Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

9. «ΩΣΑΝΝΑ» ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ PLAYSTATION

ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ
ΦτιάχνουνΔεν θέλει να σκοτίζεσαι, δεν θέλει απελπισία
μπαμπούλακαι προπαντός μη φοβηθείς, γιατί κάποια βιβλία
για Θεόπου λέγονται χριστιανικά συνέχεια σ’ απειλούνε,
με τρόπο απαράδεκτο κοιτώντας να σου πούνε,
χωρίς χάρη και έμπνευση, με σφίξιμο στα χείλη5
ότι ο Θεός σε κρίνει απ’ το αν ανάβεις το καντήλι.
Δεν έχει ανάγκη ο Θεός για σένα είναι η πράξη
ωφέλιμη, μα αν τελικά μέσα σου δεν αλλάξει
η νοοτροπία που θωρεί τους τύπους για ουσία
και δεν ποθεί η καρδούλα σου, μα νιώθει αγγαρεία10
κι έτσι απλά τους εκτελεί ανέμπνευστα, σφιγμένα,
άσ’ το και ζήτα να δοθεί η χάρη και σε σένα
να αισθανθείς του Δημιουργού την άπειρη αγάπη
κι αφού λιώσει ο πάγος σου, πρόσφερε τότε κάτι.
Αυτά είναι για δικαίωση αυτών που τα νομίζουν,15
φτιάχνουν μπαμπούλα για Θεό και έτσι μας φοβίζουν.
Δεν φταιν κι αυτοί οι άμοιροι που έτσι την πατήσαν,
θέλαν ν’ αγιάσουν, σφίχτηκαν και την καρδιά τους κλείσαν.
Δεν τους κατηγορώ, γιατί σφίξαν τον εαυτό τους
κι ίσως να μην τον ένιωσαν γι’ αγάπη τον Θεό τους.20
Ξέρει Εκείνος για αυτούς αν έχουνε ευθύνη
κι ίσως να είπαν προσευχή και για εμάς εκείνοι.
Ας ήτανε ανέμπνευστη, ας ήτανε σφιγμένη
κι από μια τέτοια προσευχή είμαστε ‘μεις σωσμένοι.
Ζήσαν στα κατηχητικά και στέγνωσε η καρδιά τους25
κι εμείς που μπύρες πίνουμε βρεθήκαμε μπροστά τους
και το τολμάμε τώρα εδώ για το Χριστό να λέμε,
ενώ στραβά τα κάναμε όλα και τόσο φταίμε.
Τα πάνω κάτωΜα η αγάπη του Χριστού τα πάνω κάτω φέρνει
και πλούσια τα δώρα Του σ’ ανάξιους τα στέλνει,30
γιατί η αυτοδικαίωση γεννάει τη μιζέρια
κι ίσως να δεις τα ελέη Του σε «ανάξια» πια χέρια,
της πόρνης και του αμαρτωλού, κατάπτυστου τελώνη,
σ’ αυτούς που νιώθουν στην καρδιά μετάνοια και λιώνει
έτσι ο πάγος ο σκληρός της πλάνας περηφάνιας35
κι εκλιπαρούνε ταπεινά το έλεος της Ουράνιας
αγάπης και συγχώρεσης κι αν τύχει και την λάβουν,
δεν νιώθουν πως τους άξιζε και τρέχουν να προλάβουν
μ’ ευχαριστίες στο Χριστό τα πόδια να Του πλύνουν
κι ό,τι εκείνοι λάβανε, πάντα στους άλλους δίνουν.40
ΌφελοςΈχω λοιπόν κι άλλα πολλά με αγάπη μαζεμένα
κι απ’ το λάθοςνα πω σ’ αυτούς που στέκονται με δάχτυλα υψωμένα,
βγάζοντας τη μεζούρα τους και όποιον βρουν μετράνε,
νιώθοντας ότι νοιάζονται κι ότι τον αγαπάνε.
Με τρόπους κακοτράχαλους θέλουνε να τον σώσουν,45
όμως απ’ την κατάκριση κοντεύουν να τον λιώσουν.
Αν μ’ ένιωσες σαν και αυτούς, εγώ ζητώ συγγνώμη,
δεν ήθελα να ‘μαι σκληρή, μόνο ν’ αλλάξεις γνώμη,
όχι για να την κάνουμε καινούρια ιδεολογία,
μα μόνο για να ψάξουμε πού είναι η ελευθερία.50
Μα ενώ τα άκουσα κι εγώ με κάποιους τέτοιους τρόπους,
που κάποτε μου φάνηκαν σκληροί για τους ανθρώπους,
βρήκα πως με βοήθησαν πολύ για να χτυπήσω
τον άσχημό μου εγωισμό και δεν έκανα πίσω.
Επέμεινα να τον χτυπώ, γιατί είδα να ωφελούμαι55
κι είδα ότι βγάζουμε «φτερά» όταν μετανοούμε!
Πιάστηκα από το «κόλπο» αυτό, μα επί της ουσίας
κι όχι σαν να ‘ναι θέατρο ή εικόνα φαντασίας.
Ένιωσα πόσο φταίω εγώ και πόνεσα βαθιά μου
κι ακόμα βρίσκομαι σ’ αυτό που λέω μετάνοιά μου.60
Αν και κατάλαβα καλά πως σημασία έχει
ν’ αντιληφθεί ο καθένας μας και πια να το κατέχει
ότι δεν είν’ μετάνοια η άγονη ενοχή μας.
Όχι! Αυτό είναι τέχνασμα του ανταγωνιστή μας,
για να κολλήσουμε εκεί και να μην κινηθούμε,65
ενώ η μετάνοια είν’ αυτό που ‘ρχεται, όταν δούμε
ότι μπορούμε να ‘μαστε τέλειοι, όπως θέλει
Αυτός που μας δημιούργησε και πως μπορούμε εν τέλει
να γίνουμε ίδιοι μ’ Αυτόν, αφού δίνει τη χάρη
κι αφού την αμαρτία μας θέλησε να την άρει.70
Αυτό είναι μετάνοια, συνέχεια να γνωρίζεις
ότι ενώ είσαι υιός Θεού ξυπόλητος γυρίζεις
και ότι δεν επέστρεψες στο σπίτι που η ψυχή σου
θέλει να ζει αιώνια και ζεις στη φυλακή σου.
Καθώς λοιπόν χτυπήθηκε έτσι ο εγωισμός μου75
και επειδή με ζόρισε σκληρά ο αδερφός μου,
αυτός που τότε του ‘γραψα εκείνο εκεί το γράμμα,
του ‘στειλα κι ένα δεύτερο, για να τα βάλει αντάμα.
Γι’ αυτό, όταν ζορίστηκα να βγει το προσωπείο,
του «τα ‘πα» κι ας του το χρωστώ εκείνο εκεί το αντίο!80
Που με βοήθησε να λέω στον άθλιο εγωισμό μου…
Ύψωσα λίγο τη φωνή κι είπα στον αδερφό μου,
μια και σ’ αυτόν διέκρινα αυτό που μου ‘χε μάθει
να το αποφεύγω, γιατί ευθύς μας οδηγεί σε πάθη:
«Αγαπημένε αδερφέ, άκου τα κι εσύ τώρα!85
Αυτά που μου ‘μαθες κρατώ και σου τα κάνω δώρα!
Έτσι κι αλλιώς κανένας μας δεν τα ‘χει για δικά του,
αυτά είναι δώρα του ουρανού κι εμείς απλώς παιδιά του.
Γι’ αυτό δεν θέλει τσακωμούς και θλιβερή μιζέρια
θέλει να έχεις ανοιχτά τ’ αυτιά σου και τα χέρια».90
Με πείραζε ο τρόπος του κι ενώ με ωφελούσαν
όσα μου υποδείκνυε, παράλληλα χαλούσαν
την άψογη εικόνα του που ήθελα να έχει
και ένιωθα κατάκριση ότι τον διακατέχει
κι αντί να με απασχολεί πια το δικό μου χάλι,95
τα ‘βαζα μ’ ότι έβλεπα στου άλλου το κεφάλι.
Αυτό συνήθως κάνουμε όλοι μας, όταν δούμε
κάποιον να ξεσκεπάζει αυτά που τόσο απωθούμε.
Δεν ξέρω αλήθεια η σωστή ποιανού ήταν η θέση,
πάντως σ’ αυτόν το γράμμα μου πολύ είχε αρέσει,100
γιατί του ‘φερνε εμπόδιο η θλίψη στην καρδιά του
κι εγώ έβλεπα πως φταίγανε κάποια κολλήματά του.

~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~

ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΜΜΑ
Θα βγούμεΓράμμα σου γράφω, για να πω πάντοτε με στιχάκι,
απ’ τον λάκκοπως σ’ αγαπώ και σ’ εκτιμώ, μα μου ‘βαλες σαράκι.
Γιατί αν μιλάμε για ουρανό, δεν λέμε θεωρίες,
κοιτάμε να το νιώθουμε σ’ όλες τις συναυλίες,
στις τηλεοράσεις, στα σχολειά και στις καφετερίες,5
ακόμα κι αν μας βάζουνε συνέχεια τιμωρίες.
Εμείς καλά το στήνουμε χορό και πανηγύρι
το ρόλο δεν τον παίζουμε ποτέ μας του «καρμίρη».
Κι όχι μονάχα έξω μας, μα θέλει κι από μέσα
την ώρα που μας πολεμά η θλίψη η μπαμπέσα.10
Μην πάμε και της κάνουμε από κοντά σιγόντο,
γιατί αλλιώς στη δωρεά μπορεί να ‘χουμε σκόντο.
Οι θλίψεις είναι το ντεκόρ, θαύματα για να γίνουν
και αν τελειώσαν τα ψωμιά ήταν για να πληθύνουν.
Δεν θέλει το λοιπόν να λες μονάχα «Κύριε ελέησον»,15
θέλει να λες και «Ωσαννά» παίζοντας Play Station!
Γιατί δεν μας το έδωσε να φύγουμε απ’ την ύλη,
όσο ακόμα ζούμε εδώ κι ανάβουμε καντήλι.
Πότε μας δίνει τα φτερά και πότε μας τα παίρνει,
πότε μας στέλνει τη χαρά, πότε τη λύπη φέρνει,20
για να μας δει, πιστεύουμε πως είμαστε παιδιά Του;
Και το γνωρίζουμε καλά πως είν’ όλα δικά Του;
Ξέρω πως τώρα θα μου πεις, κοντεύω να πεθάνω,
δεν μου ‘ρχεται να ίπταμαι ο δόλιος τι να κάνω;
Ας μου τα δώσει τα φτερά, να δεις πώς θα πετάξω25
κι εγώ σου λέω πως στα ‘δωσε, μπορώ να τα κοιτάξω!
Και δεν με νοιάζει αν σου ’ρχεται ή δε σου ‘ρχεται που λέμε…
Εκείνος δίνει πάντοτε κι εμείς μονάχα φταίμε,
που σαν μας λέει: «Περπάτησε στη θάλασσα επάνω»,
εμείς Του λέμε: «Δεν μπορώ και θαύματα να κάνω!».30
Όχι γιατί δεν βλέπουμε πως είν’ εδώ κοντά μας,
μα γιατί δεν πιστεύουμε στα μάτια και στ’ αυτιά μας.
Πίστη θα πει, «αφού το λες, ας έχει και φουρτούνα,
να ‘μαι και ήδη περπατώ έξω από τη σκούνα!».
Τι άλλο να μας πει λοιπόν, τι άλλο να μας δείξει;35
Μας έδειξε στα χέρια Του καρφιά που Του ’χαν μπήξει
και άφησε το Πνεύμα Του το Άγιο να μας δίνει
και έρωτα και έμπνευση και αντοχή σε οδύνη.
Δεν είναι που είμαστε «νεκροί» γιατί είμαστε θλιμμένοι,
είναι που η θλίψη κι η χαρά του κόσμου ετούτου ξένη40
μοιάζει για κείνη την καρδιά που αγάλλεται εντός της,
μόνο που ξέρει πως στη γη κατέβηκε ο ουρανός της.
Υιός Ανθρώπου έγινε, τι άλλο πια να πούμε,
αφού το θέλει όλοι μας μ’ Αυτόν να ενωθούμε;
Κι εμείς πάλι καθόμαστε και κλαίμε στη μιζέρια,45
γιατί δεν βγάλαμε φτερά πάπιας στα δυο μας χέρια;
Δεν είναι πώς ν’ αντέξουμε την θλίψη και τον πόνο,
είναι να το χωνέψουμε πως δεν αφήνει μόνο
κανέναν που Τον αγαπά κι ας κάνει ακόμα λάθη.
Πάει τελείωσε ο καιρός που μέναμε στα πάθη!50
Όχι γιατί δεν έχουμε ακόμα ακαθαρσία,
μα κοίτα! Μας αγάπησε κι αυτό είναι σωτηρία!
Μας τα ‘πανε οι Άγιοι και ας μας ευλογάνε,
γιατί όλοι αυτό ποθήσανε, σ’ Εκείνονε να πάνε.
Τρόποι υπάρχουνε πολλοί, μα ο δρόμος είναι ένας55
κι αυτόνε τονε προχωρεί όπως μπορεί ο καθένας.
Άλλος με πόδια προχωρά, άλλος με το κεφάλι,
άλλος θα πάει πιο αργά κι άλλος φτερά θα βγάλει.
Εγώ κοιτώ να προχωρώ κι ας έχω τενεκέδια…
Μη μου χαλάς τον έρωτα και τα ωραία σχέδια!60
Και μη μου τη φυλάς εκεί στημένος στη γωνία,
για να μου πεις, αν χτυπηθώ, «φίλη μου, 2-3!».
Ίσως να έρθει η στιγμή στην πίστη να λυγίσω,
όμως δεν ζω μ’ αυτό στο νου, το Πνεύμα να υβρίσω.
Ελπίζω πάντα και ποθώ να ‘μαι στο πανηγύρι65
κι άμα τη φάω, ευχαριστώ, και όχι «μίρι-μίρι».
Γιατί άμα Τον πίστεψες και την Αλήθεια είδες,
όσες κι αν φας χαλάλι Του, λασκάρησαν οι βίδες.
Εδώ αν τύχει κι άνθρωπο ποτέ ερωτευτούμε,
για χάρη του αντέχουμε στη φυλακή να μπούμε,70
και κει στον Θείο έρωτα κοιτάμε τη βολή μας;
Πρόσεξε μήπως τελικά χάσουμε την ψυχή μας,
αν μόνο να την σώσουμε κοιτάμε, όπως λέει,
και αν το «ίδιον θέλημα» μονάχα μας εμπνέει:
«Θέλω το βράδυ παγωτό, τη μέρα καφετέρια,75
ποιόν να διαλέξω κολλητό, έχω ζεστά τα χέρια;».
Βρε, άμα το ξέρω πως θα βγω στην «παραλία» εκείνη,
η σκοτεινιά μου μοιάζει φως και οι τσουκνίδες κρίνοι.
Σωστά, λοιπόν, μας τα ‘πανε οι Άγιοι στον αιώνα,
πως θέλει διάκριση πολλή το δέντρο απ’ την κολώνα.80
Στις μέρες μας τις κρίσιμες όποιος σαν μύγα βλέπει,
τριγύρω του θα δει σκατά, γιατί αυτό του πρέπει.
Κι όποιος σαν μέλισσα πετά και βλέπει τα λουλούδια,
μέλι τρυγά από παντού κι αρχίζει τα τραγούδια.
Είναι ένας δύσκολος καιρός, ας σμίγουμε τ’ αδέρφια!85
Κλαίει και γελάει ο ουρανός, ίσως γιατί έχει κέφια!
Κι άλλοι μπακαλοτεύτερο κρατάν και λογαριάζουν
ποιός αμαρτία έκανε και μέσα δεν τον βάζουν,
θαρρείς και τους διορίσανε να είναι τροχονόμοι,
λεν πως η Αγάπη του Θεού είναι μονάχα νόμοι.90
Αλίμονο! Και ο Χριστός πριν είκοσι αιώνες
μας το ‘πε ολοκάθαρα, πως πόρνες και τελώνες
θ’ ανοίξουνε την ποθητή την πόρτα της Αγάπης
και ότι πρώτος στο ναό είν’ ο καντηλανάφτης!
Ε, πού ειν’ η αγάπη σαν περνά δίπλα η αδερφή σου95
και συ μετράς το μίνι της και πάνε οι λογισμοί σου
σύννεφο και σου γνέφουνε να ‘μαστε μετρημένοι,
δεν λέω να προκαλέσουμε, μα όχι και να μας μπαίνει
κατάκριση και λογισμός για το πως είν’ οι άλλοι,
γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι έχουν στο κεφάλι.100
Δεν με ζορίζει αν είν’ καλό και ράσο να φορέσω,
μα προτιμώ πια να κοιτώ τα άλλα που είναι έσω.
Κι όχι να φεύγει ο καιρός κι εγώ παρθένα να ‘μαι,
όμως το λάδι της καρδιάς, Θεέ μου, πως φοβάμαι,
μην το ξεχάσω και κλειστώ απ’ έξω η καημένη,105
γιατί ήμουν με λογαριασμούς εγώ απασχολημένη…
Ο ένας πώς αμάρτησε, πώς άγιασε ο άλλος,
επτά και πέντε δώδεκα και μου πονάει ο κάλος!
Έτσι δεν θα μπορέσουμε απλά να πορευτούμε,
που το ‘πε κι ο Πορφύριος: «Αγάπα, κι ας σου πούνε110
ότι όλα τα ‘κανες στραβά και ότι βγάζεις μάτι».
Άμα το λέει ο Άρχοντας: «Έλα μες στο παλάτι»,
εσύ τη μύγα θα ζουλάς, για να της βγάλεις ξίγκι;
Θα ψάχνεις για στενό κορσέ που την καρδιά να σφίγγει;
Άσ’ το, προχώρα, σκόνταφτε και πάλι ξανασήκω,115
γιατί το βλέπω ώριμο πια της συκιάς το σύκο!
Και φτάσε και ξεβράκωτος, έτσι κι αλλιώς αυτό είσαι,
κοίτα τη φλόγα της καρδιάς και τ’ άλλα όλα σβήσε.
Κι άσε να ετοιμάζονται οι άλλοι «Φαρισαίοι»,
εμείς ποντίκια είμαστε ίσως και αρουραίοι.120
Γι’ αυτό ας ξεκινήσουμε να μπούμε μες στο λάδι,
να πάμε στην παρθένα αυτή που ξέμεινε τροχάδην,
να πούμε: «πάρε το κυρά, μην το κοιτάς για λίγδα,
σιχαίνεσαι το χάλι μου και μου ζητάς τσιμπίδα,
για ν’ ακουμπήσεις το φτωχό κι αμαρτωλό μου δέρμα;125
Αυτά τώρα περάσανε γιατί είμαστε στο τέρμα!
Και θα ανοίξει σύντομα η ωραία αυτή η Πύλη,
μη με κοιτάζεις σαν μωρή, άναψε το φυτίλι!
Γιατί η τράπεζα αυτή πάντα είναι γεμάτη
κι όλους μας θέλει ο Άρχοντας να μπούμε στο παλάτι!».130
Σταμάτα να μεμψιμοιρείς και να στενοχωριέσαι,
όσα κι αν έρθουν άντεξε, όσο κι αν τυρρανιέσαι.
Γιατί μονάχα ο Γαμπρός τον σκότωσε τον δράκο
κι έτσι κι εγώ κι εσύ μαζί θα βγούμε απ’ τον λάκκο.
Γι’ αυτό επειδή την ξέρουμε ετούτη την αλήθεια,135
σ’ αυτόν τον κόσμο θέατρο παίζουμε τη συνήθεια,
πως τάχα πίνουμε καφέ, πως τάχα τραγουδάμε,
πως έτσι χωρίς όραμα την ώρα μας περνάμε…
Να μη μας καταλάβουνε και πάρουνε χαμπάρι
ότι δεν ζούμε άλλο πια κλεισμένοι μες στ’ αμπάρι.140
Κι έχει αυτό το κόστος του, κάποτε μας ξεφεύγει
και βλέπουμε για ήλιο μας, τον προβολέα που φέγγει.
Ε, τι να κάνουμε κι αυτό, είναι μες στο παιχνίδι
πότε να πιάνεις κάρβουνο και πότε δαχτυλίδι.
Όμως μη μου ταράζεσαι κι αφήνεσαι στον πόνο,145
όλα ας τα αφήσουμε στον νικητή τον Μόνο,
που παίρνει τα σκουπίδια μας και λέει πως είν’ δικά Του
και ό,τι αφοδεύουμε το κάνει κοπριά Του,
για να ψηλώσει στ’ άπειρο το δέντρο απ’ τ’ αμπέλι,
να το θωρούν να χαίρονται ολημερίς οι αγγέλοι!150
Δεν είν’ πως το ‘χω καύχημα, ούτε εγωισμό μου,
μα να, που νιώθω ασφαλής εδώ μες στο κενό μου,
γιατί νιώθω στα χέρια Του συνέχεια ν’ ακουμπάω!
Ο κόσμος χαρακώματα, μα αυτό δεν το ξεχνάω.
Ζηλεύει ο ανταγωνιστής κι ίσως να μου τη ρίξει,155
μα όσο κι αν τα δόντια του στο φόβο μου τα τρίξει,
εγώ ζητώ απ’ τον Χριστό πάντα να τον δοξάζω
και δεν το κρύβω ούτε στιγμή πως μέσα μου γιορτάζω.
Γιατί έχει Εκείνος το σπαθί, αλήθεια σου το λέω,
δεν με φοβίζει πια κανείς, γι’ αυτό συνέχεια κλαίω160
από χαρά, συγκίνηση κι από δοξολογία,
αχ, δεν μπορώ να κρατηθώ, θα γράψω 7 βιβλία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου