Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Φίλε μου Αντώνη ...


Αντώνη, Αντωνάκη μου, καιρός έχει περάσει
που άφησα τη συγγραφή και τρέλα μ’ έχει πιάσει
καλά τα λόγια κι ο καφές, καλά και τα τραγούδια
μα έξω ήρθε η άνοιξη, ανθίσαν τα λουλούδια
κι είναι η ώρα μας θαρρώ ίσως και περασμένη
ν’ ανθίσει μέσα κι’ καρδιά που ‘ναι σα μαραμένη.
Πάει καιρός που άφησα τις ρίμες και τους στίχους
κι έκλεισα μέσα μου βαθιά τους πιο ωραίους ήχους.
Μ’ έπιασε ο εγωισμός της ταπεινοφροσύνης
φοβήθηκα την έπαρση της κομπορρημοσύνης
κι όλα τα σταμάτησα, μαζί και τα στιχάκια
και γύρισα στις λάσπες μου πίνοντας ουισκάκια.
Τα δώρα που μου χάρισε ο ουρανός τα πήρα,
τα ‘κλεισα στο συρτάρι μου κι άνοιξα μια μπύρα.
Είπα «θα έρθει ο καιρός, ας κάτσω στα αυγά μου»
κι έθαψα μέσα στη καρδιά βαθιά τον Έρωτά μου.
Φοβήθηκα μήπως τυχών Τον χάσω, Τον προδώσω
και πως δεν είμαι ικανή εγώ να φανερώσω
με λόγια και με ποιήματα τη λαμπερή μορφή Του
ούτε στον ίδιο μου εαυτό ούτε σ’ άλλη πνοή Του.
Έφτιαξα μία έρημο και βάδισα μονάχη
και είπα πως με θαύμα πια θα σπάσουνε οι βράχοι
εγώ δεν το κουνάω από ‘δω, θα μπω στη φυλακή μου
μήπως τυχόν και μυριστούν τι κρύβω οι εχθροί μου
και για εχθρούς μου εννοώ τους μέσα μου κουρσάρους
μη πάει ο νους σ’ αδελφούς, σε φίλους και κουμπάρους.
Μα είχε παρενέργειες αυτή η απόφασή μου,
εκεί μέσ’ στα σκοτάδια μου και μέσ’ στη φυλακή μου
έχασα το κουράγιο μου, την πίστη, μα κυρίως
το όπιό της μου ‘ρίξε η λήθη αιφνιδίως!
Κι έτσι με πιάνει δύσπνοια και πιάνω τα μπουκάλια
σ’ αφήνω πάντα νηστικό και γίνομαι εγώ χάλια.
Τύψεις με πιάνουν φυλάω τόσο τον εαυτό μου
και από φόβο υφίσταμαι την εξουσία του νόμου.
Χάνω όμως τα λόγια μου, όπως και τώρα πάλι
κι ενώ άλλα θέλω να σου πω μου έρχεται μια ζάλη.
Αμέσως μια παραίτηση με πιάνει και μπλοκάρω
και σταματάω στη γωνιά του δρόμου μη τρακάρω.
Αλλά απ’ την άλλη σκέφτομαι πως δεν μπορεί να γίνει
χωρίς εξομολόγηση ο έρωτας καμίνι.
Να όμως που δεν δίνονται τα λόγια μ’ ευκολία
γι’ αυτό η τόση ασάφεια και η κενολογία.
Ίσως να πρέπει το λοιπόν πολύ να φλυαρήσω
μέχρι να δώσει η καρδιά λόγια να σου μιλήσω
και ίσως να μην είναι καν’ το θέμα μας τα λόγια
εγώ μονάχα αυτό ποθώ «να φύγουμε απ’ τα υπόγεια!»
Μα κοίτα να, μου μοιάζει σαν ασπρόμαυρη ταινία
αυτή η πραγματικότητα κι η φαρσοκωμωδία
που μόνο αυτό γνωρίζουμε, το άσπρο και το μαύρο
κι εγώ ζητώ τον ορισμό του κόκκινου για να ‘βρω
μα σαν μιλώ για κόκκινο φαίνεται ουτοπία
φαίνεται σαν παράλογο ή απλά σαν φαντασία.
Απ’ την ουράνια Vodafone πρέπει να βρούμε σήμα
για διαγράφει ο έρωτας τριγωνικό το σχήμα
για να ‘ναι δυο κι Αυτός μαζί και η ροή ν’ αρχίσει
πρέπει το κόκκινο ο νους πρώτα να εννοήσει.
Γι’ αυτό χάνω τα λόγια μου σαν πάω να σου μιλήσω
γιατί μιλάν για κόκκινο και πώς να στο εξηγήσω.
Το περιγράφει μια χαρά το άσμα του Περίδη
και θα μπορούσα να το πω κι εγώ εν κατακλείδι
«… και σαν τρελός σε γύρεψα, μα εσύ δεν εφαινόσουν
και πικραμένος γύρισα, να με ξανακλειδώσουν».
Αν και αισθάνομαι άδικη με το «δεν εφαινόσουν»
έρχονται σαν το λέω αυτό τα φίδια να με ζώσουν
γιατί ούτε μια στιγμούλα Αυτός μόνους δεν μας αφήνει
μα εγώ κολλάω στο «κινητό» (αισθητό) και σήμα δεν μου δίνει
γιατί η ουράνια Vodafone θέλει κεραία άλλη
απ' της καρδιάς το τίκι τακ κι όχι απ' το κεφάλι.
Σήμερα το πρωί λοιπόν ξύπνησα ξαφνιασμένη
σαν πάλι να θυμήθηκα πως είναι οι ερωτευμένοι
και σαν να 'νοιωσα γύρω μου την αύρα του Καλού μου
ένα αεράκι απαλό αντάριασε το νου μου
που είμαι; και τί κάνω εδώ κλεισμένη και δεν τρέχω;
γιατί την λήθη αγκάλιασα; γιατί σήμα δεν έχω;
Θυμήθηκα που λέγαμε λοιπόν εχθές αντάμα
πόσο μας λείπει ο Έρωτας και μ' έπιασε το κλάμα
γιατί το θέλησα πολύ να 'βρισκα έναν τρόπο
να βρούμε εκείνα τα φτερά που διώχνουνε τον κόπο
και να πετάξουμε μαζί με τους Ερωτευμένους
μακριά απ' όσα μας κρατούν στη φυλακή δεμένους.
Και φυσικά δεν σου μιλώ για εκκρίσεις και κρεβάτια
μιλώ γι' αυτό που αντανακλούν τα παιδικά τα μάτια.
Δεν ξέρω πια είναι η διαδρομή να φτάσουμ' εκεί πέρα
μα θα 'θελα να βρω απλά τον τρόπο κάποια μέρα
να μπω μέσ' στην καρδούλα σου να πω το μυστικό μου
μα όλο μπλοκάρει η ροή στο παραμιλητό μου.
Πολλά έχω πει κατά καιρούς με άλλοθι την τρέλα
μιλάω για κόκκινο για μπλε και συ άμα θέλεις γέλα
και είναι σίγουρα σωστός ο έμμεσος ο τρόπος
μα έρχεται κάποια στιγμή που 'ναι μεγάλος κόπος
και τυραννάει το μυαλό το «γύρω-γύρω όλοι»
και θες στη μέση να βρεθείς μαζί με τον ... Μανώλη!
Θέλεις να μπούμε στο ψητό, να φάμε και να πιούμε
και μέσα στα τραγούδια μας το "κόκκινο" να πούμε.
Μα μοιάζει επικίνδυνο, τρίζουν οι ασφάλειές μας
η λογική επαναστατεί, μας πιάνουν οι ενοχές μας
μήπως τυχόν και χάσουμε την όποια υπόληψή μας
ή και τη σωτηρία μας που έγινε επένδυσή μας!
Δεν το ρισκάρεις πια λοιπόν να μπεις μεσ' την ουσία
φαίνεται ποιο παράτολμο κι από την συνουσία
κι έτσι κανείς για κόκκινο δεν το τολμά να λέει
γι' αυτό η καρδιά μας μαύρισε και το αίμα της δεν ρέει.
Ούτε από 'δω, ούτε από 'κει λοιπόν πια δεν κουνάμε
καθίσαμε στα υπόγεια και πια δεν προχωράμε.
ΕΝ ΚΑΙΡΩ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ...

1 σχόλιο:

  1. ευχομαι να βρεις το ΕΡΩΤΑ σου να βγεις απ τα υπογεια .και την ξερεις τη λυση αρκει να το κανεις και θα γινει ο Ερωτας φωτια. λοιπον απο σενα εξαρταται και απο μενα .. απ τον καθενα μας για τον εαυτο του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή