| Η ΠΤΩΣΗ (ΦΩΣ – ΣΚΟΤΑΔΙ) | |
| | |
Χάσαμε | Πρόωρης μια κι ήταν νωρίς να φας από ετούτο, | |
τον έρωτα | γιατί δεν ήσουν έτοιμος κι αυτό έφερνε «σκορβούτο» | |
| όχι γιατί ήτανε κακό, μα απαγορευμένο | |
| ήτανε μόνο «άχρι καιρού», μέχρι ερωτευμένο | |
| να νιώσεις τον καθρέφτη σου με τον Δημιουργό σου | 5 |
| και να σταθεροποιηθεί μαζί Του ο δεσμός σου. | |
| Για να μην κινδυνεύεις πια ποτέ να την πατήσεις | |
| και του Θεού το Πρόσωπο δικό σου το νομίσεις. | |
| Αφού είσαι κτίσμα μοναχά, δεν είσαι συ ο Κτίστης | |
| κι είδες πως εύκολα ξεχνάς το δόγμα αυτής της πίστης. | 10 |
| Έτσι τότε την πάτησες κι αντί να αγαπήσεις | |
| τον Κτίστη που αιώνιο σε έφτιαξε να ζήσεις | |
| και σου ‘δωσε προδιαγραφή σαν άγγελος να είσαι, | |
| εσύ «την είδες» σαν Θεός κι είπες στο άψε σβήσε: | |
| «Ωραίο μήλο, Εύα μου, όπως κι εσύ είσ’ ωραία | 15 |
| ας παρακούσουμε Αυτόν κι ας κάνουμε παρέα!». | |
| Κι έτσι ο καθρέφτης στράφηκε στον άλλονε καθρέφτη | |
| και από τότε έρωτα είπε αυτόν τον ψεύτη, | |
| που μας θυμίζει ευτυχώς κάτι από ευτυχία, | |
| μα όμως λήγει γρήγορα και φέρνει απελπισία. | 20 |
| Γιατί η φλόγα αληθινά, η Φλόγινη Ρομφαία, | |
| είναι αυτός ο ΕΡΩΤΑΣ που έχει κεφαλαία | |
| κι έκλεινε του Παράδεισου την πόρτα έως ότου, | |
| ως Προμηθέας ο Χριστός για χάρη του ανθρώπου, | |
| τη φλόγα έδεσε ξανά στον θείο Έρωτά Του | 25 |
| κι αυτό το στριφογύρισμα – αιτία του θανάτου – | |
| που είχε η ρομφαία αυτή άτσαλα και χτυπούσε | |
| και έκλεινε την είσοδο, τις πόρτες τις σφαλούσε, | |
| Εκείνος το σταμάτησε και πάλι είπε: «Ορίστε! | |
| Μέσα στη Βασιλεία Μου, αν θέλετε, γυρίστε». | 30 |
| Ήρθε Νυμφίος Εραστής και άνοιξε τις πόρτες, | |
| μα τα ξεχάσαμε αυτά κι έχουν φτερά οι κότες | |
| και ‘μεις που είχαμε φτερά κι ήμασταν σαν αγγέλοι, | |
| χάνουμε το αιώνιο Φως και μένουμε αγέλη. | |
| Κι έτσι η φύση η μισή που ‘χουμε σαν τα ζώα, | 35 |
| νιώθει ξανά τη γύμνια της και παύει να ‘ναι αθώα. | |
| Γιατί πριν ήτανε διπλή για να ‘μαστε ο κρίκος | |
| του αοράτου και του ορατού, για να ενωθεί ο Οίκος, | |
| όπως ενώθηκε μετά μες στου Χριστού το Σώμα | |
| το Άκτιστο με το κτιστό, για να μπορεί ακόμα | 40 |
| ο άνθρωπος να θεωθεί, εφόσον το θελήσει | |
| και να γυρίσει στην Εδέμ, εάν πάλι τον ποθήσει | |
| τον Έρωτα που έχασε, το Φως και την Ζωή του | |
| όπως τα είχε εξαρχής κι έλαμπε η ψυχή του. | |
| Και αν δεν την επέλεγε τότε αυτήν την πτώση | 45 |
| θα ‘μασταν στον Παράδεισο χωρίς οδύνης δόση. | |
| Θάνατο δεν θα γνώριζε το είδος του ανθρώπου | |
| και θα ‘μασταν απόγονοι του ανθρώπου αυτού του πρώτου | |
| απ’ τη σπορά του Πνεύματος, ίσως σαν τον Χριστό μας, | |
| που ενσαρκώθηκε αλλά όχι με τον δικό μας | 50 |
| τρόπο αναπαραγωγής, μα από την Παρθένο | |
| που είπε το «ναι» στου Αγγέλου Του τον Λόγο τον δοσμένο. | |
| | |
Από αγγέλοι… | Μα ο Αδάμ προτίμησε – γελάστηκε στ’ αλήθεια – | |
αγέλη! | ενώ του δόθηκε Πνοή του Πνεύματος στα στήθια, | |
| να δώσει αντίτιμο το Φως, την ίδια την Ζωή του | 55 |
| και σαν φυτίλι να σβηστεί για να ‘χει ηδονή του, | |
| αυτό που κι οι μαϊμούδες μας και τ’ άλλα τα ζωάκια | |
| έχουνε φύση κι ένστικτο κι είναι προγραμματάκια, | |
| που ‘χουν αναπαραγωγή κι ανάγκες απ' την ύλη | |
| κι έτσι αυτά πεθαίνουνε, αφού είν’ σκέτο φυτίλι, | 60 |
| χωρίς το φως της γνώσεως που έχουν οι αγγέλοι, | |
| μα αυτοί είναι αλλιώτικοι, γιατί δεν έχουν μέλη | |
| από ύλη, ξέρεις, εννοώ το ότι δεν έχουν σώμα, | |
| δεν είναι σαν τον άνθρωπο, που είναι κι από χώμα | |
| και από Πνεύμα, ώστε αυτός είν’ τέλεια κατ’ εικόνα | 65 |
| και καθ’ ομοίωσιν, μα αυτό δεν το ‘φτασε ακόμα. | |
| Έτσι, λοιπόν, τα ζώα μας είναι σε άλλη σκάλα | |
| της Κτίσης και δεν νοιάζονται γι’ αυτά ούτε για άλλα. | |
| Τα έφτιαξε ο Δημιουργός για χάρη του ανθρώπου, | |
| μα δεν γνωρίζουν τη φθορά ούτε τον θάνατό τους. | 70 |
| Έχουν το φόβο ένστικτο για να προστατευτούνε | |
| σαν πρόγραμμα επιβίωσης όταν απειληθούνε. | |
| Όμως δεν το ‘χουν βάσανο σε όλη τη ζωή τους | |
| να κλαιν που θα πεθάνουνε αυτά κι οι συγγενείς τους. | |
| Αυτά ζούνε ελεύθερα και για συνείδησή τους | 75 |
| έχουν μονάχα στο παρόν την επιβίωσή τους. | |
| Και δεν ζητάει η ψυχούλα τους αιώνια να ζήσει, | |
| γιατί για ‘κείνα η φθορά δεν είναι κακή λύση. | |
| Μπορεί να την αισθάνονται, μα δεν το έχουν άγχος | |
| είναι λιγάκι και αυτά όπως και ένας βράχος, | 80 |
| που όταν σιγά ή δυνατά το κύμα τονε φθείρει | |
| δεν ψάχνει να βρει αγκαλιά και δίπλα της να γείρει, | |
| γιατί έχει πόνο αβάσταχτο, μα και καημό μεγάλο, | |
| που θα τελειώσει η ζωή και δεν θα έχει άλλο. | |
| Αυτό μόνο τον άνθρωπο τον τρώει, τον βασανίζει | 85 |
| και κάθε ώρα και στιγμή ίσως να του θυμίζει | |
| κάτι για αιωνιότητα, κάτι για τιμωρία, | |
| μα δεν ταιριάζει στο Θεό αυτή η ορολογία. | |
| | |
Δεν είναι | Δεν είπε Αυτός να φύγουμε, εμείς διαλέξαμε | |
τιμωρία | και τώρα έχουμε τροφή μόνο το κοκορέτσι | 90 |
έτσι είναι | και για την πείνα της καρδιάς, άσ’ τα να πάνε, φίλε, | |
επιλογή | λιμοκτονεί η καρδούλα μας κι εμείς μόνο πιπίλες | |
| της δίνουμε να πιπιλά και έτσι να ξεχνιέται, | |
| να ξεγελάει την πείνα της και να αποκοιμιέται. | |
| Δεν είν’ ο Ήλιος τιμωρός που τρύπησε το στρώμα | 95 |
| του όζοντος, μα είμαστε ‘μεις που ανοίγουμε ακόμα | |
| τη βλαβερή την τρύπα αυτή με την επιλογή μας | |
| και τον καρκίνο φέρνει πια ο ήλιος στο κορμί μας. | |
| Τον ήλιο δεν τον βλέπουμε, δεν ξέρουμε πώς είναι, | |
| ό,τι κι αν λέμε αυτός μακρυά κι απρόσιτος μας είναι | 100 |
| κι είναι ταυτόχρονα παντού, ζεσταίνει, μας φωτίζει | |
| ό,τι ονομάζουμε ζωή αυτός μας το χαρίζει. | |
| Και δεν τον πλησιάζουμε όχι γιατί «δεν θέλει», | |
| μα γιατί είν’ αυτός φωτιά, κι εμείς μονάχα μέλη | |
| της ύλης καταντήσαμε και θα καούμε αμέσως, | 105 |
| άμα τον πλησιάσουμε, γι’ αυτό μόνο εμμέσως | |
| ίσως θα το μπορούσαμε κοντά του να βρεθούμε | |
| με φως και Πνεύμα πύρινο να τον αντιληφθούμε. | |
| Μόνο ο νους μας το μπορεί κοντά να «πλησιάσει», | |
| μα σίγουρα απότομα αν κάνει να τον φτάσει | 110 |
| και πάρει περισσότερο φως από όσο αντέχει, | |
| ίσως τα χάσει και αυτός κι αρχίσει πια να «τρέχει»! | |
| Γιατί ο νους έχει όρια κι αν θέλει να φωτίσει | |
| και ν’ ανοιχτεί πρέπει ασφαλώς πρώτα να καθαρίσει | |
| μέσα από μετάνοια, γιατί αυτά που βλέπει | 115 |
| είναι όσα η συνέπεια της πτώσης του επιτρέπει. | |
| Όπως λοιπόν φοβόμαστε τον Ήλιο που μας δίνει | |
| ζωή και ευχαρίστηση και είναι και καμίνι | |
| σύμφωνα με τα όρια του φυσικού μας νόμου, | |
| έτσι όταν πορευόμαστε και στην πλευρά του δρόμου, | 120 |
| που λέγεται πνευματικός, πρέπει να εννοούμε | |
| ότι υπάρχουν και σ’ αυτήν νόμοι που θα δεχτούμε. | |
| Αν τώρα καταλάβουμε και τον Θεό σαν ήλιο, | |
| που ‘ναι μακριά, μα και παντού σε όλα αυτά τριγύρω, | |
| που Αυτός μας δίνει τη ζωή κι όλα τα φανερώνει, | 125 |
| όσα μπορεί της όρασης να βλέπει η οθόνη | |
| κι αν το σκεφτούμε, φίλοι μου, αν αναλογιστούμε, | |
| πόσα είναι αυτά που βλέπουμε και πόσα δεν θωρούμε, | |
| ίσως λίγο το νιώσουμε το άπειρο το Φως Του | |
| και πως σκοτάδι είναι το να νιώθουμε εκτός Του | 130 |
| κι ότι ‘ναι σπίτι μας η γη μα την περιορίζει | |
| πια η στενή μας λογική που τοίχους μόνο χτίζει, | |
| που είναι η ύλη τους πηχτή, Φως δεν τους διαπερνάει… | |
| Του καθενός επιλογή είν’ έξω αν θα πάει! | |
| | |
Η βεβαιότητα | Αν και για την ακρίβεια, προς το παρόν στο νου μας | 135 |
του σκότους | μπορεί μονάχα να δοθεί μια γεύση τ’ ουρανού μας. | |
| Γιατί κι αυτός κι οι οφθαλμοί δεν το μπορούν να δούνε | |
| μετά την πτώση τίποτα απ’ όσα αντιστοιχούνε | |
| στου ανθρώπου την προδιαγραφή κι αόρατα φαντάζουν, | |
| άγνωστα, ακατανόητα, γι’ αυτό και μας τρομάζουν. | 140 |
| Αφού ο Θεός τα έκανε το Φως και το σκοτάδι | |
| χώρια εντελώς σαν τη Ζωή να είναι με τον Άδη, | |
| δεν συναντιούνται πουθενά, γιατί όπου είναι το ένα | |
| αμέσως τ’ άλλο αναιρεί και δεν έχουν κανένα | |
| σημείο αυτά συνάντησης, αφού είναι το σκότος | 145 |
| η απουσία του φωτός κι αυτό το βρίσκει πρώτος, | |
| όποιος γνωρίζει Φυσική: το φως είναι φωτόνια | |
| κι αληθινή είναι ύπαρξη, δεν λέμε όμως «σκοτόνια»! | |
| Αυτό που φτιάχνει το πηχτό κι απόλυτο σκοτάδι, | |
| είναι το ότι δεν θωρεί φωτόνια το μάτι. | 150 |
| Γι’ αυτό μπορείς να ρίξεις φως, έστω και μιαν ακτίνα | |
| από τρυπούλα και θα δεις να φαίνονται εκείνα, | |
| που δεν τα έβλεπες πιο πριν καν, σαν να μην υπήρχαν, | |
| μόνο το φως επέτρεψε να εμφανιστούν και ήρθαν | |
| στου νου σου την αντίληψη κι όχι η δύναμή σου. | 155 |
| Εσύ απλώς να ελκύσεις φως έχεις δυναμική σου, | |
| ενώ δεν γίνεται στο φως να ρίξεις μ’ έναν τρόπο | |
| κάτι που να ‘ναι μόνο του σκοτείνιασμα στον τόπο. | |
| Το μόνο ίσως που μπορείς είναι το φως να κρύψεις | |
| ή να κρυφτείς ο ίδιος σου κι ομπρέλα να ανοίξεις. | 160 |
| Άρα για να θωρείς το φως, το μόνο που εμποδίζει | |
| είναι η μαύρη τύφλα σου που δυστυχώς σ’ ορίζει. | |
| Κι αυτό που βλέπεις το περνάς για τέλεια αλήθεια | |
| κι έχεις για βεβαιότητα του σκότους τη συνήθεια. | |
| | |
Φωτισμένοι | Γι’ αυτό σαν παραμύθι αυτά φαίνονται στο μυαλό μας | 165 |
κουρελήδες | και είναι ως ένα βαθμό, γιατί το επίπεδό μας | |
| του σκοτισμένου μας του νου είναι πια νηπιώδες | |
| κι έτσι το σχέδιο του Θεού που ‘ναι μεγαλειώδες | |
| μ’ αυτό τον τρόπο διάλεξε να βρει να μας μιλήσει, | |
| νήπια καθώς είμαστε και να μας εξηγήσει | 170 |
| με όρους και με σύμβολα πια είν’ η ιστορία, | |
| γιατί είναι ασύλληπτη η ευθεία θεωρία | |
| του πως γίναν τα πράγματα παρότι οι Άγιοί μας, | |
| που φωτιστήκανε μετά από τον Λυτρωτή μας, | |
| βιώσαν και περιέγραψαν μ’ ενήλικους πια τρόπους, | 175 |
| αφού βρήκαν ταπείνωση μες από χίλιους κόπους | |
| κι αφού έτσι γινήκανε αληθινοί θεόπτες | |
| όσα τους αποκάλυψαν του ουρανού οι πόρτες, | |
| που ανοίγονται σ’ όσες ψυχές έχουνε καθαρίσει | |
| και επιτρέπουν μετοχή σ’ Αυτό που έχουν ποθήσει. | 180 |
| Δεν είναι ψεύτικο, λοιπόν, αυτό το παραμύθι | |
| που λέει για δέντρα και καρπούς που οδήγησαν στη λήθη. | |
| Αυτή είν’ η αλήθεια λοιπόν κι αν σε χαλάει ο μύθος | |
| και θες στα ίσια να την δεις βρες πρώτα Άγιο ήθος | |
| και πάρε το απόφαση πως ό,τι εννοήσεις, | 185 |
| θα ‘ναι σταυρός στην πλάτη σου, που θα τον κουβαλήσεις | |
| μες σε μαρτυρική σιωπή κι αίσθημα μετανοίας | |
| και μες από τον χλευασμό που ‘ναι της κοινωνίας | |
| η φυσική αντίδραση σ’ όλους τους φωτισμένους, | |
| που τους διώκει άγρια και τους θωρεί για ξένους. | 190 |
| Μα είναι σχεδόν ευχάριστος του μαρτυρίου ο πόνος, | |
| σ’ αυτόν που της Αλήθειας ανοίχτηκε ο δρόμος. | |
| Οι λίγοι μας συνάνθρωποι που βρήκανε το φως τους, | |
| δεν γίναν κατανοητοί από συνάνθρωπό τους, | |
| γιατί φαντάζει τρέλα αυτό ή μεταφυσικίλα, | 195 |
| να λέει κάποιος για χρώματα, εικόνες και καντήλια | |
| κι «οράματα και θάματα» σ’ αυτούς που δεν θωρούνε. | |
| Το πιο συνηθισμένο τους είναι να τον περνούνε | |
| ή για τρελό ή γι’ αφύσικο, αφού το φυσικό τους | |
| είναι μονάχα η τύφλα τους κι αυτό λεν λογικό τους. | 200 |
| Φαντάσου ένα παράδειγμα, να ‘ναι όλοι κουρελήδες | |
| κι ένας να πάει στο Βασιλιά και να ‘ρθει με χλαμύδες | |
| και με στολίδια πλούσια, το πιο συνηθισμένο | |
| είναι να τον κοιτάξουνε σαν απ’ αλλού, σαν ξένο. | |
| Και δυστυχώς ό,τι είν’ αυτό που πάνω του αστράφτει, | 205 |
| μα και τον ίδιο ολόκληρο ως και αυτόν τον ράφτη, | |
| να τους ξεσκίσουνε ευθύς απ’ την πολλή τη ζήλια, | |
| που είναι τόσο τυχεροί και αποκτήσαν χίλια | |
| καλά και πλούτη κι αγαθά, γι’ αυτό όσοι έχουν «δώρα» | |
| φεύγουν κι απομακρύνονται κι ως κουρελήδες τώρα | 210 |
| κοιτάζουν να εμφανίζονται, μην και τους καταλάβουν | |
| όσοι θα θέλαν με κλεψιά τα δώρα αυτά να λάβουν. | |
| Και δίνονται τα δώρα αυτά απλόχερα, όλη μέρα, | |
| σ’ αυτήν την σκοτεινή εποχή τα βρίσκεις στον αέρα, | |
| αν τα ζητήσεις, γιατί μες στην τόση αμαρτία, | 215 |
| που υπερεπλεόνασε σ’ αυτήν την κοινωνία, | |
| το ίδιο επερίσσευσε και του Χριστού η Χάρη, | |
| μα όμως δεν θα τηνε βρεις σε ‘κείνο το παζάρι, | |
| που έμαθες να αποκτάς όλα τα υπάρχοντά σου. | |
| Γι’ αυτήν πρέπει ν’ ανοίξουνε τα φύλλα της καρδιάς σου, | 220 |
| αφού αρχικά επιβληθείς στο σκάρτο το μυαλό σου, | |
| που κάνει κάθε λάθος σου να μοιάζει για σωστό σου. | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου