| ΜΗΝ ΨΑΧΝΕΙΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ | |
| | |
Ο Δον Ζουάν, | Και αν νομίσεις πως εγώ είμαι καμιά «θεούσα», | |
η Θεούσα | αυτά επειδή μαρτύρησα και άκουσα… τη Μούσα, | |
και η Μούσα! | καλύτερα να μη με δεις και δεν θα το πιστέψεις | |
| ότι πιστεύω στο Θεό και κάνω τέτοιες σκέψεις! | |
| Δεν κάνω διαφήμιση στην όποια ομορφιά μου, | 5 |
| μα στο ‘πα μου ήταν δύσκολο και το ‘χα πρόβλημά μου, | |
| το πώς να διαχειριστώ τον άγριο ερωτισμό μου | |
| και δεν ήτανε πρόβλημα αυτό μόνο δικό μου, | |
| ήτανε και των αλλονών που μπλέκανε μαζί μου. | |
| Γι’ αυτό με απασχόλησε η αυτοδιάθεσή μου, | 10 |
| που ήταν ασυμμάζευτη και έβλαπτε ανθρώπους, | |
| σχέσεις και συναισθήματα σε χίλιους δύο τόπους, | |
| μια κι ήμουν ταξιδιώτισσα κι όλους τους «αγαπούσα» | |
| και μες σε ξένες αγκαλιές τη ζεστασιά ζητούσα. | |
| Έδινα άλλοτε ψυχή κι άλλοτε το κορμί μου | 15 |
| κι ετούτο το καμάρωνα για ερωτική ορμή μου! | |
| Ίσως το βλέπεις για καλό κι εγώ το ‘βλεπα τότε, | |
| μα αν ήσουνα στη θέση μας, θα μου 'λεγες: «ως πότε | |
| θ’ ανακατεύεις συνεχώς τα χτένια με τα γένια!». | |
| Φίλε, την πάτησα κι εγώ γιατί ήμουν θύμα σ’ έναν | 20 |
| σπουδαίο καρδιοκατακτητή που ακόμα το καυχιέται | |
| και ψάχνει νέα θύματα, μα τώρα αναρωτιέται | |
| γιατί ησυχία στην καρδιά δεν βρίσκει ο καημένος. | |
| Του εύχομαι να λυτρωθεί απ’ όσα είναι δεμένος, | |
| γιατί στης γοητείας του τα σκοτεινά τα δίχτυα | 25 |
| πρώτα ο ίδιος μπλέκεται και πού να βρει βοήθεια! | |
| Και τυρρανάει τους γύρω του, μα το ζητάν κι εκείνοι, | |
| αλλά έτσι είναι τα πράγματα στου Δον Ζουάν τη δίνη. | |
| Ο ένας τον άλλονε τραβά και κάνει τον ωραίο | |
| κι ύστερα διαμρτύρεται «τραβάτε με κι ας κλαίω!». | 30 |
| Αυτό νομίζεις πέταγμα, μα αυτό είναι φυλακή σου, | |
| και καταντάς να μπερδευτεί τόσο πολύ η ζωή σου, | |
| έτσι όπως σε γητεύουνε ετούτα τα δαιμόνια, | |
| που τελικά νομίζεις πως είσαι η Δυσδαιμόνα | |
| κι ο άμοιρός σου σύντροφος που σου ‘λεγε «σε θέλω», | 35 |
| κοντεύει πια να μοιάσει στον κακόμοιρο Οθέλλο! | |
| Άσ’ το και μην το συζητάς, το έχω μετανιώσει | |
| σε τέτοια δίχτυα όποιος μπλεχτεί, ύστερα ζει την πτώση! | |
| Λαχτάρησα γι’ αναπνοή και για ελευθερία. | |
| Δεν στο προτείνω, φίλε μου, ας μείνει στα βιβλία, | 40 |
| σε βίπερ νόρα, σήριαλ κι ερωτικές ταινίες, | |
| μα ας μείνουν μακρυά από μας αυτές οι ιστορίες. | |
| Τόσο πολύ μετάνιωσα που πήγα απ’ την άλλη | |
| και στην αρχή κινδύνεψα να βρω άλλο «κεφάλι» | |
| ψεύτικο κι υπερβολικό και να γενώ «θεούσα», | 45 |
| να βάλω φούστα μακρυά, ν’ αφήσω λίγα… μούσια! | |
| Μα ευτυχώς τη γλύτωσα ευλογημένα τόσο | |
| κι είδα πως λάθος τον Θεό έψαχνα ν’ ανταμώσω | |
| και από λίγο παλαβή, θρησκόληπτη που ήμουν, | |
| έγινα εγώ μουσόληπτη και ποταμούς μου δίνουν | 50 |
| τα Άγια Του τα φτερά που νιώθω να σκεπάζουν | |
| τον πόθο μου και έμπνευση να φέρνουν και να τάζουν, | |
| μα και να κάνουν ορατή αυτή την ευτυχία, | |
| που νιώθει, όταν ζεσταθεί, η καρδιά που ήταν κρύα. | |
| Λοιπόν, δεν θα ‘χεις άδικο να κουφαθείς λιγάκι, | 55 |
| αν κρίνεις εξωτερικά, δεν θα βρεις καμιάν άκρη. | |
| Θα πεις δεν το πιστεύω εγώ πως για Θεό μιλάνε, | |
| άνθρωποι φυσιολογικοί που κάποιοι τους κοιτάνε | |
| σαν μιαρούς, αμαρτωλούς, αφού οι παπάδες λέγουν | |
| πως πρέπει και να φαίνονται, όσοι Θεό λατρεύουν. | 60 |
| Μα όταν λεν «να φαίνονται» μ’ αυτό εννοούν «να δείχνουν» | |
| και στάχτη μες στα μάτια μας με υποκρισία να ρίχνουν, | |
| πως τάχα είναι χριστιανοί όσοι τα πάθη κρύβουν. | |
| Το ρίχνουνε στα τυπικά και την αλήθεια πνίγουν. | |
| Ενώ δεν είν’ το θέμα μας στους τύπους να κρυφτούμε, | 65 |
| μα να φανούν τα πάθη μας και να ταπεινωθούμε. | |
| Μα δεν μας είπανε ποτέ πώς ο Χριστός μας θέλει | |
| και τα στραβά μας γίνονται η κοπριά στ’ αμπέλι, | |
| όταν εμείς τα δώσουμε και δεν τα κρύβουμε άλλο | |
| σ’ Αυτόν που λέει: «Δωσ’ τα μου κι Εγώ θα σου τα βγάλω!». | 70 |
| Όχι γιατί τ’ αξίζουμε, μα όταν Τον ποθούμε, | |
| Αυτόν που μας αγάπησε, Αυτόν που λέει να ‘ρθούμε | |
| στον δρόμο που μας χάραξε, γιατί το πρόσωπό Του | |
| είναι η Αλήθεια και το Φως και για Σώμα δικό Του | |
| έχει την ανθρωπότητα όλη μες στους αιώνες. | 75 |
| Αυτό είναι η Εκκλησία Του και όχι οι κολώνες. | |
| Αυτός χωράει τον Έρωτα, ο αχώρετος Εκείνος! | |
| Αυτός σβήνει την πείνα σου και γίνεσαι σαν κρίνος. | |
| Αυτό σημαίνει ότι πνέει το Πνεύμα όπου θελήσει, | |
| σ’ όποιον ανοίξει την καρδιά και σ’ όποιον το ζητήσει | 80 |
| και καταλάβει πως Αυτό κάνει την ύπαρξή του | |
| να ενώνεται και με αυτούς που ίσως δεν είν’ μαζί του | |
| στην αμεσότητα αυτήν που θέλουμε τον άλλον, | |
| για να ρουφάμε τον καφέ μαζί με το τσιγάρο. | |
| Μην σταματάς να το ζητάς ν’ αυξάνει τη ροή σου, | 85 |
| ό,τι κι αν κάνεις, πέταξε! Κι άνοιξε την ψυχή σου! | |
| Καλή κι η αμεσότητα, μα πάντοτε ποθούμε | |
| να βρούμε τρόπους φτερωτούς, για να επικοινωνούμε. | |
| Έτσι οι σιωπές θα γίνουνε τα πιο καλά μας λόγια, | |
| η απόσταση θα πάψει πια ίσως και τα ρολόγια. | 90 |
| Αυτό είν’ επανάσταση, να είσαι μοναχός σου | |
| κι όλος ο κόσμος να χωρά στο παραμιλητό σου. | |
| Κάν’ το άμα θέλεις προσευχή, κάν’ το χορό, τραγούδι | |
| και ζήτα να ‘ναι δίπλα σου εκείνο το αγγελούδι. | |
| | |
Η νέα τουρλού | Μα όμως πρόσεξε εδώ, γιατί έχει μια παγίδα | 95 |
θρησκεία | που κι εγώ κάπως πρόσφατα στα μάτια μου την είδα, | |
| μιλώντας εύκολα κι απλά για πνεύμα και για χάρη, | |
| πως ήδη άρχισε κι εδώ να γίνεται παζάρι. | |
| Από τη μια στεγνώσανε τον κόσμο και τον σκάσαν, | |
| αφού όλοι αισθανθήκανε ότι το πνεύμα χάσαν | 100 |
| κι από την άλλη βρήκανε τον τρόπο, για να πούνε | |
| ότι πνευματικότητα παράγουν και πουλούνε. | |
| Και βλέπω, αλίμονο, παντού αιρέσεις να «χορεύουν», | |
| με κόλπα τελετουργικά έκσταση να γυρεύουν | |
| και να ισχυρίζονται μ’ αυτό ότι Θεό ανταμώνουν, | 105 |
| ενώ απλώς το έδαφος στον πονηρό το στρώνουν | |
| που θα ‘ρθει ως και θαύματα να κάνει, για να πείσει | |
| ότι αυτός είν’ ο Χριστός και να παραπλανήσει. | |
| Κοίταξε, γίνεται χαμός και μια τουρλού θρησκεία | |
| βλέπεις ν’ απλώνεται παντού έχοντας ποικιλία, | 110 |
| αφού αποδέχεται εύκολα και τον Χριστό και άλλους, | |
| γιατί όπως λέει τους θεωρεί μύστες μα και δασκάλους. | |
| Και τρέχει να σωθεί εκεί ο κάθε πικραμένος | |
| που έχει πλήρη άγνοια και είναι μπερδεμένος | |
| και – δες τους! – νιώθουν άγιοι και φωτισμένοι τάχα, | 115 |
| κάνοντας λίγο ευχέλαιο μαζί με γιόγκα χάθα! | |
| Θεός φυλάξοι, τον Χριστό χωρίς Χριστό ζητάνε, | |
| όμως χωρίς μετάνοια κοντά του δεν θα πάνε, | |
| αφού Χριστός είν’ ο Σταυρός και η ταπεινοσύνη, | |
| μα αυτοί δεν θέλουν σταύρωση κι ο πόνος τους τη δίνει. | 120 |
| Θέλουν μονάχα happening χωρίς τα Θεία Πάθη | |
| και λεν πως μ’ επιφοίτηση το Άγιο Πνεύμα θα ‘ρθει, | |
| παίζοντας κάτι όργανα, κάνοντας ασκησούλες | |
| και τραγουδάκια λέγοντας μέσα σε ομαδούλες. | |
| Κρίμα! Κι οι τόσοι Άγιοι μαρτύρια που δεχθήκαν | 125 |
| δεν το παρατηρήσανε, δεν το αντιληφθήκαν | |
| αντί να κάθονται εκεί να τους λιθοβολούνε, | |
| δεν στήναν μια τέτοια γιορτή να το φχαριστηθούνε; | |
| Και τόσοι άλλοι ταπεινοί που ασκήτευσαν σ’ ερήμους, | |
| πώς και δεν καταλάβανε τους εύκολους εκείνους | 130 |
| τρόπους για να αγιάσουνε και τον Θεό να βρούνε, | |
| αχ, έπρεπε οι «ωραίοι» μας να παν να τους το πούνε. | |
| Ότι φωτίζεσαι εύκολα δίχως μεγάλο κόπο, | |
| όχι απ’ τον δρόμο του Χριστού, μα απ’ το δικό τους κόλπο. | |
| Με λίγη αυτοσυγκέντρωση, μ’ εύκολες επικλήσεις | 135 |
| της ύπαρξης το πρόβλημα στα γρήγορα θα λύσεις. | |
| Ψευδοπροφήτες γέμισε αυτός εδώ ο πλανήτης | |
| και δεν γνωρίζω αν έμεινε και κάνας ερημίτης | |
| που να προσεύχεται ισχυρά, ώστε να κατεβάζει | |
| το έλεος πια του Θεού στον κόσμο που μου μοιάζει | 140 |
| σαν να βιώνει τελικά τις έσχατες στιγμές του, | |
| μα αν είν’ το σχέδιο του Θεού να δούμε τις βουλές του, | |
| ας κάνουμε υπομονή και ας μην το ξεχνάμε | |
| ότι αυτά που στρώσαμε πρέπει και να τα φάμε. | |
| Όχι για να μας πιάσει εδώ καμιά απελπισία, | 145 |
| μα για να το θυμόμαστε ότι εν μετανοία | |
| και μέσα από ταπείνωση κι ίσως πτωχεία στο πνεύμα | |
| θ’ αντιληφθούμε μοναχά το Θεϊκό Του νεύμα. | |
| | |
Δεν μπαίνω | Μην το βιαστείς ένα «-ικός» ή ένα «-ανός» να βάλεις, | |
σε ρεύμα | αν ψάχνεις προσδιορισμό σε μένα να κοτσάρεις. | 150 |
| Γυρεύω να ‘μαι στο μηδέν, ώστε να βρω τη λύση, | |
| κι Αυτός που φτιάχνει απ’ το μηδέν να με δημιουργήσει | |
| ξανά και πάλι απ’ την αρχή κι έτσι να ‘μαι καινούρια, | |
| αν θέλει και παντοτινή χωρίς κλειστά παντζούρια | |
| στο Φως Του και να λιάζομαι και έρωτα να νιώθω, | 155 |
| να βρίσκω ατελείωτη αγαλλίαση και πόθο. | |
| Κι αυτό που μου είναι έμπνευση και που μου δίνει θάρρος, | |
| παίρνοντας απ’ τις πλάτες μου τ’ ασήκωτο το βάρος, | |
| είναι η Αγάπη του Χριστού που ‘ναι στ’ αλήθεια τόση | |
| που ο σκοτισμένος μας ο νους δεν μπορεί να την νιώσει, | 160 |
| γιατί δεν το κατανοεί αυτό το μεγαλείο | |
| του πόθου που έχει ο Χριστός εν Πνεύματι Αγίω | |
| για το καθένα πλάσμα Του, να ενωθεί μαζί του | |
| και πως πονάει χωριστά για κάθε ένα παιδί του, | |
| επιθυμώντας φλογερά όλα να του τα δώσει | 165 |
| τόσο που έρχεται απλά, για να την ανταμώσει | |
| ο Θεϊκός ο Εραστής την πόρνη μας την φύση, | |
| κρύβοντας την Θεότητα για να μη μας φοβίσει. | |
| Αυτός, λοιπόν, είν’ Έρωτας που ταπεινά προσφέρει | |
| μέσα σε κάθε μια καρδιά τον εαυτό του ταίρι, | 170 |
| ενώ είν’ όλος ο Ουρανός και σαν Ερωτευμένος | |
| σκύβει και μπαίνει ταπεινός σε σάρκα γεννημένος | |
| μέσα σ’ αχούρι βρώμικο, για να το καθαρίσει | |
| και όλο του τον Εαυτό στην πόρνη να χαρίσει. | |
| Αν λίγο το μπορούσαμε να νιώσουμε το βάθος | 175 |
| του Έρωτα που ‘χει ο Χριστός κι έφτασε ως το πάθος, | |
| θα τρέχαμε στα πόδια του και με τα δάκρυά μας | |
| θα βρέχαμε τον Ουρανό και θ’ άνοιγε η καρδιά μας | |
| και θα ποθούσαμε ευθύς την ένωση μαζί Του, | |
| όπως μες στην Γεθσημανή το ‘πε στην προσευχή Του: | 180 |
| «Πατέρα, όπως είμαστε εμείς στ’ αλήθεια Ένα, | |
| κάνε κι αυτοί να γίνουνε, ζητώ για τον καθένα | |
| που μου ‘δωσες και φύλαξα να ‘ναι κι αυτός κοντά μας, | |
| να γεύεται τη Δόξα σου στην αιωνιότητά μας». | |
| Αν δεν σου φτάνουνε αυτά τα λόγια και ακόμα | 185 |
| ψάχνεις Αγάπη για να βρεις σ’ οργάνωση ή κόμμα, | |
| άσε με εμένα, πέρνα με για ψώνιο «πειραγμένο»! | |
| Όμως μην το διανοηθείς να βρεις ρεύμα, δεν μπαίνω | |
| ούτε στους μεν ούτε στους δε και σε παπαροκάδες, | |
| στείλε τα χαιρετίσματα, μα εγώ άλλες καντάδες | 190 |
| επιθυμώ και λέω εδώ χωρίς ταμπέλες τέτοιες. | |
| Ούτε φονταμενταλιστές γνωρίζω ούτε σέχτες. | |
| Καθολικοί, ευαγγελιστές, κεφάτοι προτεστάντες, | |
| καλά να είν’ οι άνθρωποι, μα κλείστηκαν σε μπάντες. | |
| Κάθε λογής αιρετικοί φτιάξανε ομαδούλες | 195 |
| και κλίκες για να υψώσουνε δικές τους σημαιούλες. | |
| Και κάτο πεντηκοστιανοί και όλοι αυτοί οι άλλοι | |
| που βάζουνε τα χέρια τους επάνω στο κεφάλι, | |
| για να καλέσουν τάχατες το Άγιο το Πνεύμα, | |
| μου φαίνεται οι δύστυχοι πήγαν σε λάθος «γεύμα»! | 200 |
| Το ίδιο κι οι ταλαίπωροι ιουδαιο-ιεχωβάδες, | |
| εγώ αγαπάω τον Χριστό, όπως κάποιες γιαγιάδες | |
| που ίσως δεν ξέρουν γράμματα, μα το σταυρό τους κάνουν | |
| και λένε την Παράκληση σαν να ‘ναι η Τζένη Βάνου. | |
| Δεν με πειράζουν οι άνθρωποι, τα ρίχνω στις ταμπέλες. | 205 |
| Κατά τα άλλα όλοι αυτοί και άντρες και κοπέλες, | |
| ας λένε ό,τι θέλουνε, στ’ αλήθεια δεν γνωρίζω | |
| τι έχουν μέσα στην καρδιά γι’ αυτό δεν το σκαλίζω | |
| άλλο πια μα τα λέω αυτά για να διαχωρίσω | |
| τη γνώμη και την θέση μου να την ξεκαθαρίσω. | 210 |
| Ακόμα κι οι αλλόθρησκοι κι αυτοί Θεό γυρεύουν, | |
| πολλές φορές Τον βρίσκουνε ό,τι και αν πιστεύουν. | |
| Γιατί Αγάπη είν’ ο Θεός και ξέρει την καρδιά τους, | |
| τον πόθο, την λαχτάρα τους, δεν βλέπει τα δεσμά τους, | |
| που είναι το περιτύλιγμα που λέει κάθε θρησκεία, | 215 |
| ή κάθε εθνικότητα και ιδεολογία. | |
| Δεν θέλω διαφορετική να ‘μαι, μα τι να κάνω, | |
| βλέπω όλα αυτά τα ρεύματα και θέλω «να την κάνω». | |
| Επιθυμώ ορθόδοξα να ‘μαι μόνο μαζί Του | |
| και δεν φοράω παράσημο, ούτε και είμ’ η «Αυλή» Του. | 220 |
| Μακάρι να ‘μουν δηλαδή, μα αυτό Αυτός το ξέρει, | |
| γιατί αυλή είν’ το σύμπαν Του κι η γη μας είν’ τ’ αμπέλι, | |
| που ρίχνει Αυτός τον σπόρο Του και άμα βρει να δέσει | |
| μέσα στην κάθε μια καρδιά που ανοίγει κι ας πονέσει, | |
| την κάνει τότε ολόγλυκο σταφύλι απ’ τους χυμούς Του | 225 |
| κι ο άνθρωπος φωτίζεται, λαμπρύνεται ο νους του | |
| και θέλει και το λαχταρά να γίνει και κρασάκι, | |
| να ενωθεί με την Πηγή να τρέχει σαν ρυάκι. | |
| | |
Αποστάγματα | Μα για το κόκκινο κρασί πατιούνται τα σταφύλια, | |
| για να το πίνουν να μεθούν τα διψασμένα χείλια. | 230 |
| Να θέλεις και να προτιμάς να είσαι το σταφύλι | |
| και ας πατιέσαι για να πιούν τ’ αδέρφια και οι φίλοι. | |
| Τότε θα μάθεις πως καλό σταφύλι μες στ’ αμπέλι, | |
| είναι αυτό που το τρυγούν από νωρίς οι αγγέλοι | |
| κι εκείνο μέθη δε ζητά παρά μονάχα δίνει | 235 |
| κι αγάλλεται ο Τρυγητής και μες στο Φως το ντύνει. | |
| Μπορεί να είσαι μια σποριά σε χώμα ξεραμένο, | |
| μα αν θες μπορείς να ποτιστείς νεράκι αγιασμένο | |
| από Πηγή ζώντος νερού, τώρα δεν το πιστεύεις, | |
| σαν βλέπεις καθαρό νερό, ίσως να κοροϊδεύεις. | 240 |
| Δεν φταις γιατί ό,τι κι αν σου πω για το ωραίο κρασάκι, | |
| αν δεν το πιεις σου φαίνεται χαζό παραμυθάκι. | |
| Με λίγο χρόνο όμως να! Χωρίζονται ακόμα, | |
| ο ώριμος γλυκός καρπός απ’ το σπυρί στο χώμα. | |
| Άσε το «ναι» μες στην καρδιά καλά να την οργώσει | 245 |
| και μέχρι να ‘ρθει ο θερισμός εκείνη να μεστώσει. | |
| Όλοι θα γίνουμε κρασί γιατί το θέλει Εκείνος, | |
| που ενώ είναι όλη η Άμπελος, κατέβηκε σαν κρίνος. | |
| Κι είναι το Φως Του ιλαρό, Αγάπη τ’ όνομά Του, | |
| Βουλής Μεγάλης Άγγελος για μας το πέταγμά Του. | 250 |
| Φίλε μου, δεν διαφέρουμε καθόλου, πίστεψέ με, | |
| είμαι καθρέφτης και ποθώ το Φως Του, δε γελιέμαι. | |
| Γιατί το θέλει ο καιρός τα πράγματα ν’ αλλάξουν | |
| και όσοι θέλουν να το δουν ζητάνε να πετάξουν. | |
| Μάτια που είδανε το Φως πίσω τους δεν κοιτάνε | 255 |
| και δες μονάχοι περπατούν αυτοί που αγαπάνε. | |
| Ή «σαν μονάχοι» θα το πω γιατί έχουν συντροφιά τους | |
| τον πόθο για την ένωση μ’ Αυτόν που είναι κοντά τους. | |
| | |
Καθαρή μορφή | Αυτά, για να μην μπερδευτείς, αν το ‘χεις δεδομένο | |
| και ψάξεις να βρεις ορισμό που έτσι οργανωμένο | 260 |
| να μου αποδώσει όνομα ή ό,τι άλλο ακόμα, | |
| καμιά ετικέτα δεν φορώ, μα είμαι κατ’ εικόνα. | |
| Και σίγουρα με χίλιες δυο βρωμιές και μύρια λάθη. | |
| Αν θέλεις καθαρή μορφή ψάξε και δες τα Πάθη | |
| της Μεγαλοβδομάδας μας και την Ανάστασή Του… | 265 |
| Κι ίσως ο σταύλος της καρδιάς φάτνη στη γέννησή Του | |
| να γίνει έτσι σταδιακά ή μονομιάς αν θέλει, | |
| μέσα ας έχει κοπριά, έξω θα ‘ρθουν οι Αγγέλοι! | |
| Εκείνος καταδέχεται να γεννηθεί εντός σου | |
| κι ας είν’ ακόμα βρώμικος ο σταύλος ο δικός σου. | 270 |
| Άλλωστε μόλις γεννηθεί, θα δεις να καθαρίζεις. | |
| Θα πάθεις πλάκα, φίλε μου, κι εκείνοι που γνωρίζεις, | |
| δεν θα μπορούνε να το βρουν πώς τα ‘χεις καταφέρει | |
| κι ενώ ακόμα περπατάς σε τούτα εδώ τα μέρη, | |
| μοιάζει να έχεις πέταγμα, είσαι γεμάτος δώρα, | 275 |
| πώς βγήκες από τα σκατά κι έληξε η κατηφόρα. | |
| Τώρα άμα σε ζάλισα με όλα αυτά που είπα | |
| κι αν το κεφάλι «σού ‘κοψα», δικιά σου είν’ η πίτα. | |
| Όπως σ’ αρέσει μοίρασε ετούτο το χαρμάνι, | |
| ακόμα και του σκύλου σου δώσε να μην πεθάνει, | 280 |
| τσίμπα κι εσύ ένα μεζέ, μα αν νιώθεις και χορτάτος, | |
| απ’ τα πολλά σου «αγαθά» πεινάει και ο «γάτος», | |
| αυτός που ίσως κατάλαβε ότι απ’ τα σκουπίδια | |
| που ‘τρωγε μέχρι τώρα δα, αυτά είναι στολίδια. | |
| Όχι γιατί τα είπα εγώ, μα γιατί έτσι είναι. | 285 |
| Δεν είναι θεωρίες μου, γι’ αυτό «τρώγε» και «πίνε»! | |
| Κι άκου αν θες κι αν απορείς το πρώτο γραμματάκι, | |
| που ‘γραψα σε μια φίλη μου για πλάκα σε στιχάκι | |
| και κάπως έτσι μ’ έπιασε η τρέλα αυτή εδωπέρα | |
| μία ηλιόλουστη καυτή του Αυγούστου ωραία μέρα. | 290 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου