| ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ | |
| | |
Μη σου λάχει, | Είσαι απολύτως υγιής, αν είσαι στην αγέλη, | |
μη σου λάχει… | οπότε εσύ που αντιδράς θα χρεωθείς τα τέλη | |
| της όποιας σου παράβασης, κυρίως αν διαφέρεις, | |
| δεν σε αφήνουν ήσυχο μήπως και καταφέρεις | |
| να αποδράσεις και φωτιές στη βεβαιότητά τους, | 5 |
| ανάψεις χωρίς να το θες μια κι είσαι ανάμεσά τους. | |
| Μεγάλος πονοκέφαλος να ‘χεις άλλο «καλάθι», | |
| γιατί σ’ αυτήν την εκδοχή σε κυνηγούν οι βλάχοι! | |
| Και δεν ξεφεύγεις, γιατί αυτοί το ‘χουν συμφωνημένο | |
| και μάλιστα το χαίρονται που ‘ναι κατεστημένο. | 10 |
| Δικαιωμένοι, αγωνιστές, μέχρι κι επαναστάτες, | |
| όλοι αμετακίνητοι μην έχεις αυταπάτες, | |
| μοιράζονται τους ρόλους τους και βρίσκουν ησυχία, | |
| αν λείψεις απ’ το έργο τους, αυτό είναι προδοσία. | |
| Κι αλίμονο! Αν σε αγαπούν, δεν θα σε κυνηγήσουν, | 15 |
| δεν θα σε πάνε φυλακή, μα όμως θα σε κλείσουν | |
| η πνιγηρή φροντίδα τους κι η βεβαιότητά τους | |
| σε πιο μεγάλη φυλακή, που είναι η αγκαλιά τους, | |
| κι αν δεν καθίσεις και εκεί, πολύ πια θα θυμώσουν | |
| και τότε θα σιγουρευτούν πως πρέπει να σε σώσουν, | 20 |
| γιατί είναι επικίνδυνο που είσαι μακριά τους | |
| και δεν υπολογίζεις πια τα επιχειρήματά τους. | |
| Δεν σου ‘πανε να συμφωνείς με όλα μα με κάτι. | |
| Τι; Θα πηδήξεις στο κενό; Ε, θα σε πουν σακάτη. | |
| Αυτό είπανε και στον σοφό που έλεγε «ουδέν οίδα». | 25 |
| Κουνήθηκαν οι ασφάλειες και το ‘νιωσαν παγίδα. | |
| | |
Μη μιλάς | Υπάρχει και περίπτωση σε κάποιους να αρέσει, | |
καθόλου! | σε κάποιους νέους στην καρδιά, που ακόμα ψάχνουν θέση, | |
| μα αυτοί έχουν έναν κίνδυνο γιατί είναι ένα στρώμα, | |
| που και την όποια απόδραση την σκέφτονται σε κόμμα. | 30 |
| Είναι ωραίοι, ανήσυχοι, θέλουν ελευθερία, | |
| μα η τάση που ‘χουν οι άνθρωποι σ’ αυτήν την ηλικία | |
| τους σπρώχνει στο φανατισμό, γιατί ζητάει να δέσει | |
| με ιδέες και συνθήματα και κάποιονε στη μέση | |
| ένα καινούριο σύστημα, μια νέα θεωρία, | 35 |
| οπότε πάλι θα ‘χουμε μια νέα ιδεολογία. | |
| Το είδαμε πολλές φορές σε νέους επαναστάτες | |
| σαν μεγαλώσουν κι έχουνε πια τις κοιλιές χορτάτες | |
| να μυρηκάζουν πληκτικά το παλαιό τους πάθος, | |
| για να μας πείσουν πως αυτοί δεν κάνανε το λάθος, | 40 |
| μα να, απλώς, οι τέλειες ιδέες που ‘χαν πάντα | |
| και που γι’ αυτές αγόρασαν αντί Mercedes, Lada | |
| δεν ευοδώθηκαν γιατί φταίνε στα σίγουρα άλλοι | |
| που ‘χουν πατάτα για καρδιά κι άχυρο στο κεφάλι. | |
| Δεν τους περνάει απ’ το μυαλό πως οι ίδιοι ίσως φταίνε, | 45 |
| γιατί έχουν άλλα στο μυαλό κι άλλα στην πράξη λένε. | |
| Και πως όσα κι αν κάνανε στη νεαρή ηλικία | |
| με πνεύμα αγωνιστικό ήταν απλά ευκαιρία | |
| να εκτονώνουνε απλώς το νεανικό τους πάθος | |
| νομίζοντας ότι σαφώς ξέρουν αυτοί το λάθος | 50 |
| κι ότι κατέχουν το σωστό και θα το αποδείξουν, | |
| γιατί έχουν παντοδύναμη ομάδα και θα ρίξουν | |
| οι δίκαιοι αγώνες τους κάτω την αδικία | |
| και θα γλυτώσει απ’ αυτήν όλη η κοινωνία. | |
| Δεν είναι βέβαια αθέμιτο, στη φύση είναι των νέων | 55 |
| να οραματίζονται να μπουν στο χώρο των σπουδαίων | |
| και να εκφράζουν άποψη, να ρίχνονται σ’ αγώνες, | |
| μα υπάρχει μια παγίδα εδώ, αν δεις μες στους αιώνες, | |
| το να εγκλωβιστούν απλώς στις φρέσκιες τους ιδέες | |
| που θα παλιώσουν κάποτε και δεν θα είναι νέες. | 60 |
| Ο Βιτγκενστάιν11 που ήτανε πολύ φευγάτος νέος, | |
| φλεγόμενος, ανήσυχος, σοφός ίσως σπουδαίος, | |
| προσπάθησε επίμονα να πει πως η αλήθεια | |
| δεν βρίσκεται στη σκέψη μας, στα λόγια, στη συνήθεια | |
| και πως όταν ο άνθρωπος γυρεύει να την κλείσει | 65 |
| σε δίχτυα φιλοσοφικά σίγουρα θ’ αστοχήσει. | |
| Γι’ αυτό και έφυγε μακριά, πήγε στη Νορβηγία, | |
| μια κι ήξερε τον κίνδυνο που ‘χει η Φιλοσοφία. | |
| Γιατί όσο κι αν το ήθελε να γίνει ο «κανένας», | |
| έναν σπουδαίο φιλόσοφο έβλεπε ο καθένας, | 70 |
| κι ενώ αυτός τους έλεγε πως η Φιλοσοφία | |
| είναι για να γκρεμίζουμε την κάθε θεωρία, | |
| εκείνοι πάλι χτίζανε το οικοδόμημά τους | |
| και απ’ αυτόν ζητούσανε να γίνει μέντοράς τους. | |
| Κι αυτός για να ‘ναι συνεπής με τα λεγόμενά του, | 75 |
| τα ίχνη πάντα έσβηνε, «έπνιγε τα παιδιά του», | |
| και ό,τι αποφατικά αυτός επιχειρούσε | |
| να πει, στην πράξη το ‘δειχνε κι αλλόκοτα έτσι ζούσε. | |
| Γιατί ήξερε πως θέλανε να τονε παγιδέψουν | |
| κι απ’ όσα έλεγε αυτός, να πάνε και να κλέψουν | 80 |
| αυτά που τους βολεύανε, για να ‘χουν ευκαιρία | |
| να φτιάξουν φιλοσοφική καινούρια θεωρία. | |
| Είναι για να το φοβηθείς και στη σιωπή να κάτσεις, | |
| άμα στ’ αλήθεια το ποθείς τον κόσμο να αλλάξεις, | |
| γιατί έχει αυτός τον τρόπο του κι αρρωστημένο πάθος | 85 |
| να παίρνει αυτόν τον πόθο σου να τον σερβίρει λάθος | |
| σε νέα ιδεολογική φόρμα ως θεωρία, | |
| γιατί Αλήθεια δεν ζητά, ψάχνει φιλοσοφία. | |
| Δε λέμε πως δεν είν’ καλό, αν ψάχνεις την Αλήθεια | |
| να βοηθήσεις και αυτούς που ασφυκτιούν στα δίχτυα | 90 |
| και θέλουν ν’ αποδράσουνε, μα πρέπει να προσέχεις | |
| αυτή την μπανανόφλουδα που βάζουνε οι σχέσεις. | |
| Άλλωστε είσαι και εσύ ένας που ακόμα ψάχνει… | |
| Το είπαν και οι Σκεπτικοί12 δεν βλέπεις μες στην πάχνη | |
| της όποιας βεβαιότητας, των όποιων δεδομένων, | 95 |
| γι’ αυτό διαλέγεις το μηδέν απ’ ό,τι είναι δοσμένο | |
| μήπως εκεί καθαριστείς και τότε η Αλήθεια | |
| εκείνη έρθει να σε βρει, σαν διώξεις τη συνήθεια. | |
| να θεωρείς αληθινό αυτό που βλέπει η τύφλα | |
| αυτής της δήθεν λογικής που σου κολλάει σαν τσίχλα | 100 |
| στη σφαίρα του εγκεφάλου σου και νέα δεδομένα | |
| σου στρώνει πάλι απ’ την αρχή στέρεα βεβαιωμένα. | |
| Άρα, δεν έχεις τίποτα να πεις κι αυτό ακόμα, | |
| το ότι δεν ξέρεις τίποτα, φύλαξ’ το μες στο στόμα | |
| κι αν έρθει εκείνη η στιγμή και το μηδέν φωτίσει, | 105 |
| και λίγο ανοίξουν οι οφθαλμοί κι η Αλήθεια σ’ οδηγήσει, | |
| μην γίνεις Υπεράνθρωπος όπως αυτός του Νίτσε | |
| κι αρχίσεις λόγια να τους λες, καλύτερα αυτό δείξε: | |
| | |
Ο καθρέφτης | Ότι η Αλήθεια πρόσωπο είναι και όχι λόγια | |
& το Πρόσωπο | και για να έρχεται, εσύ, κάθεσαι στα «υπόγεια», | 110 |
| εκεί που σβήνει το μυαλό και η καρδιά χτυπάει, | |
| γιατί στ’ αλήθεια αληθινός είν’ όποιος αγαπάει. | |
| Και αγαπάω δεν θα πει γίνομαι δάσκαλός σας, | |
| θα πει είμαι υπηρέτης σας και ο πιο ταπεινός σας, | |
| για να εστιάσετε στο φως, που σβήνεις για να έρθει | 115 |
| και το ζητά ο καθένας μας ρουφώντας απ’ τη μέθη | |
| εκείνου του ωραίου μηδέν που γίνεται καθρέφτης, | |
| όχι σε όποιον κομπασμούς και λόγια λέει ο ψεύτης, | |
| μα στην Αλήθεια που ρευστή έρχεται σαν ποτάμι, | |
| δεν πιάνεται, δεν κλείνεται, συμβόλαια δεν κάνει, | 120 |
| μόνο μας θέλει καθαρούς, με πόθο στην καρδιά μας | |
| και στα σκουπίδια τα πετά τα επιχειρήματά μας. | |
| Εκείνη είναι το Πρόσωπο και συ είσαι κατ’ εικόνα. | |
| Μην την πατήσεις, φίλε μου, ενώ είσ’ ακόμα χώμα, | |
| και πεις τάχα πως έγινες το Φως που ‘χεις λαχτάρα, | 125 |
| εκείνο καίει δυνατά κι εσύ θα μπεις στη σχάρα, | |
| αν το μπερδέψεις και το δεις για πρόσωπο δικό σου. | |
| Εσύ ας μείνεις διάφανος κι αυτό είναι δανεικό σου, | |
| γιατί αλλιώς ίσως καείς από το Φως το ίδιο, | |
| σαν Ίκαρος θα τσακιστείς, θα πέσεις σαν βαρίδιο, | 130 |
| αν το οικειοποιηθείς, θα έρθουν τα κοράκια | |
| και θα τσιμπάνε αχόρταγα τα ωραία σου λογάκια! | |
| | |
Δεν ήταν | Έτσι την πάτησε κι αυτός ο τραγικός Ιούδας, | |
για τ’ αργύρια | που θα ‘τανε καλύτερο να σώπαινε σαν Βούδας, | |
| μα αυτός οικειοποιήθηκε την Χάρη του Δασκάλου | 135 |
| και ήθελε τον μάνατζερ να κάνει του Μεγάλου. | |
| Γιατί ποθούσε να Τον δει στον θρόνο Επαναστάτη, | |
| ήθελε τον Θεάνθρωπο καβάλα πάνω σε άτι | |
| και πήγε έτσι αυτόβουλα αυτός να καθαρίσει, | |
| λες κι ήτανε το σχέδιο δικό του να ορίσει, | 140 |
| λέγοντας: «Θα σας πω εγώ ποιός είναι ο Μεσσίας», | |
| γιατί ονειρευότανε μια πράξη ανταρσίας | |
| σ’ επίπεδο πολιτικό και ήθελε ν’ αρχίσει | |
| εκείνη η επανάσταση που τόσο είχε ποθήσει. | |
| Έβαλε την πολιτική, την ιδεολογία | 145 |
| και τα δικά του σχέδια πάνω από τον Μεσσία. | |
| Δεν ήθελε ν’ ακολουθεί το θέλημα Εκείνου, | |
| που είχε την ταπείνωση του θεϊκού και φίνου | |
| Προσώπου που ενσαρκώθηκε, του Λόγου της Τριάδας. | |
| Ο Ιούδας ανυπόμονος ήθελε Ιλιάδας | 150 |
| σενάριο να εκτυλιχθεί κι «έδωσε» τα Μυστήρια | |
| απ’ τη φιλοδοξία του και όχι για τ’ αργύρια. | |
| Δεν ήτανε φιλάργυρος, είχε φιλοδοξία | |
| να προχωρήσει μόνος του αυτή την ιστορία, | |
| ενώ το είχε πει ο Χριστός στους Μαθητές να κρύβουν, | 155 |
| ποιός είν’ Αυτός στα λόγια τους και έτσι να το δείχνουν | |
| μόνο στην πράξη, αφήνοντας την Χάρη Του να δίνουν | |
| σαν λύχνοι που όντως λάμπουνε πάνω στου κομοδίνου | |
| την επιφάνεια και γι’ αυτό τους βάζουμε εκεί πάνω | |
| κι όχι για να φωνάζουνε: «Κοιτάξτε εγώ τι κάνω!». | 160 |
| Ο Ιούδας είπε στους Ιερείς: «Εγώ Τονε γνωρίζω, | |
| Αυτόν που περιμένουμε κι αν θέλετε ορίζω | |
| τον τρόπο αναγνώρισης και θα Τον παραδώσω | |
| Αυτόν που είν’ ο Μεσσίας μας και καρτερούμε τόσο». | |
| Το έκανε σκεπτόμενος πως θα ‘χε άλλη πορεία | 165 |
| κι άλλη εν τέλει εξέλιξη αυτή η ιστορία: | |
| Πως δεν θα παραδίνονταν, μα θα επαναστατούσε, | |
| κι έτσι το πολυπόθητο έργο θα ξεκινούσε. | |
| | |
Δεν υπάρχεις! | Γι’ αυτό, σου λέω, φαίνεται η Αλήθεια, δεν μιλιέται, | |
| δεν είν’ αόριστη έννοια, στην πράξη συναντιέται | 170 |
| και σβήσε ευθύς τα ίχνη σου, πρόσωπο εσύ δεν είσαι, | |
| Εκείνη μόνο είν’ Πρόσωπο, γι’ αυτό και Την στερείσαι, | |
| όταν γυρεύεις να την βρεις σε λόγια και απόψεις | |
| και δεν μπορείς την κεφαλή του εγωισμού να κόψεις. | |
| Γιατί κοιτάς την πάρτη σου με λόγια να δοξάσεις | 175 |
| κι άμα στα λόγια τον ζητάς τον Λόγο θα τον χάσεις, | |
| γι’ αυτό πρέπει κι ο ίδιος σου να αυτοαναιρείσαι | |
| κι αν την Αλήθεια συναντάς να μην μας λες ποιος είσαι. | |
| Άσε Εκείνη να φανεί και συ εξαφανίσου. | |
| Αν Την φανέρωσες σε μας, αυτό είν’ η αμοιβή σου. | 180 |
| | |
…ούτε στον | Να μην γνωρίζει η «δεξιά» τι κάνει η «αριστερά» σου16 | |
παπά | που πάει να πει ο εγκέφαλος να ξέρει τα μαλλιά σου, | |
κι άκου | μα να μην ξέρει τι εσύ στ’ αλήθεια επιλέγεις | |
την καρδιά | και κάνει καταχώρηση, εσύ ας τον κοροϊδεύεις, | |
| γιατί είν’ αυτός μηχάνημα που θέλει να οργανώνει | 185 |
| και ό,τι βρεις, στ’ αρχεία του κοιτάζει να το σώνει. | |
| Αυτή είναι η λειτουργία του, δεν φταίει η χημεία, | |
| μα είναι για άλλα πράγματα κι όχι για ελευθερία. | |
| Γι’ αυτό τον σβήνεις, άμα θες να έρθει η Αλήθεια. | |
| Γι’ αυτήν αρκεί ο ανιχνευτής που έχεις μες στα στήθια, | 190 |
| που δεν επεξεργάζεται στοιχεία, δεδομένα, | |
| στρέφεται αυτόματα στο Φως και λέει: «Θέλω Εσένα!». | |
| Αυτό που λέγεται καρδιά μονάχα επιλέγει | |
| ή το ψυχρό ή το θερμό και έτσι δεν τα μπερδεύει. | |
| | |
Προσοχή στην | Έτσι ο πρώτος σου εχθρός είναι η αυτοεικόνα, | 195 |
αυτοεικόνα | που λέει πως είσαι συ αυτός που ψάχνεις τόσα χρόνια | |
| και τότε σκοτεινιάζει αυτός ο καθαρός καθρέφτης | |
| και γίνεσαι υπερφίαλος, εγωιστής και ψεύτης. | |
| Γιατί ενώ ήξερες καλά ότι ζητάει διαφάνεια, | |
| η Αλήθεια για να έρχεται, σαν έρθει η περηφάνια | 200 |
| και διαλαλείς την πάρτη σου και έτσι καμαρώνεις, | |
| το πρόσωπό σου φαίνεται κι έτσι δεν φανερώνεις | |
| αυτήν που τόσο αγαπάς και που μας αγαπάει | |
| και ο ξερός εγωισμός, όπου ήσουν σε γυρνάει. | |
| Αυτός που έχει αποστολή να λέει την Αλήθεια, | 205 |
| ζητάει και τρόπο να την πει, ίσως με παραμύθια | |
| όχι δικά του, μα αυτά που Εκείνη υπαγορεύει. | |
| Εκείνος μόνο τη γροικά κι απ’ το μυαλό του φεύγει, | |
| έτσι ώστε ν’ ακούσουνε μονάχα όσοι αντέχουν, | |
| γιατί οι άλλοι καίγονται και να ορμήξουν τρέχουν | 210 |
| ή να σε φάνε πάραυτα ή να σ’ αποθεώσουν, | |
| γιατί μπορούνε να δεχτούν μόνο ό,τι καλουπώσουν. | |
| Γι’ αυτό θέλει ταπείνωση κι όχι υπερηφάνεια, | |
| αφού κι ο ίδιος ο Θεός κρύφτηκε «στα ουράνια», | |
| για να ‘σαι συ ελεύθερος, αν θες, να Τον ζητήσεις | 215 |
| κι αν πρώτα απ’ όλα την καρδιά ζητάς να καθαρίσεις. | |
| Γιατί ήρθε ο Θεάνθρωπος κι αυτοί βάγια Του στρώσαν, | |
| μα «Εγώ ειμ’ η Αλήθεια» άκουσαν κι οι ίδιοι Τον σταυρώσαν. | |
| Αυτά που σου ‘πα μυστικά ας μείνουν στο ντουλάπι | |
| και ό,τι είπαμε ως εδώ, ας είν’ ψωμί κι αλάτι. | 220 |
| | |
Καλυφθείτε! | Σε τούτη τη διαδρομή, κράτα για φορεσιά σου | |
| μία στολή παραλλαγής να μοιάζεις στη γενιά σου | |
| και όλα κάν’ τα μα αλλιώς, θέατρο έξω είναι, | |
| παίξε το ρόλο σου καλά, τα ίχνη όμως σβήνε. | |
| Σ’ αυτά τα χαρακώματα, φυλάξου απ’ τις σφαίρες, | 225 |
| καλύψου ήσυχα κι απλά και μη μετράς τις μέρες? | |
| κι ο χρόνος είναι ένα τρικ που έχει η κοινωνία. | |
| Εσύ μείνε στη θέση σου και κάνε την «κυρία»! | |
| Μην φλυαρείς και σώπαινε και πες την προσευχή σου, | |
| έτσι θα δεις να φεύγουνε αυτοί που είν’ εχθροί σου. | 230 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου