| ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ||
| Το κοστούμι | Γι’ αυτό και λέω να τα πω στα πιο καλά παιδάκια, | |
| του | που ‘χουνε πάντα καθαρά κι ωραία τετραδιάκια | |
| φιλάνθρωπου | και το καυχιούνται παίρνοντας επαίνους κι αριστεία | |
| ότ’ είναι οι καλύτεροι μέσα στην κοινωνία, | ||
| γιατί όλα τα κάνουνε μ’ ευαισθησία και μπέσα | 5 | |
| και τα ‘χουνε παράσημα λαμπρά στο νου τους μέσα. | ||
| Γέμισε ο κόσμος δίκαιους κι ευαίσθητους ανθρώπους, | ||
| κινήματα ανθρωπιστικά που βρίσκουν πάντα τρόπους, | ||
| για να ‘χουνε συνείδηση σαν και του Δον Κιχώτη, | ||
| μοιάζουν παιδί του δήμιου που θέλει και ιππότη | 10 | |
| να τονε ντύνουν και, αφού τα εξασφάλισε όλα, | ||
| ν’ απλώνεται κι απέναντι σαν να ‘ναι τιραμόλα | ||
| και απ’ αυτά που βούτηξε το σπίτι κι η γενιά του, | ||
| ενώ χορταίνει και γλεντάει και πρήζεται η κοιλιά του, | ||
| ε, να, απ’ αυτά να δίνει και λιγάκι ελεημοσύνη | 15 | |
| απ’ τα δικά τους δηλαδή που τρώει και που πίνει. | ||
| Γιατί τα ρούχα που φορά κι οι ιδεολογίες | ||
| στα πλήθη, στα κινήματα, ως και στις παραλίες, | ||
| τον έπεισαν πως είν’ αυτός απ' τη μεριά των άλλων, | ||
| γιατί έφτιαξε συνθήματα εναντίον των μεγάλων. | 20 | |
| Τον άφησε ο «καλός μπαμπάς» έτσι να το νομίζει, | ||
| γι’ αυτό τον έντυσε Ζορό, για να μην τον ζαλίζει! | ||
| Θα του περάσει του παιδιού, όταν κληρονομήσει, | ||
| θα ‘χει την περιουσία του και έτσι θα γεμίσει | ||
| με άλλα ενδιαφέροντα, άλλωστε θα ‘ναι γέρος | 25 | |
| και να κολλήσει το μυαλό, σ’ αυτό εδώ το μέρος | ||
| θα ζει και θα φαντάζεται πως είν’ Αιθιοπία, | ||
| με άλλοθι τη στάμπα του απ’ τη φιλανθρωπία. | ||
| Γι’ αυτό έγινε μόδα αυτό και πήρε διαστάσεις | ||
| και φαίνονται οι φιλάνθρωποι με χίλιες δυο συστάσεις. | 30 | |
| Σ’ επίσημη οργάνωση με όνομα και στοιχεία, | ||
| «στην πέφτουν» όπου κι αν σε βρουν να πουν την ιστορία, | ||
| πως τάχα αυτοί θα σώσουνε τον κόσμο απ’ την πείνα, | ||
| τον πόνο και τον όλεθρο κι όλα τα άλλα εκείνα, | ||
| που βασανίζουν πιο πολύ κι απ’ τον μισό πλανήτη, | 35 | |
| όπως το λένε οι Ειδήσεις τους σαν είμαστε στο σπίτι. | ||
| Κατά τ’ άλλα… | Ξέρω και κάτι έξυπνους επιχειρηματίες | |
| πολιτισμός! | με μόρφωση κι αισθητική, που ευαίσθητες κυρίες | |
| τις πείθουνε με πρόσχημα πως έτσι θα βοηθήσουν | ||
| τον κόσμο, μα εταιρεία αυτοί ορέγονται να στήσουν | 40 | |
| και να γεμίσουνε απλά και έξυπνα κι ωραία | ||
| την τσέπη τους και την κοιλιά και ν’ αποκτήσουν θέα | ||
| σε σπίτια και εξοχικά, μα προπαντός να χτίσουν | ||
| φήμη για να ‘χει η μούρη τους κι έτσι να κατακτήσουν | ||
| κύρος και αίγλη γύρω τους κι όλοι να τους θαυμάζουν. | 45 | |
| Δίνουν και τίποτα ψιλά σ’ εκείνους που τα τάζουν, | ||
| μα όλο λένε για τρανά σχέδια που κοστίζουν, | ||
| κι έτσι τους δίνουν ψίχουλα μα στη δουλειά τους πήζουν. | ||
| Και το χειρότερο, να δεις, πουλάν ιδεολογία | ||
| και κάνουνε τους έξυπνους και λεν φιλανθρωπία | 50 | |
| σχέδια αισχρά γύρω από τον ψευτοπολιτισμό τους. | ||
| Κάνουνε σεμινάρια και βρίσκουν χίλιους τρόπους | ||
| να δείχνουνε σημαντικοί, ευαίσθητοι, ωραίοι, | ||
| μυστήριοι, δημιουργικοί, φιλόσοφοι σπουδαίοι, | ||
| μα και καλλιτεχνίζοντες, ούτε μία ταμπέλα | 55 | |
| ποτέ τους δεν αφήνουνε, φοράν χίλια καπέλα, | ||
| γι’ αυτό και είναι δύσκολο να τους προσδιορίσεις, | ||
| είν’ όλα μα και τίποτα, μην ψάχνεις να τ’ ορίσεις. | ||
| Έχει τέτοιους κι ακίνδυνους μέσα η κοινωνία, | ||
| που θέλουν μόνο εντύπωση στα μπαρ, στα καφενεία | 60 | |
| να κάνουν κι η φιγούρα τους, τους ενδιαφέρει μόνο, | ||
| άντε να εξαπατήσουνε, αν βρούνε κάνα ψώνιο. | ||
| Μα εγώ δε λέω για αυτούς, εδώ λέω για τους άλλους, | ||
| που ψάχνουνε για ευαίσθητους κι ωραίους παπαγάλους, | ||
| άνεργους ή φιλόδοξους να λεν το ποιηματάκι, | 65 | |
| που συγκινεί κάθε φτωχό ταλαίπωρο ανθρωπάκι: | ||
| Πως δήθεν η εταιρεία τους ή η οργάνωσή τους | ||
| θα κάνει έργα θαυμαστά μέσα στην εποχή τους. | ||
| Κι αρμέγουνε, κι αρμέγουνε γιατί είναι μες στο κόλπο, | ||
| δυο λέξεις σήμερα αν λες, όλοι θα μπουν στον κόπο. | 70 | |
| Η μια είναι πολιτισμός κι η άλλη φιλανθρωπία | ||
| κι άμα τις δέσεις έξυπνα τις δύο να ‘ναι μια | ||
| και τις κοτσάρεις όνομα στη νέα εταιρεία, | ||
| που να ‘ναι αρχαιοπρεπές με λίγη φαντασία… | ||
| Τελείωσες! Ίσως γραφτείς μέσα στην Ιστορία! | 75 | |
| Ή ίσως να σε κάνουνε ήρωα σε ταινία! | ||
| Μα και αυτό να μην συμβεί, απλά είναι λεπτομέρεια, | ||
| το πιο σπουδαίο είν’ πως θα τρως με τρία ή πέντε χέρια! | ||
| Αυτοί, λοιπόν, σκηνοθετούν ακόμα και κοινόβια | ||
| σαν ενυδρεία πολυτελή για ψάρια κι άλλα «υδρόβια», | 80 | |
| που χάφτουνε το δόλωμα στην αθωότητά τους | ||
| κι αισθάνονται πως βρήκανε τον τέλειο μέντορά τους. | ||
| Και τα καημένα θύματα πολύ τους αγαπάνε, | ||
| τους σέβονται απέραντα και νιώθουν πως χρωστάνε | ||
| και από πάνω, που αυτοί οι φοβεροί οι τύποι, | 85 | |
| έτσι το καταδέχτηκαν και χαμηλώσαν μύτη | ||
| και δώσανε στα ταπεινά ασήμαντα ανθρωπάκια | ||
| ιδιότητα, εκτίμηση και λίγα λεφτουδάκια. | ||
| Άντε συ τώρα να τους πεις πως τρώνε παραμύθι, | ||
| πως έτσι αυτοθεώνονται κάποιοι κι αυτοί είν’ ηλίθιοι. | 90 | |
| Είναι σκληρό, θα ‘σαι τρελός να πεις πως κάτι τέτοιο | ||
| συμβαίνει, είν’ καλύτερο να βάλεις το κασκέτο | ||
| και να σφυράς αδιάφορος μήπως και καταλάβουν | ||
| τι τρέχει από τη φάτσα σου και τρέξουν να προλάβουν, | ||
| για να γλυτώσουν από τους μεγαλοαπατεώνες, | 95 | |
| αλλά μη σκας έτσι κι αλλιώς δε θα ‘ναι για αιώνες! | ||
| Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά κι εκείνοι στο κεφάλι, | ||
| που σκέφτεται διαβολικά, θα φτιάξουν και κανάλι, | ||
| για να τα παίρνουν κι από κει, λένε όμως πως τάχα | ||
| είναι κι αυτό μια κίνηση πολιτισμού μονάχα. | 100 | |
| Τα κοράκια | Έχει πολλά τέτοια βαμπίρ ο νέος κουλτουροχώρος | |
| κι ο πολιτισμός | δημόσια, ιδιωτικά κι είναι τρανός ο ντόρος | |
| κάθε κινητοποίησης, κάθε ενέργειάς τους, | ||
| γεμίζουνε, συγκίνηση και τρέχουν τα ζουμιά τους. | ||
| Κι ομαδικά κι ατομικά τους βλέπεις να κινούνται. | 105 | |
| Αν είν’ για την κουλτούρα μας, όλοι πια συγκινούνται! | ||
| Κι επιδοτήσεις μασουλάν απ’ το κοινό ταμείο, | ||
| όμως κι εκεί δεν σταματάει το αχόρταγο θηρίο… | ||
| Θέλουν απ’ όλες τις μεριές να πίνουνε το αίμα, | ||
| γιατί είναι ο πολιτισμός το πιο καυτό μας θέμα! | 110 | |
| Ετούτο το μυρίστηκαν μεγάλοι καλλιτέχνες, | ||
| που πάψαν να δημιουργούν δεν έχουν φράγκα οι τέχνες, | ||
| μα ως σπουδαίοι, σεβαστοί, γίναν διαχειριστές του | ||
| και μηρυκάζουνε ξανά την αίγλη απ’ το χτες τους. | ||
| Για να ‘ναι έτσι σεβαστή βεβαίως κι η αμοιβή τους | 115 | |
| και να μετριέται σε λεφτά η επιβράβευσή τους. | ||
| Καλύτερα όσοι πέθαναν όσο ήτανε πιο νέοι, | ||
| γλυτώσαν το ρεζίλεμα και έμειναν ωραίοι. | ||
| Τα κοράκια | Μα σήμερα αλίμονο ως και οι νέοι ακόμα, | |
| κι η πολιτική | το ανοίξανε διάπλατα το αχόρταγό τους στόμα | 120 |
| κι άμεσα συνδεθήκανε με το μηχανισμό του, | ||
| που ‘χει το κράτος πρόσχημα για τον πολιτισμό του. | ||
| Γι’ αυτό κι αναμειγνύονται με την πολιτική μας | ||
| συνθέτες και τραγουδιστές, ποιητές και ηθοποιοί μας | ||
| και αθλητές και συγγραφείς κι επώνυμο μπουλούκι, | 125 | |
| όλοι ένας-ένας μπαίνουνε σιγά-σιγά στο λούκι… | ||
| Και συνεργάζονται καλά, αυτοί βάζουν τη μούρη | ||
| και ανεβάζουν υπουργό τον κάθε ένα λιγούρη. | ||
| Ή ακόμα και οι ίδιοι τους διεκδικούν τη θέση, | ||
| που αν σταθούνε τυχεροί, στα χέρια τους αν πέσει, | 130 | |
| τρώνε πια ανενόχλητοι, το πρόβλημα το λύσαν | ||
| κι ας χάθηκε η έμπνευση το μαγαζί δεν κλείσαν. | ||
| Μάλιστα ίσως τώρα εμείς να φάμε με το ζόρι | ||
| της τέχνης τους της άτεχνης το πιο άθλιο story! | ||
| Με στόμφο αυτοί θα παίζουνε και θα χειροκροτάμε | 135 | |
| είτε το θέλουμε είτε απλά γιατί τους το χρωστάμε, | ||
| μια που αλλάζουνε σκηνή σαν το πουκάμισό τους, | ||
| σήμερα στην πολιτική κι αύριο στον θίασό τους. | ||
| Θα βρω λοιπόν το ύφος μου κι εγώ το σοβαρό μου | ||
| και θ’ απευθύνω ερώτηση ενώπιον του κόσμου: | 140 | |
| «Παράγοντες πολιτισμού, πρώην καλλιτέχνες τάχα, | ||
| η αισθητική σας πώς βαστά ετούτη τη στομάχα; | ||
| Ή εγώ λάθος το νόμιζα ότι πολιτισμένος | ||
| είν’ ο χορτάτος κι όχι αυτός που τρώει σα λυσσασμένος; | ||
| Καλύτερα θα αρκεστώ στο έργο ή τέλος πάντων | 145 | |
| σ’ ότι είν’ αυτό που κάποτε εμπνεύστηκε ο “πράττων” | ||
| γιατί θαρρώ πως δίαιτα ή πιο καλά νηστεία | ||
| θα ‘ταν καλό να έκανε, για να ‘χε έτσι αξία | ||
| συνολικά η αισθητική και η ηθική του ίσως. | ||
| Συγγνώμη, που σχολίασα, δεν ήταν από μίσος, | 150 | |
| μα αυτά που μας χρεώνετε μου βάλαν περιέργεια | ||
| κι έφτασα να προβώ σ’ αυτήν την τολμηρή ενέργεια». | ||
| Ποιος πεινάει; | Γι’ αυτό σου λέω, φίλε μου, πως είναι κοροϊδία, | |
| Ποιος πονάει; | μπροσούρα ψηφοδέλτιου έγινε η ευαισθησία, | |
| στην δίνουν σε φυλλάδια, τη βλέπεις στα δελτία | 155 | |
| και τελικά σε πείθουνε πως είναι αυτή η ουσία. | ||
| Ακόμα και στις γειτονιές γίνονται συζητήσεις | ||
| μ’ ευαισθησία κι αίσθημα, αφού το λεν οι Ειδήσεις | ||
| σε τηλεμαραθώνιους, που τρέχουν να ξεπλύνουν | ||
| τις σάπιες συνειδήσεις μας κι έτσι τ’ αυτιά μας κλείνουν. | 160 | |
| Βρε, δεν είναι το θέμα μας ανθρωπιστής να είσαι, | ||
| ως και αυτό το κάναμε κίνημα στο άψε-σβήσε! | ||
| Γίνε συ πρώτα άνθρωπος κι έτσι θα γειάνουν όλα | ||
| κι όχι μονάχα αν πληγωθείς που κάποιοι στην Ανγκόλα | ||
| πεθαίνουν οι ταλαίπωροι, γιατί εσύ θες αμάξι, | 165 | |
| για να πηγαίνεις διακοπές και ό,τι σου ‘χουν τάξει | ||
| για επίπεδο βιοτικό και πάλι διαδηλώνεις, | ||
| πως δε σου φτάνουν τα λεφτά και όλο μαραζώνεις, | ||
| αφού είσαι καταναλωτής, αφού είσαι Ευρωπαίος, | ||
| κι αφού όλα τα χρειάζεσαι είσαι πια μες στο χρέος. | 170 | |
| Δεν λέω μ’ αυτά που βλέπουμε γύρω μας να πουλιούνται | ||
| κι αφού μας πείθουνε καλά πως όλα κατακτιούνται | ||
| και βάζουν τις ανάγκες μας στο ωραίο τους χωράφι | ||
| και τις ποτίζουν συνεχώς, για ν’ απλωθούν στο ράφι | ||
| καλοθρεμμένα τα κλαδιά της κατανάλωσής μας, | 175 | |
| νιώθουμε να ‘μαστε φτωχοί, αφού ο προμηθευτής μας | ||
| μας τα παρέχει όλα πια με δόσεις ή με δάνεια | ||
| κι αφού άλλοι τα παίρνουνε, αυτό είναι τυράννια, | ||
| να βλέπεις γύρω σου παιδιά με ωραίο σπορ αμάξι | ||
| κι εσύ στην χαμηλότερη να βρίσκεσαι την τάξη, | 180 | |
| που σπούδασες, που δούλεψες σαν το σκυλί το μαύρο | ||
| για έναν φτωχό ψωρομισθό, η οργή σε κάνει ταύρο, | ||
| γιατί αυτά δεν φτάνουνε τα πάγια να πληρώσεις, | ||
| τις κάρτες και τα κινητά και του δανείου τις δόσεις. | ||
| Κι έτσι εσύ εξοργίζεσαι γιατί μοιάζει με φτώχεια | 185 | |
| να ζεις σε γκαρσονιέρα απλή ίσως και στα υπόγεια | ||
| και να βογγάει η τσέπη σου να βγάλει ως και το νοίκι… | ||
| Εντάξει! Θα σου πω ως εδώ, μα μη σε πιάνει φρίκη, | ||
| γιατί απέχεις για να πεις πως αυτό είναι πείνα. | ||
| Για δες, είν’ όλα σχετικά, γιατί στα μέρη εκείνα, | 190 | |
| που λες τάχα πως καίγεσαι, γιατί πολλοί πεθαίνουν, | ||
| το ξέρουν, τράβα, ρώτα τους και το καταλαβαίνουν | ||
| ότι εσύ ‘σαι άρχοντας ο φτωχοευρωπαίος… | ||
| Να νοιάζονται την τάξη σου δεν το ‘χουνε και χρέος! | ||
| Γι’ αυτό και σκέψου το καλά, όταν διαδηλώνεις | 195 | |
| τη μία για την τσέπη σου και τη γροθιά σηκώνεις | ||
| κι ύστερα για τον δυστυχή αυτόν τον τρίτο κόσμο, | ||
| γιατί αλλιώς τρίτοι είν’ αυτοί κι αλλιώς εσύ που δυόσμο | ||
| δεν έχεις ο φτωχός να μπει μες στην μακαρονάδα. | ||
| Άλλο είναι, φίλε, η πείνα τους και άλλο η ζαλάδα | 200 | |
| που έχει το κεφάλι σου απ’ το φθηνό ουίσκυ | ||
| και η χαμηλή η τάξη σου που κλαίει, γιατί δε βρίσκει | ||
| μέσα στο πορτοφόλι της, όσα ήθελε να έχει | ||
| ακόμα και αν πετρέλαιο δεν έχεις κι έξω βρέχει, | ||
| δε λέω, είν’ αυτό σκληρό, μα σκέψου ότι άλλοι | 205 | |
| δεν έχουνε να πιουν νερό κι είναι σε άθλιο χάλι. | ||
| Κι είμαστε συνυπεύθυνοι κι εγώ κι εσύ και όλοι, | ||
| όσο κι αν έχουμε θυμό απ’ τ’ άδειο πορτοφόλι. | ||
| Πώς δείχνουμε ευαίσθητοι κι έτσι συγκινημένοι, | ||
| ενώ πιο πάνω απ’ το μισό πλούτο στην Οικουμένη | 210 | |
| καρπώνονται τα κράτη μας κι ο καπιταλισμός μας; | ||
| Γι’ αυτό πεθαίνει άδικα εκεί ο συνάνθρωπός μας. | ||
| Δεν θα τον σώσουν δάκρυα και ψευτοελεημοσύνες. | ||
| Η Αλήθεια είναι η τροφή για τις φτωχές εκείνες | ||
| χώρες που τις ληστεύουμε, μα δεν κάνουμε πίσω, | 215 | |
| να πούμε σφάλμα έχω κι εγώ για κάτσε να μετρήσω | ||
| πόσα ζητάω μηνιάτικο, για να μπορώ να ζήσω, | ||
| και μήπως κάτι απ’ αυτά μπορώ να περιορίσω; | ||
| Γιατί νιώθω απαραίτητο το dvd, το αμάξι | ||
| και ό,τι άλλο αντιστοιχεί στη φτωχική μου τάξη; | 220 | |
| Μα θέλουμε απ' την κορυφή ν’ αλλάξει αυτό το πράγμα, | ||
| γι’ αυτό κάνουμε κίνημα του πόνου αυτού το τραύμα, | ||
| έτσι ώστε να ‘μαστε σωστοί και εφησυχασμένοι, | ||
| πως συμπαραστεκόμαστε σ’ αυτούς που οι καημένοι | ||
| δεν έχουνε νερό να πιουν, ψωμάκι να επιζήσουν | 225 | |
| ούτε καν λίγα φάρμακα έχουν σαν αρρωστήσουν, | ||
| ενώ παράλληλα εμείς για φτώχει εννοούμε | ||
| τ’ ότι δεν φτάνουν τα λεφτά για ψώνια όταν θα βγούμε. | ||
| Και τι θα γίνει αν εμείς τους στέλνουμε βοήθεια; | ||
| Το θέμα είναι αν μπορείς ν’ αλλάξεις τη συνήθεια, | 230 | |
| να νιώθεις πάντα δίκαιος και πάντα αδικημένος, | ||
| πως άλλοι πάντα ευθύνονται κι εσύ δικαιωμένος | ||
| βγαίνεις, γιατί αισθάνεσαι αμέτοχος πως είσαι | ||
| σε τούτη την παράνοια, για αυτό πειστήρια δείξε, | ||
| πως δήθεν θεωρητικά εσύ έχεις άλλη θέση. | 235 | |
| Έτσι νίπτεις τας χείρας σου και λες πως δε σ’ αρέσει, | ||
| μα όμως τι να κάνουμε μοιάζει με πεπρωμένο | ||
| να νιώθεις το στομάχι σου να είναι χορτασμένο, | ||
| μ’ αφού πεινάει το μάτι σου να κλαίγεσαι όλη μέρα | ||
| κι ας ξέρεις πως ρουφήξαμε ως κι αυτόν τον αέρα | 240 | |
| του τρίτου κόσμου με αυτήν την άθλια νοοτροπία, | ||
| που έκανε την Δύση μας να έχει τα πρωτεία | ||
| στου κόσμου το εισόδημα και να ‘μαστε οι κλέφτες, | ||
| μα να ποζάρουμε σωστοί και δίκαιοι, οι ψεύτες! | ||
| Μοιάζουμε πλούσια παιδιά και κακομαθημένα | 245 | |
| που όλα τα ορέγονται, αφού αραδιασμένα | ||
| τα βλέπουν μες στο μαγαζί και πάντα δεν τους φτάνουν, | ||
| όσα κι αν έχουν, νιώθοντας φτωχά πως θα πεθάνουν | ||
| μπρος στην πληθώρα των ειδών και τα γεμάτα ράφια, | ||
| γιατί έτσι των διαφημιστών τους πείσαν τα σινάφια, | 250 | |
| μα όμως μ’ όλα αυτά μαζί θέλουν να αγοράσουν | ||
| και ήσυχη συνείδηση την ευκαιρία μη χάσουν | ||
| και λεν τάχα πως νοιάζονται που κάποιοι αργοπεθαίνουν | ||
| στ’ αλήθεια απ’ την ανέχεια και πως καταλαβαίνουν | ||
| τον πόνο και την πείνα τους κι έτσι δήθεν βοηθάνε, | 255 | |
| αφού διαδηλώνουνε πριν κάτσουνε να φάνε. | ||
| Γι’ αυτό μην εξοργίζεσαι και μη ζητάς τα ρέστα? | ||
| αλλού είναι το πρόβλημα και με ειλικρίνεια δες τα: |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ Ή ΟΙΚΟΛΑΓΝΕΙΑ; | ||
| Ο «κόπρος» | Ο δόλιος ο πλανήτης μας έγειρε σαν τη βάρκα | |
| που θα ζήσει; | και άλλοι διαδηλώνουνε για πιο ωραία πάρκα, | |
| γιατί τους νοιάζει τάχα αυτή που λένε Οικολογία, | ||
| την κάνανε κι αυτή χαζή και στείρα ιδεολογία. | ||
| Θαρρείς και στο οικοσύστημα πιο πάνω είναι τα δέντρα, | 5 | |
| οι αρκούδες και οι χελώνες μας, γι’ αυτό γίναν τα κέντρα | ||
| του πρώτου ενδιαφέροντος κι ο άνθρωπος που πίνει | ||
| αντί κρασί πετρέλαιο κι αντί νερό βενζίνη | ||
| κι αυτό είναι το λιγότερο, γιατί η απελπισία | ||
| είναι πως κλούβιο το μυαλό και την καρδιά του κρύα | 10 | |
| συνήθισε να αισθάνεται και είναι ναρκωμένος | ||
| κι ούτε γνωρίζει τι θα πει να είσαι ευτυχισμένος… | ||
| Θαρρείς δεν είναι πρόβλημα αυτό οικολογίας, | ||
| αλλά είν’ το περιβάλλον μας μεγίστης σημασίας! | ||
| Βρε, ας καεί το σπίτι μου, μα άνθρωπος να γίνω | 15 | |
| και στον παράδεισο να ζω, αν παραμείνω κτήνος, | ||
| μέσα σε λίγο διάστημα πάλι θα καταστρέψω. | ||
| Το πρόβλημα είναι μέσα μας κι ας μοιάζει να ‘ναι απ' έξω. | ||
| Γι’ αυτό όλα είναι ναρκωτικά, το κόμμα, η οικολογία, | ||
| η σάπια επανάσταση κι η κάθε ιδεολογία, | 20 | |
| εκτρέφουν ράτσες σύγχρονες με νέες διασταυρώσεις, | ||
| σε κάνουν ν’ αγωνίζεσαι και να κοιτάς να σώσεις | ||
| μ’ αυτήν την σάπια πόζα σου πάντοτε κάποιους άλλους. | ||
| Ήρωας κανείς δεν έκανε ηρωισμούς μεγάλους, | ||
| έτσι απλά περνώντας την πάντα ζωή και κότα? | 25 | |
| κατέβασε το δάχτυλο κατηγορίας και πρώτα | ||
| κοίτα το θύμα που ‘γινε και θύτης στον καθρέφτη | ||
| και μη φωνάζεις πάντα πως άλλοι σου φταίνε ψεύτη! | ||
| Αφού εσύ κοιμήθηκες τον ύπνο του δικαίου, | ||
| τι φταίνε αυτοί που άδραξαν την ευκαιρία εκ νέου; | 30 | |
| Όλα στα δίνουνε απλά για να ‘χεις και να παίζεις | ||
| και στο ταλέντο ξεπερνάς την ίδια την Καρέζη, | ||
| παίζοντας τέλεια αυτόν τον άγριο επαναστάτη, | ||
| ενώ κοιμάσαι χαλαρά στ’ ωραίο σου κρεβάτι | ||
| και πείθεσαι κι ο ίδιος σου ανθρωπιστής πως είσαι. | 35 | |
| Για γίνε πρώτα άνθρωπος, τη ζεστασιά σου δείξε | ||
| στον διπλανό που την καρδιά έχει μες στο ψυγείο | ||
| και συ μονάχα χλευασμό δείχνεις για το θηρίο, | ||
| που βγάζει ο ταλαίπωρος, γιατί το IQ του | ||
| δεν έφτιαξε αισθητική και πόζα μες στο νου του, | 40 | |
| ούτε και ξέρει απ’ τη λεπτή που ‘χεις ιδεολογία | ||
| και τον κοιτάς αφ’ υψηλού και βρίσκεις κιτσαρία, | ||
| το στυλ που έχει ο άνθρωπος μες στην πεζή ζωή του, | ||
| θέλω να ξέρω πιο πολύ γι’ αυτόν ή το σκυλί του, | ||
| άραγε θα νοιαζόσουνα, αν ήταν σε ανάγκη, | 45 | |
| αφού είν’ αυτός ηλίθιος κι εσύ αγαπάς τη «Μάγκυ». | ||
| Γι’ αυτό τον βρίζεις συνεχώς κι όλο του λες το ποίημα, | ||
| ότι μες στα σκουπίδια του χαρτιά-γυαλιά είναι χύμα | ||
| κι έτσι μ’ αυτό εμπόδισε την ανακύκλωσή μας. | ||
| Άσε που ήρθε πρόπερσι στην κατασκήνωσή μας | 50 | |
| και πέταγε τα μπάζα του κι έτρωγε παϊδάκια, | ||
| καίγοντας μέσα στη φωτιά του δέντρου τα κλαδάκια | ||
| κι αμόλυσε στη θάλασσα, βρε, την ψιλή του ανάγκη | ||
| κι ίσως την άλλη την χοντρή στο πιο αγνό φαράγγι! | ||
| Πάει το οικοσύστημα! Θέλεις να τον δαμάσεις? | 55 | |
| μα σκέψου μήπως με αυτό την αλυσίδα σπάσεις | ||
| κι ύστερα ποιόν θα κυνηγάς με τούτο τον θυμό σου; | ||
| Και πώς θα εκτονώνεται το άγριο ένστικτό σου; | ||
| Εντάξει, ζώο είναι κι αυτός, μα αυτό δεν είναι λόγος | ||
| να τον σνομπάρεις, μια κι εσύ ο ωραίος οικολόγος | 60 | |
| νομίζεις ότι η φύση μας είναι οι παπαρούνες, | ||
| τα δάση και οι θάλασσες, ακόμα κι οι γουρούνες! | ||
| Κι αυτός είναι στη φύση μας, μα έχει DNA, | ||
| που τον προστάζει να εκτελεί καθήκοντα και χρέη | ||
| κόπρου, ε, πού είν’ το πρόβλημα, δεν έχει αυτή η φύση | 65 | |
| μόνο αηδόνια, μέλισσες, ο κόπρος πού θα ζήσει; | ||
| Μα «φύση» λες μονάχα αυτή, που ζούνε οι συγγενείς μας, | ||
| οι ωραίες μαϊμουδίτσες μας ή και ο χιμπατζής μας. | ||
| Σε νοιάζει μόνο το ντεκόρ κι ο σεβασμός που δείχνεις | ||
| δεν είναι για τον διπλανό που απ’ έξω τονε ρίχνεις | 70 | |
| αν δεν ταιριάζει με αυτό και θέλεις να τον στρώσεις | ||
| κι αν ήτανε στο χέρι σου και να τον εξοντώσεις. | ||
| Γι’ αυτό θες Αμαζόνιους, για να ‘σαι ευτυχισμένος, | ||
| αχ, δεν θα γίνεις άνθρωπος, βαθιά είσαι νυχτωμένος! | ||
| Γιατί, αν ήσουν άνθρωπος, θα ‘λεγες ευτυχία | 75 | |
| του διπλανού τη γιατρειά και την ισορροπία | ||
| και μίσος δεν θα είχες που σαν ζώο ζει ο καημένος, | ||
| ίσως συμπόνια να ‘νιωθες που είν’ αυτός χαμένος | ||
| κι έτσι θα τον πλησίαζες με αίσθημα φιλίας | ||
| αντί μαστίγιο να κρατάς σε πνεύμα οικολογίας. | 80 | |
| Κι αν λίγο έκανες μ’ αυτά την αυτοκριτική σου, | ||
| θα έκλαιγες που τελικά μοιάζεις στον χιμπατζή σου. | ||
| Και δεν το λέω εξωτερικά, αυτό αλήθεια είναι, | ||
| όμως δεν πρέπει ο άνθρωπος σ’ αυτό να λέει μείνε. | ||
| Γιατί έχει μία διαφορά από τον χιμπατζή μας | 85 | |
| να επιλέγει ελεύθερα, γι’ αυτό που λεν «ψυχή» μας, | ||
| αν ρεύμα θα του δώσει ή αν σκέτο ένστικτο θα μείνει… | ||
| Αυτό κάνει τη διαφορά απ’ τη συγγένεια εκείνη, | ||
| μα μόνο αν το επιλέξουμε και πούμε ναι στο κόστος | ||
| της συνειδητοποίησης, που κατοικεί ο νόστος | 90 | |
| μίας πατρίδας φωτεινής που είναι η καρδιά μας | ||
| και όχι ο Αμαζόνιος, τα δάση ή τα βουνά μας. | ||
| Γιατί ένστικτο έχει κι αυτός που σ’ ενοχλεί πια τόσο | ||
| κι απ’ τα δικά σου ένστικτα λέει: «πως θα γλυτώσω;» | ||
| Μα αυτά είναι γράμματα ψιλά, κοίτα εσύ να είσαι | 95 | |
| εύκολα ευσυνείδητος κι ευτυχισμένος ζήσε, | ||
| αφού έκανες το χρέος σου με την φιλανθρωπία | ||
| κι αυτήν την νέα οργάνωση που λέν’ οικολογία. | ||
| Το οικοσύστημα | Άκου όμως, όταν μια καρδιά αληθινά αγαπάει, | |
| χωράει. | στου μίσους τα βρωμόνερα κανέναν δεν πετάει. | 100 |
| Εσύ; | Ξέρει πως φταίει και αυτή γι’ αυτό και δεν γκρινιάζει, | |
| πρώτα κοιτάει να συγχωρεί κι όχι να νευριάζει. | ||
| Το «συγχωρώ» σημαίνει πως κι εσένανε χωράω, | ||
| πονάω για τα λάθη μας και δεν καταμετράω, | ||
| πόσα έκανες εδώ εσύ και πόσα εγώ στην άλλη, | 105 | |
| κι αν σου τα είπα εγώ εδώ και σήκωσα κεφάλι | ||
| να ξέρεις μέσα μου πονώ και το διακινδυνεύω | ||
| κριτής να πεις πως γίνομαι, ενώ κι εγώ παλεύω, | ||
| όλα αυτά που λέω εδώ να τα καταλαβαίνω, | ||
| πράξη να τα ‘χω κι αγνοώ, αν έστω προλαβαίνω | 110 | |
| τουλάχιστον να το ζητώ, καθάρια να τα βλέπω | ||
| και δεν φορώ ποτέ γι’ αυτά παράσημα στο πέτο, | ||
| πως ζω υποδειγματικά και άψογα και τέλεια, | ||
| μα ψάχνω τη μετάνοια γι’ αυτή μου την αμέλεια, | ||
| αντί να λέω πάντοτε πως φταίνε μόνο οι άλλοι. | 115 | |
| Είναι δουλειά αυτή του Κριτή, ας μην το πούμε πάλι. | ||
| Γι’ αυτό σου λέω, εσένανε κριτή ποιός σ’ έχει βάλει; | ||
| Πού ξέρεις τι έχει του αλλουνού το άρρωστο κεφάλι; | ||
| Αυτό το ξέρει ο γιατρός που διάγνωση του κάνει, | ||
| μα έχει και τη γιατρειά και το σωστό ντιβάνι | 120 | |
| να τον ξαπλώσει απαλά με αγάπη και φροντίδα | ||
| κι όχι να τον πατήσει εκεί σαν να ‘ναι κατσαρίδα! | ||
| Κι αν δει πως είν’ του θανατά, αδιόρθωτος για σένα, | ||
| σηκώνει το κεφάλι του και λέει θαύμα ένα, | ||
| μπορεί αυτόν τον Χριστιανό να τον γλυτώσει μόνο | 125 | |
| και τότε ψάχνει φάρμακο να δώσει για τον πόνο. | ||
| Και είν’ η Αγάπη φάρμακο που ξεπερνάει τον νόμο | ||
| καθώς δεν ξέρει απόρριψη, μα αποδοχή έχει μόνο. |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΤΗΣ «ΤΣΕΠΗΣ» | ||
| Γιατροί με… | Και μια που το συνέδεσα με τον γιατρό το θαύμα, | |
| σύνορα | μια σπάνια περίπτωση είναι αυτή και τραύμα | |
| έχει υποστεί η περιοχή της πίστης κι η ελπίδα | ||
| φαντάζει πια αφέλεια στην ιατρική σφραγίδα. | ||
| Θεοί είναι μόνο οι γιατροί, μα θαύματα δεν έχει | 5 | |
| κι αν νιώθουν παντοδύναμοι, το νιώθουνε στην τσέπη. | ||
| Εκεί μετρούν τα «θαύματα» που πράγματι είν’ σπουδαία, | ||
| γι’ αυτό ως και το ιατρείο τους έχει άποψη και θέα, | ||
| δήθεν για να ευχαριστηθεί ο δόλιος ασθενής τους, | ||
| μα αυξάνουνε το κύρος τους και το ύψος της τιμής τους. | 10 | |
| Δεν εννοώ της ηθικής, μα της επίσκεψής τους, | ||
| για να ‘ναι τέλειο το ντεκόρ της high υπόληψής τους. | ||
| Χτίζει η αρρώστια εξοχικά, αμάξια σπορ και σκάφη, | ||
| γίνεται ο πόνος κτίρια, θυρίδες με χρυσάφι, | ||
| γιατί η ανάγκη δε μιλά, βουλώνει κάθε στόμα. | 15 | |
| «Ας ζει αυτός μες στη χλιδή, μα ας ζήσω λίγο ακόμα | ||
| κι ας σταματήσει ο πόνος μου ή αυτός του συγγενή μου | ||
| δεν λογαριάζω τα λεφτά, πουλάω και το βρακί μου, | ||
| αφού όσα και αν του δώσω εγώ, πάλι θα του χρωστάω, | ||
| αν με γιατρέψει και γι’ αυτόν ποτέ δεν θα μιλάω, | 20 | |
| γιατί όλες οι ελπίδες μου κρέμονται απ’ το γιατρό μου, | ||
| ας είναι κροίσος, συμφωνώ, αν βρω το γιατρικό μου». | ||
| Κορώνα-γράμματα η ζωή δεν παίζεται κι η υγεία | ||
| έχει, το λέμε πάντοτε, την πρώτη σημασία! | ||
| Γι’ αυτό και συγχωρέστε με, αξιότιμοι γιατροί μου, | 25 | |
| που την εξέθεσα σκληρά εδώ την άποψή μου, | ||
| μα δεν βαστάει η συνείδηση διακρίσεις και στον πόνο | ||
| κι είναι φρικτό που έφτασε κι εδώ το χρήμα μόνο | ||
| ν’ αποφασίζει, ποιός και πώς και πόσο θα επιζήσει. | ||
| Θα 'θελα να ‘ξερα από σας, αν κάποιος αρρωστήσει | 30 | |
| σ’ άλλον πλανήτη, που εκεί το χρήμα του δεν πιάνει, | ||
| γιατί εκεί συναλλάσσονται μ’ αγάπη, τι θα κάνει, | ||
| εκεί που θα ‘ναι πάμφτωχος, τι θα βρει για να δώσει, | ||
| ποιός θα τον κάνει μάγκα εκεί και ποιός θα τον γλυτώσει; | ||
| Και πίστεψέ με πως θα ‘ρθει κάποτε κείνη η ώρα, | 35 | |
| που ετούτη η συναλλαγή φανταστική είναι τώρα, | ||
| μα τότε θα ‘ναι αληθινή και θα ‘χουν καταθέσεις | ||
| μόνο εκείνες οι καρδιές που ψάχνουν τώρα θέσεις | ||
| μες στα νοσοκομεία μας και μπαίνουνε στα ράντσα, | ||
| γιατί δεν έχουνε ευρώ για «λάδωμα» καβάντζα. | 40 | |
| Γι’ αυτό αντιμετωπίζονται χειρότερα απ’ τα ζώα | ||
| κι αφήνονται στον πόνο τους, μα σε κοιτάν αθώα | ||
| και πάλι δε σ’ αμφισβητούν, δεν σου κρατάνε μίσος. | ||
| Σκέφτομαι πως αν οι γιατροί ήταν εκείνοι ίσως, | ||
| εκεί που σου ‘πα σε αυτόν τον άλλον τον πλανήτη, | 45 | |
| αυτοί δεν σε κοιτάζανε με σηκωμένη μύτη. | ||
| Κι ίσως σε γιάτρευαν χωρίς αντάλλαγμα και δώρα, | ||
| μόνο με την αγάπη τους, που είν’ περισσή από τώρα. | ||
| Ξέρω, γιατρέ, θα πεις σκληρά δουλεύεις και αξίζει, | ||
| γιατί ούτε μ’ άπειρα λεφτά κανείς δεν ανταμείβει | 50 | |
| τον κόπο και τον μόχθο σου και την μεγάλη ευθύνη. | ||
| Πες το και στον εργάτη αυτό, που τον ιδρώτα χύνει | ||
| ντάλα καταμεσήμερο μες σε βροχές ή κρύο | ||
| και με τσιμέντα πολεμάει να υψώσει το «θηρίο» | ||
| βαρέα κι ανθυγιεινά, νομίζω πως το ξέρεις | 55 | |
| κι είναι κι αυτός υπεύθυνος, γιατί θα υποφέρεις, | ||
| αν φτιάξει τα θεμέλια του όμορφου σπιτιού σου | ||
| σαθρά και επιπόλαια για βάλε το στο νου σου! | ||
| Ξέρω πως δεν θα ήθελες ν’ αμείβεσθαι τα ίδια, | ||
| μα κοίτα όμως μη θαρρείς πως μοιάζουν με παιχνίδια | 60 | |
| τα άλλα επαγγέλματα, για δες τους ασθενείς σου, | ||
| το άγχος και η κούραση τους έκαναν μαζί σου | ||
| να συναλλάσονται κι αφού ανάγκη πια σε έχουν, | ||
| ξηλώνουνε τις τσέπες τους και σούζα μπρος σου στέκουν, | ||
| στα μάτια σε κοιτάζουνε, σε βλέπουν σαν Θεό τους | 65 | |
| και σαν ληστή ταυτόχρονα, μα το ‘χουν μυστικό τους. | ||
| Δεν μπαίνουνε στη ζυγαριά η ανάγκη με το χρήμα | ||
| να τα ζυγίζεις στυγερά είναι μεγάλο κρίμα. | ||
| Ακριβά πτυχία | Θα ‘πρεπε να τα έπαιρνες απ’ τους ομοίους σου μόνο, | |
| αυτούς που εκμεταλλεύονται για χρήματα τον πόνο | 70 | |
| όπως κι εσύ σ’ όποιον βρεθεί σ’ ανάγκη κι ευκαιρία | ||
| βρίσκουνε κι ακριβά πουλούν τα ωραία τους πτυχία. | ||
| Τους δικηγόρους τους καλούς, τους αρχιτέκτονές μας, | ||
| τους ξύπνιους μας μηχανικούς, τους επιστήμονές μας. | ||
| Μην τους τα σύρω κι αυτωνών, τα ίδια είναι με σένα | 75 | |
| και στην ψευτιά και στην κλεψιά, τα ‘χουν καλά στρωμένα. | ||
| Μα να μην είμαι κι άδικη, υπάρχουν κι εξαιρέσεις | ||
| κι ελπίζω εσύ που διάβασες να ‘σαι αυτής της θέσης! | ||
| Παιδεία κάτω | Θέλω να πω και δυο γραμμές για κείνη την Παιδεία, | |
| απ’ τη βάση | που βέβαια ψωμολυσσά, μα μοιάζει συμφωνία: | 80 |
| Να ‘χουν μισθούς που μοιάζουνε μ’ επίδομα ανεργίας, | ||
| για να ‘ναι η απασχόληση με χαρακτήρα αργίας | ||
| και να ‘ναι η εκπαίδευση πια άνευ σημασίας | ||
| και το λειτούργημα να μπει εκτός πια λειτουργίας. | ||
| Του κράτους οι εκπαιδευτικοί ψάχνουν λεφτά να ζήσουν, | 85 | |
| εκτός κι αν στην ιδιωτική εκπαίδευση το ρίξουν. | ||
| Κι αφού μονάχα μια δουλειά γύρεψαν στο δημόσιο, | ||
| δεν έχουν κι υποχρέωση να κάνουν και τον όσιο. | ||
| Σ’ ένα στεγνό επάγγελμα κοιτάν να εκτελέσουν | ||
| τον ρόλο τους ανέμπνευστα, αφού έτυχε να δέσουν | 90 | |
| εκεί τον γαϊδαράκο τους μέχρι την σύνταξή τους | ||
| και τον καημένο μαθητή τον λεν βασανιστή τους. | ||
| Βρε συ, τι φταίνε τα παιδιά που θες και να ‘ναι εντάξει, | ||
| αφού το βλέπουνε καλά, σαν μπαίνεις μες στην τάξη | ||
| ότι βαριέσαι αφόρητα και όρεξη δεν έχεις | 95 | |
| κι ότι των νιάτων την ορμή καθόλου δεν αντέχεις. | ||
| Αφού τα βλέπεις εχθρικά και θέλεις να τα πνίξεις | ||
| και μόνο με εκβιασμό και νόμους θες να δείξεις, | ||
| πως νοιάζεσαι για τον σωστό και τον καλό τους δρόμο, | ||
| μα αυτά με περιφρόνηση σε βλέπουν ή με τρόμο | 100 | |
| και λαχταρούν το διάλειμμα και τη ζεστή φιλία, | ||
| μόνο γι’ αυτό ανέχονται τα άθλια θρανία. | ||
| Δεν έμεινε άλλο τίποτα να τα ζεσταίνει λίγο, | ||
| γι’ αυτό σαν μεγαλώσουνε λένε, όταν θα φύγω, | ||
| θα ρίξω μαύρη πέτρα εγώ κι ευθύς μακρυά θα τρέξω | 105 | |
| όπως κι εσύ, άλλωστε, το λες και μέσα μα κι απ’ έξω. | ||
| Μα αυτά επειδή είναι τρυφερά και μοιάζουν μελισσάκια, | ||
| βρίσκουν και μέσα στα σκατά λίγα τριανταφυλλάκια | ||
| και έτσι την καρδούλα τους λιγάκι την ζεσταίνουν, | ||
| στην πιο καλή περίπτωση και δεν καταλαβαίνουν | 110 | |
| μέσα στο ωραίο παιχνίδι τους, την παιδική την πλάκα | ||
| ότι η πραγματικότητα μοιάζει με βίαιη τράκα, | ||
| με σύγκρουση μετωπική και πως γι’ αυτό είναι ζόμπι | ||
| των θλιβερών καθηγητών το άθλιο το λόμπι. | ||
| Γι’ αυτό είναι σαν φαντάσματα, δύσμοιροι, στεγνωμένοι, | 115 | |
| οι δάσκαλοι που στο μισθό νιώθουν αδικημένοι | ||
| κι όλο ζητάνε σεβασμό κι όλο μιλάν για αξίες. | ||
| Μην τους κοιτάς όμως γιατί θα έχεις απορίες. | ||
| Πώς γίνεται να σου ζητούν αυτά που αυτοί δεν έχουν; | ||
| Και πώς μονάχα την κακή σου διαγωγή προσέχουν; | 120 | |
| Αυτοί έχουν την απαίτηση απ’ τα παιδιά ν’ αρχίσουν | ||
| μελέτη δίχως έμπνευση, θαρρείς κι έτσι θα ζήσουν, | ||
| σαν να ‘ναι μηχανήματα μόνο με το κεφάλι. | ||
| Το βλέπετε; Εδώ αρχινά το μαύρο αυτό το χάλι, | ||
| που είπαμε τόσες φορές πως κάνει την καρδιά μας | 125 | |
| παγόβουνο! Κι αλίμονο, αρχίζει απ’ τα παιδιά μας! | ||
| Βέβαια, εξαιρέσεις και σ’ αυτήν υπάρχουν την εικόνα, | ||
| μα επιβεβαιώνουνε τον ίδιο τον κανόνα. | ||
| Όμως δεν μας πτοούν αυτά, εμείς τα προωθούμε | ||
| κι ας σκάσουνε στο διάβασμα, αρκεί να τα χαρούμε | 130 | |
| μια μέρα επιστήμονες λαμπρούς μα και φραγκάτους, | ||
| λες και τους κάνει το «χαρτί» παπουτσωμένους γάτους | ||
| κι έτσι δεν θα νοιαστούν ποτέ για τέτοια «ευαγγέλια». | ||
| Η εμφιάλωση | Η επιστήμη καλλιεργεί δικά της άλλα αμπέλια, | |
| για να ‘χει διαλεχτό κρασί απ’ του φτωχού το αίμα | 135 | |
| και το ‘χει πια για νόμιμο το κλέψιμο, το ψέμα. | ||
| Έχει να πίνει και πουλάει, αν θέλεις, και σε σένα, | ||
| χύμα εσύ τους τα ‘δωσες, πάρ’ τα εμφιαλωμένα! | ||
| Και τρέξε συμπονετικά τον αδερφό να σώσεις, | ||
| που να βρει αυτός τόσα λεφτά, ζητάει να τον γλυτώσεις, | 140 | |
| αφού ήπιανε το «αίμα» του, θέλει «αιμοδοσία», | ||
| μα αν δεν τα καταφέρετε, υπάρχει η ευθανασία! |
~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~ •~ • ~ • ~ • ~ • ~ • ~
| ΚΡΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ | ||
| Οι καλοί εμείς | Έτσι, στο κόσμο τον καλό που ‘ναι δικαιωμένος, | |
| και | όλοι δηλώνουν υγιείς κι ο άλλος είν’ βλαμμένος. | |
| οι κακοί άλλοι | Κι έτσι νομίζουνε αυτοί που ‘χουν ωραίες ιδέες | |
| ότι θα φτάσουνε μ’ αυτές σε εποχές πια νέες. | ||
| Γι’ αυτό διαχωρίζουνε καλά την άποψή τους | 5 | |
| με αγώνες και συνθήματα μες στην οργάνωσή τους. | ||
| «Να πάνε οι καλοί από δω και οι κακοί απ’ την άλλη» | ||
| κι εγκαταστήσαν αυστηρό κριτή μες στο κεφάλι. | ||
| «Τι θέλει ο κάθε άρρωστος να είν’ ανάμεσά μας; | ||
| Καλά, δε λες για το παιδί, τον φίλο, την μαμά μας, | 10 | |
| μα αυτό το λες κυρίως γι’ αυτούς που έχουμε στα μαύρα | ||
| κατάστιχα και φαίνεται πως έχουν κακή αύρα | ||
| και που απεχθανόμαστε γιατί αυτοί φταιν όλο, | ||
| ναι, αυτοί που το ‘δαμε καλά πως ζούνε μες στο δόλο, | ||
| αυτοί που ανατριχιάζουμε απ’ την αισθητική τους, | 15 | |
| και που ίσως είναι ανύπαρκτη η όποια ηθική τους, | ||
| ναι! Αυτοί που τους τα είπα εγώ εδώ και τόση ώρα. | ||
| Πολλές φορές θα τους τα πω, μα άκου κι εσύ τώρα, | ||
| πως έχει μία διαφορά να ψάχνεις την αλήθεια | ||
| και να την λες, από το να σου γίνεται συνήθεια | 20 | |
| να νιώθεις ο κατήγορος και να ‘σαι οργανωμένα | ||
| και να μη βλέπεις πρόβλημα ποτέ σου και σε σένα. | ||
| Ο «αθώος» | Αφού τον λίθο σήκωσες, τουλάχιστον για πες μας | |
| τις αμαρτίες σου κι εσύ πριν μας πουλήσεις πνεύμα. | ||
| Είσαι καλός κι επιθυμείς τον κόσμο χωρισμένο | 25 | |
| σε δίκαιους και σε καλούς με σένα εξαγνισμένο; | ||
| Άραγε, τι κάνεις γι’ αυτό; Πόσο στενοχωριέσαι; | ||
| Έχεις δικά σου σφάλματα ή έτσι συγχωριέσαι | ||
| και θέλεις μόνο τους κακούς ευθύς να τους σκοτώσεις, | ||
| βρε, άμα είσαι Άγιος, έλα για να μας σώσεις! | 30 | |
| Μα εγώ από τη στάση σου, θα προτιμήσω άλλη | ||
| να βλέπω, μα να μη θαρρώ το σκάρτο μου κεφάλι | ||
| πως είναι το καλύτερο και βρήκε αυτό τη λύση | ||
| κι ότι ο κόσμος τελικά έτσι θα καθαρίσει, | ||
| αν γίνουμε παράταξη οι ωραίοι κι ενωθούμε | 35 | |
| κι αν επιτέλους τους κακούς «στο διάολο» τους πούμε! | ||
| Το πράγμα σοβαρότερο μου φαίνεται πως είναι | ||
| κι η πρώτη λύση είν’ αυτή: «Τον εαυτό σου κρίνε»! | ||
| Δεν σώζεται πια τίποτα με την πολιτική μας, | ||
| «τα ίδια Παντελάκη μας, τα ίδια Παντελή μας». | 40 | |
| Θέλει να γίνει ρεκτιφιέ μες στην συνείδησή μας | ||
| κι ένα συγγνώμη αρχικά στην ίδια την ψυχή μας, | ||
| που την ξεχάσαμε εντελώς και ζούμε σαν τα ζώα, | ||
| ψεγάδι όμως δεν βλέπουμε, σε μας είν’ όλα αθώα. | ||
| Η αγάπη | Μα ακόμα κι έτσι αν ήτανε και δίκαιος αν ήσουν | 45 |
| εξόριστη | κι οι άλλοι θέλουν τ’ άδικο, κοιτάν να σε χτυπήσουν, | |
| γιατί δεν στρέφεις τότε εσύ την άλλη τη μεριά σου, | ||
| μπορεί να γίνει θαύμα αυτό, να τραβηχτούν μακρυά σου. | ||
| Που ξέρεις, το δοκίμασες; Έτσι κι αλλιώς χαμένος | ||
| δεν λες πως είσαι; Τι το θες να ‘σαι και θυμωμένος; | 50 | |
| Αφού ποτέ δεν νίκησες με το σπαθί στο χέρι, | ||
| αλλιώς η ανθρωπότητα θα ‘μοιαζε με άλλο αστέρι. | ||
| Και θα προοδεύαμε διαρκώς όχι στην επιστήμη, | ||
| μα στην αγάπη και σ’ αυτό που λεν δικαιοσύνη. | ||
| Αφού είναι πάντα ο δυνατός εδώ ο Κυβερνήτης, | 55 | |
| τι να της κάνει η φτέρνα σου της υψηλής του μύτης; | ||
| Κι αν κάποιες φορές φάνηκε πως κάτι πάει να γίνει, | ||
| ξεφούσκωσε και να ‘μαστε σε τούτο το καμίνι | ||
| και μη μου πεις τάχα πως αν οι τόσοι επαναστάτες | ||
| δεν πολεμούσαν θα ‘χαμε ακόμη φεουδάρχες. | 60 | |
| Πέφτει το ένα σύστημα κι έρχεται κάποιο άλλο | ||
| μες από αναταραχές κι από τεράστιο σάλο, | ||
| μα στην ουσία νοιάζεται μόνο για εξουσία, | ||
| χρησιμοποιεί τον πόνο μας κι αλλάζει προσωπεία. | ||
| Εγώ δεν βλέπω διαφορά σε τούτη την πορεία, | 65 | |
| συνέχεια κύκλους κάνουμε μέσα στην ιστορία, | ||
| όμως το αποτέλεσμα το ίδιο παραμένει? | ||
| η αγάπη είναι εξόριστη κι ο θάνατος προσμένει. | ||
| Τώρα αν εσύ αισθάνεσαι ικανοποιημένος | ||
| με αυτές τις κατακτήσεις μας, γιατί είσαι θυμωμένος; | 70 | |
| Αφού λυθήκαν ως εδώ όλα μ’ επαναστάσεις, | ||
| με μία επανάσταση και στην Εδέμ θα φτάσεις. | ||
| Μια «επ! Ανάσταση» για εκεί χρειάζεται να γίνει, | ||
| μα θέλει πρώτα θάνατο ο νους μας κι έχει οδύνη. | ||
| Γιατί είμαστε αμείλικτοι μόνο στον διπλανό μας | 75 | |
| και εντελώς επιεικείς στον σκάρτο εαυτό μας. | ||
| Άμα δεχτείς πως φταις κι εσύ κι όχι οι άλλοι μόνο | ||
| θα έρθει η συγχώρεση που ‘χει μεγάλο πόνο, | ||
| γιατί απαιτεί να γκρεμιστεί πρώτα ο εγωισμός μας | ||
| και να παραδεχτεί πολλά λάθη του ο εαυτός μας. | 80 | |
| Τότε δεν θα ‘ναι χώρια πια η Αθήνα και η Σπάρτη, | ||
| ώστε άλλοι να ‘ναι από δω κι άλλοι από κει στο χάρτη! | ||
| Ανοιχτά | Και λέω, αν σε ρώταγα, αφού το φέρνει η ώρα, | |
| στρατόπεδα. | τη Σπάρτη θα προτίμαγες ή την Αθήνα τώρα; | |
| Η μάσκα | Απλά ρωτάω για να δω, αν είσαι δημοκράτης, | 85 |
| της οργής | να ξέρω, τίνος πνεύματος είσαι επαναστάτης; | |
| Να δω τι θα τους έκανες αυτούς που βρίζεις τώρα, | ||
| θα τους καθάριζες μεμιάς ή θα ‘τανε στη χώρα; | ||
| Αν πεις τη Σπάρτη τελικά κι ολιγαρχία γουστάρεις, | ||
| Καιάδα έχεις μέσα σου, ρίχ’ τους να μη φρικάρεις. | 90 | |
| Μα αν όμως τάχα θες εσύ των Αθηνών το πνεύμα, | ||
| πρέπει να οραματίζεσαι ειρηνικά ένα ρεύμα | ||
| στην πιο εξελιγμένη του μορφή και σημασία | ||
| που να γεννήσει μια σωστή, τέλεια Δημοκρατία. | ||
| Και να μην τους χρειάζεται τους άχαρους τους νόμους, | 95 | |
| γιατί ελεύθερα η καρδιά κι όχι με αστυνόμους | ||
| θα μάθει πρώτα ν’ αγαπά κι ύστερα να ψηφίζει, | ||
| γιατί αν η αγάπη κυβερνά και όλα τα ορίζει, | ||
| κανένας δεν χρειάζεται να έχει εξουσία | ||
| ούτε άλλος να ‘ναι υποτελής μέσα στην κοινωνία. | 100 | |
| Τότε επιτέλους ίσως δεις εκείνη εκεί τη χώρα, | ||
| που βέβαια σου ‘ναι αδύνατον να τηνε νιώσεις τώρα. | ||
| Αυτή τη χώρα που χωρά όλος μας ο πλανήτης | ||
| κι ας είναι λίγα εκατοστά μόνο η διάστασή της. | ||
| Εκεί όπου η ταυτότητα που ο καθένας έχει, | 105 | |
| είναι η βεβαιότητα πως όλους μας συνέχει | ||
| μία κοινή συνείδηση που πρόσωπα μας θέλει | ||
| ανθρώπων που είν’ αληθινοί κι αισθάνονται ως μέλη | ||
| κι ως πρόσωπα ταυτόχρονα σώματος ενιαίου | ||
| κι όχι ως άψυχα άτομα συστήματος χυδαίου | 110 | |
| που καταργεί τα πρόσωπα κι ανθρώπους μετατρέπει | ||
| σ’ άψυχη μάζα πολιτών που αντί καρδιά έχουν τσέπη. | ||
| Μα εσένα αυτό σου φαίνεται να είναι ουτοπία, | ||
| γιατί τους συνανθρώπους σου τους βλέπεις για θηρία. | ||
| Κι έτσι φωνάζεις και γι’ αυτό το πνεύμα της ειρήνης, | 115 | |
| νιώθεις μ’ αυτό ειρηνικός και δίκαιος που κρίνεις | ||
| αυτούς που με όπλα πολεμούν άδικα κάποιους άλλους, | ||
| δε λέω πως είν’ αυτό σωστό, μα άσε τους μεγάλους, | ||
| ξεκίνα απ’ τη μάσκα σου και πρώτα εκείνη βγάλε, | ||
| που της οργής τα χρώματα έχει κι αυτή, μεγάλε! | 120 | |
| Κι ενώ εσύ ειρηνικά διαδήλωσες για κρίνε | ||
| αισθήματα πολεμικά μήπως βαθιά σου είναι! | ||
| Κι άμα μου πεις πως πνίγεσαι από την αδικία | ||
| να μην τα ξαναπούμε εδώ, κοίτα την ιστορία | ||
| και μάθε πως ο αληθινός, γνήσιος επαναστάτης | 125 | |
| είναι αυτός που δέχεται τον πόνο της αγάπης. | ||
| Γι’ αυτό, έστω για μια φορά, άσε τα «ιδεώδη» | ||
| και κοίτα με συμπάθεια ως κι αυτόν τον Ηρώδη. | ||
| Άλλο είναι να σιχαίνομαι τις πράξεις και τους ρόλους | ||
| κι άλλο τους συνανθρώπους μου να βλέπω για διαβόλους. | 130 | |
| Γιατί έτσι θα ‘ναι ανοιχτά στρατόπεδα όπως πάντα, | ||
| εκείνοι με τα όπλα τους κι εσύ στην άλλη μπάντα, | ||
| θα ονειρεύεσαι το πώς να πάρεις εξουσία. | ||
| Δεν είμαστε | Σε είδα στην προεκλογική αυτήν την εκστρατεία | |
| φτιαγμένοι | να τρίζεις τα δοντάκια σου, να υψώνεις τη γροθιά σου, | 135 |
| για αρμονία; | ξέρω όσα σε πνίγουνε, μα είναι θέλημά σου | |
| να ‘ναι κομμάτια ο κόσμος μας γεμάτος παρατάξεις; | ||
| Δεν ξέρω, εγώ βαρέθηκα και θα ‘θελα ν’ αλλάξει | ||
| κι αντί ν’ αγωνιζόμαστε για την πολυφωνία | ||
| να ψάξουμε πού κρύφτηκε άραγε η αρμονία | 140 | |
| που αναζητάει η ψυχή και μάταια τη γυρεύει, | ||
| πότε από δω, πότε από κει, ποιός τάχα της την κλέβει; | ||
| Σφηνώθηκε στη μουσική και μόνο εκεί πια μένει; | ||
| Και τότε η ψυχούλα μας πώς την καταλαβαίνει; | ||
| Κι αγάλλεται κι αισθάνεται σαν να ‘ναι ερωτευμένη, | 145 | |
| γι’ αυτό γυρεύει μουσική και ομορφιά η καημένη; | ||
| Εσύ τι λες, δεν είμαστε φτιαγμένοι γι’ αρμονία; | ||
| Μόνο το χάος κυριαρχεί σ’ αυτήν την κοινωνία; | ||
| Μα η αρμονία δόθηκε για να μας το θυμίζει | ||
| ότι Αυτός που έφτιαξε τον κόσμο και ορίζει, | 150 | |
| επιθυμεί να φτάσουμε σε κείνα εκεί τα ύψη, | ||
| που πια κανείς δεν θα μπορεί άλλο να μας το κρύψει | ||
| τ’ αληθινό κείνο νερό που τόσο το διψάμε, | ||
| και υποφέρουμε γι’ αυτό και νιώθουμε να σκάμε. | ||
| Και από τώρα, αν θέλουμε, μπορεί να μας το δώσει, | 155 | |
| μα εμείς είμαστε ελεύθεροι και προτιμάμε δόση | ||
| μόνο απ’ αυτό που βλέπουμε με τα τυφλά μας μάτια | ||
| να στέκει στις λακκούβες μας με λάσπες και κομμάτια, | ||
| απ’ το άθλιο και σιχαμερό του εγωισμού το έλος, | ||
| που ‘χει σκουπίδια, αλλά εμείς δεν βάζουμε ένα τέλος, | 160 | |
| γιατί ούτε που θυμόμαστε στην σίγουρη οπτική μας, | ||
| τι είναι αυτό που λαχταρά κι επιθυμεί η ψυχή μας. | ||
| Τα κόλπα της πολιτικής είναι πια όλα ίδια, | ||
| μας έχουν δείρει από παντού, μας σπάσαν τα παΐδια, | ||
| κι ενώ το βλέπεις μάταιο δεν θέλεις και να κάτσεις | 165 | |
| στ’ αυγά σου κι έτσι από ντροπή μας λες πως δε θ’ αράξεις | ||
| μα ανένταχτος, περαστικός είσ’ απ’ αυτό το κόμμα. | ||
| Ποιος είσαι συ | Το «κόμμα» είναι, αδερφέ, τ’ ότι δεν ξες ακόμα, | |
| και | τι είν’ αγάπη, ανθρωπιά και πως ο διπλανός σου, | |
| ποιος ο εχθρός; | όποιος κι αν είναι, κοίτα τον και δες τον εαυτό σου. | 170 |
| Αυτός είναι τη μια φορά εκείνος που πεινάει, | ||
| μπορεί για την αγάπη σου και όχι για να φάει. | ||
| Αυτός κάνει τον πόλεμο και είναι ο εχθρός σου, | ||
| μα ο ίδιος του λαβώνεται κι είναι συνάνθρωπός σου. | ||
| Τον έχει η τρέλα του θυμού σαν τίγρης και τον τρώει, | 175 | |
| τον έχει κι η απληστία του στα χέρια κομπολόϊ | ||
| κι εσύ παίρνεις την θέση σου για να του ρίξεις πέτρα; | ||
| Αυτήν έχεις για λύση σου; Για κάθησε και μέτρα: | ||
| Άγιος που δέκα θαύματα ήτανε για να κάνει | ||
| και έκανε μοναχά εννιά στ’ αλήθεια δεν τον φτάνει | 180 | |
| εκείνον τον απαίσιο, στυγνό εγκληματία, | ||
| που ήτανε δέκα εγκλήματα να κάνει και θυσία | ||
| έκανε το ένα έγκλημα και μείωσε στα εννέα. | ||
| Ποιός είσαι συ και ποιός ο εχθρός ρώτα το δεκανέα | ||
| όχι του στρατοπέδου σου, ούτε και του δικού μας, | 185 | |
| μα Αυτού που δεν μεροληπτεί, του δίκαιου Αρχηγού μας. | ||
| Αφού εσύ θες στρατόπεδα ο κόσμος μας να μοιάζει | ||
| και βρίσκεις το κεφάλι σου δίκαιο να φαντάζει, | ||
| μάθε πως Δικαστής καλός είναι μονάχα ένας, | ||
| Αυτός που είν’ αναμάρτητος, μα από μας κανένας | 190 | |
| ως τώρα δεν υψώθηκε σ’ εκείνη εκεί τη θέση, | ||
| γιατί εκεί κάθεται Αυτός και ας μας συγχωρέσει | ||
| που η Αγάπη είναι η ουσία Του και Δίκαιο ο ορισμός Του | ||
| και που όλα μας τα σφάλματα τα σήκωσε ο Σταυρός Του. | ||
| Και για όλους μας Αυτός ποθεί να φτάσουμε στο Φως Του, | 195 | |
| γι’ αυτό το είπε στον ληστή πριν έρθει ο θάνατός Του | ||
| ότι «μαζί Μου είσαι συ την τελευταία την ώρα | ||
| κι ας λήστεψες κι ας σκότωσες, σβήνονται όλα τώρα». | ||
| Έγκλημα και | Μήπως σου κακοφαίνεται, που σβήστηκαν τα χρέη | |
| τιμωρία: | αυτού που σε όλη την ζωή φαινότανε να φταίει; | 200 |
| Γόρδιος δεσμός | Μάθε πως η μετάνοια είναι απλή ιστορία | |
| και σπάει τον κύκλο που ‘γραφε «ΕΚΓΛΗΜΑ-ΤΙΜΩΡΙΑ»! | ||
| Μοιάζει με κόλπο να ‘ναι αυτό και μας θυμίζει απάτη, | ||
| άμα σκεφτούμε πονηρά και κλείσουμε το μάτι | ||
| λέγοντας «μετανόησα», μα μέσα στο μυαλό μας | 205 | |
| το σχέδιο καταστρώνουμε και πάλι το γνωστό μας. | ||
| Όμως δεν είναι έτσι αυτό, δεν φτάνει να το λέμε | ||
| και αν το νιώσουμε βαθιά, θα φτάσουμε να κλαίμε | ||
| και θα ματώσει η καρδιά σαν νιώσει την Αγάπη | ||
| κι αντιληφθεί αιώνια πως γύριζε την πλάτη | 210 | |
| στο φως της και πλανιότανε και χόρταινε στα πάθη. | ||
| Θα συντριβεί απ’ το μέγεθος του Ελέους του σαν μάθει | ||
| ότι αμέσως συγχωρεί ο Αγαθός Κριτής μας | ||
| και το ύψος της Αγάπης Του γίνεται ανιχνευτής μας. | ||
| Και ρίχνει Φως και φαίνονται όλα μας τα σκουπίδια, | 215 | |
| μα νιώθοντας ελεεινοί, ευγνωμοσύνη αιφνίδια | ||
| μας κατακλύζει την καρδιά, ταυτόχρονα με αγάπη, | ||
| γι’ αυτό και είναι φωτεινό η μετάνοια μονοπάτι. | ||
| Η αγάπη και η συγχώρεση πάνε μαζί πακέτο | ||
| και δεν γνωρίζουν δίκαιο ατομικό και σκέτο. | 220 | |
| Αγάπη είναι να ξεχνάς τελείως τον εαυτό σου, | ||
| το δίκιο, τις απόψεις σου κι όλο το συρφετό σου. | ||
| Έχει η αγάπη δύναμη, κάνει την ουτοπία | ||
| να γίνει αλήθεια στην καρδιά κι όχι ξιφομαχία. | ||
| Δεν είναι ουτοπικά αυτά που βγάζεις στη γωνία, | 225 | |
| γιατί είναι λες για τα παιδιά και για την εκκλησία. | ||
| Ενότητα η πολιτική δεν ξέρει καν τι είναι | ||
| στα λόγια μόνο την χωρά γι’ αυτό σε ένα μείνε: | ||
| Πως μόνο μέσα στην καρδιά η ενότητα συμβαίνει | ||
| κι αν από κει δεν ξεκινά ποτέ δεν πετυχαίνει. | 230 | |
| Ο αληθινός | Αυτό είν’, αγαπημένε μου, να είσαι επαναστάτης: | |
| επαναστάτης | Να πολεμάς τον ίδιο σου τον εαυτό κι αντάρτης | |
| να γίνεσαι στην πάλη σου με τον εγωισμό σου | ||
| κι όχι να βγάζεις το σπαθί μόνο στον διπλανό σου. | ||
| Κι όλα τα δεδομένα σου συνέχεια να γκρεμίζεις | 235 | |
| και όχι να τα προσκυνάς και να κοιτάς να χτίζεις | ||
| καινούρια οικοδομήματα και μέσα να μας κλείσεις | ||
| με σάπια ιδεολογήματα και εγκεφάλου πλύσεις! | ||
| Ενότητα δε χτίζεται σε θεωρίες επάνω | ||
| κι είν’ η αλήθεια δύσκολη, κοστίζει παραπάνω, | 240 | |
| γιατί σε βάζει να χτυπάς πρώτα τον εαυτό σου, | ||
| να ξεκινάς πρώτα απ’ αυτόν τον πονηρό εχθρό σου, | ||
| που για του άλλου την βρωμιά την μύτη του την πιάνει, | ||
| μα όμως την βρωμίτσα του την έχει για λιβάνι. | ||
| Όποιος αγάπη χώνεψε, δε βγάζει το κεφάλι | 245 | |
| απ’ το χαράκωμα αυτό να πει: «μα φταιν κι οι άλλοι». | ||
| Μέσα ο θυμός του στρέφεται, έξω του δεν ξεσπάει, | ||
| «εγώ ίσως φταίω» σκέφτεται κι αληθινά πονάει. | ||
| Αυτός δεν είν’ ενοχικός, μα ελεύθερος μου μοιάζει, | ||
| βγαίνει απ’ το σκοτάδι του και πια στο φως κοιτάζει. | 250 | |
| Γιατί είναι μέσα στην καρδιά μεγάλη ελευθερία | ||
| να ‘ρθει η Αγάπη ξαφνικά να κάνει ανταρσία, | ||
| στου εγωισμού τη φυλακή που έβαλε ο «μεγάλος», | ||
| ο όφις λέω ο πονηρός κι όχι κανένας άλλος, | ||
| το ζεύγος, τους Προπάτορες ώστε να πει ο καθένας | 255 | |
| ότι ο άλλος έφταιγε, ενώ θα ‘φτανε ένας | ||
| μία συγγνώμη να ‘λεγε για τον συνάνθρωπό του. | ||
| Πώς κάνει το μικρό παιδί μπροστά στον δάσκαλό του; | ||
| Κρύβει του φίλου τη ζημιά, λέει πως είν’ δική του, | ||
| δεν μαρτυράει, γιατί αγαπάει τον φίλο που είν’ μαζί του, | 260 | |
| συμπαίκτης και συμμαθητής κι ο δάσκαλός τους τότε | ||
| πιάνεται στο φιλότιμο και λέει: «ποινή δεν τρώτε». | ||
| Ποιός όμως τα θυμάται αυτά; Ποιός είναι σαν παιδάκι; | ||
| Αυτός που ανοίγει μέσα του την πόρτα στην Αγάπη, | ||
| που έχει τον ήλιο στην καρδιά και σ’ άλλον κόσμο είναι, | 265 | |
| αυτός βλέπει παράδεισο κι ας γύρω του είν’ εκείνες | ||
| οι καταστάσεις οι κακές που το ηθικό του σπάνε. | ||
| Κι εκείνον τον αγγίζουνε και μέσα τον πονάνε, | ||
| μα έχει ελπίδα σταθερή και δεν χάνει το θάρρος, | ||
| γιατί δεν έχει εγωισμό, που ξέρεις, είν’ κουμπάρος | 270 | |
| με την απελπισία μας, την μαύρη σκοτεινιά μας | ||
| και λέει να κυνηγάμε εμείς συνέχεια την σκιά μας. | ||
| Οι σνομπ | Συγγνώμη αν κουράστηκες απ’ την πολυλογία, | |
| πολιτισμένοι | μα θα στο πω άλλη μια φορά, γιατί έχει σημασία. | |
| και οι άξεστοι | Πως ιδιαίτερα πολύ με ανησυχούν εκείνοι | 275 |
| οι φίλοι μου οι ευγενικοί που λεν πως τους τη δίνει | ||
| ο άξεστος συνάνθρωπος, ο βλάχος, ο βλαμμένος, | ||
| αυτός που ακούει σκυλάδικα κι είναι χοντροκομμένος, | ||
| ο μέσος νεοέλληνας με χαμηλή κουλτούρα, | ||
| που φαίνεται από μακρυά σαν να ‘ναι σημαδούρα, | 280 | |
| απ’ το άχαρό του ντύσιμο, από την ξιπασιά του | ||
| και περιφέρει για αρχοντιά κάθε χοντροκοπιά του, | ||
| ιδιαίτερα όταν βρίσκεται κοντά σε ωραίους στυλάτους | ||
| και νιώθει πως η γειτονιά αυτή έχει άλλους γάτους, | ||
| ράτσας κομψής και λυγερής και πιο πολιτισμένης, | 285 | |
| μυστήριας, εναλλακτικής και λεπτοκαμωμένης. | ||
| Και βέβαια λούζεται ευθύς την περιφρόνησή τους | ||
| που ακόμα δεν κατάλαβε την σύγχρονη άποψή τους | ||
| και τόλμησε και φώναξε την πιο ωραία ώρα | ||
| στο τέλειο ηλιοβασίλεμα δίπλα απ’ την αιώρα | 290 | |
| και ρεύονταν και έβγαζε από νάυλον σακούλα | ||
| κεφτέδες! Και τους άψογους τους έπιασε αναγούλα! | ||
| Σε πιάνει φρίκη, φίλε μου, που ‘σαι πολιτισμένος! | ||
| Λες σέβεσαι τον άνθρωπο, μα τον κοιτάς σαν ξένος. | ||
| Την κατηγοριοποίηση την έχεις στο τσεπάκι, | 295 | |
| αλλιώς κοιτάς τον Σοφοκλή κι αλλιώς κοιτάς τον Λάκη, | ||
| γιατί δεν τα κατάφερε να είναι σαν κι εσένα, | ||
| ευαίσθητος, διακριτικός, μη μου τα λες εμένα, | ||
| πως τάχα εσύ δεν πρόσθεσες ποτέ σ’ αυτή τη φρίκη, | ||
| γιατί τον πίνεις τον καφέ στη χόβολη σε μπρίκι | 300 | |
| κι έτσι αισθάνεσαι σωστός, πάντα δικαιωμένος, | ||
| μια κι έχεις στυλ και άποψη κι είσαι και μορφωμένος | ||
| και δεν είσαι καράβλαχος, ίσως και κύρος να έχεις | ||
| και ντελικάτο επάγγελμα: Γιατρός ή καλλιτέχνης; | ||
| Και επειδή κρατάς γερά αυτά τα δεκανίκια, | 305 | |
| όλους τους κρίνεις αυστηρά και λες πως έχεις δίκια; | ||
| Ας το ομολογήσουμε, θα μείνει μεταξύ μας, | ||
| συμβάλλουμε κι εμείς σ’ αυτό που φτιάχνει την οργή μας. | ||
| Στην όποια ασχήμια τελικά που τόσο μας τη δίνει | ||
| κι ας μην αναλαμβάνουμε ποτέ μας την ευθύνη. | 310 | |
| Εμείς είμαστε πάντοτε τα πιο καλά παιδάκια | ||
| κι όλο μας φταίνε οι κακοί και φτύνουμε φαρμάκια, | ||
| που χάλασαν τον κόσμο μας και τόσο τον μολύναν, | ||
| που βάλανε στη διαπασών κι ακούνε Πέγκυ Ζήνα, | ||
| που εκπέσαν στις αξίες τους και η ποιότητά τους | 315 | |
| είναι πιο κάτω απ’ το μηδέν και που η ξιπασιά τους | ||
| φαίνεται στα σκουπίδια τους που ρίχνουν όπου να ‘ναι | ||
| και που το αυτοκίνητο συνέχεια παρατάνε | ||
| καταμεσής και άτσαλα, έτσι που να εμποδίσει, | ||
| αυτοί δεν έχουν πρόσβαση στην ακριβή τη λύση | 320 | |
| να έχουνε όπως κι εσύ έτσι εύκολα αποκτήσει | ||
| πάρκινγκ που να ‘ναι ιδιωτικό κάτω από το σπίτι | ||
| κι έτσι να παριστάνουν τον νομοταγή πολίτη. |















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου