με χτυπάνε.
Και έχουν δίκιο σαν θωρούν μπροστά τους έναν κλόουν,
που ακόμα δεν κατάφερε να λήξει αυτό το σόου
της δήθεν τελειότητας, της μεγαλομανίας 5135
και της κακής διαχείρισης μιας ψεύτικης γοητείας.
Γιατί στην πράξη όποιος γενεί με την Αλήθεια Ένα,
φαίνεται όπου κι αν σταθεί, δεν ξεγελάει κανέναν!
Γι’ αυτό εσείς θα κρίνετε αν έχω καθαρίσει
και οδηγίες δίνω εδώ σ’ όποιον με συναντήσει. 5140
Ρουφάω ασυναίσθητα αίμα σαν βαμπιράκι,
πατάω στη δίψα καθενός για ερωτικό καμάκι.
Μαζεύει γύρω μου αυλικούς η ανασφάλειά μου
κι ύστερα εγώ ασφυκτιώ και πνίγω τα παιδιά μου
και είναι το χειρότερο πως δεν καταλαβαίνω 5145
ότι το κάνω εγώ αυτό και δεν το προλαβαίνω.
Μα κι απ’ αυτό χειρότερο έχει αυτή η παράνοια,
πως δεν το βλέπω κι έπειτα, για να βρω εγώ μετάνοια.
Και ρίχνω έτσι το φταίξιμο στη μύγα και το μέλι,
που την προκάλεσε να ‘ρθει, καθόλου δεν με μέλει 5150
μήπως τυχόν το πλάσαρα έτσι που προκαλούσε
κι ύστερα διαμαρτύρονταν και ρέστα τους ζητούσε.
Δεν αγαπάω άκριτα, με καθαρή Αγάπη
κι όταν μου κάνουν κριτική, βγάζω σπυρί στο μάτι.
Πολλές φορές διδακτικά στέκομαι στον πλησίον 5155
κι όλο «ανωτερότητα» κομπάζω για το πύον,
που ‘χουν οι τόσες μου πληγές, θαρρείς κι ο άλλος δεν έχει
πληγές δικές του κι όφειλε για μένανε να τρέχει.
Χρησιμοποίησα πολλούς, αθώους, γοητευμένους
κι ακόμα ίσως τους τραβώ απ’ τη μύτη τους καημένους, 5160
γιατί έχω ανασφάλειες, πετάγομαι τα βράδια,
κι ίσως με κυνηγούν ξανά τα παλαιά σκοτάδια,
που φόρτωσα η «αθώα» εγώ σ' αυτούς που μου τα δείξαν,
θαρρείς κι εγώ δεν πόθησα τα δίχτυα που μου ρίξαν.
Ή σαν να μην κυνήγησα τη γοητεία με πάθος, 5165
έριχνα ολοκληρωτικά σ’ άλλους το μέγα λάθος.
Ίσως κι αυτό επίδειξη να ‘ναι μεγαλοσύνης,
να κάνω τον κατήγορο χάριν Δικαιοσύνης
στον ίδιο μου τον εαυτό θύτης που ‘ναι και θύμα.
Προσέξτε μη γλυστρήσετε σ’ αυτό μου εδώ το βήμα! 5170
Και σίγουρα δεν τέλειωσα, είναι μεγάλη η Δίκη,
μα αυτό το δικαστήριο δεν αποδίδει νίκη
ούτε σε μένα ούτε σε σας κι αντί γι’ απολογία
ή κατηγορητήριο θα προτιμήσω μία,
όπως σας είπα, πιο έξυπνη και πιο ωραία λύση. 5175
Θα μείνω στη μετάνοια και πριν να βγει η κρίση,
ΕΝΟΧΟΣ! Κύριοι δικαστές! Πρώτος θα το φωνάξω,
την ετυμηγορία σας έτσι ίσως την αλλάξω
και καταλάβουμε όλοι μας πως καταδικασμένος
ποτέ του δεν αισθάνεται όποιος μετανιωμένος, 5180
έστω και μες στη φυλακή άλλα μυαλά έχει τώρα,
γι’ αυτό και δεν τον απειλεί της τιμωρίας η μπόρα.
Η τιμωρία υφίσταται, αν δεν καταλαβαίνεις,
έτσι κι αλλιώς ότι αλλουνού είναι ό,τι λαβαίνεις
είτε σκοτάδι, είτε φως, εσύ μόνο επιλέγεις 5185
και σημασία πια καμιά δεν έχει αν διαφεύγεις
απ’ την ποινή των πράξεων που σκάρτα έχεις διαπράξει,
μα κι αν σε αθωώσουνε, δεν είναι όλα εντάξει,
αν μέσα σου δεν πλήρωσες εκείνο εκεί το κόστος,
που είναι η μετάνοια και του φωτός ο νόστος. 5190
Και τώρα, το λοιπόν, εδώ με ό,τι τολμώ και λέω,
εγώ σας λέω ευθύνομαι και σίγουρα θα φταίω
και γι’ άλλα που δεν μαρτυρώ ή που ίσως δεν τα πιάνω
έτσι κι αλλιώς λέω εξαρχής το τέλειο δεν φτάνω
σημείο της α-πάθειας και της αγιοσύνης. 5195
Άλλωστε στο ελάττωμα της κομπορρημοσύνης,
σίγουρα έχω υψηλή θέση μ’ αυτούς τους στίχους,
μα πιάνουν οι κεραίες μου πολύ ψιλούς πια ήχους,
συχνότητες απίθανες από τραγούδι ωραίο,
Αγάπης μα και λευτεριάς κι ακόμα πιο σπουδαίο 5200
είναι το ισοκράτημα που του κρατάει η πλάση,
όταν γυρέψει ο άνθρωπος μέσα του ν’ αναπλάσει
με τη βοήθεια του Χριστού, της Παναγίας τη Σκέπη,
αυτό το μάταιο και φθαρτό που μέχρι τώρα βλέπει
και το περνάει για εαυτό και το περνάει γι’ αλήθεια 5205
κι αφήνει έτσι το θάνατο να γίνεται συνήθεια.
Τα λόγια μας φτωχαίνουνε κι οι πράξεις μας μιλάνε.
Τα πλούτη είναι στην καρδιά και μόνο εκεί χωράνε!
Γιατί δεν έχει λογική η καθαρή Αγάπη.
Χαίρεται απ’ την προσφορά και πάντα βρίσκει κάτι, 5210
για να φωτίσει γύρω της το φως που κι αυτή παίρνει
από του Ήλιου την Πηγή που πάντα κι άλλο φέρνει
σ’ όποια καρδιά είν’ ανοιχτή και ταπεινή συνάμα
κι ευαίσθητα αφουγκράζεται του διπλανού το κλάμα.
Έτσι τα δώρα της καρδιάς γεννάν ευχαριστίες 5215
κι αυτός που του χαρίστηκαν, λέει δοξολογίες
στην Παναγία και στον Χριστό, που έτσι τους συναντούμε
στου συνανθρώπου την καρδιά που έτυχε να βρούμε
απάγκειο, κατανόηση, βοήθεια, εμπιστοσύνη
και νιώθουμε αδελφική γι’ αυτόν ευγνωμοσύνη. 5220
Όλοι είμαστε άνθρωποι που πάει να πει πως ΜΙΑ,
κοινή είν’ η ουσία μας και διαφορά καμία
δεν έχουν οι ψυχούλες μας κι άδικος χωρισμός μας
είναι το ψέμα του μυαλού και ο εγωισμός μας.
Αυτά τα δυο αν λείψουνε, το μόνο που απομένει 5225
είναι η Αγάπη στην καρδιά που αληθινά μας δένει
κι αδέρφια όπως είμαστε ζητάμε απ' τον Πατέρα
να φτάσει εκείνη η ανέσπερη παντοτινή Του μέρα,
που όλοι ενωμένοι στην καρδιά γι’ αυτόν θα τραγουδάμε
με ευτυχία αληθινή κι αυτά που μας πονάνε, 5230
τώρα ακόμα που είμαστε στην ύλη εγκλωβισμένοι,
θα τα διαγράψει η Αγάπη Του που είναι Ευλογημένη.
Τίποτα εμείς δεν έχουμε, όλα είναι δικά Του,
γι’ αυτό αν το θελήσουμε και μείνουμε παιδιά Του,
όλα αιώνια σε μας Εκείνος θα τα δίνει 5235
Αγάπη, Αλήθεια και Χαρά, Φως και Δικαιοσύνη.
Και αν νομίσεις πως εγώ είμαι καμιά «θεούσα»,
αυτά επειδή μαρτύρησα και άκουσα… τη Μούσα,
καλύτερα να μη με δεις και δεν θα το πιστέψεις
ότι πιστεύω στο Θεό και κάνω τέτοιες σκέψεις! 5240
Δεν κάνω διαφήμιση στην όποια ομορφιά μου,
μα στο ‘πα μου ήταν δύσκολο και το ‘χα πρόβλημά μου,
το πώς να διαχειριστώ τον άγριο ερωτισμό μου
και δεν ήτανε πρόβλημα αυτό μόνο δικό μου,
ήτανε και των αλλονών που μπλέκανε μαζί μου. 5245
Γι’ αυτό με απασχόλησε η αυτοδιάθεσή μου,
που ήτανε ασυμμάζευτη και έβλαπτε ανθρώπους,
σχέσεις και συναισθήματα σε χίλιους δύο τόπους,
μια κι ήμουν ταξιδιώτισσα κι όλους τους «αγαπούσα»
κι αν μου ζητούσαν αγκαλιά δεν τους στενοχωρούσα. 5250
Τους έδινα το σώμα μου ίσως και την ψυχή μου
κι ετούτο το καμάρωνα για ερωτική ορμή μου!
Ίσως το βλέπεις για καλό κι εγώ το ‘βλεπα τότε,
μα αν ήσουνα στη θέση μας, θα μου 'λεγες: «ως πότε
θ’ ανακατεύεις συνεχώς τα χτένια με τα γένια!». 5255
Φίλε, την πάτησα κι εγώ γιατί ήμουν θύμα σ' έναν
σπουδαίο καρδιοκατακτητή που ακόμα το καυχιέται
και ψάχνει νέα θύματα, μα τώρα αναρωτιέται
γιατί ησυχία στην καρδιά δεν βρίσκει ο καημένος.
Του εύχομαι να λυτρωθεί απ’ όσα είναι δεμένος, 5260
γιατί στης γοητείας του τα σκοτεινά τα δίχτυα
πρώτα ο ίδιος μπλέκεται και πού να βρει βοήθεια!
Και τυρρανάει τους γύρω του μα το ζητάν κι εκείνοι,
αλλά έτσι είναι τα πράγματα στου Δον Ζουάν τη δίνη.
Αυτό νομίζεις πέταγμα μα αυτό είναι φυλακή σου 5265
και καταντάς να μπερδευτεί τόσο πολύ η ζωή σου,
έτσι όπως σε μπερδεύουνε ετούτα τα δαιμόνια,
που τελικά νομίζεις πως είσαι η Δυσδαιμόνα
κι ο άμοιρός σου σύντροφος που σου 'λεγε «σε θέλω»,
κοντεύει πια να μοιάσει στον κακόμοιρο Οθέλλο! 5270
Άσ' το και μην το συζητάς, το έχω μετανιώσει
σε τέτοια δίχτυα όποιος μπλεχτεί, ύστερα ζει την πτώση!
Λαχτάρησα γι’ αναπνοή και για ελευθερία.
Δεν στο προτείνω, φίλε μου, ας μείνει στα βιβλία,
σε βίπερ νόρα, σήριαλ κι ερωτικές ταινίες, 5275
μα ας μείνουν μακρυά από μας αυτές οι ιστορίες.
Τόσο πολύ μετάνιωσα που πήγα απ’ την άλλη
και στην αρχή κινδύνεψα να βρω άλλο «κεφάλι»
ψεύτικο κι υπερβολικό και να γενώ «θεούσα»,
να βάλω φούστα μακρυά, ν' αφήσω λίγα… μούσια! 5280
Μα ευτυχώς τη γλύτωσα, ευλογημένα τόσο,
κι είδα πως λάθος τον Θεό έψαχνα ν' ανταμώσω
και από λίγο παλαβή, θρησκόληπτη που ήμουν,
έγινα εγώ μουσόληπτη και ποταμούς μου δίνουν
τα Άγια Του τα φτερά που νιώθω να σκεπάζουν 5285
τον πόθο μου και έμπνευση να φέρνουν και να τάζουν,
μα και να κάνουν ορατή αυτή την ευτυχία,
που νιώθει, όταν ζεσταθεί, η καρδιά που ήταν κρύα.
Λοιπόν, δεν θα ‘χεις άδικο να κουφαθείς λιγάκι,
αν κρίνεις εξωτερικά, δεν θα 'βρεις καμιάν άκρη. 5290
Θα πεις δεν το πιστεύω εγώ πως για Θεό μιλάνε,
άνθρωποι φυσιολογικοί που κάποιοι τους κοιτάνε
σαν μιαρούς, αμαρτωλούς, αφού οι παπάδες λέγουν
πως πρέπει και να φαίνονται, όσοι Θεό λατρεύουν.
Μα όταν λεν «να φαίνονται» μ’ αυτό εννοούν «να δείχνουν» 5295
και στάχτη μες στα μάτια μας με υποκρισία να ρίχνουν,
πως τάχα είναι χριστιανοί όσοι τα πάθη κρύβουν.
Το ρίχνουνε στα τυπικά και την αλήθεια πνίγουν.
Και δεν μας είπανε ποτέ πώς ο Χριστός μας θέλει
και τα στραβά μας γίνονται η κοπριά στ’ αμπέλι! 5300
Όχι γιατί τ’ αξίζουμε, μα όταν Τον ποθούμε,
Αυτόν που μας αγάπησε, Αυτόν που λέει να ‘ρθούμε
στον δρόμο που μας χάραξε γιατί το πρόσωπό Του
είναι η Αλήθεια και το Φως και για Σώμα δικό Του
έχει την ανθρωπότητα όλη μες στους αιώνες. 5305
Αυτό είναι η Εκκλησία Του και όχι οι κολώνες.
Αυτός χωράει τον Έρωτα, ο αχώρετος Εκείνος!
Αυτός σβήνει την πείνα σου και γίνεσαι σαν κρίνος.
Αυτό σημαίνει ότι πνει το Πνεύμα όπου θελήσει,
σ’ όποιον ανοίξει την καρδιά και σ’ όποιον το ζητήσει 5310
και καταλάβει πως Αυτό κάνει την ύπαρξή του
να ενώνεται και με αυτούς που ίσως δεν είν’ μαζί του
στην αμεσότητα αυτήν που θέλουμε τον άλλον
για να ρουφάμε τον καφέ μαζί με το τσιγάρο.
Μην σταματάς να το ζητάς ν’ αυξάνει τη ροή σου, 5315
ό,τι κι αν κάνεις, πέταξε! Κι άνοιξε την ψυχή σου!
Καλή κι η αμεσότητα, μα πάντοτε ποθούμε
να βρούμε τρόπους φτερωτούς για να επικοινωνούμε.
Έτσι οι σιωπές θα γίνουνε τα πιο καλά μας λόγια,
η απόσταση θα πάψει πια ίσως και τα ρολόγια. 5320
Αυτό είν’ επανάσταση, να είσαι μοναχός σου
κι όλος ο κόσμος να χωρά στο παραμιλητό σου.
Κάν' το άμα θέλεις προσευχή, κάν' το χορό, τραγούδι
και ζήτα να ‘ναι δίπλα σου, εκείνο το αγγελούδι.
Μην το βιαστείς ένα «-ικός» ή ένα «-ανός» να βάλεις, 5325
αν ψάχνεις προσδιορισμό σε μένα να κοτσάρεις.
Γυρεύω να ‘μαι στο μηδέν, ώστε να βρω τη λύση,
κι Αυτός που φτιάχνει απ’ το μηδέν να με δημιουργήσει
ξανά και πάλι απ’ την αρχή κι έτσι να ‘μαι καινούρια,
αν θέλει και παντοτινή χωρίς κλειστά παντζούρια 5330
στο Φως Του και να λιάζομαι και έρωτα να νιώθω,
να βρίσκω ατελείωτη αγαλλίαση και πόθο.
Καλύτερα να με περνάς για ψώνιο «πειραγμένο»!
Όμως μην το διανοηθείς να βρεις ρεύμα, δεν μπαίνω
ούτε στους μεν ούτε στους δε και σε παπαροκάδες, 5335
στείλε τα χαιρετίσματα, μα εγώ άλλες καντάδες
επιθυμώ και λέω εδώ χωρίς ταμπέλες τέτοιες.
Ούτε φονταμενταλιστές γνωρίζω ούτε σέχτες.
Καθολικοί, ευαγγελιστές, κεφάτοι προτεστάντες,
καλά να είν’ οι άνθρωποι μα κλείστηκαν σε μπάντες. 5340
Κάθε λογής αιρετικοί φτιάξανε ομαδούλες
και κλίκες για να υψώσουνε δικές τους σημαιούλες.
Το ίδιο κι οι ταλαίπωροι ιουδαιο-ιεχωβάδες,
εγώ αγαπάω τον Χριστό, όπως κάποιες γιαγιάδες
που ίσως δεν ξέρουν γράμματα, μα το σταυρό τους κάνουν 5345
και λένε την Παράκληση σαν να ‘ναι η Τζένη Βάνου.
Δεν με πειράζουν οι άνθρωποι, τα ρίχνω στις ταμπέλες.
Κατά τα άλλα όλοι αυτοί και άντρες και κοπέλες,
ας λένε ό,τι θέλουνε, στ’ αλήθεια δεν γνωρίζω
τι έχουν μέσα στην καρδιά ούτε και το ορίζω. 5350
Ακόμα κι οι αλλόθρησκοι κι αυτοί Θεό γυρεύουν,
πολλές φορές Τον βρίσκουνε ό,τι και αν πιστεύουν.
Γιατί Αγάπη είν’ ο Θεός και ξέρει την καρδιά τους,
τον πόθο, την λαχτάρα τους, δεν βλέπει τα δεσμά τους,
που είναι το περιτύλιγμα που λέει κάθε θρησκεία, 5355
ή κάθε εθνικότητα και ιδεολογία.
Δεν θέλω διαφορετική να ‘μαι μα τι να κάνω,
βλέπω όλα αυτά τα ρεύματα και θέλω «να την κάνω».
Επιθυμώ ορθόδοξα να ‘μαι μόνο μαζί Του
και δεν φοράω παράσημο, ούτε και είμ’ η «Αυλή» Του. 5360
Μακάρι να ‘μουν δηλαδή, μα αυτό Αυτός το ξέρει,
γιατί αυλή είν’ το σύμπαν Του κι η γη μας είν’ τ’ αμπέλι,
που ρίχνει Αυτός τον σπόρο Του και άμα βρει να δέσει
μέσα στην κάθε μια καρδιά που ανοίγει κι ας πονέσει,
την κάνει τότε ολόγλυκο σταφύλι απ’ τους χυμούς Του 5365
κι ο άνθρωπος φωτίζεται, λαμπρύνεται ο νους του
και θέλει και το λαχταρά να γίνει και κρασάκι,
να ενωθεί με την Πηγή να τρέχει σαν ρυάκι.
Μα για το κόκκινο κρασί πατιούνται τα σταφύλια,
για να το πίνουν να μεθούν τα διψασμένα χείλια. 5370
Να θέλεις και να προτιμάς να είσαι το σταφύλι
και ας πατιέσαι για να πιούν τ' αδέρφια και οι φίλοι.
Τότε θα μάθεις πως καλό σταφύλι μες στ' αμπέλι,
είναι αυτό που το τρυγούν από νωρίς οι αγγέλοι
κι εκείνο μέθη δε ζητά παρά μονάχα δίνει 5375
κι αγάλλεται ο Τρυγητής και μες στο Φως το ντύνει.
Μπορεί να είσαι μια σποριά σε χώμα ξεραμένο,
μα αν θες μπορείς να ποτιστείς νεράκι αγιασμένο,
από Πηγή ζώντος νερού, τώρα δεν το πιστεύεις,
σαν βλέπεις καθαρό νερό, ίσως να κοροϊδεύεις. 5380
Δεν φταις γιατί ό,τι κι αν σου πω για το ωραίο κρασάκι,
αν δεν το πιεις σου φαίνεται χαζό παραμυθάκι.
Με λίγο χρόνο όμως να! Χωρίζονται ακόμα,
ο ώριμος γλυκός καρπός απ' το σπυρί στο χώμα.
Άσε το «ναι» μες στην καρδιά καλά να την οργώσει 5385
και μέχρι να ‘ρθει ο θερισμός, εκείνη να μεστώσει.
Όλοι θα γίνουμε κρασί γιατί το θέλει Εκείνος,
που ενώ είναι όλη η Άμπελος, κατέβηκε σαν κρίνος.
Κι είναι το Φως το ιλαρό, Αγάπη τ’ όνομά Του,
Βουλής Μεγάλης Άγγελος για μας το πέταγμά Του. 5390
Φίλε μου, δεν διαφέρουμε καθόλου, πίστεψέ με,
είμαι καθρέφτης και ποθώ το Φως Του, δε γελιέμαι.
Γιατί το θέλει ο καιρός τα πράγματα ν’ αλλάξουν
και όσοι θέλουν να το δουν μπορούνε να πετάξουν.
Μάτια που είδανε το Φως πίσω τους δεν κοιτάνε 5395
και δες μονάχοι περπατούν αυτοί που αγαπάνε.
Ή «σαν μονάχοι» θα το πω γιατί έχουν συντροφιά τους
τον πόθο για την ένωση μ’ Αυτόν που είναι κοντά τους.
Έτσι όποιος θέλει να πετά, πρώτα ας αγαπήσει,
αντί ό,τι να ‘ναι απ' το Θεό να πάει και να ζητήσει. 5400
Να παίρνουμε απ’ το Θεό ό,τι Αυτός μας δίνει,
γιατί αλλιώς θα έχουμε πόνο πολύ κι οδύνη.
Αφού όποιος ψάχνει στη ζωή για πάρτη του το Ρήγα,
ετούτος θέλει τα πολλά, μα χάνει και τα λίγα.
Έτσι έκανε και κάηκε και η φτωχή Σεμέλη, 5405
που, ενώ της φανερώθηκε, είπε πως κι άλλο θέλει.
Όσο θνητός είν’ ο άνθρωπος οι πτώσεις του ακόμα
δεν είναι ως προς τον Θεό μα είν’ ως προς το χώμα.
Αυτά, για να μην μπερδευτείς, αν το 'χεις δεδομένο
και ψάξεις να βρεις ορισμό που έτσι οργανωμένο 5410
να μου αποδώσει όνομα, ή ό,τι άλλο ακόμα,
καμιά ετικέτα δεν φορώ μα είμαι κατ’ εικόνα.
Και σίγουρα με χίλιες δυο βρωμιές και μύρια λάθη.
Αν θέλεις καθαρή μορφή ψάξε και δες τα Πάθη
της Μεγαλοβδομάδας μας και την Ανάστασή Του… 5415
Κι ίσως ο σταύλος της καρδιάς, φάτνη στη γέννησή Του
να γίνει έτσι σταδιακά ή μονομιάς αν θέλει,
μέσα ας έχει κοπριά, έξω θα ‘ρθουν οι Αγγέλοι!
Εκείνος καταδέχεται να γεννηθεί εντός σου
κι ας είν’ ακόμα βρώμικος ο σταύλος ο δικός σου. 5420
Άλλωστε μόλις γεννηθεί, θα δεις να καθαρίζεις.
Θα πάθεις πλάκα, φίλε μου, κι εκείνοι που γνωρίζεις,
δεν θα μπορούνε να το βρουν πώς τα ‘χεις καταφέρει
κι ενώ ακόμα περπατάς σε τούτα εδώ τα μέρη,
μοιάζει να έχεις πέταγμα, είσαι γεμάτος δώρα, 5425
πώς βγήκες από τα σκατά κι έληξε η κατηφόρα.
Τώρα άμα σε ζάλισα με όλα αυτά που είπα
κι αν το κεφάλι «σού ‘κοψα», δικιά σου είν' η πίτα.
Όπως σ' αρέσει μοίρασε ετούτο το χαρμάνι,
ακόμα και του σκύλου σου δώσε να μην πεθάνει, 5430
τσίμπα κι εσύ ένα μεζέ, μα αν νιώθεις και χορτάτος,
απ’ τα πολλά σου «αγαθά» πεινάει και ο «γάτος»,
αυτός που ίσως κατάλαβε ότι απ’ τα σκουπίδια
που ‘τρωγε μέχρι τώρα δα, αυτά είναι στολίδια.
Όχι γιατί τα είπα εγώ μα γιατί έτσι είναι. 5435
Δεν είναι θεωρίες μου, γι’ αυτό «τρώγε» και «πίνε»!
Κι άκου για να μην απορείς το πρώτο γραμματάκι,
που ‘γραψα σε μία φίλη μου για πλάκα σε στιχάκι.
Γράμμα στη Αγαπημένη φίλη μου, σου γράφω γραμματάκι
φίλη μου και προτιμώ να σου τα πω με μέτρο, σε στιχάκι. 5440
Αν και σου τα ‘χω πει ξανά με χίλιους δύο τρόπους,
το χούι μου δεν κρύβεται, τα λέω στους ανθρώπους.
Μες στην καρδιά μου κεραυνοί η Αλήθεια κι η Αγάπη,
μα του μυαλού το έδεσα, τ’ αφιονισμένο άτι.
Γιατί η καρδιά ερωτεύτηκε παράφορα και τόσο, 5445
που δεν χωρούσε η λογική κι έπρεπε να γλυτώσω.
Ε, στην αρχή ζορίστηκα γιατί έπρεπε να σβήσω
τα δεδομένα του μυαλού και να το εξαγνίσω.
Μου φάνηκε σαν θάνατος να ρίξω κάθε ιδέα
στον κάδο με τα άχρηστα είτε άσχημη είτε ωραία. 5450
Έριξα σάλτο στο κενό, γιατί ήμουν ερωτιάρα
κι απόμεινα χωρίς χορδή, σαν μια μουγγή κιθάρα.
Δεν χώραγε σε ένανε όλος ο έρωτάς μου,
χαρέμι ο κόσμος γύρω μου, στα μάτια της καρδιάς μου.
Εμπρός μου αδιέξοδο και πίσω μου το ρέμα 5455
με χίλια μάτια κι αγκαλιές κι όλα αγαπημένα.
Από νωρίς ξεπέρασα το «εγώ κι εσύ μονάχοι».
Μου ‘μοιαζε σκέτη ερημιά, μοιάζαν οι δύο βράχοι
που η θάλασσα τους κοπανά και τους μαθαίνει η αρμύρα
πως αγκαλιά είναι τ’ άπειρο κι η Αγάπη είναι πλημμύρα. 5460
Τι να το κάνω, το λοιπόν, αφέθηκα στην «τρέλα»
να αγαπώ και να ποθώ συνέχεια νύχτα-μέρα
μια αγκαλιά απέραντη, όλους να μας χωράει
κι εκεί κανένας να μην κλαίει, κανείς να μην διψάει.
Έτσι οι αναστεναγμοί γινήκαν προσευχούλα 5465
και ζήτησαν του ουρανού να ρίξει μια βροχούλα,
για όσους μόνοι ξαγρυπνούν, για κείνους που διψάνε
για όσους δεν χαρίζονται στη λήθη και ξεχνάνε.
Και μου αποκρίθη ο ουρανός με τον δικό του τρόπο,
αλήθεια που την φύλαξα μες στης καρδιά τον τόπο. 5470
Και δεν μου επιτρέπεται να μαρτυράω για ‘κείνη,
παρά μονάχα σε καρδιές που ανοίγουνε σαν κρίνοι.
Κι ίσως ούτε χρειάζεται να τους τη μαρτυρήσω
μα αρκεί σ’ Αυτόν που μου ‘δωσε για ‘κείνες να ζητήσω.
Έτσι κι αλλιώς το ξέρω πως σε όλους πάντα δίνει, 5475
αρκεί να είναι ανοιχτοί κι ανθεκτικοί σε οδύνη.
Γιατί είναι πόνος στην καρδιά η Αλήθεια κι η Αγάπη
κι ίσως «σηκώνουνε σταυρό» όσοι γνωρίζουν κάτι.
Μια και ο κόσμος δεν ποθεί, δεν θέλει ν’ αγαπήσει,
θέλει μονάχα να χαρεί λίγο σ’ αυτήν την ζήση, 5480
σαν να ‘ναι μελλοθάνατος κι ό,τι προλάβει παίρνει,
χώμα στο χώμα αφήνεται και τα φτερά του δένει
μήπως τυχόν και ξεχαστεί και κάνει να πετάξει
κι είν’ αυτό μέγα λάθος στην καθεστηκυία τάξη!
Δεν θα σου τα ‘λεγα όλα αυτά, αν της καρδιάς σου η πόρτα 5485
δε μου ‘μοιαζε για ανοιχτή κι άλλα άμα θέλεις ρώτα!
Μη βιάζεσαι όμως να μου πεις πως ξέρεις κάτι άλλο,
θυμήσου που σου είπα πριν για ένα δοχείο μεγάλο
με άχρηστα και βρωμερά σκουπίδια πεταμένα…
Για ‘κει είν’ οι απόψεις μας κι όλα τα δεδομένα! 5490
Έτσι ανοίγει εντελώς ο σταύλος της καρδιάς μας
και φάτνη για να γεννηθεί τον κάνει ο Έρωτάς μας.
Εκεί ανήκουν κι εκεί ζουν τα όμορφα στιχάκια,
εκεί η Αγάπη μας μεθά, μας κάνει σαν παιδάκια
και όλη μέρα παίζουμε και λέμε τραγουδάκια. 5495
Κι ας μοιάζει στην αρχή σκληρό να πάρεις τη ματιά σου
απ’ ό,τι φαίνεται χρυσό και λάμπει εδώ μπροστά σου.
Να μην ξεχνάς τα ηλεκτρικά τα φώτα πως δεν φέγγουν,
όταν ο ήλιος βγει ψηλά κι οι αχτίδες του μας γνέφουν.
Δεν θα σταμάταγα εδώ γιατί καλά περνούσα, 5500
μα κάνει ζέστη και καλό θα 'ταν να κολυμπούσα
Τέλος σ’ αυτήν εδώ τη θάλασσα που βλέπουν οι οφθαλμοί μου
γράμματος κι όχι μονάχα στ’ ανοιχτά που επιθυμεί η ψυχή μου.
Κι έτσι μου βγήκαν όλα αυτά, να ‘ναι καλά η κοπέλα,
γιατί βαστούσα μοναχή αυτήν εδώ την «τρέλα»… 5505
Που τώρα την ακούμπησα σ’ αυτούς εδώ τους στίχους,
που ελπίζω να ταιριάζουνε με τους δικούς σας ήχους.
Και πάλι εγώ μονάχη μου έτσι θα περπατήσω
και μόνο Αυτού που μ’ αγαπά το χέρι θα κρατήσω.
Μου κόστισε, μην το θαρρείς πως έτσι εδώ «τη βρίσκω» 5510
να σου τα λέω όλα αυτά, γιατί έχει ένα ρίσκο.
Είπε: «Πολλά δαρήσεται εκείνος που γνωρίζει
και λέει στους άλλους για αυτά που ο Λόγος Μου ορίζει,
αν δεν τα κάνει πράξη του» κι εγώ αλίμονό μου,
μην σου περάσει απ’ το μυαλό πως τα ‘χω τρόπαιό μου 5515
και πως τα λέω εδώ γιατί τα έχω εφαρμόσει.
Ζητώ συγγνώμη απ’ Αυτόν που θέλει να μας σώσει.
Όμως αφού τα ένιωσα και τα ‘βαλα βαθιά μου,
δεν το μπορούσα να σιωπώ, καιγόταν η καρδιά μου.
Μα αν ήδη εγώ ήμουνα με την Αλήθεια Ένα, 5520
δεν θα χρειάζονταν εδώ να έχω αυτά γραμμένα.
Αυτός που η Αλήθεια ήτανε και είναι μα και θα 'ναι
δεν μίλησε με γράμματα, μας το ‘δειξε και πάνε
είκοσι αιώνες απ’ αυτήν την ώρα που ερωτήθη
«τι είναι η Αλήθεια» απ’ αυτόν που ήτανε στη λήθη, 5525
ενώ την έβλεπε μπροστά στα μάτια του ο καημένος
σ’ Αυτόν που όλοι φωνάζανε: να γίνει Εσταυρωμένος!
Και ο Πιλάτος «ένιψε τας χείρας» πριν Τον δώσει,
γιατί ένιωσε το λάθος του κι ήθελε να γλυτώσει.
Γι’ αυτό σου λέω, αφού Αυτόν που ήταν η Αλήθεια 5530
Τον σταύρωσαν και φέρθηκαν ανόητα κι ηλίθια,
είναι σταυρός να επιθυμείς να είσαι ενωμένος
με ό,τι αποκάλυψε ο Λόγος σαρκωμένος.
Άλλωστε και πρωτύτερα απόπειρες γινήκαν
απ’ την Αλήθεια να ειπωθεί, μα όλες το μίσος βρήκαν. 5535
Σκοτώναν τους Προφήτες Του, μα και σ’ αυτήν την χώρα
που παραδόξως Έλληνες λεγόμαστε ως τώρα,
όποιος και αν το τόλμησε γι’ αλήθεια να μιλήσει
ή έπρεπε να δικαστεί ή να αυτοκτονήσει.
Έτσι ο σοφός Σωκράτης που γυρνούσε με κουρέλια, 5540
βρήκε ένα φως μες στους τυφλούς κι αυτοί βάζαν τα γέλια.
Μα ύστερα τον δίκασαν γιατί είδανε το φως του
και το περάσαν δαίμονα κι έγινε ο εχθρός τους.
Γιατί τους τάραξε αυτά τα σκοτεινά νερά τους,
κλονίστηκε η ασφάλεια κι η βεβαιότητά τους. 5545
Κι αντί να κάτσουν και να πουν, «ρε, αυτός καλά τα λέει»,
όπως το είπαν μερικοί, κυρίως οι πιο νέοι,
ήθελαν να τελειώνουνε και να τον θανατώσουν,
κρύφτηκαν στο σκοτάδι τους μήπως και τη γλυτώσουν.
Γιατί την είδε αυτός καλά της τύφλας την αλήθεια, 5550
των δεδομένων την θηλειά, την πνιγηρή συνήθεια.
Κι έτσι τυφλός μες στους τυφλούς ξέφυγε απ' την παγίδα,
μ' αυτό το περιβόητο «εν οίδα ότι ουδέν οίδα».
Όμως ετούτο το «ουδέν» είναι η αρχή και μόνο.
Εκεί αν κάτσεις κι υποστείς του σκοταδιού τον πόνο, 5555
πρέπει να ουρλιάξεις «Έλεος! Καλό μου Φως πια έλα!».
Και να πετάξεις ο τυφλός, της τύφλας την ομπρέλα.
Δεν είναι ευχάριστα εκεί, δεν είναι για ν’ αράξεις,
είναι για να το σιχαθείς το σκότος και να ψάξεις,
πού είναι αληθινά το Φως, λαχτάρα να σε πιάσει 5560
και βέβαια μετάνοια γιατί το έχεις χάσει.
Όμως την πάτησε ο σοφός στο τέλος και το ήπιε
το κώνειο και τον ρωτώ, τότε γιατί το είπε
– αν πράγματι το ήξερε πως τίποτα δεν ξέρει –
το «ναι» σ' αυτόν τον θάνατο κι ακόμα μεταφέρει 5565
μ’ αυτόν τον τρόπο τελικά αυτής του της θυσίας
την τάση να λατρεύουμε τα… της Φιλοσοφίας.
Για ποιά ιδέα πέθανε αφού όλες τις «πετούσε»
και δήλωνε την άγνοια και την ομολογούσε,
για κείνη του την άγνοια, έπρεπε ν’ αποδράσει 5570
κι όπως οι φίλοι του ‘πανε, στ’ αλήθεια, να το σκάσει.
Όποιος δεν ενδιαφέρεται να βγει δικαιωμένος,
δεν θέλει ν’ αυτοθεωθεί σαν καταδικασμένος!
Και ο Χριστός σταυρώθηκε μ’ αυτό ήταν θυσία,
γι’ αυτό και πριν την τελική κι άγια δοκιμασία 5575
ζήτησε, αν ήταν δυνατόν, να μην πιει το ποτήρι,
μα όμως του Πατέρα Του έκανε το χατήρι.
Και δεν σταυρώθηκε γιατί αυτό ήταν θέλημά Του
ούτε γιατί υπακοή έκανε στη γενιά του.
Αυτό το έκανε ο σοφός αρχαίος μας Σωκράτης, 5580
που θέλησε ν’ αποδειχθεί μέγας επαναστάτης
και δέχτηκε το κώνειο κι έκανε τη θυσία,
για να στερεωθεί στο εξής όση είπε θεωρία.
Και να εδραιώσει το μηδέν με θάνατο σπουδαίο,
για να νομίζουμε εμείς πως είν’ το πιο ωραίο 5585
να μένεις στο κενό αυτό, που ‘ναι σαν το νιρβάνα,
που λεν οι φίλοι Βουδιστές πως μοιάζει με το «Μάννα»!
Κάτσε, μην το μπερδέψουμε, αυτό είναι ένα σημείο,
που σαν βρεθεί ο άνθρωπος, αναζητά το Θείο.
Δεν λέει ν’ αυτοθεώνεται σ’ αυτήν την απουσία 5590
και να νομίζει θέωση την τέλεια αναισθησία!
Αυτό είναι το τελικό σημείο που ανθρωπίνως
μπορεί να φτάσει ο γκουρού κι ο μαθητής του εκείνος
χωρίς βοήθεια Θεού, παρέα με το «μη ον» τους
και να αισθάνονται Θεό, τον άδειο εγκέφαλό τους. 5595
Όμως αυτοί θωρούν για φως, αυτό που είναι σκοτάδι,
που όντως αυτό είμαστε, αν μείνουμε στον Άδη,
μα όμως για τον Χριστιανό αυτό είν’ ανατριχίλα,
το ονομάζει «έρημο» και μπαίνει, μα στα χείλια
έχει το «Κύριε ελέησον», γιατί ξέρει πως Φως μας 5600
είναι το μόνο Πρόσωπο που λέγεται Χριστός μας.
Αυτός που είπε «Εγώ ειμί» και όχι «Εγώ δεν είμαι»,
για να σε κάνει πρόσωπο καθρέφτης Του εσύ γίνε,
μα για να μην ξεγελαστείς, το Φως Του αν καθρεφτίσεις
και νιώσεις πως είσαι η Πηγή κι ανάποδα γυρίσεις 5605
και πεις πως δεν χρειάζεσαι το Φως απ’ την Πηγή Του
και σκοτεινιάσεις σαν κι αυτόν τον δύστυχο αρνητή Του,
σ’ αφήνει πρώτα να γευτείς εκείνο το σκοτάδι,
που κάποτε το επέλεξες και μπήκες μες στον Άδη,
γιατί το επιθύμησες το δέντρο αυτό της γνώσης 5610
και άκουσες την «συμβουλή» της πρόωρης της βρώσης.
Μια και δεν ήτανε καιρός να φας από ετούτο,
γιατί δεν ήσουν έτοιμος κι αυτό έφερνε «σκορβούτο»
όχι γιατί ήτανε κακό, μα απαγορευμένο
ήτανε μόνο «άχρι καιρού» μέχρι ερωτευμένο 5615
να νιώσεις τον καθρέφτη σου με τον Δημιουργό σου
και να σταθεροποιηθεί μαζί Του ο δεσμός σου.
Για να μην κινδυνεύεις πια ποτέ να την πατήσεις
και του Θεού το Πρόσωπο δικό σου το νομίσεις.
Αφού είσαι κτίσμα μοναχά, δεν είσαι συ ο Κτίστης 5620
κι είδες πως εύκολα ξεχνάς το δόγμα αυτής της πίστης.
Έτσι τότε την πάτησες κι αντί να αγαπήσεις
τον Κτίστη που αιώνιο σε έφτιαξε να ζήσεις
και σου ‘δωσε προδιαγραφή σαν άγγελος να είσαι
εσύ «την είδες» σαν Θεός κι είπες στο άψε σβήσε: 5625
«Ωραίο μήλο, Εύα μου, όπως κι εσύ είσ’ ωραία
ας παρακούσουμε Αυτόν κι ας κάνουμε παρέα!»
Κι έτσι ο καθρέφτης στράφηκε στον άλλονε καθρέφτη
και από τότε έρωτα είπε αυτόν τον ψεύτη,
που μας θυμίζει ευτυχώς κάτι από ευτυχία, 5630
μα όμως λήγει γρήγορα και φέρνει απελπισία.
Γιατί η φλόγα αληθινά, η Φλόγινη Ρομφαία,
είναι αυτός ο ΕΡΩΤΑΣ που έχει κεφαλαία
κι έκλεινε του Παράδεισου την πόρτα έως ότου,
ως Προμηθέας ο Χριστός για χάρη του ανθρώπου, 5635
τη φλόγα έδεσε ξανά στον θείο Έρωτά Του
κι αυτό το στριφογύρισμα – αιτία του θανάτου –
που είχε η ρομφαία αυτή άτσαλα και χτυπούσε
και έκλεινε την είσοδο, τις πόρτες τις σφαλούσε,
Εκείνος το σταμάτησε και πάλι είπε: «Ορίστε! 5640
Μέσα στη Βασιλεία Μου, αν θέλετε, γυρίστε».
Ήρθε Νυμφίος Εραστής και άνοιξε τις πόρτες,
μα τα ξεχάσαμε αυτά κι έχουν φτερά οι κότες
και ‘μεις που είχαμε φτερά κι ήμασταν σαν αγγέλοι,
χάνουμε το αιώνιο Φως και μένουμε αγέλη. 5645
Κι έτσι η φύση η μισή που ‘χουμε σαν τα ζώα,
νιώθει ξανά τη γύμνια της και παύει να ‘ναι αθώα.
Γιατί πριν ήτανε διπλή για να ‘μαστε ο κρίκος
του αοράτου και του ορατού, για να ενωθεί ο Οίκος,
όπως ενώθηκε μετά μες στου Χριστού το Σώμα 5650
το Άκτιστο με το κτιστό, για να μπορεί ακόμα
ο άνθρωπος να θεωθεί, εφόσον το θελήσει
και να γυρίσει στην Εδέμ, εάν πάλι τον ποθήσει
τον Έρωτα που έχασε, το Φως και την Ζωή του
όπως τα είχε εξαρχής κι έλαμπε η ψυχή του. 5655
Και αν δεν την επέλεξε τότε αυτήν την πτώση
θα ‘μασταν στον Παράδεισο χωρίς οδύνης δόση.
Θάνατο δεν θα γνώριζε το είδος του ανθρώπου
και θα ‘μασταν απόγονοι του ανθρώπου αυτού του πρώτου
απ’ τη σπορά του Πνεύματος, ίσως σαν τον Χριστό μας, 5660
που ενσαρκώθηκε αλλά όχι με τον δικό μας
τρόπο αναπαραγωγής, μα από την Παρθένο
που είπε το «ναι» στου Αγγέλου Του τον Λόγο τον δοσμένο.
Μα ο Αδάμ προτίμησε – γελάστηκε στ’ αλήθεια –
ενώ του δόθηκε Πνοή του Πνεύματος στα στήθια, 5665
να δώσει αντίτιμο το Φως, την ίδια την Ζωή του
και σαν φυτίλι να σβηστεί για να ‘χει ηδονή του,
αυτό που κι οι μαϊμούδες μας και τ’ άλλα τα ζωάκια
έχουνε φύση κι ένστικτο κι είναι προγραμματάκια,
που ‘χουν αναπαραγωγή κι ανάγκες απ' την ύλη 5670
κι έτσι αυτά πεθαίνουνε, αφού είν’ σκέτο φυτίλι,
χωρίς το φως της γνώσεως που έχουν οι αγγέλοι,
μα αυτοί είναι αλλιώτικοι, γιατί δεν έχουν μέλη
από ύλη, ξέρεις, εννοώ το ότι δεν έχουν σώμα,
δεν είναι σαν τον άνθρωπο, που είναι κι από χώμα 5675
και από Πνεύμα, ώστε αυτός είν’ τέλεια κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωσιν, μα αυτό δεν το ‘φτασε ακόμα.
Έτσι, λοιπόν, τα ζώα μας είναι σε άλλη σκάλα
της Κτίσης και δεν νοιάζονται γι’ αυτά ούτε για άλλα.
Τα έφτιαξε ο Δημιουργός για χάρη του ανθρώπου, 5680
μα δεν γνωρίζουν τη φθορά ούτε τον θάνατό τους.
Έχουν το φόβο ένστικτο για να προστατευτούνε
σαν πρόγραμμα επιβίωσης όταν απειληθούνε.
Όμως δεν το ‘χουν βάσανο σε όλη τη ζωή τους
να κλαιν που θα πεθάνουνε αυτά κι οι συγγενείς τους. 5685
Αυτά ζούνε ελεύθερα και για συνείδησή τους
έχουν μονάχα στο παρόν την επιβίωσή τους.
Και δεν ζητάει η ψυχούλα τους αιώνια να ζήσει,
γιατί για ‘κείνα η φθορά δεν είναι κακή λύση.
Μπορεί να την αισθάνονται, μα δεν το έχουν άγχος 5690
είναι λιγάκι και αυτά όπως και ένας βράχος,
που όταν σιγά ή δυνατά το κύμα τονε φθείρει
δεν ψάχνει να βρει αγκαλιά και δίπλα της να γείρει,
γιατί έχει πόνο αβάσταχτο μα και καημό μεγάλο,
που θα τελειώσει η ζωή και δεν θα έχει άλλο. 5695
Αυτό μόνο τον άνθρωπο τον τρώει, τον βασανίζει
και κάθε ώρα και στιγμή ίσως να του θυμίζει
κάτι για αιωνιότητα, κάτι για τιμωρία,
μα δεν ταιριάζει στο Θεό αυτή η ορολογία.
Δεν είπε Αυτός να φύγουμε, εμείς διαλέξαμε έτσι 5700
και τώρα έχουμε τροφή μόνο το κοκορέτσι
και για την πείνα της καρδιάς, άσ' τα να πάνε, φίλε,
λιμοκτονεί η καρδούλα μας κι εμείς μόνο πιπίλες
της δίνουμε να πιπιλά και έτσι να ξεχνιέται,
να ξεγελάει την πείνα της και να αποκοιμιέται. 5705
Δεν είν’ ο Ήλιος τιμωρός που τρύπησε το στρώμα
του όζοντος, μα είμαστε ‘μεις που ανοίγουμε ακόμα
τη βλαβερή την τρύπα αυτή με την επιλογή μας
και τον καρκίνο φέρνει πια ο ήλιος στο κορμί μας.
Τον ήλιο δεν τον βλέπουμε, δεν ξέρουμε πώς είναι, 5710
ό,τι κι αν λέμε αυτός μακρυά κι απρόσιτος μας είναι
κι είναι ταυτόχρονα παντού, ζεσταίνει, μας φωτίζει
ό,τι ονομάζουμε ζωή αυτός μας το χαρίζει.
Και δεν τον πλησιάζουμε όχι γιατί «δεν θέλει»,
μα αφού είν’ αυτός φωτιά, θα κάψουμε τα μέλη. 5715
Μόνο ο νους μας το μπορεί κοντά να «πλησιάσει»,
μα σίγουρα απότομα αν κάνει να τον φτάσει
και πάρει περισσότερο φως από όσο αντέχει,
ίσως τα χάσει και αυτός κι αρχίσει πια να «τρέχει»!
Αν τώρα καταλάβουμε και τον Θεό σαν ήλιο, 5720
που είναι μακριά μα και παντού σε όλα αυτά τριγύρω,
που Αυτός μας δίνει τη ζωή κι όλα τα φανερώνει,
όσα μπορεί της όρασης να βλέπει η οθόνη
κι αν το σκεφτούμε, φίλοι μου, αν αναλογιστούμε,
πόσα είναι αυτά που βλέπουμε και πόσα δεν θωρούμε, 5725
ίσως λίγο το νιώσουμε το άπειρο το Φως Του
και πως σκοτάδι είναι το να νιώθουμε εκτός Του
κι ότι ‘ναι σπίτι μας η γη που μας περιορίζει
με τη στενή μας λογική που τοίχους μόνο χτίζει,
που είναι η ύλη τους πηχτή, Φως δεν τους διαπερνάει… 5730
Του καθενός επιλογή είν’ έξω αν θα πάει!
Αν και για την ακρίβεια, αυτό μονάχα ο νους μας
μπορεί αρχικά να το ποθεί, τ’ άνοιγμα τ’ ουρανού μας.
Γιατί κι αυτός κι οι οφθαλμοί, έχουνε τύφλα μαύρη,
μια κι ο Θεός τα έκανε το Φως και το σκοτάδι 5735
χώρια εντελώς σαν τη Ζωή να είναι με τον Άδη.
Δεν συναντιούνται πουθενά, γιατί όπου είναι το ένα
αμέσως το άλλο αναιρεί και δεν έχουν κανένα
σημείο αυτά συνάντησης, αφού είναι το σκότος
η απουσία του φωτός κι αυτό το βρίσκει πρώτος, 5740
όποιος γνωρίζει Φυσική: το φως είναι φωτόνια
κι αληθινή είναι ύπαρξη, δεν λέμε όμως «σκοτόνια»!
Αυτό που φτιάχνει το πηχτό κι απόλυτο σκοτάδι,
είναι το ότι δεν θωρεί φωτόνια το μάτι.
Γι’ αυτό μπορείς να ρίξεις φως, έστω και μιαν ακτίνα 5745
από τρυπούλα και θα δεις να φαίνονται εκείνα,
που δεν τα έβλεπες πιο πριν καν, σαν να μην υπήρχαν,
μόνο το φως επέτρεψε να εμφανιστούν και ήρθαν
στου νου σου την αντίληψη κι όχι η δύναμή σου.
Εσύ απλώς να ελκύσεις φως, έχεις δυναμική σου. 5750
Λοιπόν, δεν γίνεται στο φως να ρίξεις μ' έναν τρόπο
κάτι που να ‘ναι μόνο του σκοτείνιασμα στον τόπο.
Το μόνο ίσως που μπορείς είναι το φως να κρύψεις
ή να κρυφτείς ο ίδιος σου κι ομπρέλα να ανοίξεις.
Άρα για να θωρείς το φως, το μόνο που εμποδίζει 5755
είναι η μαύρη τύφλα σου που δυστυχώς σ’ ορίζει.
Κι αυτό που βλέπεις το περνάς για τέλειο αλήθεια
κι έχεις για βεβαιότητα του σκότους τη συνήθεια.
Κι οι λίγοι μας συνάνθρωποι που βρήκανε το φως τους,
δεν γίναν κατανοητοί από συνάνθρωπό τους, 5760
γιατί φαντάζει τρέλα αυτό, η μεταφυσικίλα
να λέει κάποιος για χρώματα, εικόνες και καντήλια
κι «οράματα και θάματα» σ' αυτούς που δεν θωρούνε.
Το πιο συνηθισμένο τους είναι να τον περνούνε
ή για τρελό ή γι’ αφύσικο, αφού το φυσικό τους 5765
είναι μονάχα τύφλα τους κι αυτό λεν λογικό τους.
Φαντάσου ένα παράδειγμα, να ‘ναι όλοι κουρελήδες
κι ένας να πάει στο Βασιλιά και να ‘ρθει με χλαμύδες
και με στολίδια πλούσια, το πιο συνηθισμένο
είναι να τον κοιτάξουνε σαν απ’ αλλού, σαν ξένο. 5770
Και δυστυχώς ό,τι είν’ αυτό που πάνω του αστράφτει,
μα και τον ίδιο ολόκληρο ως και αυτόν τον ράφτη,
να τους ξεσκίσουνε ευθύς απ’ την πολλή τη ζήλια,
που είναι τόσο τυχεροί και αποκτήσαν χίλια
καλά και πλούτη κι αγαθά, γι’ αυτό όσοι έχουν «δώρα» 5775
φεύγουν κι απομακρύνονται κι ως κουρελήδες τώρα
κοιτάζουν να εμφανίζονται, μην και τους καταλάβουν
όσοι θα θέλαν με κλεψιά τα δώρα αυτά να λάβουν.
Και δίνονται τα δώρα αυτά απλόχερα, όλη μέρα
σ’ αυτήν την σκοτεινή εποχή, τα βρίσκεις στον αέρα 5780
αν τα ζητήσεις, γιατί μες στην τόση αμαρτία
που υπερεπλεόνασε σ' αυτήν την κοινωνία,
το ίδιο επερίσσευσε και του Χριστού η Χάρη,
μα όμως δεν θα τηνε βρεις σε ‘κείνο το παζάρι,
που έμαθες να αποκτάς όλα τα υπάρχοντά σου. 5785
Γι’ αυτήν πρέπει ν' ανοίξουνε τα φύλλα της καρδιάς σου,
αφού πρώτα επιβληθείς στο σκάρτο το μυαλό σου,
που κάνει κάθε λάθος σου να μοιάζει για σωστό σου.
Αυτά, λοιπόν, μου βγήκανε και σας διαβεβαιώνω
πως δεν τα είχα στο μυαλό μα στην καρδιά μου μόνο. 5790
Ούτε ήξερα πώς άρχισα, ούτε πώς να τελειώσω,
άκουγα μόνο τι ένιωθα χωρίς να τα μπαλώσω.
Ακολουθούσα τη ροή κι ο κάθε ένας στίχος
γεννούσε τον επόμενο σαν να ‘ταν σκέτος ήχος
από παράξενο τικ-τακ χωρίς μεγάλη τέχνη, 5795
μην ψάξετε μέσα σ’ αυτό να βρείτε καλλιτέχνη…
Δεν είναι κομψοτέχνημα, δεν είναι θεωρία.
Στον δεκαπεντασύλλαβο βρήκα την ευκαιρία,
γιατί ζητούσα έτσι απλά να επικοινωνήσω
και θα χαρώ αληθινά έστω έναν αν βοηθήσω 5800
να βγει απ’ τον λαβύρινθο κι απ’ τη σιωπή που πνίγει
όσα ποθούμε αληθινά κι όποιον ζητάει να φύγει
από την ματαιότητα και Έρωτα γυρεύει
και δεν αντέχει άλλο πια τον δρόμο να μπερδεύει.
Στ’ αλήθεια εγώ θα το ποθώ να ‘ναι συνταξιδιώτης 5805
και να μη γίνει της καρδιάς δήμιος και προδότης.
Εγώ θαρρώ ξεκίνησα ετούτο το ταξίδι.
Δεν ξέρω αν φτάσω όπου ποθώ κι αν θα ‘χει πιστολίδι
σε τούτη τη διαδρομή, σ’ αυτήν την εκστρατεία,
μα ήδη φουσκώσαν τα πανιά επάνω στα ιστία, 5810
γιατί το πήρα απόφαση άλλο να μην πεινάω
για τούτα τα σκουπίδια εδώ που μου ‘δωσαν να φάω.
Ψωμάκι μύρισε ζεστό και της καρδιάς η πείνα
έμεινε μια ανάμνηση από τα χρόνια εκείνα,
που έψαχνα να βρω ψωμί μέσα σε κάποιο χάδι, 5815
κι ύστερα γκρεμιζόμουνα και έμπαινα στον Άδη.
Γιατί τα χάδια δανεικά είναι σ’ αυτή τη ζήση
και δεν μπορεί μ’ αυτά η καρδιά για πάντα να γεμίσει.
Κι αν στην αρχή της φαίνεται την παγωνιά πως διώχνουν,
γρήγορα μες στη φυλακή της μοναξιάς τη σπρώχνουν. 5820
Αφού ζητά να ενωθεί μέσα σ’ ελευθερία,
όμως τα χάδια της ζητάν να τους χρωστάει θυσία
τα ίδια τα φτερά που αυτή θέλει ν’ αναζητήσει
κι ενώ αρχικά τον νόμισε τον έρωτα για λύση
και ένιωθε πως πέταγε με το γλυκό της ταίρι, 5825
ξάφνου ένα Φως της μήνυσε πως κάπου σ’ ένα αστέρι
δεν τελειώνει ο Έρωτας και η Ελευθερία
κι εκείνη πόνεσε πολύ που έκανε θυσία
το ανοιχτό το πέλαγος της καθαρής Αγάπης
και στο λιμάνι την κρατά ένας δεσμός σακάτης 5830
και δεν φυσάνε άνεμοι να υψώσει τα πανιά της.
Δεν είν’ ο Έρωτας για δυο μέσα στα όνειρά της
ούτε και φυλακίζεται σε τέσσερα ντουβάρια,
στα μαλακά μας στρώματα εκείνος παίζει ζάρια,
γιατί είν’ Αλήτης, Λεύτερος, φλερτάρει με το σύμπαν. 5835
Είναι Σποριάς Απρόβλεπτος και σπέρνει όπου του είπαν
η Αγάπη, η Ελευθερία μας κι η δίψα να ενωθούμε,
πώς σε κλειστά κυκλώματα να παρηγορηθούμε;
Να σου χρωστώ, να μου χρωστάς, ό,τι δεν μας ανήκει,
να νιώθουμε κατακτητές και να ζητάμε νοίκι 5840
απ’ την καρδιά του αλλουνού, θαρρείς κι είναι δική μας;
Πες μου, τι θα το κάνουμε στην ύστατη στιγμή μας
αυτό που διεκδικήσαμε με πείσμα και με μένος;
Διαθήκη και κληρονομιά για να ‘χει ο πικραμένος,
όταν εμείς πεθάνουμε ό,τι έχει απομείνει 5845
απ’ τα κομμάτια μιας καρδιάς που έπρεπε να δίνει
για είσπραξη στο ταίρι της τον φόρο αυτόν της πίστης
σαν δήθεν εξασφάλιση της ολοκλήρωσής της;
Αφού μόνο για ελεύθερη την έπλαστε ο Χτίστης
όμορφη και αγγελική, ποιότητας αρίστης! 5850
Κι αν έδωσε μαζί μ’ αυτό και πόθο και λαχτάρα,
ήταν γιατί την ήθελε να είναι κι ερωτιάρα,
αχόρταγη για να χωρά το ατέλειωτο ποτάμι
του θεϊκού Του Έρωτα και όχι για χαράμι
στην ψεύτικη απομίμηση που λέμε σμίξιμό μας. 5855
Αυτό είναι παρηγοριά και εφαλτήριό μας,
μα όχι να το κάνουμε να είναι αυτοσκοπός μας,
αυτό είναι προσάναμμα για να ανάψει εντός μας
η φλόγα και η πυρκαγιά που λέει να ενωθούμε
με την αστείρευτη Πηγή του ήλιου που ποθούμε. 5860
Μα ‘μεις κοιτάμε το φθαρτό να γίνει αιώνιό μας
κι ο χρόνος στο τεφτέρι του μετράει τον καιρό μας
κι αντί να λέμε: «Πώς θα βρω αυτό που νιώθω τώρα
τρόπο να το ‘χω μέσα μου κάθε στιγμή και ώρα,
ερωτευμένος να πετώ, θάνατο να μην έχω…». 5865
Κοιτάζω τον συνάνθρωπο και λέω πως τον κατέχω
με νόμους, με συμβόλαια, ζήλειες και υστερίες
κι ύστερα λέω πως πνίγομαι από τις εξουσίες
της σκοτεινιάς, του άγχους μου και δεν ικανοποιούμαι.
Κάντε μια στάση, ρε παιδιά, λίγο να κατεβούμε! 5870
Από ετούτο το κουτί που ‘ναι κονσέρβα ίδια.
Να βγάλουμε από πάνω μας ετούτα τα βαρίδια!
Ασφυκτιά πια η ψυχή, πού να βρει λίγο αέρα!
Εδώ είναι στρατόπεδο συγκέντρωσης τη μέρα
κι άντε τη νύχτα για να βρεις λιγάκι ηρεμία, 5875
ρουφάς από μια αγκαλιά προσωρινή ευτυχία,
μια δόση για να ξεχαστεί το άγριο βαμπιράκι
που κρύβουμε όλοι μέσα μας και ψάχνει για αιματάκι…
…Και «σ’ αγαπώ» και «μ’ αγαπάς» μα προτιμώ να σκάσεις,
άμα τυχόν την πείνα σου δεν φτάνει να χορτάσεις 5880
τ’ ωραίο μας συμβόλαιο, που λέει ότι δικός μου
είσαι, αφού μ’ αγκάλιασες κι έγινες άνθρωπός μου.
Κι αυτό το «Μου» συνέχεια θα σου το λέω αράδα,
ώσπου στο τέλος απ’ το «Μουου» θα γίνω αγελάδα!
Θα με υπομείνεις, θες δε θες, μέχρι σημείου εσχάτου. 5885
Εσύ είσαι το θύμα μου κι εγώ ο Νοσφεράτου!
Ωραία το λογαριάσαμε, μα μην τυχόν χαθούμε
μνήμα κοινό να φτιάξουμε, να ενταφιαστούμε
μαζί όπως και ζήσαμε σαν ενταφιασμένοι,
γιατί έτσι το θέλουνε όλοι οι ερωτευμένοι, 5890
σε μαυσωλείο να μπαίνουνε και πού το ξέρεις, ίσως
στον τάφο να μην νιώθουμε αυτό εδώ το μίσος
που το αποκαλούσαμε σαν ζούσαμε «έρωτά μας»
και γέμιζαν τα μάτια μας ολημερίς με κλάμα.
Ίσως εκεί ν’ αφήσουμε τη ζήλια και τα πάθη, 5895
γιατί ο θάνατος μπορεί μια κι έξω να μας μάθει,
πως Άλλος είν’ ο Εραστής που έχει ιδιοκτησία
και εξουσία πάνω μας κι Αυτός ελευθερία
μας έδωσε από την αρχή κι ως προς τον Ίδιο ακόμα,
μα εμείς αντί για Κείνονε λατρέψαμε το χώμα. 5900
Άντε, καρδιά μου, άνοιξε πια τα λευκά πανιά σου,
ο άνεμός Του φύσηξε κι έρχεται η λευτεριά σου!
Γι’ αυτό όλα μυρίζουνε σαν το ζεστό ψωμάκι,
που θα χορτάσει την καρδιά κι όχι μόνο το μάτι.
Σ’ αυτήν εδώ τη σκοτεινιά, σ’ αυτήν την εξορία, 5905
που όλα παγάκια στην καρδιά ρίχνουν για να ‘ναι κρύα,
ακόμα κι ο προοδευτισμός μύρισε πια φορμόλη.
Κοιτάξτε ν' αποδράσουμε, να πάμε σ’ άλλη πόλη!
Που να ‘χει Αλήθεια, Έρωτα, Αγάπη, Ελευθερία!
Και όσοι προοδευτικοί και σοβαροί γι’ αστεία 5910
βλέπουν εκείνα που ποθεί αληθινά η ψυχή τους,
ας ψάξουν να τα φτάσουνε με την πολιτική τους.
Εμείς θα τους ψηφίσουμε έτσι για να μην κλαίνε,
μα δεν θα μπούμε στο μαντρί κι έτσι δεν θα μας λένε
οι σοβαρές απόψεις τους πώς στο εξής να ζούμε. 5915
Εμείς πήραμε απόφαση έτσι να τρελαθούμε
από έρωτα και σαν παιδιά να φτάσουμε εκεί πέρα,
που δεν υπάρχει θάνατος και δεν τελειώνει η μέρα!
Και θα ‘ναι η Αγάπη μας ζεστό ψωμί και βιος μας
και θα φουρνίζει αδιάκοπα ο άρτιος Αρτοποιός μας. 5920
Κοντεύω Ερωτόκριτο να γράψω αν και δεν έχω
στο νου μου κάποιο ειδύλλιο και μ’ άλλα γκάζια τρέχω.
Αυτός ο «Ερωτόκριτος» δεν θέλει αυτό μονάχα;
Να είναι δύο οι εραστές και να νομίζουν τάχα,
πως χώρεσε ο κόσμος μας στο ωραίο αίσθημά τους 5925
και να παντρεύονται αυτοί, να κάνουν τα παιδιά τους
και να ‘χει έτσι άδοξα ο έρωτας ένα τέλος…
Εμείς θέλουμε αδιάκοπα το ερωτικό το βέλος
να ταξιδεύει απ’ της καρδιάς την ανοιχτή την πόρτα
στου κόσμου όλα τα πέρατα και να αλλάξει η ρότα! 5930
Και σ’ όποιον φαίνονται αυτά να είναι ουτοπία,
ας ψάξει για το ταίρι του κι ας φτιάξει μια σχεδία
να πάνε κάπου ερημικά και ‘κει να ζήσουν μόνοι.
Εμείς δεν θέλουμε διπλό να είναι το σεντόνι.
Θέλουμε να ‘μαστε παιδιά και πάντα ερωτευμένοι 5935
και στης αγάπης μας το φως να ζει η οικουμένη.
Δεν μ’ ενδιαφέρει, αν αυτά σου φαίνονται βλακεία,
εσύ να πάρεις αγκαλιά εκείνη την χημεία
που είναι του εγκέφαλου σου και τόσο την λατρεύεις
και που ίδιο έχει κι η μαϊμού και μη μας κοροϊδεύεις, 5940
που είμαστε έτσι ανοιχτοί, που είμαστε αλάνια.
Εμείς ακούμε την καρδιά κι ας μοιάζουμε τσογλάνια.
Γι’ αυτό χρησιμοποίησα τη γλώσσα της γιαγιάς μας
– κι όχι αυτήν που λάτρεψε ο κάθε λέκτοράς μας –
για να το πω συμβολικά όπως στα παραμύθια, 5945
που βρήκανε τον τρόπο αυτό να λένε την αλήθεια,
πως μέχρι να ‘ρθει η αυγή που ο κόκκορας θ’ αρχίσει
μία και δυο και τρεις φορές να την καλωσορίσει,
αν αρνηθείς και πεις ευθύς ότι δεν την γνωρίζεις
και δεν σου βγούνε δάκρυα και δεν μετανοήσεις, 5950
δεν θα μπορέσεις τότε πια στη βάρκα της ν' ανέβεις,
όχι πως δε σε θέλαμε μα εσύ ήθελες να ιππεύεις
παρέα με τα φαντάσματα και με τους δροσουλίτες!
Σου φάνηκε ελαφρόμυαλοι πως είμαστε κι αλήτες.
Και άμα θες θα πω εδώ και μία «προφητεία» 5955
ή πάρ' τηνε στα σοβαρά ή πάρ' τηνε στ’ αστεία.
Ξέρεις εκείνο το γνωστό κι ωραίο παιχνιδάκι,
που παίζουμε ηλεκτρονικό μ’ ένα μικρό φιδάκι,
που όσο τρώει τη διαδρομή το φίδι μεγαλώνει
κι έτσι τον παίκτη με βαθμούς πολύ τον δυναμώνει, 5960
μα το κεφάλι την ουρά δεν πρέπει ν’ ανταμώνει
γιατί τότε σκοτώνεται και σβήνει η οθόνη;
Ε, κοίτα, το φιδάκι μας μεγάλωσε πια τόσο
που μοιάζει επικίνδυνο και πώς να το γλυτώσω;
Μου φαίνεται πως σύντομα θα πέσει στην ουρά του 5965
και δεν θα καμαρώνουμε τα κατορθώματά του.
Κι έτσι όποιος χαίρεται γιατί τους πόντους συγκεντρώνει,
θα δει να έρχεται καιρός που αυτό θα το πληρώνει.
Αυτό στο λέω για να χαρείς και για να πάρεις θέση
με τη μεριά της οπτικής που πιο πολύ σ’ αρέσει. 5970
Και γι’ ανακεφαλαίωση σου λέω πως έχεις δύο
ζευγάρια μάτια στη ζωή και διάλεξε πεδίο.
Αυτά που έχει η όραση κι η σάπια λογική μας
ή τ’ άλλα που τα κλείσαμε στην άχαρη ζωή μας.
Εκείνα λέω της καρδιάς που ‘χουμε στο ψυγείο, 5975
γιατί δε μας βολεύουνε σ’ αυτό το ιχθυοτροφείο.
Μοιάζει να είν’ επώδυνο, μοιάζει να έχει ρίσκο,
μα εγώ σου λέω καλύτερη προοπτική δε βρίσκω.
Ίσως να μοιάζει εύκολο να λες πως το κατέχω,
μα ψάξε περισσότερο, γιατί εγώ ακόμα τρέχω. 5980
Μήπως τυχόν και θυμηθώ που έβαλα την καρδιά μου
δεν είναι μέσα σ’ όλα αυτά που λέω υπάρχοντά μου.
Κρύφτηκε μες στον πόνο μου και ζεστασιά γυρεύει,
μα ήρθε η ώρα κι ο καιρός πια δεν μας κοροϊδεύει,
θα ‘ρθει το βασιλόπουλο μ’ έρωτα και με φόρα 5985
ξέρει πως είν’ αυτή ξερή και ναρκωμένη τώρα,
θα σκύψει από πάνω της, γλυκά θα την φιλήσει
κι εκείνη θα ξυπνήσει ευθύς και θα ξαναχτυπήσει
κι αν κάποιοι ζήσανε καλά, τώρα αυτή θα ζήσει…
Και έτσι στην Ιθάκη του ο νους πια θα γυρίσει! 5990
Άκου! Σφυράει ξεκίνημα το πλοίο στο λιμάνι!
Μην κάθεσαι στην σκοτεινιά και μοιάζεις σαν χαρμάνι.
Πάρε την τζούρα που εδώ απλόχερα σου δίνω,
μέθη νηφάλια απόκτησε για να το δεις εκείνο
το «όνειρο» που σε καλεί τον πόθο σου ν’ ακούσεις, 5995
ας είσαι της δημοτικής ή της καθαρευούσης,
ό,τι κι αν είσαι κάθομαι εδώ πέρα και σε πρήζω
παρότι την απόφαση που παίρνεις δεν ορίζω
μήπως και ανταμώσουμε εκεί στην ευτυχία,
που την θυμούνται της ψυχής τα μεθυσμένα πλοία, 6000
που θέλουν απ’ την κόλαση αυτή να αποδράσουν
και κείνη την απόλαυση ποτέ να μην την χάσουν.
Κι αν πάλι δεν σε έπεισα, εγώ στο συγχωράω,
γιατί διαλέγω της καρδιάς το δρόμο να τραβάω
και ξέρω πως ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτή τη ζήση 6005
είναι και ζώο κι άγγελος κι ελεύθερος να ορίσει
ποιά απ’ τις δύο φύσεις του θα αυξηθεί αν θέλει,
φτερά έχουν και τα όρνεα, φτερά έχουν κι οι αγγέλοι…
Κι ο άνθρωπος ξεχωριστή τιμή σ’ αυτή την πλάση,
έχει και σώμα και ψυχή αν θέλει ν’ αναπλάσει. 6010
Είν’ όμως άλλα τα φτερά του νου και της καρδιάς μας
κι άλλα αυτά που στόλιζαν το πέτο της γιαγιάς μας.
Και τα αληθινά φτερά θα σου το πω άλλη μία
μέσα στην ανθρωπότητα, μόνο η Παναγία
κι ο Αη-Γιάννης μας ο Πρόδρομος σαν άνθρωποι τα είχαν 6015
κι ανοίξανε τον ουρανό κι αγγέλοι κατεβήκαν.
Έτσι το μπόρεσαν λοιπόν οι Άγιοι να υψωθούνε,
με τον Θεάνθρωπο αφού μπορέσαν να ενωθούνε.
Γι’ αυτό είναι στην ευθύνη μας που θέλουμε να πάμε
και είμαστε για κλάματα που ακόμα δεν πετάμε. 6020
Αυτό είναι για μετάνοια, γι’ αυτό είμαστε φταίχτες
ο κάθε ένας από μας κι όχι του έργου οι παίχτες.
Το «εγώ δεν φταίω» ήτανε που έκλεισε την πόρτα
του κήπου που παράδεισος λέγεται όπως πρώτα.
Κι αν δεν θυμάσαι τίποτα φταίει που οι πρόγονοί μας 6025
ακούσανε τη συμβουλή του ανταγωνιστή μας
και προτιμήσαν σαν Θεοί να θέλουνε να γίνουν,
ο ένας στον άλλον έρωτα να παίρνουν και να δίνουν
κι έγινε κλειστό κύκλωμα ο έρωτας που πρώτα
ήταν να βλέπεις τον Θεό και έκλεισε η πόρτα. 6030
Και είν’ ο θάνατος αυτό, τ’ ότι έσβησε το Φως μας
κι αντί για αιωνιότητα έληγε πια ο καιρός μας.
Άσ' τα να πάνε, ευτυχώς, που είν’ Αγαθός ο Κτίστης
κι άφησε το παράθυρο να ‘ναι ανοιχτό της πίστης
για όσους είναι δεκτικοί κι ακούνε την καρδιά τους, 6035
για όσους δεν λογαριάζουνε το νου τους για μαγκιά τους,
για ‘κείνους που δεν πείθονται, γιατί έτσι δεν γουστάρουν
μαζί μας περιφέρονται και στη ζωή μπλοφάρουν,
τσιμπάνε καμιά πηρουνιά, μα λένε δεν θα πάρω
τη σιγουριά της λήθης σας, το ραντεβού στο Χάρο! 6040
Γιατί ‘ναι ερωτιάρηδες και λαχταρούν ακόμα
τον έρωτα του ουρανού κι όχι της γης το χώμα
κι έχουν στη βάρκα της ζωής για έρμα ισορροπίας
τη μνήμη του θανάτου τους και πόθο σωτηρίας.
Και μη μου πεις πως δεν μπορείς κι ότι άνθρωπος εσύ ‘σαι. 6045
Κι οι Άγιοι ήταν άνθρωποι, τα δεδομένα σβήσε!
Κοίτα εσύ να επιθυμείς ελεύθερος να γίνεις
και αηδίασέ τον πια τον βούρκο αυτής της δίνης!
Και μη σε πιάνει ταραχή και αγωνία μεγάλη,
που δεν μετακινήθηκαν ακόμα όλοι οι άλλοι. 6050
Από το ποδαράκι του καθένα κατσικάκι
κρέμεται κι αν επιθυμεί μπορεί να γίνει αρνάκι!
Ούτως ή άλλως δεν μπορείς μονάχος σου ν’ αγιάσεις,
μπορείς μονάχα να ζητάς στην ευτυχία να φτάσεις.
Κι εκείνη θα ‘ρθει να σε βρει και τη δουλειά θα κάνει, 6055
θα καθαρίσει την καρδιά κι αυτό που έχει πεθάνει
μέσα σου και σε έταξε στου θάνατου τη λήθη
θα το ξυπνήσει απαλά μ' αυτό το… παραμύθι,
που τώρα έτσι σου φαίνεται και σου ‘γινε συνήθεια.
Άσ' την καρδιά να θυμηθεί, γνωρίζει την Αλήθεια. 6060
Γι’ αυτό συνέχεια επιθυμεί, ποτέ δεν ησυχάζει,
ζωή ζητάει παντοτινή κι όχι να κάνει χάζι,
δεν ξεγελιέται μ’ άνοστα κόλπα και μπιχλιμπίδια
«ΖΗΤΑΩ ΝΑ ΖΗΣΩ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΜΙΑ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ!»
σε έργο που ‘χει πάνω του ημερομηνία λήξης. 6065
Όσα κι αν πάρεις μάταια, κάποια στιγμή θα πλήξεις.
Μην δέχεσαι να κεραστείς ποτήρι απελπισίας
και ας σου φαίνονται όλα αυτά σκέψεις ανοησίας.
Έτσι κι αλλιώς ανόητη φαντάζει η σιγουριά μας,
γιατί είναι Οδυσσέας ο νους κι η Ιθάκη η καρδιά μας. 6070
Κι εκείνος λείπει κι άσκοπα περιπλανιέται ο δόλιος
σ’ εφήμερα ναυάγια, που λέει ο κόσμος όλος
πως είναι μια χαρά εκεί, πως δεν υπάρχει Ιθάκη,
«ας φάει ένα γλυκό λωτό κι ό,τι θελήσει θα ‘χει,
αρκεί μόνο να ξεχαστεί, να μην αναζητήσει 6075
πια πίσω στην πατρίδα του ποτέ του να γυρίσει».
Όμως το ελεύθερο πουλί, το Άγιο Περιστέρι,
πώς να περάσει η Αργώ τις Συμπληγάδες ξέρει.
Γι’ αυτό «πτωχοί τω πνεύματι» είναι στ’ αλήθεια εκείνοι
που δεν ακούνε το μυαλό κι ό,τι εκείνο δίνει. 6080
Άδεια δοχεία γίνονται, ώστε το Περιστέρι
να τους δωρίσει αυτό το Φως που μόνο Εκείνο ξέρει.
Και να τους παίρνει στα φτερά που ‘ναι δικά του μόνο
να τους περνάει στο άπειρο και να νικάει το χρόνο.
Αρκεί να μην λυγίζουνε απ’ τον εγωισμό τους 6085
κι αντί να λένε ευχαριστώ περνάνε για δικό τους
το πέταγμα, το Πνεύμα αυτό, το Φως και την Αλήθεια
και να θυμούνται ότι αυτό που έχουν μες στα στήθια
είναι δική Του δωρεά που φύσηξε εντός μας,
για να ‘ναι καθ’ ομοίωσιν έτσι ο προορισμός μας. 6090
Μα αν πάλι δεν το θέλουμε, Εκείνο αποτραβιέται
γιατί ‘ναι Πνεύμα ελεύθερο και για να ‘ρθει ζητιέται.
Ελπίζω να κατάλαβες, στα ‘πα με κάθε τρόπο
και δεν θα μείνω άλλο πια σ’ αυτόν εδώ τον τόπο,
από τα λόγια χόρτασα και άδειασα τελείως… 6095
Τώρα θα ζήσω ελεύθερα απ’ αυτό το φορτίο.
Γιατί είμ’ ελεύθερο πουλί και σε κλουβί δεν μπαίνω,
στην πράξη τώρα θα μας δω και στο εξής σωπαίνω.
Και αν σε κούρασαν πολύ οι αράδες μου ετούτες,
στο σούπερ-μάρκετ δίνουνε τις μπύρες με τις κούτες. 6100
Πάρε για να ρουφάς καμιά και κάτσε στο περβάζι,
ίσως περάσω από ‘κει για να με κάνεις χάζι,
που είμαι έτσι γραφικός και παραμύθια λέω…
Θα λυπηθώ που σ’ έχασα μα όμως δεν θα κλαίω.
Δεν ήθελα να «σου την πω», μα είναι προσευχή μου 6105
να λαχταράω να σμίξουμε βαθιά μες στην ψυχή μου.
Σου ‘κανα εξομολόγηση ερωτικού πια τύπου
αν θέλεις «να τα φτιάξουμε» έλα μέσα στου κήπου
εκείνο το ηλιόλουστο κι ευωδιαστό παγκάκι,
να θυμηθούμε που ‘μασταν κάποτε ζευγαράκι. 6110
Ίσως και να την βρήκα εδώ να κατεβάζω αράδες,
μα μπούχτισα πια συνεχώς να τρώω μακαρονάδες,
γι’ αυτό κι είπα στους φίλους μου που 'ναι καλοφαγάδες:
«Κάτι πρέπει να κάνουμε μ’ αυτές τις Συμπληγάδες!»
Για να ‘μαστε όλοι φτερωτοί κι όλοι αγαπημένοι 6115
κι όχι να κοιταζόμαστε από μακρυά σαν ξένοι.
Κι όλος ο κόσμος να ‘ναι δω κι ούτε ψυχή να λείπει,
για να μη μοιάζει η καρδιά μ’ ερημωμένο σπίτι.
Συγχώρα με που λαχταρώ κι εσένα στο παιχνίδι,
είναι δική σου απόφαση να πεις το «ναι» στο φίδι. 6120
Μα εγώ θα εξακολουθώ είτε το θες είτε όχι
να θέλω και εσένανε στου Έρωτα την απόχη
όχι γιατί καλό παιδί αποφάσισα να γίνω,
μα γιατί θέλω να μας δω μαζί στο Φως εκείνο.
Κι αν δε σε νοιάζει, μη μου σκας, όλοι είμαστε τα ίδια: 6125
Απ’ έξω σκέτοι άνθρακες και πιο βαθιά στολίδια!
Και θα ‘ρθει η ώρα η καλή είτε έτσι ή δε άλλως
να τελειωθεί το σχέδιο που έφτιαξε ο Μεγάλος.
Αν δεν σου κάνουν, ξέχνα τα, και πήγαινε μια βόλτα
κι άμα χαθείς στον δρόμο σου, σταμάτησε και ρώτα 6130
και πάρε απ’ τον περαστικό σωστή πληροφορία,
ίσως εσύ να έπρεπε να έχεις άλλη ευθεία.
Μα κράτησε μίας καρδιάς που αισθάνθηκε μονάχη,
γιατί είδε γύρω της καρδιές που γίνανε σαν βράχοι,
μιαν άδολη ζεστή ευχή και μιαν επιθυμία: 6135
Να ‘ρθει η Αλήθεια να σου πει: «Δεν είμαι ουτοπία!»
Και αν σε στενοχώρησα ή αν κάτι άλλο πήρες,
άνοιξ’ το πορτοφόλι σου και κέρνα εσύ τις μπύρες!
Και πες πως είδες μια ψυχή που για να μην φρικάρει
συλλογιζόταν στο χαρτί κι ήθελε να ραπάρει. 6140
Εγώ εδώ σε χαιρετώ, λέω να σταματήσω.
Δεν θα γυρέψω άλλονε για να τον ξεμυαλίσω·
γιατί η σιωπή μου καρτερά το χέρι να μου πιάσει
κι εδώ στα χαρακώματα η μάχη έχει ξεσπάσει.
Μια και ο Λόγος δεν μπορεί στα λόγια να χωρέσει, 6145
κλείνω κι εγώ το στόμα μου και πίσω παίρνω θέση.
Έτσι κι αλλιώς πολλά ως εδώ τα είπα μαζεμένα,
μα ούτε δικά μου ήτανε ούτε απ’ αλλού κλεμμένα.
Γι’ αυτό και Τον ευχαριστώ τον Ποιητή τον Μέγα,
που επέτρεψε να Τον υμνώ απ’ το Άλφα ως το Ωμέγα! 6150

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου